Γράφει ο Λάμπρος Σκουζάκης | Πανδοχείο,
28 Δεκεμβρίου 2013 »»
Τα ροκ τραγούδια που είναι αφιερωμένα στις ήττες των ανθρώπων πλειοψηφούν συγκριτικά, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Μιλάμε για ροκ, ρε διάολε, όχι για ηπειρώτικα μοιρολόγια. Κουρασμένοι απ’ τη μοναξιά, τη φτώχια, την έλλειψη συντρόφου, τσακισμένοι απ’ τις αναποδιές, οι μουσικοί δεν χορταίνουν να περιγράφουν την παράδοσή τους στη θλίψη, πάνω σε μια λυπημένη μελωδία, για να τροφοδοτούν τους πεινασμένους για συναίσθημα εκεί έξω. Στη συνέχεια όμως αυτό γίνεται δουλειά. Πολλές φορές φέρνει πλούτο. Η φτώχια καταλήγει ανάμνηση. […] Τραγούδια όπως το Standing by the Sea δεν σου λένε να κλάψεις, δεν σου δίνουν οδηγίες πώς να ξεφορτώσεις το βάρος απ’ το στήθος, δεν προσπαθούν να σε πείσουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο μυαλό σου, ούτε σου εξηγούν γιατί έφτασε ο ήρωας εδώ. Σου δίνουν μια σπρωξιά και πέφτει στον κόλπο με τους καρχαρίες. Τα υπόλοιπα, το εξής ένα, πρέπει να το βρεις μόνος σου. Και αυτό δεν είναι να επιπλέεις ακίνητος, περιμένοντας το ναυαγοσωστικό. […] Δεν χρειάζεται να λένε πολλά τα τραγούδια, αυτή είναι η δουλειά των βιβλίων· τα τραγούδια είναι σαν τις τελείες: ένωσέ τις με γραμμές και θα δεις να προβάλλει μπροστά σου η κρυμμένη εικόνα. [σ. 116]
Ο μονόλογος του Σίμου Μπάνση δεν ακολουθεί απλώς τις προσωπικές του σκέψεις υπό την πείρα μιας τριακονταετίας πιστών και συνειδητοποιημένων ακροάσεων του σύγχρονου ροκ αλλά και το σχέδιο του … προγραμματικού κειμένου της νέας του ραδιοφωνικής εκπομπής! Αν η μουσικοπάθεια, σκεφτόταν νωρίτερα, κληρονομείται, τότε τού μεταγγίστηκε με τα καλώδια του οικιακού ραδιοφώνου Τελεφούνκεν που δεν γνώρισε τι σημαίνει διακόπτης κλεισίματος. Όμως ο αυτοπρόσωπος αφηγητής μας έχει φροντίσει έγκαιρα να απομακρυνθεί από τον μύθο των ηρώων που οφείλουν να είναι γεννημένοι από χωρισμένους γονείς ή σε παράφρον σπίτι, με περιπετειώδη ζωή ή στιγματισμένα χαρακτηριστικά – ευτυχώς, γιατί εδώ και χρόνια έχουμε συμπληρώσει τον απαραίτητο αριθμό απόβλητων και καταραμένων.
Όμως … κάποιες από τις παιδικές μνήμες, τότε που «βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε και δεν εκτιμούσαμε την αξία της ανέμελης ζωής», δεν υπάρχουν στο οικογενειακό αρχείο αλλά πλάθονται πολύ διαφορετικές από τις πραγματικές – και τελικά διαφέρουμε τόσο πολύ από τους γονείς μας. Τουλάχιστον ο Σίμος ευφραίνεται με τα σενάρια διαφορετικών προγονικών καταβολών, έτσι για το γούστο. Μήπως η μια γενιά παίζει επίθεση και η επόμενη κάνει συντήρηση, μήπως οι απόγονοί μου θα είναι καρμπόν των γονέων και δεν θα μπορώ να τους εμφυσήσω αγάπη για τίποτα; Παιδιά φτωχών και άσημων ορχανοπαιχτών έγινα διάσημα και παρήγαγαν σπουδαίο έργο, ενώ παιδιά διάσημων μουσικών που ν’ ακολουθούσαν το επάγγελμά τους και να ξεπέρασαν σε αξία τους γεννήτορές τους, δεν μπορώ να θυμηθώ. Θα φταίνε τα χιλιάδες βιβλία, οι δίσκοι και οι ακριβοί πίνακες στους τοίχους.
2. Ψυχοφωνητής και ραδιοσταθμάρχης
Στη ζωή του Σίμου υπάρχουν τα όνειρα, όπως η κινηματογράφηση μιας οριακής ταινίας ή έστω η συνέχεια των Κουρελιών του Νικολαΐδη – τι κέρδισε άλλωστε μετά από τόσα χρόνια ατολμίας; – κι ύστερα υπάρχει και η μεροκάματη πραγματικότητα: η ανάληψη θέσης τηλεφωνητή στην Speak-a-tel, τηλεφωνείο ψυχολογικής υποστήριξης, τα ευήκοα ώτα όπως τα χαρακτηρίζει ο κυρ υπεύθυνος. Σ’ ένα δωμάτιο μεγέθους ανελκυστήρα σκοπεύει να ξεφορτώνει λίγα γραμμάρια από το βάρος των πελατών ή απλά οι τηλεγραμμικές του, να βγάλουν το βράδυ. Μήπως και ο ίδιος δεν ζητάει από το παρελθόν να περάσει έξω, ή τέλος πάντων να γυρίσει σελίδα στη ζωή του; Για περίμενε. Γιατί ενεργώ σαν θύμα της προπαγάνδας των βιβλιόφιλων και δε χρησιμοποιώ μουσικοφιλικές αλληγορίες; Θα γυρίσω το δίσκο, θα βάλω τη βελόνα στο επόμενο κενό αυλάκι, θ’ αλλάξω κασέτα, σταθμό, δισκάδικο, θ’ αφήσω πίσω το σαπόρτ και θ’ απολαύσω το πρώτο όνομα…
Αλλά όπως κάθε πρόθυμος μοιραστής της λατρευομένης μουσικής, ο Σίμος ονειρεύεται άλλο στούντιο και η συνάντηση με τον ιδιοκτήτη του ραδιοφωνικού σταθμού (γύρω στα εξήντα, άρα πολύ μικρός για ν’ απολαύσει το καλοκαίρι της αγάπης και πολύ μεγάλος για να ενσωματωθεί με τους πανκς) εξελίσσεται σε διαμάχη ιδεών με μονόλογο νικητή, που επιθυμεί να γνωρίσει ο κόσμος τα άλλα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80 αλλά είναι ιδιαίτερα εύστροφος ώστε να μην το αποκαλύψει.
Θέλω οι σημαντικοί δίσκοι ν’ αποκτήσουν σεβασμό ανάλογο με των σπουδαίων λογοτεχνικών έργων. Για πολλούς ανθρώπους του Paris 1919 του John Cale είναι εξίσου σημαντικό με οποιοδήποτε βιβλίο του Graham Greene – τον φέρνω ως παράδειγμα γιατί ο δίσκος περιέχει ένα τραγούδι αφιερωμένο σ’ αυτόν. […] Η μουσική είναι σημαντική για κάποιους, όσο η ιδεολογία για τους αριστερούς που τραβούσαν τα πάνδεινα εξαιτίας της. Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς την αγαπημένη σου μουσική, μπορείς να υπογράψεις δήλωση αποκήρυξής της; Είναι ένα απ’ τα τελευταία καταφύγια των απογοητευμένων από μεσσίες, ηγέτες, γκουρού και λοιπούς σωτήρες. […] Σου δίνει αυτοπεποίθηση, βγάζει ό,τι καλύτερο έχεις μέσα σου, σου θυμίζε αρετές που είχες ξεχάσει ότι διέθετες. Ένας τίτλος ή ένας στίχος μπορεί να γίνει οδηγός στη ζωή σου.
3. Τα φαντασιακά παίγνια ή [That’s] Entertainment
Ένα σπάνιο χαρακτηριστικό του Σίμου (κι ένα απολαυστικό μυθιστορηματικό συστατικό) είναι το διαρκές προσωπικό παιχνίδι ερωτήσεων, πιθανοτήτων, προβλέψεων και ασκήσεων πάνω στην παρελθούσα μνήμη, τα εναλλακτικά παρόντα και τις μελλοντικές παραλλαγές. Όποτε δεν συντάσσει λίστες, στο «ιδεοδρόμιο» του προσγειώνονται προσχέδια, λάθος προσενάρια μικρού ή μέγιστου μήκους αλλά και η …κριτική τους. Όταν, για παράδειγμα, μετά την «πρόσληψή» του τρυπώνει στο μπαρ Atomizer σπαρταριστά συλλογίζεται περί καινοτόμων μπαρ ή περί επιμελητών των ηχητικών μας αναγκών – στους τελευταίους ανήκει και η δισκοθέτρια του μαγαζιού, σύντομα το επίλεκτο ήμισυ του έρωτα.
Μπορεί λοιπόν ο Σίμος να είναι δεινός κολυμβητής της σκέψης και της μνήμης αλλά έχει και μια σειρά τρυκ να απολαμβάνει τα κενά ανάμεσά τους: παίρνει συνέντευξη από τον εαυτό του, επιστρατεύει την «εσωτερική αντιπολίτευση», παίζει το δύσκολο παιχνίδι της αντιστροφής των θέσεων, πιάνει κουβέντα με τους διαφορετικούς του εαυτούς (που κονταροχτυπιούνται ανάμεσα σε θετικές και αρνητικές οπτικές). Ο προβληματισμός του, για παράδειγμα, πώς γίνεται και στο ροκ απουσιάζουν οι μη σωματικά υγιείς και αρτιμελείς ενώ πλεονάζουν οι ψυχικά και διανοητικά ανάπηροι οδηγεί και σε μια συγκλονιστική συνομιλία μεταξύ Robert Wyatt και Vic Chesnutt, που εκπροσωπούν την πιο αισιόδοξη και απαισιόδοξη, αντίστοιχα, στάση απέναντι στην ζωή μετά από τα τραγικά τους ατυχήματα.
Με αυτές λοιπόν τις παράλληλες πραγματικότητες, την εξομολογητική γραφίδα αλλά τις ευφάνταστες αναρτήσεις στο προσωπικό του μπλογκ ο Σίμος εκφράζει όσα ζει στον έρωτα, στη σχέση του με τη μουσική και στους δυο πόλους της καθημερινότητας, επαγγελματικής και ερασιτεχνικής. Γύρω του οι απαραίτητες πολύτιμες φιλίες, ο αναπόφευκτος θάνατος των αγαπημένων, ο μέντορας αδελφός του Στέφανος που τού εμφύσησε την ευγενή του μουσικομανία, και βέβαια η Μαρίνα, οι πνευματώδεις και λογοπαίγνιες συζητήσεις με τις οποίες ολοκληρώνουν τα σπάνια συστατικά ενός έρωτα που αναπνέει παράλληλα με την μουσική. Κι αν περιμένει κανείς σελίδες επί σελίδων για τους προσωπικούς μας ναούς, τα δισκοπωλεία, όχι· αρκεί ένα κεφαλαιώδες κεφάλαιο για να μεταδώσει την τελετουργία τους αλλά και να εκκινήσει την ιδανικότερη αρχή ενός έρωτα, πάνω από το The Good Earth των Feelies, κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί ο Σίμος σε ανάλογες γνωριμίες χάνει τις λέξεις και μόνο αργότερα «η γλώσσα τις διαλέγει εύκολα μέσα απ’ το αποθεματικό». Ευτυχώς στην πορεία όπου λείπουν οι λέξεις, περισσεύουν οι νότες, όπως στη μαγική στιγμή του χορού της Μαρίνας υπό το Dancer της PJ Harvey, αιχμάλωτη στον κόσμο του, όμηρος στον κόσμο της.
5. Heroes
Οι αξιοπρεπείς των συγκροτημάτων όπως οι Husker Du, εκείνοι που επηρέασαν τη γλώσσα, προσθέτοντας λέξεις δικής τους επινόησης ή αναγκάζοντας στον ορθογράφο του word να τις δέχεται ως σωστές – βλέπε Byrds, οι αφοσιωμένοι της δημιουργίας και οι επιτυχημένοι χωρίς συμβιβασμούς, οι μουσικοί που θέλουμε να γερνάνε μαζί μας, όλοι οι υψηλόβαθμοι στις καρδιακές του θέσεις βρίσκονται εδώ. Καθώς η μία ιστορία ρέει, μια άλλη εισχωρεί μέσα της, κάποιες φράσεις τους εμπεριέχουν μερικούς σημαδιακούς στίχους για όσους έχουν στιχουργική μνήμη, ευρηματικές παρομοιώσεις έχουν ως αποτέλεσμα καμία σελίδα να μην είναι ανέκπληκτη και γενικώς ενώ θες να τρέξεις λαχανιαστά την ανάγνωση σε ταχύτητες πανκ ή έστω ποστ πανκ, σταματάς κάθε λίγο για να μη σου ξεγλιστρήσει το εύρημα της παραγράφου.
6. Rock’n’roll High School
Κορυφαίες ανάμεσα στις εσωτερικές ιστορίες είναι μια φαντασιακή συνάντηση μερικών μορφών του ελληνικού ροκ, η συνέντευξη μ’ έναν επιβεβλημένο μουσικό – δηλαδή τα διαπιστευτήρια του συμβιβασμού με τον ραδιοσταθμό – που δέχεται τις ερωτήσεις που κανείς ποτέ δεν τολμά να απευθύνει στους «καλλιτέχνες», και το σκάρωμα ενός ντοκιμαντέρ για την σκηνή της δεκαετίας του ’80, με εξομολόγο τον Στέφανο, που θυμάται, μεταξύ άλλων, τις ραδιοπειρατικές μέρες: Ενημέρωσα, διασκέδασα, συντρόφευσα, γέμισα τις άδειες κασέτες μερικών χιλιάδων ακροατών μου, μέχρι που ήρθε η ελεύθερη ραδιοφωνία και συνέθλιψε εμένα και τους ομοίους μου με τους πανίσχυρους πομπούς της. Αυτή είναι η ανταμοιβή όλων όσοι ψυχαγώγησαν εκατομμύρια και όταν έσβησαν οι λυχνίες ξεχάστηκαν. Καμία καταγραφή όσων εξέπεμψαν, κανένα αρχείο εκπομπών δεν θα υπάρξει ποτέ για τους παράνομους
Εδώ βρίσκεται η επιτομή μιας ολόκληρης εποχής που έχει μείνει άγραφτη, πόσο μάλλον αλογοτέχνητη· της εποχής εκείνης όπου μπορούσες να παρακολουθήσεις τα γκρουπ απ’ το ξεκίνημά τους και να μεγαλώνεις μαζί με τους μουσικούς, όπου αγόραζες ένα δίσκο ακόμα κι επειδή σου άρεσε το όνομα ή το εξώφυλλο, οι συναυλίες που γίνονταν στα πιο απίθανα μέρη και έδιναν την αίσθηση της γιορτής μαζί με αληθινούς ανθρώπους, στα δισκάδικα και στα λάιβ η αίσθηση της κοινότητας ήταν διάχυτη. Είναι πιο ευτυχισμένοι οι ακροατές σήμερα;
7. Roller Under
Από την στιγμή που τόσοι από εμάς υπήρξαμε θερμοί ακροατές – ορισμένοι και συμμέτοχοι – του σύγχρονου ροκ κατά την δεκαετία του ’80 κι έπειτα, η διασταύρωσή μας με τον Μπάμπη Αργυρίου υπήρξε αναπόφευκτη. Μυρίζομαι μάλιστα πως μια στρατιά παρουσιαστών θα σπεύσουν να παρουσιάσουν πειστήρια της γνωριμίας, λες και δεν περάσαμε ολόκληρη η κοινότητα από τα χέρια του ως αναγνώστες [φανζίν Rollin Under], από τη φωνή του ως ακροατές [Radio Free], από το αισθητήριό του ως παραλήπτες κασετών, από τα μοιράσματά του ως αλληλογράφοι και αλληλομουσικολήπτες, ηλεκτρονικοί παρακόλουθοι των γραφών του [Mic.gr], ξεκαρδισμένοι των αφορισμών του, ευτυχείς ακούραστοι των λογοπαιγνίων του. Στα έντυπά του ανέπνεε ένας λόγος χυμώδης και χειμαρρώδης, αλογόκριτος και φαντασιώδης, καθώς κάθε συμμέτοχος ερχόταν όχι μόνο να γράψει ακριβώς εκείνα που θα ήθελε να διαβάσουν αλλά δεν έβρισκε πουθενά, αλλά και να τα γράψει με τον τρόπο που θα κρατούσε την ανία τιμωρημένη στη γωνία.
Πήγα να γράψω «ο συγγραφέας» και δεν μου αρέσει η προσφώνηση αλλά η πλούσια κατά τα άλλα γλώσσα μας δεν διαθέτει μια κατάλληλη λέξη για τον γράπτη περί μουσικής, άρα κατ’ επέκταση για όλη μας τη ζωή και οτιδήποτε την απογειώνει ή την καταβαραθρώνει. Πώς να γραμματολογήσουμε εκείνον που εκκινεί από ένα κριτικό κείμενο και καλύπτει βαθύτατες σκέψεις, εκείνον που ακόμα και σ’ ένα πεντάγραμμο παρουσιαστικό γραπτό σε κάνει να γελάσεις δυνατά, να σκεφτείς σοβαρά, να ξαναδιαβάσεις δυο τρεις φορές για την ευχαρίστηση, να προσθέσεις στο λεξιλόγιό σου νέες λέξεις, να παραδεχτείς νέες οπτικές για τη μουσική της ζωής σου ή την μουσική γύρω από τη ζωή σου; Ίσως γι’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα δεν με εκπλήσσει: είμαι εξοικειωμένος με τις ολιγόλεκτες έως γεμιστές κριτικές του, τα διασταυρούμενα σημειώματα ετών επί ετών, ακόμα και τα απολαυστικά παρουσιαστικά σχόλια στην σειρά των δίσκων με τις επιλογές κάθε μήνα.
Όσα και να ζήσει ο Σίμος, τα σχέδιά του δεν σταματούν ποτέ, και δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από την αφήγηση των δημιουργικών ανθρώπων, όπως σκέφτεται κάποια στιγμή. Και, πολύ περισσότερο, συσκέφτομαι ο ίδιος, η αφήγηση των δημιουργικών ανθρώπων από δημιουργικούς ανθρώπους. Πώς το έλεγε ο Greg Sage των Wipers που φυσικά δεν λείπει από τη διήγηση; Straight ahead… Κι αν οι δικοί μας έρωτες δεν χωράνε σε καμία φωτοσκίαση, γιατί «δεν τους αρέσει το απόλυτο σκοτάδι ούτε αντέχουν το πολύ φως», ας τελειώσουν με μια φαντασμαγορική τελετή.
Με την ανάγνωση αισθάνθηκα όπως το ζευγάρι στη συναυλία στην Σερβία – γιατί το λάιβ θα είναι πάντα η αφορμή ενός ταξιδιού· εκεί ο Σίμος ένοιωσε πως βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, χωρίς ψεύτικα περιτυλίγματα, που όλοι βιώνουν ένα ήρεμο αλλά βαθύ ωριαίο οργασμό. Άλλωστε αυτό ήταν «το δικό του S&M είναι Sex and Music».Thank you master!
Χωρίς μουσική, η μέρα θα ήταν βουβή ταινία χωρίς χρώμα. Η ολιγόωρη έκθεση σ’ αυτήν μπορεί να σε καθαρίσει εσωτερικά, ή χρόνια να σε καθορίσει. […] Χαιρόμουν περνώντας τις τάξεις, με τσάκωνα ν’ ακούω πιο δύσκολα μαθήματα. Άφηνα νέους ανθρώπους να εισβάλουν μέσω των ηχείων στη ζωή μου, τους έκανα φίλους και εραστές, περίμενα ανυπόμονα την επόμενη επίσκεψή τους. Όσο αφηγούνταν αληθινές κι ενδιαφέρουσες ιστορίες, η σχέση μας κυλούσε αρμονικά· όταν έχαναν ή υποβάθμιζαν εσκεμμένα αυτά που αγαπούσα σ’ αυτούς, ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος. Άφηνε όμως μια γλύκα πίσω του, το απογοητευτικό τέλος δεν έσβηνε το θαυμασμό και την προηγηθείσα αγάπη. Οι δίσκοι της ζωής μου δεν έχουν μόνο καλά τραγούδια, είναι η ιστορία μου, μέρος της μόρφωσής μου, αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσής μου. [σ. 124]
Εκδ. Mic Books, 2013, σελ. 330, με 11σέλιδες σημειώσεις πάνω στα τραγούδια, τους δίσκους και τους καλλιτέχνες που αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Κεντρική διάθεση: εκδ. Απόπειρα, Ηλεκτρονικό επισκεπτήριο εδώ.
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr. Στις εικόνες: Μπάμπης Αργυρίου, Nick Drake.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου