Το πρώτο μυθιστόρημα του «θρυλικού» μουσικογραφιά (και πάλαι ποτέ ιδιοκτήτη του δισκάδικου Rollin Under και της Lazy Dog Records) είναι γεγονός.
γράφει ο Άρης Καραμπεάζης | popaganda,
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013 »»
Λίγα λόγια για μένα :
Λατρεύω τους μουσικογραφιάδες και δεν κατανοώ τους μουσικοκριτικούς. Συνεπώς για κάθε Greil Marcus, θα προτιμήσω έναν Lester Bangs, θεωρώντας μέγιστη στιγμή του πρώτου, αυτή κατά την οποία ανθολόγησε τον δεύτερο. Για κάθε Πητ Κωνσταντέα ή και Αργύρη Ζήλο, θα προτιμήσω έναν Μπάμπη Αργυρίου, θεωρώντας ως μέγιστη (για τη γενιά μου) στιγμή του δεύτερου από τους τρεις, τις ημέρες που ανθολογούσε στα CD του περιοδικού Audio, μεταξύ άλλων, και τα επιτεύγματα των Αργυρίου-Πραντσίδη κ Σία, μεταξύ άλλων, από τις ημέρες της Lazy Dog Records.
Η διαφορά του μουσικοκριτικού από τον μουσικογραφιά είναι συνήθως δυσδιάκριτη, κατά κανόνα πάντως ο πρώτος θα επιχειρεί συχνά- πυκνά να εμποτίσει με ακαδημαϊκά στοιχεία την γραφή του, τα οποίο όσο περισσότερο εδραιώνονται ενόσω το rock γερνάει, τόσο πιο πολύ το οδηγούν στο μαρασμό. Ο μουσικογραφιάς, με το όποιο έργο του, δημιουργεί ένα σχεδόν παράλληλο σύμπαν με αυτό της ίδιας της μουσικής, στο οποίο ενίοτε αξίζει να καταφύγεις και χωρίς να έχεις ακούσει τη μουσική. Υπάρχουν πάντοτε αυτοί που μικρόνοα θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο ο μουσικογραφιάς αλαζονικά θέτει την πάρτη του πάνω από τη μουσική και τους δημιουργούς αυτής. Και επικαλούνται έλλειψη γνώσης, προσωπικής ικανότητας για δημιουργία, ενίοτε και παρελθούσης αποτυχίας για να τον υποτιμήσουν. Κάποιες φορές δικαίως.
Απλώς ο Lester Bangs έτυχε να είναι σπουδαιότερος ως προς τη συνολική του προσφορά από τουλάχιστον το 50-60 % αυτών για τους οποίους έγραψε και το ποσοστό αυτό μειώνεται για κάθε επόμενο μουσικογραφιά, όσο καλός και αν είναι και όσο και αν φθίνει η ποιότητα του ροκ που παράγεται. Στην αλυσίδα θα προσθέσω ανθρώπους των οποίων επιπλέον εμπιστεύομαι τυφλά το μουσικό γούστο, όπως ο Μπάμπης Αργυρίου, και άλλων που όχι, όπως ο Στέλιος του Crackhitler, που όμως έχει και αυτός το Χάρισμα. Αυτή είναι η προσωπική μου θεωρία και δεν έχω δηλώσει ποτέ μουσικοκριτικός.
Λίγα λόγια για τον Μπάμπη:
Τον Μπάμπη τον γνώριζα κάπου από το 1992-1993, πίσω από το ταμείο του Rollin Under αυτός και μπροστά εγώ. Τον γνώρισα εκ νέου το 1999. Αυτό το εκ νέου δεν σήμανε κάτι συνταρακτικά ρηξικέλευθο στη μεταξύ μας προσωπική σχέση και νομίζω ότι αυτό πρέπει να συμβαίνει κατά κανόνα μεταξύ ανθρώπων που επικοινωνούν τα μέγιστα μέσα από τα ενδιαφέροντα τους (και που επιπλέον δεν έχουν και όρεξη για πολλά-πολλά). Το Rollin Under ως fanzine, mail order, δισκοπωλείο και ιδέα, οι εκπομπές του στο ραδιόφωνο, η μανία του να σου απευθύνεται με ερωτήσεις, το χαμόγελο για το οποίο θα σου μιλήσουν οι περισσότεροι συνθέτουν, αλλά δεν περιορίζουν την περίπτωση του. Κάποιος πολύ καλός φίλος του και συνεργάτης μου είπε κάποτε ότι ο Μπάμπης είναι και πολύ καλός έμπορος και όσο περνάνε τα χρόνια αναρωτιέμαι αν αναφέρονταν στο fair trade, που έχει γίνει της μόδας τελευταία. Τα γούστα μας στη μουσική δεν συμπίπτουν ολοκληρωτικά, αλλά οι απόψεις μας βρίσκονται πολύ κοντά στο να το κάνουν. Ακόμη και όταν εγώ αγγίζω την πιο… βδελυρή πτυχή της pop και αυτός την πιο… βαρετή στιγμή της ψυχεδέλειας.
Όλες οι απαντήσεις, όλες οι αλήθειες που δεν παρουσιάζονται ως αλάθητο, όλες οι επεξηγήσεις των εμμονών και όλες οι ουσιαστικές αξίες του ροκ, πριν αυτό καταντήσει μια άμορφη μάζα, υπάρχουν και περιμένουν μέσα στο βιβλίο.
Τον Μπάμπη τον θυμάμαι αιωνίως να περιστοιχίζεται από ενδιαφέροντες ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχαναν την όποια αίγλη τους όταν τους γνώριζες καλύτερα, όπως συνήθως συμβαίνει με τους ανθρώπους που συχνάζουν στα δισκοπωλεία. Το ότι βρέθηκα σε αυτό τον κύκλο ανθρώπων, επιβεβαίωσε την θεωρία μου, σε μία σπάνια στιγμή ειλικρινούς αυτογνωσίας. Ο Μπάμπης όταν έφτιαξε το Mic.gr κατηγορήθηκε ότι το έκανε για να πλασάρει δίσκους της Lazy Dog, η οποία ουσιαστικά είχε ήδη κλείσει, και νομίζω ότι προς στιγμήν προσπάθησε να βρει κάποιο δίκιο στην κατηγορία, μάλλον επειδή ήταν υπερβολικά καλόπιστος για να θεωρήσει απλώς μαλάκα τον κατήγορο (που ήταν).
Στα πάντοτε από ενδιαφέροντα έως συναρπαστικά γραφόμενα του γύρω από το ροκ και τα πέριξ αυτού, το ροκ απλοποιείται με τον τρόπο που πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γειώνεται, πλησιάζει προς τον ακροατή και γίνεται ένα με αυτόν και τη ζωή του, όπως για μία στιγμή επιχείρησε να πράξει το punk. Επιπλέον, δια χειρός και γραφίδος Μπάμπη Αργυρίου, αποκαλύπτεται τακτικά και ως δια μαγείας μία από τις πολλές πραγματικές του ουσίες, που ήταν μπροστά μας και δεν τη βλέπαμε. Με αυτό τον τρόπο τα κείμενα του, οι κυκλοφορίες της Lazy Dog, ο κατάλογος και τα ράφια αργότερα του Rollin’ Under, οι συνεργάτες που επέλεγε και αυτοί που κατόπιν απέφευγε, τα πράγματα στα οποία πίστεψε με ενθουσιασμό και αργότερα τον απογοήτευσαν σφόδρα για να επιστρέψει σε αυτά μαζί με τον ενθουσιασμό του, είναι μικρές punk επαναστάσεις, που ακόμη και όταν δεν πετυχαίνουν τον στόχο τους, έχουν τη σοφία να εξαφανιστούν προτού αυτοαναιρεθούν. Όλα αυτά ακούγονται μεγαλεπήβολα για έναν άνθρωπο ο οποίος ποτέ δεν επέλεξε το οποιοδήποτε προσκήνιο και δεν επεδίωξε την θριαμβευτική έξωθεν καλή μαρτυρία. Και είναι εδώ που τα λέμε. Αλλά εγώ αυτά έχω να πω για τον Μπάμπη.
Λίγα λόγια και για το βιβλίο:
Ο Μπάμπης Αργυρίου αποφάσισε να γράψει μυθιστόρημα και όχι ένα παραδοσιακό ροκ βιβλίο δοκιμιακού χαρακτήρα (όσο δοκιμιακό μπορεί να είναι το ροκ τέλος πάντων), καθώς για πρώτη φορά θέλησε να «δυσκολέψει» τη ζωή αυτών στους οποίους θα απευθυνθεί. Αυτή είναι η δική μου θεωρία τουλάχιστον. Αν επέλεγε τον άλλο δρόμο, τότε όλοι οι μουσικογραφιάδες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, με περισσή ευκολία θα μπορούσαν για χρόνια να ξεσηκώνουν έστω και μικρές φράσεις από τα όσα γράφει, γύρω από τις οποίες κάποιος με σχετική ικανότητα σκέψης και γραφής, μπορεί να στήσει διάφορες παραλλαγές στην όποια αλήθεια γύρω από το ροκ, την αγάπη για τους δίσκους και το συνδυασμό αυτών των πραγμάτων. Το βιβλίο λειτουργεί αντίστροφα από το High Fidelity.
Στα πάντοτε από ενδιαφέροντα έως συναρπαστικά γραφόμενα του γύρω από το ροκ και τα πέριξ αυτού, το ροκ απλοποιείται με τον τρόπο που πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γειώνεται, πλησιάζει προς τον ακροατή και γίνεται ένα με αυτόν και τη ζωή του, όπως για μία στιγμή επιχείρησε να πράξει το punk.
Η μυθιστορηματική γραφή του Hornby και οι ιστορίες του είναι καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες από αυτές του Μπάμπη. Αλλά ο τελευταίος κατέχει την πραγματική απάντηση στην ερώτηση «what came first? Music or Misery?». Όπως και τις διάφορες απαντήσεις σε σημαντικότερες από αυτήν (την προβοκατόρικη ούτως ή άλλως) ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι ο Μπάμπης αποτελεί ουσιαστικά συνδυασμό των τριών βασικών ηρώων του βιβλίου του Hornby (ιδιοκτήτη και υπαλλήλων του δισκοπωλείου), αλλά αυτό καλύτερα να μην το πει κανείς ούτε στον Hornby, ούτε στον Μπάμπη. Το πιο πιθανό βέβαια είναι ότι ο άνθρωπος ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα από εσωτερική ανάγκη, αλλά αυτή δεν είναι η δική μου θεωρία, γιατί ποτέ δεν ένιωσα αυτή την ανάγκη μέχρι σήμερα.
Όλες οι απαντήσεις, όλες οι αλήθειες που δεν παρουσιάζονται ως αλάθητο, όλες οι επεξηγήσεις των εμμονών και όλες οι ουσιαστικές αξίες του ροκ, πριν αυτό καταντήσει μια άμορφη μάζα, υπάρχουν και περιμένουν μέσα στο βιβλίο. Ξετυλίγονται στα όρια μίας ισορροπημένα συνηθισμένης ιστορίας, με την έννοια του συνηθισμένου να υπογραμμίζει εξαιρετικά το γεγονός ότι η μουσική είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση, που δεν χρήζει μαζικών συναισθημάτων, αλλά απλώς μιας μετρημένης και αξιοπρεπούς συντροφικότητας.
Το Έχω όλους τους δίσκους τους είναι ένα μυθιστόρημα όχι απόμακρο από κάποιον που θέλει να διαβάσει ένα καλό βιβλίο, χωρίς να ενδιαφέρεται να μάθει γιατί τέλος πάντων οι Husker Du είναι σπουδαιότεροι από τους R.E.M.
Ο ήρωας του βιβλίου έχει έναν αδερφό, που στην πραγματικότητα αυτός «έχει όλους τους δίσκους τους», αλλά από την δική μου οπτική, ο ήρωας του βιβλίου είναι η σχιζοειδής προσωπικότητα του κάθε μουσικόφιλου- δισκόφιλου, που περιχαρακώνει το πιο εμμονικό κομμάτι του εαυτού του γύρω από το εύρημα του μη οργουελικού μεγάλου αδερφού, ο οποίος πάντοτε μένει συνειδητά πίσω από τις εξελίξεις στη μουσική, τον ήχο και την αισθητική, αποκτά παραπάνω κιλά και πορεύεται με μια γυναίκα που περιμένει με αγωνία τους James κάθε χρόνο, χωρίς αυτό να τον ενοχλεί, όσο θα ήθελε να τον ενοχλεί. Το βιβλίο του Μπάμπη είναι – για μένα – ένα ιδανικό ροκ δοκίμιο, έστω και αν προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τις αρετές της διήγησης, οι οποίες εμφανίζονται ως τέτοιες κύρια στο τελευταίο μέρος αυτού.
Οι εταιρείες επιλέγουν (ή τουλάχιστον επέλεγαν κάποτε) το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και σε σπάνιες περιπτώσεις το τέταρτο single, προκειμένου να καθοδηγήσουν τις ακροάσεις μας. Όποιος έπεσε στην λούπα των singles ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη του να έχει πραγματικά όλους τους δίσκους τους, καθότι άλλωστε το single ούτε καν με την έννοια του 7'' πρέπει να ταυτίζεται. Είχα γνωρίσει κάποτε έναν τύπο σε ένα δισκάδικο (όχι στο Rollin Under), που κάθε φορά που με έβλεπε (μου έριχνε και δέκα χρόνια, γεγονός ανεπανόρθωτης ανωτερότητας ανάμεσα σε μουσικόφιλους), μου έλεγε ακριβώς αυτό το πράγμα. Και μάλιστα στο «τους» εμπεριείχε άπαντες, από τους Vietnam Veterans μέχρι τον Elton John. Παρότι… πιτσιρικάς δεν μάσησα και σχετικά γρήγορα του έκανα το τεστ του ανύπαρκτου συγκροτήματος. Απάντησε καταφατικά (φυσικά) και ακόμη τον περιμένω να μου φέρει όλους τους δίσκους των… Angels in Black (αν είχα προβλέψει λίγο καλύτερα το όνομα, ίσως και να μου τους έφερνε πλέον με δεκαπέντε χρόνια καθυστέρηση…). Συνεπώς, θεωρώ ότι ο Μπάμπης επέλεξε τον καλύτερο τίτλο βιβλίου που θα μπορούσε να επιλέξει κάποιος θεματολογικά. Μία φράση με ιδιότροπη σημασία μεταξύ μουσικόφιλων, που παραμένει ερωτηματικό το κατά πόσο θα εξαφανιστεί στα χρόνια που έρχονται.
Η μυθιστορηματική γραφή του Hornby και οι ιστορίες του είναι καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες από αυτές του Μπάμπη. Αλλά ο τελευταίος κατέχει την πραγματική απάντηση στην ερώτηση «what came first? Music or Misery?»
Οι εσωτερικές διηγήσεις, τα ευρήματα του βιβλίου στην προσπάθεια να αναδείξει την ανάγκη συγγραφέα και ηρώων να μιλήσουν και να φιλοσοφήσουν γύρω από τη μουσική, οι παρεκτροπές από την ανάγκη περιγραφής της εξωτερικής μορφής των περισσότερων από όσους παρελαύνουν στις σελίδες, η επιμελής αποχή από το χτίσιμο χαρακτήρων, που θα επηρεάσουν με δραματικό τρόπο τα γεγονότα, τα οποία δείχνουν να λειτουργούν σχεδόν νομοτελειακά και κάνουν την εμφάνιση τους χωρίς να προοικονομούνται με οδύνη, από έναν έστω και μονομελή «χορό», όπως άλλωστε γίνεται και στην πραγματική ζωή, είναι στοιχεία της λογοτεχνικής εκείνη ιδιαιτερότητα, που καθιστά το Έχω όλους τους δίσκους τους ένα μυθιστόρημα διαφορετικής υφής και στόχευσης μεν, αλλά όχι απόμακρο από κάποιον που θέλει να διαβάσει ένα καλό βιβλίο, χωρίς να ενδιαφέρεται να μάθει γιατί τέλος πάντων οι Husker Du είναι σπουδαιότεροι από τους R.E.M. Που τελικά όμως θα το μάθει και αυτό και θα του βγει σε καλό.
Και μιας και είπαμε Husker Du, ως συνειδητός ακροατής και αναγνώστης, θα επιλέξω εγώ την κεντρική ιδέα, τον βασικό πυλώνα, την πρόταση κατακλείδα, το απαραίτητο encore και το υπέρτατο νόημα του βιβλίου του Μπάμπη. Το οποίο για εμένα δεν είναι ούτε η άρτια περιγραφή της «ιδανικής» μουσικόφιλης γκόμενας, που πάνω κάτω όλοι κάποτε βρήκαμε και πάνω κάτω όλους κάποτε μας άφησε μετέωρους, ούτε η σχέση μας με τον απαραίτητο μουσικό μέντορα, που στην πορεία (νομίσαμε ότι) ξεπεράσαμε παίρνοντας μάλιστα το χρίσμα από τον ίδιο. Ούτε καν δηλαδή η αλήθεια που θέλει τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας, να είναι σημαντικότεροι από τους δίσκους που σέρνονται στο πάτωμα μας (όχι πάντα βέβαια).
Το Έχω όλους τους δίσκους τους, όπως και ο συγγραφέας του, κατανοείται απόλυτα και εμπεριέχει όλα τα νοήματα του στα τρία και κάτι λεπτά του «Standing by the Sea» των Husker Du, που αποτελεί και τη βασική εμμονή του ήρωα στο σύντομο ραδιοφωνικό του πέρασμα, στα – ως συνήθως – αδιάφορα ροκ ερτζιανά της Θεσσαλονίκης και για το οποίο ο Μπάμπης, χωρίς δυσκολίες, επαναλήψεις, περιττά λόγια και ανούσιες αναλύσεις, στήνει ένα από τα πιο υποδειγματικά κείμενα αυθεντικής «μουσικογραφοσύνης», που έχει τύχει να διαβάσω ποτέ, μπροστά στo οποίo περιβόητα βιβλία, που απασχολούνται με την ανάλυση ροκ τραγουδιών, όπως το «I Hate Myself and I Want to Die» του… πολύ Tom Reynolds χλωμιάζουν επικίνδυνα και χάνουν το νόημα τους όχι στα σημεία, αλλά με καθαρό νοκ-άουτ. Σε αυτό το χωρίο του βιβλίου γίνεται απόλυτα διακριτό αυτό το τραχύ πάθος που πρέπει να αναζητά ο καθένας στη μουσική του και γιατί η έξοδος της μουσικής από τα στενά ή ευρύτερα όρια του αρχικού υπόγειου ή και ημιυπόγειο κύκλου της, σχεδόν κατά κανόνα συνεπάγεται την οριστική του απώλεια.
**Την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου, του τρέχοντος έτους, η εν Αθήναις ομάδα του Mic.gr, από τη μία το μεσημέρι και για αρκετές ώρες, στήνει στο Six Dogs της Αβραμιώτου, το πρώτο ever πάρτι για την κυκλοφορία του «Έχω όλους τους δίσκους τους», στο οποίο και θα πρωταγωνιστήσει το ίδιο το βιβλίο, καθώς και οι μουσικές εμμονές που αιωρούνται σε όλη τη διάρκεια αυτού και αφορούν κύρια την καλύτερη περίοδο του ροκ μέχρι σήμερα, δηλαδή το κάπου εκεί μετά το punk και πριν ξεψυχήσει το post punk και τα συντρίμμια τους που επιμένουν να μας στοιχειώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου