γράφει η Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα | Η Αυγή, Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013 »»
Περνώντας (στην Αμερική και στην Ευρώπη) μια απομονωμένη παιδική ηλικία μετά τον θάνατο του πατέρα της και εκδηλώνοντας σοβαρά προβλήματα υγείας, η (Αμερικανοεβραία) Μπόουλς, παρά το ταλέντο της, απέτυχε να καθιερωθεί πραγματικά. Έγραψε, όμως, ανάμεσα στα άλλα, την περίεργη «φεμινιστική» νουβέλα «Δυο Σοβαρές Κυρίες» (Απόπειρα, 1990, μτφρ. Χρ. Μπάμπου Παγκουρέλη) όπου δεν μπορείς να αποφασίσεις αν τα βάσανα και οι επιλογές των ηρωίδων της προέρχονται από ανάγκη ή από τα καπρίτσια μιας αργόσχολης τάξης, που, ενώ ο κόσμος καίγεται, οι ίδιοι εφευρίσκουν υπαρξιακές τραγωδίες. Παρ' όλα αυτά, η ταύτιση της ηδονής με την οδύνη ήταν η μαζοχιστική, αλλά αληθινή για την ίδια «ευτυχία της την οποία διαφύλαττε σαν λύκος…». Η αίσθηση αυτή του απόλυτα προσωπικού δρόμου φαίνεται και στις «Δυο Σοβαρές Κυρίες», όπου η δεσποινίς Γκέρινγκ «θα μπορούσε να συγκινηθεί αν την ενδιέφερε να βελτιώνονται οι φίλοι της, αλλά στο βάθος είχε μονάχα την αίσθηση της αποστολής για την ατομική της σωτηρία»...
Στα μέσα του 1957, στην «έκφυλη» Ταγγέρη του Μαρόκου, η Τζέιν Μπόουλς θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο – το οποίο, σύμφωνα με τον άντρα της, υπήρξε το αποτέλεσμα της δηλητηρίασης από τη διαβόητη για τη μαύρη μαγεία μαροκινή ερωμένη της, τη Cherifa – το οποίο ακολουθήθηκε από χρόνια κατάθλιψη, ψυχιατρική θεραπεία και μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος. Πέθανε σε μια κλινική στη Μάλαγα, το 1973, στα 56 της χρόνια. Η Μπόουλς άφησε πίσω της λίγη γραφή με δυνατές ειρωνείες που αποδομούν τον εαυτό και την τάξη της, όπως «μάλλον θα το κάνω αν και είναι έξω από τις αρχές μου, όμως δεν άρχισα ποτέ να χρησιμοποιώ τις αρχές μου, κι ας κρίνω τα πάντα με αυτές», αλλά και για τις πολιτικές θύελλες του αιώνα της όπως: «να θυμάσαι απλώς πως μια επανάσταση που έχει “επιτευχθεί” είναι ένας ενήλικας που πρέπει να σκοτώσει μια για πάντα την παιδική του ηλικία…»
Η δική της παιδική ηλικία, σκληρή και πλουσιοπάροχη, και η δική της ζωή, γοητευτική, εγωιστική, αλλόκοτη και εύθραυστη, θα τελειώσει βασανιστικά και γι' αυτήν και για τον Μπόουλς που στερήθηκε των δημιουργικών δυνατοτήτων του για να της συμπαρασταθεί. Στη συλλογή «Το χέρι της αδερφής μου στο δικό μου» (στο οποίο περιλαμβάνεται το αξιόλογο ψυχόδραμα «Camp Cataract») γράφει κάτι που θα μπορούσε να χαραχτεί στην αναθηματική της στήλη: «Της φάνηκε πιο απεγνωσμένα σημαντικό (το ταξίδι) τώρα που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ήταν μια αποτυχία. Η στάση της δεν ήταν πρωτοφανής, δεδομένου ότι όπως και πολλοί άλλοι αντιλαμβανόταν τη ζωή της ως κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό της. Ο δρόμος απλωνόταν πάντοτε λιγάκι πιο μπροστά από τα φοβισμένα της χέρια και τον βάδιζε δίχως ερώτηση καμία. Αυτός ο δρόμος, που ήταν η ζωή της, θα υπήρχε και μετά τον θάνατό της, ακόμη και αν ο θάνατός της ήταν παρών στη διάρκεια της ζωής της».
Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα
«Είμαι τόσο ένοχη όσο μπορεί κάποιος να είναι, αλλά έχω την ευτυχία μου την οποία διαφυλάττω σαν λύκος…»Αγαπημένη του Τένεσι Ουίλιαμς και του Τρούμαν Καπότε, η Τζέην Μπόουλς, αλκοολική, απελπιστικά μόνη και ταυτόχρονα έχοντας την έντονη ανάγκη της συντροφιάς, αμφίφυλη, όπως κι ο σύντροφός της, απόλυτα άπιστη κι εντελώς αφοσιωμένη στον συγγραφέα και συνθέτη Πολ Μπόουλς, ολιγογράφος, αλλά με έντονες «αμυχές» στο φορτίο των λέξεών της, παραγνωρισμένη και ταυτόχρονα υπερτιμημένη από τους φίλους της, τελεύτησε τον βίο της σε μια ψυχιατρική κλινική στην Ισπανία στα 1973, δηλαδή ακριβώς 40 χρόνια πριν.
Περνώντας (στην Αμερική και στην Ευρώπη) μια απομονωμένη παιδική ηλικία μετά τον θάνατο του πατέρα της και εκδηλώνοντας σοβαρά προβλήματα υγείας, η (Αμερικανοεβραία) Μπόουλς, παρά το ταλέντο της, απέτυχε να καθιερωθεί πραγματικά. Έγραψε, όμως, ανάμεσα στα άλλα, την περίεργη «φεμινιστική» νουβέλα «Δυο Σοβαρές Κυρίες» (Απόπειρα, 1990, μτφρ. Χρ. Μπάμπου Παγκουρέλη) όπου δεν μπορείς να αποφασίσεις αν τα βάσανα και οι επιλογές των ηρωίδων της προέρχονται από ανάγκη ή από τα καπρίτσια μιας αργόσχολης τάξης, που, ενώ ο κόσμος καίγεται, οι ίδιοι εφευρίσκουν υπαρξιακές τραγωδίες. Παρ' όλα αυτά, η ταύτιση της ηδονής με την οδύνη ήταν η μαζοχιστική, αλλά αληθινή για την ίδια «ευτυχία της την οποία διαφύλαττε σαν λύκος…». Η αίσθηση αυτή του απόλυτα προσωπικού δρόμου φαίνεται και στις «Δυο Σοβαρές Κυρίες», όπου η δεσποινίς Γκέρινγκ «θα μπορούσε να συγκινηθεί αν την ενδιέφερε να βελτιώνονται οι φίλοι της, αλλά στο βάθος είχε μονάχα την αίσθηση της αποστολής για την ατομική της σωτηρία»...
Στα μέσα του 1957, στην «έκφυλη» Ταγγέρη του Μαρόκου, η Τζέιν Μπόουλς θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο – το οποίο, σύμφωνα με τον άντρα της, υπήρξε το αποτέλεσμα της δηλητηρίασης από τη διαβόητη για τη μαύρη μαγεία μαροκινή ερωμένη της, τη Cherifa – το οποίο ακολουθήθηκε από χρόνια κατάθλιψη, ψυχιατρική θεραπεία και μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος. Πέθανε σε μια κλινική στη Μάλαγα, το 1973, στα 56 της χρόνια. Η Μπόουλς άφησε πίσω της λίγη γραφή με δυνατές ειρωνείες που αποδομούν τον εαυτό και την τάξη της, όπως «μάλλον θα το κάνω αν και είναι έξω από τις αρχές μου, όμως δεν άρχισα ποτέ να χρησιμοποιώ τις αρχές μου, κι ας κρίνω τα πάντα με αυτές», αλλά και για τις πολιτικές θύελλες του αιώνα της όπως: «να θυμάσαι απλώς πως μια επανάσταση που έχει “επιτευχθεί” είναι ένας ενήλικας που πρέπει να σκοτώσει μια για πάντα την παιδική του ηλικία…»
Η δική της παιδική ηλικία, σκληρή και πλουσιοπάροχη, και η δική της ζωή, γοητευτική, εγωιστική, αλλόκοτη και εύθραυστη, θα τελειώσει βασανιστικά και γι' αυτήν και για τον Μπόουλς που στερήθηκε των δημιουργικών δυνατοτήτων του για να της συμπαρασταθεί. Στη συλλογή «Το χέρι της αδερφής μου στο δικό μου» (στο οποίο περιλαμβάνεται το αξιόλογο ψυχόδραμα «Camp Cataract») γράφει κάτι που θα μπορούσε να χαραχτεί στην αναθηματική της στήλη: «Της φάνηκε πιο απεγνωσμένα σημαντικό (το ταξίδι) τώρα που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ήταν μια αποτυχία. Η στάση της δεν ήταν πρωτοφανής, δεδομένου ότι όπως και πολλοί άλλοι αντιλαμβανόταν τη ζωή της ως κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό της. Ο δρόμος απλωνόταν πάντοτε λιγάκι πιο μπροστά από τα φοβισμένα της χέρια και τον βάδιζε δίχως ερώτηση καμία. Αυτός ο δρόμος, που ήταν η ζωή της, θα υπήρχε και μετά τον θάνατό της, ακόμη και αν ο θάνατός της ήταν παρών στη διάρκεια της ζωής της».
Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου