Συνέντευξη της συγγραφέα Κατερίνας Έσσλιν
Στη Στέλλα Μελισσαροπούλου | Pints,
12 Οκτωβρίου 2013 »»
Η Κατερίνα Έσσλιν, συγγραφέας του βιβλίου ”Γαμ.”που φέτος δραματοποιείται στο θέατρο ”Θησείο για τις τέχνες” (μέχρι τις 20 Οκτωβρίου) με τη σκηνοθετική υπογραφή του Δημήτρη Μπογδάνου, μιλά με το δικό της μοναδικό τρόπο για την τέχνη, το θέατρο, το σουρεαλισμό αλλά και το διάλογο πολιτικής και θεάτρου. Έχοντας βγάλει το σουρεαλισμό από τα σκονισμένα χρονοντούλαπα του καλλιτεχνικού ελιτισμού, η συγγραφέας μας αποκαλύπτει πτυχές του χαρακτήρα της και μας αφήνει να ρίξουμε κρυφές ματιές στη ”Γαμ.” πλευρά της.
-Το γράψιμο είναι ανάγκη για το ”μέσα ή το έξω”; Με άλλα λόγια καταβύθιση στο εσωτερικό ή επικοινωνία με τους άλλους;
-Το βέβαιο είναι ότι δεν γράφω επειδή συμβαίνει να μπορώ αλλά επειδή δεν μπορώ να μην – οπότε σίγουρα πρόκειται για κάτι το ιδιωτικό και αυτόματο ή μάλλον εαυτόματο (του εαυτού). Ωστόσο η όλη διαδικασία δεν είναι ιδιοτελής, δεν είναι ημερολόγιο με κλειδωνιά η λογοτεχνία: αφήνεις διάπλατα ανοιχτό το συρτάρι, θέλοντας ει δυνατόν όλοι να διαβάσουν τη σκέψη σου, με την ευχή να νιώσουν ότι κι εσύ διάβασες τη δική τους (λίγο πριν γράψεις). Έτσι κι αλλιώς το μέσα και το έξω δεν μπορείς να τα διαχωρίσεις ευκρινώς όταν ασχολείσαι με τον Λόγο – η “φωνή”, όσο εσωτερική κι αν είναι, φτιάχτηκε για να έχει ήχο, να ακούγεται, να γεννά αντίλογο.
-Ερχόμενη στην παράσταση εξέλαβα τον όρο ”Γαμ.” ως την λέξη που καλούνται οι θεατές να επιφορτίσουν με τα δικά τους βιώματα για να την ορίσουν. Τι είναι ”Γαμ.” για σένα;
-Γαμ. είναι οτιδήποτε τελειώνει πρόωρα και οριστικά αλλά συνεχίζει να εκκρεμεί, παρά την απότομη τελεία, όχι για να σε φρενάρει ή για να σε στοιχειώσει όμως, αλλά για να σου θυμίζει ότι είχες τη δύναμη να επιβιώσεις ενός πρόωρου τέλους – ότι κάθε όψιμο φρένο είναι ευκαιρία να πάρεις φόρα για να πατήσεις δυνατότερα το γκάζι (καθώς όλα είναι κύκλος, ή μάλλον σπείρα, φρένο, γκάζι, φρένο, γκάζι). Γαμ. είναι η καρατιά που ρίχνεις σε ό,τι σε ταράζει (ένα “Γαμώτο” που το σπας μαχητικά στα δύο) ώστε να μην επιτρέψεις στο ανάθεμα να σε κυριεύσει. Επιπλέον, από Γαμ. αρχίζουν πολλές ενδιαφέρουσες λέξεις που έχουν να κάνουν με τη ζωή, με το πως οι άνθρωποι πολλαπλασιάζονται και ενώνονται (σε “εκκλησία”, σε κρεβάτι, γενικά), οπότε το Γαμ. θα μπορούσε να ήταν και αυθύπαρκτη λέξη… κάτι σαν “συν”… ένα ενωτικό μόριο. Στο πρώτο διήγημα του βιβλίου και της παράστασης, στο διήγημα Αθίνο, ενώνεται, σαν με το συρραπτικό, η Αθήνα με το Λονδίνο, και το πρώτο “Γαμ. μήνυμα” είναι ότι ακόμη κι αν κάτι τελειώσει απότομα, “άδικα”, και τάχα μου οριστικά, πάντα παραμονεύει ένα κομμάτι δικαιοσύνης (η ζωή η ίδια), που θα βρει τον τρόπο να εκπληρώσει σαρωτικά την όποια εκκρεμή ένωση, (ειδικά αν κάτι που ήταν να ενωθεί δεν ενώθηκε ποτέ). Και αφού όλα είναι κύκλος, επανέρχομαι στην απότομη τελεία τού Γαμ. και λέω πως για μένα η τελεία αυτή είναι όλο το νόημα, ένα απαραίτητο dot αυτού του “join the dots” που λέγεται ζωή και που μας συνδέει όλους μεταξύ μας, σαν σε κύκλωμα, με αόρατες πρίζες και καλώδια και βραχυκυκλώματα, σαν να είμασταν εξαρχής ο διπλανός μας, ο παππούς μας, το παιδί μας, ένας γνωστός μας ή ένας τυχαίος περαστικός.
-Ο σουρεαλισμός στην Ελλάδα – στο θέατρο εν προκειμένω αλλά και στη λογοτεχνία με την οποία ασχολείσαι – πώς αντιμετωπίζεται από το ευρύ κοινό; ”Αγκαλιάζεται” ή απεμπολείται ως ελιτίστικο είδος;
-Μπλε. (Σας κάλυψα;) Τι να πω…Ίσως ναι… Ίσως και να αποξενώνει ή να φέρνει σε δύσκολη θέση ο σουρεαλισμός. Είναι ίσως βολικότερη η κεκτημένη ταχύτητα της μασημένης τροφής από ένα παράξενο φρούτο, που μπορείς εύκολα να το απορρίψεις, να του βάλεις την ταμπέλα του δήθεν, του ποζάτου ή ενός “τεχνάσματος” που αφορά λίγους. Όμως και το πιο “δύσκολο” έργο μπορείς να το διαβάσεις ή να το δεις, ακόμη κι αν δε ξέρεις ανάγνωση, αν πρώτα λιμάρεις τις προκάτ ταμπέλες σου (αγορασμένες προφανώς από το ίδιο κατάστημα που πουλάει τα πλακάτ “η ποίηση δεν είναι για μένα”) καθώς η ποίηση είμαστε εμείς… Αν λένε κάποιοι ότι είναι ελιτίστικο είδος ο σουρεαλισμός, εγώ λέω ότι είμαστε από μόνοι μας ο σουρεαλισμός ο ίδιος… όλη η ύπαρξη από μόνη της… αυτό το δυο σώματα που ενώνονται με αποτέλεσμα ένα σώμα να μεγαλώνει μέσα σ’ ένα άλλο…πολύ “τρελή” η φύση… Στο Γαμ. πάντως, οι όποιες ενέσεις “μαγικού ρεαλισμού” δεν πονάνε, δεν υπάρχει λόγος φόβου: ο όποιος σουρεαλισμός, αν υπάρχει, είναι εκεί με απλότητα, σαν αναπνοή, για να γειώσει και να ενώσει, όχι για να αποξενώσει ή να μπερδέψει…
-Πώς μπορεί το θέατρο -και η τέχνη γενικά- να συνεισφέρει σε μια τέτοια κρίσιμη -πολιτικά και κοινωνικά- καμπή;
-Ενώνοντας – και εμβαθύνοντας στο διαχρονικό σε σχέση με το συγκυριακό, αφυπνίζοντας το ένα σε σχέση με το δύο και το τρία και το όλον… Βάζοντας ξυπνητήρι στο κομοδίνο του συλλογικού ενσυνείδητου, ώστε ο καθένας μας να ξυπνήσει ολόγυμνος στο όνειρο του διπλανού του… Στην παράστασή μας, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μπογδάνου τονίζει πιστεύω την ταπεινότητα της μονάδας σε σχέση με το σύνολο, αλλά και τον ρόλο της στο να το ενδυναμώσει. Κάθε (συγκινητικός) ηθοποιός από τους δέκα, πρωταγωνιστεί μεν περισσότερο ο καθένας στο κομμάτι “του”, σαν ξαφνικά να είναι ο απόλυτος και μόνος πρωταγωνιστής, μα μ’ έναν τρόπο τόσο διακριτικό που τελικά τονίζεται η ομάδα, το ένα. Πιστεύω πως πάντα, αλλά και ειδικά σε περιόδους “άμπωτης” (που όλοι “τραβιόμαστε” προς τα πίσω), πρέπει να γίνει πολλή ατομική δουλειά πάνω στο εγώ, για να ωφεληθεί και να ανακουφιστεί η κοινωνία, πρέπει να πιστέψει ο καθένας στις δυνάμεις του, ν’ αναλάβει ευθύνες, να “επισκευάσει” τον εαυτό του και μετά να ξαναγίνει “μαγιά”, ξαναβουτώντας στην κοινωνία των πολλών “εγώ” όχι σαν να βουτάει σε αποξενωτικό πολτό πια αλλά σε σύνολο… Θεωρώ ότι κάθε “εμείς”, για να λειτουργεί σωστά, έχει ανάγκη από πολλά επισκευασμένα “εγώ” – και αυτό είναι που πιστεύω ότι οφείλει να είναι και η τέχνη: ένα επισκευαστήριο του “εγώ”, που θα απομακρύνει διακριτικά τον άνθρωπο από τα συγκυριακά αδιέξοδα (εν προκειμένω) της φτώχειας – ή του πλούτου. (Δεν είναι χάπι για τον πονοκέφαλο η τέχνη βεβαίως, αλλά σίγουρα έχει αναβράζουσα δράση, ακόμη κι όταν είναι ταρακτική.)
-Έχεις σκεφτεί το επόμενο καλλιτεχνικό σου βήμα;
-Χα! Αν το έχω “σκεφτεί”; Συνήθως σε μένα πάει απολύτως ανάποδα: τα… νερά σπάνε εκεί που δεν το περιμένω, λειτουργώ με χρονοκαθυστέρηση δηλαδή (σπάνε τα νερά, βρίσκομαι με ένα “μωρό” στα χέρια μου και στο τέλος κάνω το τεστ εγκυμοσύνης). Κανένα σχέδιο – θα γίνουν όλα στον χρόνο και στον χώρο τους πριν καν το καταλάβω, το σίγουρο είναι ότι κάπου παραμονεύει το τρίτο βιβλίο μου και μια επόμενη παράσταση…
________________
* Η παράσταση ”Γαμ.” είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν ”Γαμ., μυθιστορήματα του ενός λεπτού” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ, το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών 2013 καλύτερης συλλογής διηγημάτων .
Διαβάστε την κριτική του pints για την παράσταση ” «Γαμ.»: «Γαμ.» όπως λέμε…; - Κριτική Παράστασης
About the author ⁄ Στέλλα Μελισσαροπούλου
«Κανείς δε θέλει να πει την ιστορία του», θα παρατηρήσει η κυρία Νταλαγουει στο ομότιτλο βιβλίο της Γουλφ. Είναι ευκολότερο να την πλάσεις, να την υπαινιχθείς, να την αναπαραστήσεις. Ο καθένας τη δικιά του. Κι αν με ιντρίγκαρε κάτι στο επάγγελμα αυτό είναι πως μπορείς, από τα αποσιωπητικά των προτάσεων που δεν ολοκληρώθηκαν, να συνθέσεις τις ιστορίες του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου