23.10.13

Εαρινό εξάμηνο: Ροκ λογοτεχνία Ι (ή μήπως μπα-ρόκ;)

Γράφει ο Αντώνης Ξαγάς

Αντώνης Ξαγάς

(Όσο το δυνατόν πιστότερη εκδοχή της παρουσίασης του βιβλίου του Γιώργου Στόγια Εαρινό εξάμηνο στις 21 Οκτωβρίου 2013 στο Free Thinking Zone. Και με την επίγνωση ότι η μεταφορά του προφορικού λόγου στον γραπτό είναι εξ ορισμού ατελής και ανεπαρκής.)

Να ευχαριστήσω κατ’ αρχάς τον φίλο και συγγραφέα για τη χαρά και την τιμή να πω κι εγώ δύο λογάκια για το βιβλίο με το οποίο και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, έτσι δεν είναι η φιλολογικώς «ορθή» έκφραση (κατ’ αναλογία στη ζωγραφική θα λέγαμε «εμφανίστηκε στα χρώματα»; πάντοτε μου φαινόταν κάπως αστεία αυτή η έκφραση).

Δεν ξέρω βέβαια αν πρέπει να τον ευχαριστήσω που με έβαλε σε αυτή τη θέση, βγάζοντας με από την ασφάλεια των γραπτών πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, την οποία βασικά εξακολουθώ να προτιμώ, αλλά νομίζω θα το ξεπεράσω για απόψε και μόνο.

Πριν μπούμε στα μουσικά για τα οποία υποτίθεται είμαι εδώ, θα ήθελα να πω κι εγώ λίγες παρατηρήσεις για το ίδιο το βιβλίο γενικότερα. Μόνο που σύμφωνα με το «σκονάκι μου» (σε πανεπιστημιακό κλίμα είμαστε άλλωστε!), κάπου γράφει και ο ίδιος ότι «η κολακεία είναι ένα πιάτο που τρώγεται παντοιοτρόπως, όπως η μακαρονάδα». Μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα νομίζω ότι θα προτιμήσω να τον καλέσω στο σπίτι για μια μακαρονάδα, παρά να καταφύγω στην κολακεία.

Να ομολογήσω κατ’ αρχάς ότι δεν παρακολούθησα όλη αυτή τη δημιουργική διαδικασία στο facebook, την κεφάλαιο-κεφάλαιο παρουσίαση και έκθεση στο κοινό, παρόλο που είμαστε φίλοι σε αυτό το όργανο του ...οξαποδώ. Περίμενα υπομονετικά να δω και να διαβάσω την τελική μορφή. Και χαίρομαι που είδα σε μια συνέντευξή του ότι κάπως περιορίζει τη σημασία, τη βαρύτητα αυτής της διαδικασίας. Προσωπικά αν και πιστεύω σε πολλών ειδών συλλογικότητες, από την πολιτική έως και την μαγειρική ακόμη, στην τέχνη και τη δημιουργία δεν χωρά και πολύ η δημοκρατία, ειδικά η λογοτεχνία είναι κατά βάση μια μοναχική άσκηση. Γι’ αυτό κι ελάχιστα συλλογικά λογοτεχνικά έργα έχουν μείνει στην ιστορία, πλην ίσως ελαχίστων εξαιρέσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού (...ξυλουργού κιόλας).

Το Εαρινό Εξάμηνο λοιπόν είναι ένα βιβλίο το οποίο διαβάζεται και ρέει ευχάριστα, βασικά δεν είναι βαρετό το οποίο θεωρώ το μεγαλύτερο κρίμα και αμάρτημα για ένα βιβλίο. Από ένα κακό βιβλίο ενίοτε κάτι μπορεί να κερδίσεις, μπορεί να σε κεντρίσει, να αποτελέσει αφορμή για μια σκέψη. Ένα βαρετό είναι απλώς και μόνο ...βαρετό.

Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο έχει συνδυάσει τις διαφορετικές τέχνες, το λόγο, την εικόνα και τον ήχο (σαν ένα... βαγκνερικό Gesamtkunstwerk). Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την ηρωίδα του, τη διαβόητη Ντίνα, μια προσωπικότητα (μεταξύ μας!) μάλλον αντιπαθή, χωρίς να παίρνει ηθικολογική θέση απέναντι της. Μου αρέσει ότι πουθενά δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «κρίση», και ότι καταφέρνει να πολιτικολογεί χωρίς να πολιτικολογεί.

Επιπλέον μου ξύπνησε πολλές αναμνήσεις από τα φοιτητικά μου χρόνια, ειδικά με τον παραστατικό τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί τον πανεπιστημιακό χώρο. Την πιστότητα δεν μπορώ να την εγγυηθώ, το ακαδημαϊκό περιβάλλον το άφησα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ρίχνοντας πίσω μου μάλιστα μια μαύρη πέτρα (να με το συμπάθιο!). Αλλά στις βασικές του κατευθύνσεις νομίζω τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, το ελληνικό πανεπιστήμιο με την ελευθεριότητα που το χαρακτηρίζει (κάποιοι μπορεί να την ονομάσουν και ανομία) σου δίνει τη δυνατότητα να ζήσεις, να αναζητήσεις τον εαυτό σου, να κοινωνικοποιηθείς, είτε παίζοντας ...τάβλι στο κυλικείο, είτε μετέχοντας σε πολιτικές ομάδες, σε θεατρικές ομάδες (καλή ώρα), σε κάθε τύπου ομάδες. Αυτός άλλωστε είναι κατά τη γνώμη μου και ένας από τους ρόλους του πανεπιστημίου, πέρα από τη στενή ακαδημαϊκή κατάρτιση. Να σου δίνει δηλαδή τη δυνατότητα και τον ελεύθερο χρόνο να ασχοληθείς με αλλότρια, πριν μπεις στον εργασιακό μύλο της ζωής (λέμε τώρα, αναφέρομαι στις εποχές όπου υπήρχε αυτό το αγαθό που αποκαλούμε «εργασία»).

Η μουσική λοιπόν... Η μουσική είναι πολύ σημαντική για τον συγγραφέα και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τον δίσκο ο οποίος συνοδεύει το βιβλίο σαν soundtrack αλλά ανιχνεύεται σε κάθε κυριολεκτικά σελίδα του, καθ’ υπερβολή ακόμη και σειρά του. Η άλλη προφανής αγάπη του είναι το θέατρο, μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κλασικό δίπολο σαν αυτό που τραγούδησε ο ποιητής «από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου».

Αξίζει να σημειώσω ότι αλίευσα στο βιβλίο πολλές παρατηρήσεις υψηλής ευστοχίας και οξυδέρκειας όσον αφορά τη μουσική, η αγαπημένη μου είναι εκεί κάπου γράφει για τους Triffids, παλιά αγάπη αμφοτέρων νομίζω: «να ο McComb ήθελε να εκφράσει με τη μουσική του ολόκληρη τη ζωή, τις δυνατότητες που έκρυβε για ευτυχία ή τρόμο και τελικά βρήκε μόνο την αργή αποσύνθεση.» (σ. 417). Μια πολύ ωραία πρόταση για έναν πολύ ωραίο άνθρωπο κι ένα πολύ ωραίο συγκρότημα.

Με την ευκαιρία που προσεγγίσαμε πλέον τα μουσικά χωρικά ύδατα, και μιας που γνωρίζω ότι ο συγγραφέας είναι ...οικογενειακός μετανάστης στην Κύπρο, θα ήθελα να εκφράσω μια απορία την οποία είχα από πολύ παλιότερα χρόνια. Πώς μπορεί σε αυτό το μικρό μαρτυρικό νησί το οποίο ανέδειξε μουσικά μεγέθη όπως ένας Χατζηγιάννης, ένας Αλκίνοος, μία Βίσσσση, η ροκ μουσική σκηνή του να μαστίζεται από ξηρασία και λειψυδρία χειρότερη από την κυριολεκτική;

Ας αφήσουμε το ερώτημα να αιωρείται και ας καταπιαστούμε με την αποκωδικοποίηση και ίσως εν τέλει την αναίρεση του ελαφρώς προβοκατόρικου και με νύξεις ...σεφερλίδειου χιούμορ τίτλου της παρουσίασης: Εαρινό εξάμηνο: Ροκ λογοτεχνία Ι (ή μήπως μπα-ρόκ;). Ήδη με τη διατύπωση και μόνο τίθενται ζητήματα ορισμών, όπως άλλωστε θα γινόταν και σε ένα οποιοδήποτε τυπικό πανεπιστημιακό μάθημα. Δεν θα ασχοληθούμε προφανώς με τον ορισμό της λογοτεχνίας αλλά θα εστιάσουμε στο ροκ. Τι είναι λοιπόν ροκ;

Για να μην μπλέξουμε πολύ και για να διευκολύνουμε τη ζωή μας, ας περιοριστούμε στην παρατήρηση ότι κατά κάποιο τρόπο το ροκ είναι σαν την πορνογραφία, την οποία μπορείς να την αναγνωρίσεις χωρίς απαραιτήτως να την ορίσεις. Και έτσι να την περιορίσεις, διότι κάθε ορισμός είναι ...εξ ορισμού περιορισμός.

Πάντως ανοίγοντας το βιβλίο του Στόγια, ήδη από την πρώτη του σελίδα πέφτουμε πάνω σε μια παράθεση στίχων ενός καναδικού σχήματος, των Junior Boys. Οι οποίοι δεν νομίζω να φανταζόντουσαν ποτέ ότι στίχοι τους θα απολάμβαναν τέτοιας τιμής. Με το συγκεκριμένο κομμάτι μάλιστα, το «In the morning», το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί και σε διαφήμιση γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων. Αν δε το κομμάτι το άκουγε ένας παραδοσιακός πιουρίστας ροκάς, υποθέτω θα σηκωνόντουσαν ορθές οι τρίχες της κεφαλής του με αυτά τα καταραμένα σύνθια-μπλιμπλίκια που το χαρακτηρίζουν, γιατί ως γνωστόν ροκάς είσαι μόνο αν κρατάς κιθάρες, μπάσο, ντραμς, το ροκ ανέκαθεν ήταν ολίγον τεχνοφοβικό. Βέβαια θα μου πείτε οι ηλεκτρικές κιθάρες ήταν παλιότερα η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, διόλου περίεργο πάντως αν σκεφτούμε ότι η τεχνοφοβία συνήθως δεν είναι παρά η λατρεία της τεχνολογίας μιας παλαιότερης εποχής.

Το σίγουρο είναι ότι η έννοια ροκ ακόμη και σε εκείνους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το αντικείμενο, υποδηλώνει κάτι το αντισυστημικό, το εναλλακτικό, το οριακά (και όχι μόνο!) παράνομο, την αμφισβήτηση απέναντι στην εξουσία και το κατεστημένο, το ροκ έχει γίνει κάτι σαν ένας τίτλος αγωνιστικής τιμής.

Ξεχνάμε βέβαια ότι ροκ παίζουν και οι ναζί, υπάρχει ας πούμε το oi punk με πολύ έντονη παρουσία τους, υπάρχει χριστιανικό ροκ, το οποίο μάλιστα μοσχοπουλάει στις ΗΠΑ, ακόμη και ήρωες οι οποίες κόσμησαν πολλά μπλουζάκια της πρώτης (και όχι μόνο) νεότητας μας, όπως ας πούμε οι πανκ Ramones είναι αρκετά γνωστό ότι ήταν στην πλειοψηφία τους συντηρητικότατοι, οπαδοί του Ρέιγκαν. Για να μην περάσουμε και στη λογοτεχνία, όπου π.χ. ο αρχιερέας της beat ποίησης ο Kerouac είχε υποστηρίξει αναφανδόν την εισβολή στο Βιετνάμ.

Μιλώντας για punk θυμάμαι τον Ηenry Rollins, τραγουδιστή της γνωστής hardcore μπάντας των 80s Black Flag, σε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Punk Attitude». Εκεί αφηγούμενος με τον μοναδικό του ιδιότυπο τρόπο την ιστορία της γένεσης του ροκ, λέει ότι το 1955 υπήρχε από τη μία μεριά η μουσική της μαμάς και από την άλλη ο Elvis Presley. Και μετά (πριν έρθουν οι ...μέλισσες) ήρθαν οι Beatles, οι Stones, οι Led Zeppelin, οι Pink Floyd, το πανκ, το γκραντζ, κοντολογίς όλα αυτά τα είδη και ονόματα τα οποία συνιστούν το σώμα αυτού που εννοούμε ως ροκ.

Τι γίνεται όμως όταν μοιραία και με την πάροδο των ετών το ροκ γίνεται πλέον μέρος του συστήματος, γίνεται η μουσική των γονιών, του μπαμπά και της μαμάς; Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον χρησιμεύει σαν ένα άλλοθι στα πλαίσια της κλασικής μετάβασης αριστερός στα 20, στα 40 η τσέπη μετατοπίζεται δεξιά, είσαι πλέον με το νόμο και την τάξη, καταδικάζεις τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά από την άλλη «ξέρεις τι αγωνιστής ήμουνα εγώ στα νιάτα μου, τότε που ακούγαμε Clash, αυτά ήταν χρόνια, αυτή ήταν μουσική» και σήμερα δίνεις τα 40 ευρώ για να δω τον Waters να γκρεμίζει και να χτίζει και πάλι το τείχος του.

Σε αυτό το πλαίσιο η Ντίνα «αγοράζει» κάμποση από τη στερεότυπη ιδεολογία του ροκ, θέλει πραγματικά να είναι ροκού, εναλλακτική, επαναστάτρια. Κάπου μέσα της όμως τσινάει, κάπως διαισθάνεται την αντίφαση και το οξύμωρο του πράγματος. «Αντάρτισσα της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά» κατά τον περίφημο στίχο του Πορτοκάλογλου. «Δεν με πειράζει να παίρνω εκφράσεις της μάνας μου, όταν μου βγαίνουν δικές σου, εκεί είναι που τρελαίνομαι» λέει σε ένα καβγά της με τον μουσικόφιλο μπαμπά Αντώνη.

Οπότε δεν διστάζει να καταδικάσει τους Sex Pistols σαν ξεπερασμένους, (παρόλο που η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols-γκεγκε;- κατά τον Πετρόχειλο στην cult ελληνική ταινία). Και φυσικά ακούει και ένα σωρό άλλα πράγματα που κάποτε δεν θα ήταν και πολύ ροκ ορθά. Γιατί ανήκει σε μια γενιά, ή καλύτερα μια υπο-γενιά (δεν μου αρέσει το άκριτο τσουβάλιασμα σε θεωρητικά κατασκευασμένες γενιές) η οποία έχει ένα μεγαλύτερο εύρος ακουσμάτων, είναι πιο απενοχοποιημένη, ίσως και με μια τάση επίδειξης γνώσεων και λίγη σνομπαρία, η οποία όμως είναι αποδεκτή σε έναν βαθμό σε αυτές τις ηλικίες.

Θα μου πείτε η αιτία για αυτό μπορεί να είναι η τρομερά αυξημένη ευκολία πρόσβασης στη μουσική, αλλά η γενικότερη στάση των νέων μου φαίνεται γενικά υγιέστερη από παλιότερα, όταν μερικές φορές ήταν πιο σημαντικό το τι δεν ακούγες παρά το τι ακούγες και οι διαχωριστικές γραμμές ήταν πιο σαφείς και ξεκάθαρες, ενίοτε και ηλεκτροφόρες...

Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ακούει η Ντίνα μουσική, ας πούμε το γεγονός ότι της αρέσει να βιώνει την πραγματικότητα μέσα από στίχους τραγουδιών, αντανακλά μια γενικότερη στάση απέναντι στη μουσική στην Ελλάδα. Γενικά νομίζω δεν αγαπάμε τη μουσική στη χώρα μας, η μουσική παιδεία έτσι κι αλλιώς είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η αντιμετώπιση της θα έλεγα ότι είναι «χρηστική». Η μουσική μπορεί να χρησιμεύει ως ένα χαλί, για διασκέδαση, για χορό, είτε πάνω σε ένα τραπέζι είτε στο mosh pit μια πανκ συναυλίας και επίσης είναι πολύ στιχοκεντρική. Γι’ αυτό και η «καθαρή» μουσική, αυτή χωρίς στίχους, δεν έχει και πολύ στον ήλιο μοίρα στα μέρη μας. Αφήστε δε που εν προκειμένω το ροκ δεν ξεκίνησε με επίκεντρο το στίχο, τα λόγια του ήταν περισσότερο συνθήματα, το ροκ ήταν μια σωματική έκφραση στη βασική της, σχεδόν ζωώδη μορφή (οι περιβόητοι γοφοί του Elvis)

Για να έρθουμε τώρα και στην περίφημη ροκ λογοτεχνία. Αφορμή υπήρξε μια διαδικτυακή μας συζήτηση από την οποία είχε προκύψει κι ένα ερώτημα του τύπου: «μήπως η προσπάθεια για ένα ελληνικό ροκ μυθιστόρημα είναι αυτόχρημα και καταδικασμένα φαιδρή;» Το σκέφτηκα αρκετά, βασικά έχω ένα θέμα όταν οι έννοιες, επίθετα ή ουσιαστικά χρησιμοποιούνται εκτός πλαισίου, εκτός context. Ειδικά το ροκ έχει ξεχειλωθεί κυριολεκτικά, μέχρι και πολιτικός όρος έγινε κάποτε, αν θυμάστε το σκληρό ροκ ενός πάλαι ποτέ Λαλιώτη ενός πάλαι ποτέ κόμματος που λεγόταν ΠΑΣΟΚ.

Για να ξεκαθαρίσω το τοπίο της άποψης μου: το ροκ στη λογοτεχνία, σαν αναφορά, σαν επιρροή ή σαν πλαίσιο δράσης μπορώ να το καταλάβω. Το «ροκ μυθιστόρημα» μπορώ να το αντιληφθώ μόνο μεταφορικά, σαν μια ποιητική αδεία. Σε αναγωγή, έχετε ακούσει ποτέ για μέταλ μυθιστόρημα, για πανκ μυθιστόρημα, ή ακόμη χειρότερα για electro μυθιστόρημα; Θα ακουγόταν σχεδόν αστείο. Και βασικά δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον νέο ο οποίος θα ήθελε να κάνει κάτι σε σχέση με το ροκ και να θέλει να πιάσει ένα πινέλο ή μια κινηματογραφική κάμερα. Μπάσο, κιθάρα, ντραμ θα αναζητήσει, άντε και κανένα σύνθι...

Κατά τη διαδικασία της περαιτέρω ανάλυσης της άποψης αυτής, θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα διαβάσει προ καιρού. Γενικά σπάνια επικαλούμαι τη βοήθεια τσιτάτων από αλλού, αλλά αυτή τη φορά το συγκεκριμένο ήταν ακριβώς πάνω στον στόχο. Θα σας διαβάσω λοιπόν μια παράγραφο από ένα άρθρο ενός από τους ελάχιστους μουσικοκριτικούς που διαθέτουμε στη χώρα, του Φώντα Τρούσα, αρχισυντάκτη του προσφάτως και ελπίζουμε όχι οριστικώς αποδημήσαντος «Jazz & Τζαζ». Περιττό να πω ότι συμφωνώ ακόμη και στην τελευταία συλλαβή του:

«Αρκούν, σε πολλές περιπτώσεις, μια δυο αναφορές στους Doors, στον Dylan, ή στον Nick Cave, κανά πιοτί (και δύο, και τρία), μερικά τσιγάρα (καλύτερα χωρίς το… τσι, για να υπάρχει, έτσι πασπαλισμένη, και ολίγη παρανομία), ένας υποτιθέμενος «ροκ τρόπος ζωής» δηλαδή, και από ’κει και πέρα το αφήγημά σου ή το ποίημά σου εντάσσεται αυθωρεί στον κύκλο της ροκ λογοτεχνίας και πάμε γι’ άλλα… Αν μάλιστα το υπό εξέτασιν ποίημα ή πεζό δεν διαθέτει κάτι απ’ αυτά (αναγκαστικώς), αλλά είναι κάπως, πώς να το πούμε… κολασμένο, ολίγον ελευθεριακό και αντικομφορμιστικό, τότε μπορεί να λησμονήσουμε και τα ηλικιακά όρια του rock, επεκτείνοντας την ροκ ποίηση και λογοτεχνία ακόμη και προς τη δεκαετία του ’30

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν κατά καιρούς οι πάντες βαπτίστηκαν ροκ: ροκ και ο Καρούζος, ροκ και ο Βαμβακάρης, ροκ και ο Βαμβακούλας (αυτός είχε και το κατάλληλο μαλλί αν μη τι άλλο), και ακόμη πιο πίσω στο χρόνο ροκ και ο Όμηρος. Και έτσι η μπάλα χάθηκε κυριολεκτικά. Και έτσι φοβάμαι ότι δεν θα «απονείμω» τον τίτλο του ροκ μυθιστορήματος στο Εαρινό Εξάμηνο. Τώρα που το σκέφτομαι ακόμη και η μουσική του Αντώνη Τσαγκάρη που συνοδεύει το έργο απέχει αρκετές παρασάγγες από αυτό που καταλαβαίνουμε όλοι σαν ροκ.

Τελειώνοντας, θα τρομάξω λίγο τον συγγραφέα, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, που έλεγε και ο γνωστός τροβαδούρος, γιατί περιμένει στη γωνία ο περίφημος δύσκολος δεύτερος δίσκος. Στον ελληνικό χώρο ιδιαίτερα, είτε μιλάμε για μουσική είτε για λογοτεχνία έχουν περισσέψει τα καλά, πολύ καλά, ή συμπαθητικά πρωτόλεια, αλλά έχουμε πολύ λιγότερες καλές δεύτερες, τρίτες, τέταρτες κοκ προσπάθειες.

Και όσο κι αν λέει ο Καβάφης (και όχι, ορκίζομαι, δεν το διάβασα σε κάποιο τρόλεϊ ερχόμενος εδώ!) για το πρώτο σκαλί «εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι», νομίζω από ένα δεύτερο σκαλί θα έχεις αν μη τι άλλο λίγο καλύτερη θέα...

Ευχαριστώ και καλή συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: