γράφει η Ανθούλα Δανιήλ | diastixo.gr,
Τρίτη 4 Ιούνιος 2013 »»
Ευσύνοπτος και όχι, εκτεταμένος και μη, αναλυτικός εν μέρει, διευκρινιστικός αρκετά και μεσολαβητικός οπωσδήποτε, ο τόμος δοκιμίων «Πρόσωπα στην ομίχλη», σχεδόν 250 σελίδων, περιέχει κείμενα που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά ή άλλα έντυπα, όπου κατακυρωμένη η δοκιμιακή φωνή του ποιητή και συντάκτη τους Πάνου Καπώνη αποθησαυρίστηκε. Ο Καπώνης, αφήνοντας στην άκρη τη γραφίδα της ποίησης, πιάνει την άλλη της κριτικής για να επικοινωνήσει με το κοινό πάνω στην ουσία του έργου των άλλων.
Όπως είπε ο Γιώργος Σεφέρης, ο ρόλος του κριτικού είναι ο ρόλος του ραβδοσκόπου, είναι δηλαδή ρόλος διερευνητικός που έχει σκοπό, όπως ο ραβδοσκόπος να ανακαλύψει το «νερό» που δεν φαίνεται, ο κριτικός να φανερώσει τα μυστικά που δεν φαίνονται. Η «ομίχλη» επομένως μπορεί να είναι η άγνοιά μας για πρόσωπα και πράγματα που δεν είχαμε την τύχη να δούμε από κοντά και γεγονότα που δεν γνωρίζουμε. Και όπως τα εργαλεία του ραβδοσκόπου είναι αδύναμα να βρουν το νερό, έτσι και η απόπειρα του διαμεσολαβητή είναι ενδεικτική, ποτέ απόλυτη και πάντα σχετική. Όμως, εφόσον ο γράφων αναλαμβάνει το ρόλο του διαμεσολαβητή, έχει χρέος, πάλι κατά τον Σεφέρη, να μορφώσει «ένα κοινό με συναισθηματική δεκτικότητα» (Δοκιμές, «Διάλογος Πάνω στην Ποίηση», τ. α’, σελ. 83). Και αυτό επιτυγχάνει με τον τρόπο του ο Καπώνης.
Το πρώτο κιόλας κείμενο του βιβλίου, με τον τίτλο «Προτομή στην ομίχλη» και υπότιτλο «Ο δικός μου Κώστας Χατζόπουλος (1868-1920)», ρίχνει γέφυρα ανάμεσα στον κριτικό και τον αναγνώστη, για να συναντηθούν και οι δύο με τον συγγραφέα Κώστα Χατζόπουλο. Μάλιστα, στο προλογικό του σημείωμα ζητά την επιείκειά μας για τη συναισθηματική φόρτιση που έχουν ορισμένα κείμενα. Όμως η εμπειρία, η προσωπική σχέση, το πρώτο κέντρισμα, η πρώτη εντύπωση, η συγκίνηση, η συναισθηματική αλληλεγγύη, η θαυμαστική ματιά δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν άψυχα, σαν συμπεράσματα ενός ψυχρού γεωμέτρη ή αδιάφορου ανατόμου. Και βέβαια έχουν συναισθηματική φόρτιση, και βέβαια τα πρόσωπα που τον κέντρισαν να γράψει δεν του είναι αδιάφορα και επόμενο είναι πως τα κείμενα δεν μπορούν να αποστερηθούν τα συναισθηματικά τους ψιμύθια, επιχρίσματα, δεδομένου ότι η λογοτεχνία «εξυπακούει το συναίσθημα», έλεγε ο Άγγελος Τερζάκης. Αλλιώς γίνεται είδηση εφημερίδας, σχόλιο, ανακοίνωση. Η μνήμη, που αυτή συντηρεί τον λογοτέχνη και το έργο, εκλύει νοσταλγία, άρα συναίσθημα. Η «προτομή του ποιητή», λοιπόν, το χρώμα του σπιτιού, οι λέξεις σκόρπιες από το έργο του, οι επισημάνσεις σχετικές με τον «ποιητικό ευαίσθητο ψυχισμό» του, την ιδεολογική του στάση, τον συμβολισμό του, όλα αποτελούν ένα πορτρέτο του Χατζόπουλου, μια ενδιαφέρουσα περίληψη ενός μεγάλου έργου.
Με αφορμή και πάλι την προσωπική εμπειρία, ο συγγραφέας μιλάει για τη σχέση του με τον γλύπτη Θεόδωρο, σε δύο κείμενα. Μια γνωριμία από παλιά και μια προσέγγιση πρόσφατη συνθέτουν τον βόρειο και νότιο πόλο των επισημάνσεών του. Ο Θόδωρος συγγραφέας και γλύπτης, οι παιδικές και εφηβικές μνήμες, η ιστορία και ο πόλεμος, όλη η ζωή σαν ημερολόγιο μέσα σ’ ένα δοκίμιο.
Ο «άλλος Κασόλας» έρχεται να μπει στη σειρά του κι αυτός και να εκμυστηρευτεί στον συγγραφέα τα δικά του πάθη, διώξεις, εξορίες, σκέψεις, εκδόσεις, το συνολικό έργο –πεζά και ποιήματα–, αποσπάσματα από τα ποιήματά του – όλ’ αυτά συνθέτουν μια συνολική αποτίμηση, ένα πλήρες, μικρό αλλά περιεκτικό εργοβιογραφικό του ανθρώπου που άφησε το ίχνος του και στη λογοτεχνία και στην ψυχή του Καπώνη.
Και ακολουθεί ο μεγάλος μας Αλεξανδρινός. Πόσα και πόσα δεν έχουν γραφτεί και πόσα θα γραφτούν ακόμη. Ανεξάρτητα όμως από όλα όσα έχουν έρθει στο φως, ο καθένας μας έχει τη δική του αφορμή για να πει τον δικό του λόγο και να φωτίσει έτσι ή αλλιώς τον μεγάλο ποιητή. Στο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας, γίνεται ένα σύντομο πέρασμα από τη ζωή του και, κυρίως, από τους σχολιαστές του έργου του, για να μας ξαναθυμίσει γνώμες παλιές που ο καιρός διέψευσε. Γιατί ο Καβάφης ανήκε στους πολύ «κομψούς» – έτσι αποκαλούσε ο Πλάτων τους πρωτοποριακούς – και η εποχή ήταν πολύ πρώιμη για να τον αποδεχτεί, όπως κάθε εποχή στέκεται σκεπτική μπροστά στο νέο και «αδοκίμαστο ακόμη», κατά τη φράση του Ελύτη.
Αλλά και ο Θωμάς Γκόρπας βγαίνει στο προσκήνιο από την άλλη όχθη του «κομψού», από την όχθη του «λοξού», γιατί όπως έλεγε, σημειώνει ο Καπώνης, «η επανάσταση, η αλλαγή στην τέχνη, όπως και στη ζωή, έρχεται από τους λοξούς». Λοξός λοιπόν, από άλλη γενιά και περιβάλλον. Απορία: τι θα έλεγε ο Καβάφης αν συναντούσε τον Γκόρπα; Αφήνω ανοιχτό το ερώτημα και προσθέτω ότι στα ράφια του Καβάφη βρέθηκε άκοπη η συλλογή που ο αυτόχειρας Καρυωτάκης του είχε στείλει με σεμνή και τιμητική αφιέρωση. Ας είναι. Λοιπόν, ο Γκόρπας είναι ο «ασυμβίβαστος», ο «μποέμ», ο «μπιτ», ο «αγενής στην αστική ευγένεια» και άλλα πολλά. Ας μην ξεχάσουμε εδώ και την πρόσφατη έκδοση του ποιητή Γιάννη Κουβαρά Της μη συμμορφώσεως άγιοι, Εμπειρίκος – Γκόρπας – Καρυωτάκης (Άγρα, 2012), όπου και εκεί βρίσκουμε τον ύμνο στον ασυμβίβαστο Γκόρπα.
Ακολουθούν η ποιητική ομάδα του ’70 και μελέτες για τον Στέφανο Μπεκατώρο, που «εισέδυσε στην αλχημεία της ποιητικής», τον «αιώνιο έφηβο» Δημήτρη Ποταμίτη, τον «χλωμό κύριο Ίβο» Βασίλη Στεριάδη, την «ποιήτρια» και «παραμυθού» Έλλη Γιαννοπούλου, την «Ελένη των πορτοκαλεώνων» Έλενα Στριγγάρη, το Πνεύμα Οίνου για την «οινική λογοτεχνία» με λίγα σχόλια για τον Διόνυσο –για περισσότερα βλ. Μαρία Κοτοπούλη, Τα μαγικά δώρα του Διόνυσου (Καστανιώτης, 2000)–, τον Πέτρο Δήμα με το «ολιγοσέλιδο και ισχνό αλλά σημαντικό έργο», τον Κώστα Τριανταφυλλίδη «φιλοσοφούντα συγγραφέα και κατ’ εξοχήν δοκιμιογράφο», Αιτωλούς και Ακαρνάνες συγγραφείς, τον Τηλέμαχο Χυτήρη που, διαψεύδοντας τον Πλάτωνα, πραγματώνει τη συνύπαρξη της ποίησης με την πολιτική σε ένα πρόσωπο, τον Γιάννη Κακουλίδη με την «πολυσχιδή δημιουργική ενασχόληση», τον Αλέκο Φλωράκη, ποιητή της αμφισβήτησης και της άρνησης.
Το βιβλίο έχει το πλεονέκτημα ότι είναι προϊόν προσωπικής εμπειρίας. Μοιάζει με οικογενειακή πινακοθήκη ή συμπόσιο, όπου φίλοι αγαπημένοι, ομοϊδεάτες, λογοτέχνες, άλλοι της δικής του ποιητικής γενιάς και άλλοι της ιδιαίτερης πατρίδας του παιδιά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι συνδαιτυμόνες οφείλοντας χάρη στην αίσθηση που έχει ο μελετητής ζωντανή μέσα του, που δεν ξεχνά να τιμά τους ανθρώπους που με τη σειρά τους τον τίμησαν με τη φιλία τους, και παράλληλα τίμησαν και τη λογοτεχνία μας με το έργο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου