20.5.12

Πρωτοπόρος η σύγχρονη σερβική λογοτεχνία

Τιμάται φέτος στην Εκθεση Βιβλίου που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη

γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια | Καθημερινή,
20 Μαΐου 2012 »»

«Είχες συνηθίσει το Βελιγράδι σαν την αετοφωλιά σου – έτσι ήταν κάποτε: βράχος. Τώρα, όμως, χάθηκε στη γη, παραδόθηκε στον ζόφο. Κούρνιασε ανάμεσα στα πεδία μάχης. Μίζερο και ντροπιασμένο. Κατηγορημένο, τρέμει από φόβο. Ενα αδύνατο σπουργίτι». Γράφει ο σημαντικότατος σύγχρονος Σέρβος πεζογράφος Γκόραν Μιλασίνοβιτς στην αρχή του συγκλονιστικού του μυθιστορήματος για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη μοίρα της Σερβίας «Τρίγωνο-Τετράγωνο» (εκδ. Κονιδάρη). Αυτή η εικόνα όμως, που συνεκδοχικά περιγράφει μια ολόκληρη χώρα την εποχή του πολέμου, σήμερα έχει πλήρως αντιστραφεί. Η Σερβία στάθηκε στα πόδια της και η λογοτεχνία της, ζωντανό κομμάτι ενός πολύτροπου πολιτισμού, με έντονη την πρωτοποριακή συνιστώσα, τιμάται φέτος στην Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης.

Η σερβική λογοτεχνία, με τις ρίζες της να χάνονται στον ορθόδοξο Μεσαίωνα και την εθνική της συγκρότηση να τοποθετείται, όπως και της ελληνικής, στον 19ο αιώνα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους, με μια πλούσια λαϊκή παράδοση να τη στηρίζει, ανοίγεται στα λογοτεχνικά είδη και στον κόσμο κυρίως από τον μεσοπόλεμο και εξής. Στις αρχές του αιώνα, ο μοντερνισμός δίνει το «παρών» στην ποίηση με τον Μίλος Τσερνιάνσκι και την Ιθάκη του, εξαπλώνεται μέσα από ποικίλα περιοδικά, ένα εκ των οποίων είναι το «Ζενίθ», με άξονα το οποίο δημιουργείται το ρεύμα του ζενιθισμού. Είναι παράδοση για τους Σέρβους ποιητές να περνούν με ευκολία στην πεζογραφία, όπως ο Τσερνιάνσκι που εκτός από συγκλονιστικά ποιήματα (ορισμένα έχουν μεταφραστεί στην ανθολογία «Αίμος», εκδ. Φίλοι του Αντί) μυθολογεί τη σερβική ιστορία στο υπέροχο μυθιστόρημά του με τίτλο «Μεταναστεύσεις» το 1929 (στα ελλ. «Οι Σέρβοι», εκδ. Λιβάνη).

Ενώ οι πρωτοποριακές δράσεις ενισχύονται και η υπερρεαλιστική ομάδα του Βελιγραδίου αναπτύσσεται στη δεκαετία του ’30 σε στενή σχέση με τη Γαλλία, ένα νέο αριστερό ρεύμα κοινωνιστικού και ρεαλιστικού προσανατολισμού επικρατεί ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι υπερρεαλιστές θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ως προς την καλλιτεχνική απελευθέρωση μετά τη ρήξη του γιουγκοσλαβικού καθεστώτος με την ΕΣΣΔ και τον σταλινισμό. Στα μεταπολεμικά χρόνια, ο ρεαλισμός, που έχει ήδη αναπτυχθεί σημαντικά στον 19ο αιώνα, επενδυμένος με κοινωνικό περιεχόμενο αλλά και με πρωτοποριακές αποχρώσεις, θα δώσει τον τόνο. Ενδεικτική της συναίρεσης αυτής της πρωτοπορίας με την κοινωνική επανάσταση είναι η περίπτωση του νεότερου των υπερρεαλιστών, Οσκαρ Ντάβιτσο, που ενώνει στο μυθιστόρημά του «Ποίημα» (1952) τη φλόγα του έρωτα με εκείνη της επανάστασης, με τρόπο που θυμίζει τους Ρώσους φουτουριστές.

Στην ποίηση κυριαρχούν ο κλασικός μοντερνιστής Βάσκο Πόπα (εκδ. Υψιλον), ο Μίοντραγκ Πάβλοβιτς, ο οποίος διαπρέπει επίσης στο δοκίμιο, ο Ιβάν Λάλιτς, ο αυτόχειρας Μπράνκο Μίλτσκοβις, που γίνεται το σύμβολο της ποιητικής στράτευσης. Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, όπου δεν υπάρχει η κλασική λογοκρισία των υπόλοιπων χωρών του ανατολικού μπλοκ, οι αισθητικές και οι ποιητικές συνυπάρχουν και συναιρούνται, ενώ οι συγγραφείς μετακινούνται με άνεση από το ένα είδος στο άλλο. Αμέσως μετά τον πόλεμο πάντως, το 1945, ο νομπελίστας Ιβο Αντριτς, φίλος του Τσερνιάνσκι, εκδίδει το γνωστό «Γεφύρι του Δρίνου» (εκδ. Καστανιώτη όπου και πολλά άλλα έργα του), ένα μυθιστόρημα για τον ιδιαίτερο βαλκανικό χωροχρόνο που εξηγεί προφητικά τα όσα επακολούθησαν στη δεκαετία του 1990. Οταν η γιουγκοσλαβική λογοτεχνία θα διαλυθεί μαζί με τη Γιουγκοσλαβία, ο κροατικής καταγωγής Αντριτς θα γίνει, μαζί με τον Τσερνιάνσκι, ο εθνικός συγγραφέας των Σέρβων, ενώ ο άλλος μεγάλος Γιουγκοσλάβος συγγραφέας, ο Μέσα Σελίμοβιτς («Ο δερβίσης και ο θάνατος», εκδ. Γνώση, «Το κάστρο», εκδ. Κέδρος), θα θεωρηθεί πατέρας των βοσνιακών γραμμάτων.

Η δεκαετία του ’60 επανασυνδέεται με τον γόνιμο μοντερνιστικό μεσοπόλεμο, ενώ η ρεαλιστική συνιστώσα, ανανεωμένη, είναι ιδιαιτέρως ισχυρή, σε ένα πλαίσιο που τονίζει την κοινωνική λειτουργία της λογοτεχνίας. Εμφανίζεται ο στυλίστας Ντανίλο Κις, ο Μπόρχες των Βαλκανίων όπως τον έχουν ονομάσει, στον οποίο η Πασκάλ Καζανοβά επιφυλάσσει εξέχουσα θέση στην «Παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων» της (εκδ. Πατάκη), με την ποιητική πρόζα, την ιδιαίτερη χρήση της μικρής φόρμας και του δοκιμίου και την πολιτική του καταγγελία του ολοκληρωτισμού σε ιστορίες μετέωρες ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό (εκδ. Κέδρος, Scripta). Την ίδια περίοδο εμφανίζεται ο μοντερνιστής Μπόρισλαβ Πέκιτς, ανανεωτής του μυθιστορηματικού λόγου στη δεκαετία του 1960, του οποίου «Ο καιρός των θαυμάτων», μια εμβληματική επανανάγνωση της Βίβλου με ήρωες τους περιθωριακούς, αποτελεί σταθμό στη σερβική λογοτεχνία (εκδ. Κέδρος). Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται ο Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς (τα έργα του από τις εκδ. Εστία, Μεταίχμιο, Παρατηρητής και Παρασκήνιο), ο οποίος έζησε και για κάποια χρόνια αυτοεξόριστος στην Αθήνα, ο Μίλισαβ Σάβιτς (Κέδρος, Καστανιώτης) και ο Ντράγκοσλαβ Μιχαήλοβιτς («Οταν άνθιζαν τα κολοκύθια», εκδ. Παρασκήνιο).

Σημαντικές φωνές από τη νέα γενιά στην ταραγμένη δεκαετία 1980

Μετά τον θάνατο του Τίτο και παρά το γεγονός ότι στη Γιουγκοσλαβία η αυτολογοκρισία ήταν πιο έντονη από τη λογοκρισία και ότι το καθεστώς επιβιώνει, πνέει ένας άνεμος ελευθερίας.

Ο Μίλοραντ Πάβιτς, που είχε κάνει την εμφάνισή του μαζί με τον Ντανίλο Κις με τον οποίο είχε πολλά κοινά, εκδίδει το «Λεξικό των Χαζάρων» του (1984), που σφράγισε τη σερβική μεταμοντέρνα λογοτεχνία (με μια έννοια του μεταμοντερνισμού ωστόσο αρκετά διαφορετική στη Σερβία από την αμερικανική, από την οποία επηρεάστηκε, και έντονο τόσο το παιγνιώδες στοιχείο όσο και το ιστορικό), πρώιμα υπερκειμενικό και ευφάνταστο με τη μορφή του λεξικού που το χαρακτηρίζει, διαβάστηκε με ενθουσιασμό από το ελληνικό κοινό, όπως και μια σειρά άλλα έργα του (εκδ. Καστανιώτη, Εστία, Ηρόδοτος) – ακόμη και όταν η υποστήριξή του προς τον Μιλόσεβιτς τον απομόνωσε στη Δύση.

Η γενιά του, ώριμη, κυριαρχεί (Κις, Πέκιτς, Σάβιτς κ. ά.), ενώ νέες φωνές σημαντικές φωνές εμφανίζονται, όπως ο Σβέτισλαβ Μπάσαρα («Καταραμένη γη», Κέδρος), ο Ντράγκαν Βέλικιτς («Ρωσικό παράθυρο», Κονιδάρης), ο Νταβίντ Αλμπαχάρι («Δόλωμα», «Ανθρωπος από χιόνι», Κέδρος), όλοι ενεργοί έως σήμερα και κινούμενοι στο πλαίσιο ενός πολύμορφου μεταμοντερνισμού, με έντονο το παρωδιακό στοιχείο, με εμφανή την αντίληψή τους ότι ανήκουν σε μια εποχή «μετά», όπως ωραία το περιγράφει ο κριτικός Μίλιβος Σρέμπρο, αλλά και έντονες τις ιστορικές αναφορές, που παραμένουν πολιτικές τη στιγμή που αρνούνται την πολιτική με την κατεστημένη τους έννοια.

Σημαντικά ονόματα της νέας γενιάς συγγραφέων είναι ακόμη ο Βλάντισλαβ Μπάγιτς («Χαμάμ Βαλκάνια», «Ο Μέγας Αλέξανδρος στη γη των Κελτών», Κέδρος) και η Σβετλάνα Βέλμαρ-Γιάνκοβιτς («Η Μίλιτσα Πάβλοβιτς στο σκοτάδι», Πατάκης).

Θα κλείσουμε με μία μικρή και ενδεικτική αναφορά στη μεταφρασμένη νεότερη ποίηση, αφενός, στον Ιβάν Γκατζάνσκι, μεταφραστή του Ελύτη στα σερβικά, αλλά και τον Αμερικανοσέρβο Τσαρλς Σίμικ (Σίμιτς στα σέρβικα, εκδ. Κοινωνία των Δεκάτων) και τον Μόμα Ράντιτς, που έχει επιλέξει να ζει στην Ελλάδα («Πόρτα», Απόπειρα).

Και στο σερβικό θέατρο, αφετέρου, το οποίο γνωρίζουμε μέσα από τα έργα του Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, του μεγάλου αυτού παγκοσμίου φήμης δραματουργού, τον «Σπιούνο των Βαλκανίων», το «Ο Αγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο», τον «Επαγγελματία» (Εστία), και σεναριογράφου επίσης του θρυλικού πλέον «Under ground».

Ελπίζουμε ότι σύντομα θα έχουμε τη χαρά να δούμε και νέα έργα του, όπως και της γνωστής δραματουργού Βίντα Ογκνιένοβιτς, της οποίας τις «Απιστίες» έχουμε ήδη διαβάσει στα ελληνικά (εκδ. Μεταίχμιο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: