12.4.10

Moma Radić • Пόρτα

Ελληνική ποίηση
σσ. 79, 13,5 × 19 εκ., χαρτόδετη έκδοση,
I S B N  978-960-537-122-7
Απόπειρα, Απρίλιος 2010

Μoma Radić • Пόρτα 

Αν ήταν η πόρτα κλειδωμένη...

(Κείμενο από το δελτίο τύπου που αναγγέλλει την έκδοση.)
… Ο Μεθόδιος έστρεψε την προσοχή του αδελφού του στις τέσσερις στάμνες που βρίσκονταν στο παράθυρο του κελιού τους, αλλά απ’ έξω, απ’ την άλλη πλευρά των κάγκελων. «Αν ήταν η πόρτα κλειδωμένη πώς θα έπαιρνες μια απ’ αυτές τις στάμνες;» ρώτησε. Ο Κύριλλος έσπασε μια στάμνα, πέρασε τα κομμάτια ένα ένα μέσα από τα κάγκελα στο κελί και ξανακόλλησε τη στάμνα με σάλιο και άργιλο από το δάπεδο, κάτω από τα πόδια του.
Το ίδιο έκαναν και με τη σλαβική γλώσσα, την έσπασαν σε κομμάτια, την έβαλαν μέσα από τα κάγκελα των κυριλλικών γραμμάτων στα στόματά τους και κόλλησαν τα κομμάτια με το σάλιο τους και την ελληνική άργιλο κάτω από τις πατούσες τους… [i]
Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος είναι, εξάλλου, εκτός από δημιουργοί της σλαβικής γραφής, και οι πρώτοι ποιητές που στοιχούργησαν στη γλώσσα αυτή. Η πόρτα που υποθετικά κλείδωσαν δεν έκλεισε ποτέ. Η λίγη ελληνική άργιλος στα πόδια τους έγινε η επαρχή και η κοιτίδα ενός νέου πολιτισμού που εκλαμβάνει τη γη των Ρωμιών σαν το νότιο σπίτι του.

Ένας Σέρβος ποιητής που νιώθει την άναγκη να γράφει στα ελληνικά ανοίγει κι αυτός μια πόρτα που θέλει να σβήσει τα σύνορα της μητρικής γλώσσας:

Η μητέρα μου με τρομάζει στον ύπνο μου· την ακούω να προσεύχεται και τον πατέρα μου να λέει φρονείν όσια. Πότε άκουσα για πρώτη φόρα ελληνικά; Ακόμα τρέχει εκείνο το ροδάκινο στο πηγούνι μου που πήγε να το σκουπίσει σε μια παραλία στον Όλυμπο που πήγαμε διακοπές. Διακοπές. Ακόμα νέα. Μια μελωδία ροδάκινο. Σαν στη ψυχή μου, μέσα. Λες και γεννήθηκα με τους πελασγούς να περνάνε οι προσευχές.
Μετανάστευσε στην Ελλάδα όταν ξέσπασε στην χώρα του ο πιο παράλογος πόλεμος. Μια νέα ενωμένη Ευρώπη με υπόγειες πόρτες... Επιστράτευτηκαν θρησκειές, εθνκισμοί, ο νόμος του σάπιου μήλου.

Στις 13.7.1991, πέρασε τα σύνορα με τουριστική βίζα διάρκειας τριών μηνών με το παλιό λάντα που οδηγούσε ο πατέρας του. Τον άφησε να κάνει διακοπές «μέχρι να τελείωσει ο πόλεμος και τα λέφτα».
Η Ελλάδα, αγνή χαρά, ζεστό καλοκαίρι με νόστιμους χουρμάδες, ξερή γη και θάλασσα, δροσερή σκιά της παιδικής ηλικίας. Από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει, αγάπησε το φως της. Έφηβος ακόμα αποφάσισε να το υπηρετήσει με ευλάβεια ενός κλασικού φιλολόγου. Μια νύχτα, 19 χρονών, έμαθε πως ο διάβολος είναι αυτός που διαβάλλει και λίγο αργότερα παράλυσε στον ύπνο του από φόβο. Είδε στο όνειρό του ένα γατί που αντί για πατούσα είχε ένα χεράκι που κρατούσε μολύβι κι έγραφε τα πιο ωραία ποήματα που θα έβρισκε το πρωί.

Με τουριστική βίζα όμως δεν μπορείς να γραφτείς στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Μια κλειστή πόρτα που πόνεσε. Μα ο Παρθενώνας ήταν εκεί με τους αλλόκοτους αορίστους, «νεκρές λέξεις» και τις ανοιχτές του πόρτες. Θα σ’ αγαπάω για πάντα σημαίνει χωρισμό και θλίψη. Εκτός αν αγαπάς για πάντα.

Από τότε πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια. Κρατούσε μέχρι πρόσφατα τα ποιημάτά του σ’ ένα συρτάρι. Όταν το άδειασε όλα έμοιαζαν με μια σπασμένη στάμνα από στίχους στα ελληνικά και σέρβικα. Τότε κλείδωσε υποθετικά μια πόρτα και με σέρβικο σάλιο κόλλησε τις ελληνικές λέξεις. Από μια παλιά υπόσχεση παντότινης αγάπης ήθελε να μιλήσει ελληνικά.
Έχασα πολύ χρόνο γράφοντας νανουρίσματα σε όμορφες γλώσσεςμη μου θυμώνεις που δεν ήμουν μαζί σου για τον αίθριο καιρό κάτω από τα φρύδια σου, για τις μέρες που περνούν όσο να πεις μια λέξη και διαρκούν μέχρι να σπάσεις τη σιωπή. Και τώρα τα βλέπεις όλα. Τόσο καιρό σιωπούσα μόνο για να είμαι πιο τρυφερός μαζί σου. Έπρεπε να μάθω δικές σου λέξεις, δική σου γλώσσα (γι’ αυτό, συγχώρεσέ μου το οστούν, ίσως κι άλλους βαρβαρισμούς που έμαθα από σένα). Έπρεπε να αποθαρρύνω την ομορφιά που από σένα πηγάζει, εσύ να είσαι όμορφος και όχι εγώ. Να σβήσει η φαντασία και τα φαντάσματα. Να μείνουμε. Εσύ κι εγώ.
Με την πρώτη του ποιητική συλλογή στα ελληνικά ο ποιητής επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να πάρει ύστερα από 20 χρόνια την ελληνική υπηκότητα χωρίς να είναι αναγκασμένος να περάσει την εξέταση της γλώσσας και της ιστορίας — μιας και δεν ξέρει από ποδόσφαιρο — και να μην πληρώσει το υψηλό παράβολο του δήμου, παρόλο που συμπάσχει με την οικονομική κατάσταση του ελληνικού δημοσίου∙ προτείνει να ξεχρεώσει το χρέος του προς τη χώρα που τον φιλοξενεί με τη συνεισφορά του στην ακτινοβολία του ελληνικού πολιτισμού, μεταφράζοντας αφιλοκερδώς και από στέρημα του ελεύθερου του χρόνου τους Έλληνες ποιητές στα σέρβικα.
Και πάντα να γελάς όσο θυμώνω...

[i] Milorad Pavić, Λεξικό των Χαζάρων, μτφ. Λ. Χατζηπροδρομίδης,
Ηρόδοτος, Αθήνα 1991, σελ.46.

Δεν υπάρχουν σχόλια: