Η ομιλία του Δημήτρη Ι. Καραμβάλη στην παρουσίαση της «Εγκάρσιας πτήσης» στο Έναστρον την Πέμπτη 24 Μαΐου 2012.
Ο ποιητής, ζωγράφος και διανοητής Κώστας Ευαγγελάτος, όντας ουρανοδρόμος λαθρεπιβάτης του λεωφορείου των αστεριών, επιστρέφει με μιαν «Εγκάρσια πτήση», εκδόσεις Απόπειρα στον ποιητικό χώρο, «εγκαιροφλεγής», εγκαίρως φλεγόμενος δηλαδή, την κατάλληλη ώρα και διαπύρως εγκεκαυμένος. Η πτήση του τούτη τη φορά γίνεται εγκάρσια, με μια τομή εξ ολοκλήρου, είτε καθέτως, είτε πλαγίως διά της εγκαρσίας οδού. Το βέβαιο είναι πως σε τούτη την πτήση, το πεδίο βολής του βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, και τούτο το ίπτασθαι, το να πετά δηλαδή κανείς στον αέρα, ομφαλοσκοπεί μέσα σ’ έναν ανοχύρωτο αιώνα και μιαν άστεγη πόλη, μιαν άλλη πορεία κι ένα άλλο κινητικό ριπίδιο, κραυγή αγωνίας και φόβου δηλωτικό άλλωστε των συντριμμάτων και των θραυσμάτων οδύνης που μεταφέρει στα ποιητικά του φορτία μα ταυτόχρονα ανοίγει κι έναν διάλογο με τον αναγνώστη που μπορεί κάλλιστα να εκφράζει και τον άλλο του εαυτό, την τραγική διχοστασία και αναζήτηση και προβληματισμό μέσα σ’ ένα τρίστιχο, αρκούντως συμπυκνωτικό και σφύζον:
Αφού θρηνώ εγώ / γιατί να κλαίς κι’ Εσύ / που ’ χεις πεθάνει;
Ποίηση που αποστάζει τα γνήσια ερωτικά της φορτία μα και την ιδιόμορφη φυλακή της από την οποία η δίκην αμφίστομης μάχαιρας εκδοχή δείχνει την ανάμεσα σε θύτη και θύμα σχέση τόσο του χώρου αλλά και την μεγάλη αλήθεια της πυρίκαυστης σχέσης ανάμεσα στην αγάπη και τον πόνο:
Εραστής γεύσεων / Γνώστης δακρύων / Δείκτης παιγνίων / Κριτής και δέσμιος.
Μια αφύλακτη διάβαση, μια κερκόπορτα της ψυχής, ένα τραγικό οδοιπορικό του ποιητή Κώστα Ευαγγελάτου, Προμηθέα Δεσμώτη που «παφλάζει στο λαβύρινθο της μνήμης» μ’ ένα είδος και μορφή δίκην αρχαίας τελετής με λέξεις καρφιά ανάκατα κάποτε ριγμένες, σαν τους χρησμούς κάποιας Πυθίας που αντικατοπτρίζουν παράλληλα και ακτινογραφούν την ανατομία της σύγχρονης εποχής με το άγχος και την αγωνία μέσα σε ηφαίστεια κι εκφοβισμούς, κάθε λογής υπονομεύσεις και διαβρώσεις με μιαν εγκαυστική, χάραξη του ίδιου του ποιητού διά καύσεως. Ενός ποιητή που μεταναστεύει μεμονωμένα, διαθέτοντας έναν ευαίσθητο μηχανισμό με μακρές και διαρκείς στάσεις, διαβατήριο με ανεμούρια αλλά και μαϊστράλια και φουρτούνες ψυχής, σπαράγματα και αναγραμματισμούς ελπίδας « λεπίδας». Η ποίηση του γνωρίζει μεγάλη κινητικότητα, συλλαβίζοντας γεύσεις, τροφές και αρώματα, γίνεται αισθητικά ηδονική και απίστευτα εκκωφαντική μέσα στης σιωπής την πιο φλύαρη γλώσσα και τις εκμυστηρεύσεις των μοιραίων που στο λευκό ταξίδι των παραισθήσεων δίνονται και ψυχορραγούν, κι όπου το τρίπτυχο ΖΩΗ-ΕΡΩΤΑΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ αναχωρεί και επιστρέφει βασανιστικά:
Αναχωρεί η ομορφιά για το λευκό ταξίδι. / Σκιάδιο του έρωτα τυπώνει στο γρασίδι /
Σώματα αναλφάβητων εφήβων που θρηνούν.
Αυτό το πικρό γράμμα φθοροποιεί τις σχέσεις, κονιορτοποιεί οράματα, εξοστρακίζει σε τόπους φονικούς τη γνώση, κι ο ποιητής ανάμεσα στη γαλήνη των σεντονιών και τη διαρκή πτήση θ’ αφήσει το νου και την καρδιά για πάντα κάτω στη γη κι έτσι, όταν κάποια φορά θα φτάσει στο φεγγάρι όλα θα είναι άδεια, κι αυτή ακόμη η γνώση και η σκόνη της λήθης θα επικαλύψει τα πάντα, έρμαια, άψυχα, νεκρά. Ας απολαύσουμε το σχετικό τετράστιχο που είναι ομοιοκατάληκτα έμμετρο:
Η Σιωπή απλώθηκε-γαλήνη. / Ο νους κουρνιάζει στα σεντόνια.
Κι αν πρέπει να πετάς για χρόνια / απρόσκλητος θα φτάσεις στη σελήνη.
Πρόκειται για μια ποίηση που σε δονεί σύγκορμο και σε απογειώνει, που επιστρέφει στο δέντρο της ζωής κι άλλοτε πάλι απογειώνεται κι ανοίγει τη δική της «εγκαταθήκη», το προσωπικό της όρυγμα πάνω στα οχυρωματικά για προφύλαξη υλικά της σε μια εκτέλεση «ψυχρής ζωής» όπου ο ποιητής καταγγέλλει το βούλιαγμα στον πυθμένα «με κροκοδείλια δάκρυα».
Κατέχει καλά ν’ ανοίγει την επικοινωνία με τους παλιούς φίλους που έφυγαν και του παραστέκουν, και τότε δεν θέλει να ξυπνήσει απ’ τ’ όνειρο που σηματοδοτεί κι έναν μικρό θάνατο για ν’ αντικρύσει την υποκρισία των ειδώλων και τη φθορά των ανθρωπίνων σχέσεων. Πρόκειται για μια ψυχογραφική μαρτυρία ενός κοινού πένθους και αγωνίας της ανθρωπότητας που γίνεται σιωπηλή διαμαρτυρία και ανάφλεξη τύψεων, ένα ξεσκέπασμα του ολέθρου και της βίας, μια καταιγιστική ανθοφορία μέσα από μια ερωτική σχέση ενός πηλοφορίου λύτρωσης και έναρξη καινούργιου χρόνου μετάγγισης των δρώντων και των δρωμένων, του αιτίου και του αιτιατού, του σημαίνοντος και του σημαινομένου:
Εγκάρσιο βλέμμα τάνυσμα της γέννας./ Εφύμνια ανάστροφα μαινάδας.
Στο δέρμα του σκιόφωτος μαρμαρυγές παρθένας. / Σε νεφελόφωτα οργασμών καταιγισμός χαράς.
Ποίηση όπου στους στίχους της απουσιάζει κάποτε οικειοθελώς το ρήμα, σαν κροταλισμοί πυροβόλου, αλληλοδιαδεχόμενα σκιρτήματα και καταγραφή συναισθημάτων αλλά και ονείρων που προσλαμβάνουν το περιεχόμενο και την σημασία της συμπόρευσης μύθου και ιστορίας ή καλύτερα της συνοίκησης μέσα σε μια- την ίδια πτώση της γενικής που στο τέλος του κάθε στίχου επενεργούν ως εφαλτήρια εγκαιροφλέκτου βολής στο διάστημα. Τις παραθέτουμε τις λέξεις στο τέλος των στίχων για του λόγου το αληθές:«Γέννας, μαινάδας, παρθένας, χαράς». Κι ακόμη η απουσία του ρήματος κυοφορεί την παρουσία του άχρονου « δηλαδή στο διηνεκές» του χρόνου, ευχή ταυτόχρονη του ποιητή μέσα σ’ ένα άνυδρο, σκοτεινό τοπίο όπου νοιώθουμε τους εαυτούς μας επιζώντες από κάποια κατακλυσμιαία καταστροφή επιζήσαντες.
Το ερωτικό στοιχείο, διαρκώς παρόν στην ποίηση και στη ζωή του Κώστα Ευαγγελάτου, αλληλένδετα και θραυσματικά, γίνεται το εργαλείο της διαύγειας και της εξομολογητικής γραφής όπου και σημείο αναφοράς και σύγκρουσης με το στοιχείο του μίσους ανάμεσα σε δύο πρόσωπα-εραστές και όψεις του ενός και του αυτού νομίσματος, του θύματος και του θύτη αλλά και δηλωτικό της αδιάκοπης πάλης και εγκάρσιας πάλης για να ανατρέξουμε και στον τίτλο της συλλογής όπου η πτήση τροχιοδρομεί εγκαύματα και πληγές που δεν λένε να κλείσουν εύκολα. Τρείς στίχοι-καρφιά, σπαραχτικές γραφές οδύνης και ηδονής που δονούν τα ερωτικά σώματα και τις ψυχές των εραστών όντας ταυτόχρονα μια αισθησιακή ποίηση μεγάλου βεληνεκούς:
Γράφω στο σώμα σου σινιάλα / γρίφους-καρφιά του έρωτα μας /
σύμβολα του Εγώ μου που μισείς.
Σπαράγματα του έρωτα και της ψυχής, θρύψαλα μνήμες που επανέρχονται, ανεπίδοτα γράμματα και διαπιστώσεις εσωτερικής καύσεως. Ο ποιητής, που σκανάρει χρόνια ευτυχίας, που σηματοδοτεί τους δικούς του ορίζοντες, που σχηματοποιεί στο προσωπικό του υπολογιστή σε πλήκτρα ζωής τα απύθμενα κενά, που καταγράφει αιμάσσοντα «ρήματα, επιφωνήματα και χάδια», που καταγράφει την δική του τραγική πορεία αλλά και μέρος των απομνημονευμάτων του στους νεκροθάλαμους των ιδανικών του που είναι ταυτόχρονα και πικρές αλήθειες και συνιστούν βαθιές ομολογίες πόνου μέσα από μιαν ερωτική έξαψη και επιθυμία κι όπου το υδάτινο στοιχείο, παντού παρόν άλλωστε σ’ όλη την ποιητική του πορεία συμβαδίζει με κοινή πορεία και σηματολόγιο με τον έντονο πόθο, το πάθος και την ακραία αναζήτηση και τέμνει εγκάρσια την ανθρώπινη ύπαρξη και τελικά την ίδια τη ζωή:
Διάβηκα τόσους ποταμούς / όσους ο πόθος θέλει
να σβήσει από την έξαψη / που καίει τους ζωντανούς.
Τούτη η ποιητική συλλογή του Κώστα Ευαγγελάτου είναι μια άλλη εκφραστική και εγκαυστική όπως τονίσαμε προηγουμένως. Είναι πιο διάφανη, πιο διαπεραστική, πιο ακραία ίσως αλλά και πιο αποκαλυπτική και πιο «ολητική». Οι λέξεις είναι καίριες, κι ακόμη ακινητοποιεί το χρόνο και το χώρο, ενώ παράλληλα ενώνει το στενό κλειστό δωμάτιο με τον ουράνιο θόλο, με το τελευταίο πλοίο της γραμμής, που μπορεί κάποτε να είναι κι ένα μικρό, ταπεινό και εγκαιροφλεγές τσιγάρο, διαβατήριο αθανασίας και παράλληλα ακυρωμένο εισιτήριο μετάβασης:
Θολή πανσέληνος. / Κοιτώ στα ταβάνια / σχήματα άχαρου καπνού
απ’ το στερνό τσιγάρο…..
«Εγκάρσια πτήση», ένα αλλιώτικο ημερολόγιο καταστρώματος για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη, σημείο συνάντησης αλλά και αναμέτρησης με το επέκεινα, μια «μετάγγιση της θλίψης» μέσα από ένα ξεχασμένο μπρελόκ του αγαπημένου προσώπου που δεν κράτησε την υπόσχεση του κι εγκατέλειψε. Κι αυτό αντηχεί σαν ρεφρέν, επαναλαμβανόμενο δηλαδή τραγούδι, σαν σημείο εκτέλεσης. Μια ποίηση που δε φωνασκεί αλλά κραυγάζει με τα υπόγεια σεισμική φορτία που εμπερικλείει, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει ανεπανάληπτα μιαν άλλη ζωή κι έναν άλλο θάνατο, ή καλύτερα, πολλές μικρές ζωές και πολλούς μικρούς θανάτους σε ριπές ματιών, αγγίγματα σωμάτων, παφλασμούς συναισθημάτων και πόθων και τραγικά αδυσώπητες διαγραφές «άπονα, ψυχρά, συντριπτικά»:
Μ’ ένα delete σβήνεις εικόνες. / Φωτογραφίες χαράς σε τόπο ξένο.
Το μυαλό μολύβι φορτωμένο. / Η μνήμη δρέπει λάφυρα κοιτώνες.
Γυρνάς σε πόλεις πανδαιμόνιου ηδονής / στις μυστικές στοές των κολασμένων.
Πλανιέσαι σε κελιά φυλακισμένων / με άσβεστο το φως της προσμονής.
Έτσι λοιπόν, ο ποιητής Κώστας Ευαγγελάτος, πορεύεται έχοντας κάτι απ’ τη γύμνια- αθωότητα του φεγγαριού-, «καλπάζοντας στα λιβάδια της βροχής», ακέραιος, ανόθευτος, μόνος δίχως να παραιτείται, δίχως δηλαδή την ηθελημένη αποθάρρυνση και οι στίχοι του είναι «γραφή ωδής λιμάνι» έχουν χαρακτήρα ελεγειακό, άσμα θρηνητικό και μεταγγιστικό του πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων για να θυμηθούμε τον Καρυωτάκη, «φωτογραφίζοντας ταξίδια ψυχής» αλλά και σκιαγραφώντας τις νοητές ευθείες των σωμάτων, χαράζοντας με τη δική του γραφίδα ανεξίτηλα, στιγμές που προσδίδουν διάρκεια, διαφάνεια και φως αρνούμενος να συμβιβαστεί με τα ευτελή, μη λησμονώντας την άλλη του διάσταση αυτήν του ζωγράφου καίρια και αφοπλιστικά , διαθέτοντας διπλή τροφοδοσία στο δισάκκι του ζωοδότρα πνοή και καταλύτρα μορφή:
Ο ζωγράφος / ανάβει / με το αίμα του το σύμπαν / Ζωγραφίζει
την αυτόματη ροή / των αισθημάτων…
Τρέχει / στο χάσμα / που η γλώσσα τιθασεύει / μ’ αρχέγονη / σφοδρότητα και πάθος /
το άφατο / και σκοτεινό της γνώσης.
Το υποδόριο πάθος, αυτή η ζωογόνος ιερή μανία που δονεί τον δημιουργό γίνεται πνοή, χρώμα, εικόνα, λόγος, σηματοδοτεί τις εκφραστικές συνιστώσες, καταλαγιάζει και μορφοποιεί το γνήσιο φορτίο ενέργειας , αλλά και εγκάρσιας πτήσης που τον φλογίζει και τον δονεί. Μια μελέτη με ποιητικό ένδυμα της ηδονής και της οδύνης, ένα λυρικό οδοιπορικό αισθημάτων και αισθήσεων, μια καταγραφή των σκηνών, των συμβόλων, των παραστάσεων, των ήχων της σιωπής, ένας διαρκώς κινούμενος αιώνιος νέος, ανάμεσα στων αστεριών την ιριδένια σήψη και το γαλάζιο φως της αφθαρσίας. Μια ποίηση με βομβαρδισμένο πεδίο βολής, πιστή αναπαράσταση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και ιδιαίτερα των δύσκολων στιγμών της ανθρωπότητας με τα απόβλητα, τα πάσης λογής λύματα, τις συρράξεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις εμφύλιες διαμάχες. Ένας ποιητής που αφουγκράζεται τα βογγητά και τα μοιρολόγια των μανάδων, τον ξεριζωμό και τα καραβάνια των προσφύγων, την ανθρώπινη μοναξιά και την εγκατάλειψη του ερωτικού συντρόφου, και μέσω αυτής ακριβώς της ατομικής του συντριβής γίνεται συμμέτοχος του κοινού πόνου και της οδύνης που δε γνωρίζει σύνορα και φραγμούς, μ’ ελπίδα όμως, που ξαγρυπνά στο προσκεφάλι του πόνου και με μια διαρκή επιφυλακή κι επαγρύπνηση σαν Διογένης του καιρού του, και που κάποτε διαπιστώνει πως δεν αρκεί μονάχα μια εγκάρσια πτήση αλλά και αναζήτηση των ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη, με τη βοήθεια της υπέρτατης δύναμης.
Μόνος στο ύψος του βουνού / πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω /
κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω / Υπάρχει πάντα η ελπίδα του θεού.
Εγώ που ψάχνω για δροσιά / στις μυστικές κοιλότητες των βράχων /
και στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων / ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη .
Ή αλλιώς , κάνει πράξη τη ρήση του Μακρυγιάννη: «Είμαστε από το Εγώ στο Εμείς». Θα έρθει όμως κάποτε και η ώρα που ο ποιητής-ταξιδευτής θα κάνει τον απολογισμό του «Πού άραγε ταξίδεψες απόψε; / Πώς ερωτεύτηκες με άναρχη ορμή;». Τα πάντα θολώνουν και γκριζάρουν, η νύχτα κουβαλά ένα φορτίο θανάτου μέσα της, όμως πόρτες σιδερόφρακτες υψώνονται και μέσα τους εγκλωβισμένος ο ίδιος-ο άνθρωπος μέσα στην τραγικότητα των στιγμών της ανθρώπινης ύπαρξης κι όμως παρ’ όλα αυτά τρέχει «με καλπασμό αγάπης κυβικής» σ’ ένα άνυδρο πεδίο βολής. Η «Εγκάρσια πτήση» του Κώστα Ευαγγελάτου θα τον κάνει να νοιώσει τη γνώση και το σύμπαν, να δει με φώτα ολόφωτα το επέκεινα, να νοιώσει, να κατανοήσει και στο τέλος να πιστέψει και να διατρανώσει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του πως τελικά ναι:
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει. / Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.
Αυτό είναι και το νόημα και το μήνυμα τούτης της ποιητικής κατάθεσης. Το μαβί φαράγγι της αβύσσου και του χάους, υπάρχει τρόπος να το υπερβείς. Τούτη η υπέρβαση δεν συνιστά απόδραση ούτε υπεκφυγή αλλ’ αντίθετα καταφυγή και τρόπο ζωής και εξόδου από την ακινησία και τη λιμνάζουσα σήψη τούτων των δύσκολων καιρών. Μια συντελεσθείσα και όχι απλώς απόπειρα εξόδου για να μπορείς να γλυτώσεις. Κι αυτό γιατί όπως γράφει ο ίδιος σε ένα καίριο αλληγορικά τρίστιχο: « Στερεό ή υγρό / το έδεσμα / δεν κάνει για αερικά». Είναι μια κραυγή πένθους και απόγνωσης μια και : «Όλα πενθούν στον κήπο της Αγάπης / Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά», όμως παράλληλα πλάι στην ελεγεία ο ποιητής «σερφάρει στον Μεσαίωνα, ακούει Φωρέ και Σούμπερτ, κοιμάται με τ’ αγάλματα». Κι ακόμη εξυμνεί το κάλλος του ερωτικού συντρόφου με την υπέρβαση και την επέλευση του θαύματος: «Η ομορφιά σου / ακατέργαστο πετράδι. / Λάμπει στη γη / και φέγγει ο Άδης». Τούτα τα φωτερά σκοτάδια της όρασης γίνονται σε τέλεια συναρμογή με τη φωνή, τη συνείδηση, την αλήθεια, τις παύσεις, είναι ταυτόχρονα υπόηχοι της συνείδησης που συναντούν τους υπέρηχους της θέλησης, ένα ορυχείο της μνήμης και των αισθήσεων, που φέρνει κοντά στην παρουσία της απουσίας το αγαπημένο πρόσωπο και που κάνει το παράλογο λογικό. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε την άποψη πως αρκετά στοιχεία από το έργο του Αλμπέρ Καμύ συνυπάρχουν και συνοικούν στο έργο του και προπάντων η ρήση του «Όλοι είμαστε ξένοι ο ένας με τον άλλο», την παραμόρφωση των λέξεων και το μέγεθος της ανθρώπινης υποκρισίας.
Στην πρώτη ενότητα της Εγκάρσιας πτήσης, που έχει σαν τίτλο «23 graffiti ψυχών» κάθε μικρό ποίημα νοείται με ξεχωριστή αυτοτέλεια κι αυθυπαρξία αλλά συγχρόνως ανήκει σε όλο το corpus της ενότητας με κοινές συνιστώσες την ερωτικότητα και ροικότητα του λόγου, τα τραγικά υπαρξιακά ερωτήματα, την διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων, την μοναξιά του ανθρώπινου όντος , τ’ αμφιλεγόμενα πεδία ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, το στοιχείο του πόνου ως εργαλείο προσωπικής αναζήτησης. Τρείς ή και περισσότεροι στίχοι, αρκούν να μας ταξιδέψουν κι ακολουθούν τα επί μέρους με έντιτλα ποιήματα, τα οποία όπως το Τραγούδι, Χαίρε, Ρεφρέν, που επικεντρώνουν στο καθ’ έκαστον ζητούμενο την οπτική γωνία θέασης. Η Ρυθμική σύνοψη αποτελείται από δεκαπέντε τετράστιχα στα οποία ο ποιητής ξαναγυρνά στον ομοιοκατάληκτο λόγο συνοψίζοντας με θυμικούς τόνους την τραγική και αιμάσσουσα οδοιπορία του σε μικρά στιγμιότυπα τόσο αισθησιακά όσο και εσωτερικών αναζητήσεων και κραδασμών πάνω στο λαβύρινθο της μνήμης και των πράξεων ή παραλείψεων συνακόλουθα, «συλλέγοντας σε κάνιστρα σπόρους γνώσης» αλλά και σπαράγματα ερωτικών απογοητεύσεων, θλίψης και απομόνωσης αλλά και δύναμης και θριάμβου και αγάπης:
Στον εφιάλτη τρέχουν άσπροι σκύλοι / νοιώθεις στην πλάτη το μαχαίρι.
Ξάφνου σε πιάνει από το χέρι / Κι όλα θαυματουργά τελειώνουν.
Είναι αυτή άλλη μια παράμετρος της ποιητικής του Κώστα Ευαγγελάτου που ανανεώνει τις εκφραστικές του δυνατότητες και διευρύνει το χώρο και το χρόνο, με νέους κώδικες γραφής όπου προπάντων και κυρίως η ατομική περιπέτεια γίνεται ταυτόχρονα σημείο κοινής αποδοχής του συνόλου. Οι Διαπιστώσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ είναι σημεία ευτυχών και δυστυχών καταστάσεων, ενώ τα τρία ποιήματα που ακολουθούν Αιγαίο, Αδριατική και Ες Τήνον, εμπεριέχουν όλη αυτή τη φρεσκάδα και της φύσης και της ανάτασης κι αφ’ ετέρου των προσωπικών στιγμών-βιωμάτων και καταγραφών του δημιουργού αφ’ ενός της δροσιάς και του αφρού κι αφ’ ετέρου του κύματος και της ομίχλης της εναλλαγής των ψυχικών καταστάσεων, την μετάγγιση των ειδώλων μιας πανσελήνου, τα ρεύματα σκόνης και τις μικρές οντότητες θαυμάτων που ριπίζουν τα γλυπτά ονόματα και τις ακανθώδεις υφάνσεις, την ανένδοτη νιότη και «τις ανάσες που ψεκάζουν ηδονή», το σώμα το ίδιο του καλοκαιριού και το ερωτικό σώμα προσκλητήριο, τις ανάκατες στριγκλιές των παιδιών, τα τατουάζ, τα μπαρ, τους ναύτες που φλερτάρουν, εικόνες ολοζώντανες, μια επί τα βελτίω μετάπτωση της ψυχής. Στο ποίημα L’automne a Paris, υπάρχει διάχυτο το κλίμα των παρισινών μπουλβάρ, της φθοράς με τις σαθρές ελπίδες των τουριστών, το μάταιο, στα θολά νερά του Σηκουάνα, τις ορδές των σκλαβο-υπήκοων που αλώνουν την Μονμάρτη. Ένα άλλο πρόσωπο της παρισινής πόλης πίσω από την περιφερόμενη και διαφημιζόμενη βιτρίνα της, πλάι στα παλάτια και τις φάτνες των κύκνων, τις πυραμίδες των γρίφων και τα μπιζού της νιότης μ’ άλλα λόγια την decadence, το φαινόμενο της παρακμής που όλα μοιάζουν μπροστά στα μάτια του ποιητή και ζωγράφου που επανειλημμένα έχει εκθέσει τα εικαστικά του έργα στο Παρίσι: «σαν είδωλα ευάλωτα λαμέ οφθαλμαπάτης».
Ο ποιητής σ’ άλλο ποίημα του που επιγράφεται Επίθετα, πραγματοποιεί μιαν επίκληση προσκλητήριο μνήμης σε πρόσωπα και γεγονότα που έζησε και που κάποτε η ζωή του συνδέθηκε μ’ αυτά «θέλγητρα του πάθους και αγγέλους της στοάς των Εκβατάνων», με την επισήμανση πώς τώρα πια:
Δεν θέλω κάτι να σας πω. / — ούτε ν’ ακούσω.
Μυστήριο βάπτισης τελώ / με ονόματα- επίθετα της μνήμης.
Στο ποίημα Εγκάρσια πτήση που αποσπασματικά αναφερθήκαμε αρκετές φορές ήδη τόσο σαν αιτιολόγηση του τίτλου της συλλογής όσο και σαν επί μέρους αναφορές, είναι ένα ποίημα που κατανεμημένο σε έξη ενότητες χαράζει όλο το ιστορικό του πάθους και εμπεριέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία και πρωτίστως μια προσπάθεια αυτοχαρακτηρισμού και αυτοανάλυσης του ίδιου του δημιουργού αλλά και αποτύπωσης των μύχιων εσωτερικών κραδασμών του Κώστα Ευαγγελάτου στο χώρο της ζωής και της δράσης, και με αρκετά σημαντικές καταθέσεις ψυχής για τη ζωή και την τέχνη, τον άνθρωπο και την αποστολή του στους δρόμους της προσωπικής αναζήτησης, πότε τραγουδώντας, πότε ακροβατώντας ζωής και θανάτου ανάμεσα, πότε «εγειρόμενος με τάνυσμα θανάτου» κι άλλοτε πάλι μπαίνοντας στη δίνη των χρωμάτων της αυγής. Στίχοι που φωτίζουν σε βάθος τον άνθρωπο, τον δημιουργό, τον καλλιτέχνη, τον οδοιπόρο του «είναι», της γνώσης, της ίδιας της ύπαρξης.
Τα σχέδια και το κολλάζ του εξωφύλλου της έκδοσης, ανεπανάληπτα και προσωπικά τελούν σε αρμονική συνύπαρξη με τα ποιήματα, θάλεγα πώς κοντανασαίνουν και συλλειτουργούν στους ρυθμούς και τους ήχους, είναι φιλοτεχνημένα από τον ίδιο τον διακεκριμένο καλλιτέχνη που το έργο του γνώρισε διεθνή αναγνώριση και παρ’ όλα αυτά είναι ο ίδιος ο άνθρωπος πρωτίστως που έχω γνωρίσει εδώ και χρόνια, δίχως έπαρση, οικείος, προσιτός, φίλος. Ο κος Ηλίας Τουμασάτος, υπ. δρ του Ιονίου Πανεπιστημίου και σε ένα εμπνευσμένο αισθητικό δοκίμιο του με τίτλο: «Ο κόσμος στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου», εκτάσεως δεκατριών σελίδων, που εμπεριέχεται στο τέλος τούτης της ποιητικής συλλογής, μας έδωσε ένα εργαλείο πολύτιμο πρόσβασης στο ποιητικό γίγνεσθαι του Κώστα Ευαγγελάτου, και φωτίζει σε βάθος τη γραφή του. Προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα τούτες τις θέσεις του συγγραφέα που πραγματικά καλύπτει το θέμα του πλήρως και ανταποκρίνεται επάξια στους οραματισμούς και τις αναζητήσεις του ποιητή.
Κλείνοντας τούτο το σύντομο οδοιπορικό μας στο ποιητικό σώμα και αίμα του Κώστα Ευαγγελάτου, να τον ευχαριστήσουμε γιατί μας εμπιστεύτηκε την οδυνηρή προσωπική του περιπέτεια, μας έκανε να κλάψουμε και να αισθανθούμε, να νοιώσουμε τόσο άνθρωποι μέσα σ’ ένα πεδίο βολής και σ’ ένα οικοδόμημα που τρίζει και γέρνει επικίνδυνα και:
Διψώ ιδρώτα / Μετρώ αστέρια φονικά / Εκλιπαρώ το σκότος / Διαβάζω τους κορμούς /
Εξαγνίζω την λάσπη / Φύομαι ανένδοτος.
Δημήτρης Ι. Καραμβάλης
Λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου