23.10.11

«Οι Φίλοι της Μουσικής» τιμούν τον Νάνο Βαλαωρίτη

Νάνος ΒαλαωρίτηςΕκδήλωση προς τιμήν του Νάνου Βαλαωρίτη διοργανώνει τη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011, στις 7 το απόγευμα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής».

Θα μιλήσουν η καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, ο κριτικός Λογοτεχνίας (Πανεπιστημιακός) Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, και η Ιστορικός Τέχνης, επιμελήτρια εκθέσεων Νάντια Αργυροπούλου.

Οι Αποπειρατές θα βρίσκονται εκεί.

______________________________

«Πότε θα μάθουμε να διαβάζουμε σωστά;»

Νάνος Βαλαωρίτης • Σύμβολα και ποίηση
Αυγή | Αναγνώσεις, 22/10/2011 »»

Ότι τα πάντα μπορεί να γίνουν συμβολικά το γνωρίζουμε απ' τα παραληρήματα των ψυχωτικών, των μυστικιστών, των οραματιστών και κάθε λογής ατόμων ή ακόμη και ομάδων που υφίστανται την επήρεια είτε κάποιου φαρμάκου, είτε από εσωτερική αιτία, είτε από παράκρουση στα λεγόμενα θρησκευτικά φαινόμενα. Όμως και μια νηφάλια φιλοσοφία που συνδέει τα πάντα μεταξύ τους, όπως ο ερμητισμός και η αλχημεία, και διάφορες ποιητικές θεωρίες και κινήματα, καθώς και η πρακτική και θεωρία της ψυχανάλυσης μπορεί να ερμηνεύσει σύμβολα παντού. Αλλά τι σημαίνει σύμβολο;

Μια απλή διατύπωση είναι ότι σημαίνει και κάτι άλλο από το ό,τι είναι κυριολεκτικά. Ας πούμε ένα χρώμα. Ένα αντικείμενο, ένα σχήμα του, ένα παπούτσι, μια λάμπα, ένα ψαλίδι, μπορεί να σημαίνουν κάτι καλό ή κακό, ή οτιδήποτε άλλο. Αυτή η μεταφορική δυνατότητα των πάντων να σημαίνουν κάτι άλλο είναι μέρος της γλωσσικής λειτουργίας. Και μάλιστα πολλοί λένε ότι είναι η πρωταρχική της λειτουργία. Ο σαμάνος που κάνει το φίδι ελίσσεται όπως το φίδι γίνεται φίδι. Οι συστροφές του γίνονται ελιγμοί πολέμου, πονηρού ανθρώπου που αποφεύγει κάτι. Μάταια οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να τοποθετήσουν την αλήθεια πάνω στο ελισσόμενο αυτό φίδι που είναι η γλώσσα. Τότε στράφηκαν στους αριθμούς, στα σχήματα, όπως οι λεγόμενοι αγγλοσάξονες φιλόσοφοι της γλώσσας, μέχρι τον Ώστιν της Οξφόρδης που θεώρησε ότι δεν φτάνουν οι δηλωτικές φράσεις να διατυπώσουν μια αλήθεια, αλλά πρέπει και να εκτελούνται.

Από τον καιρό εκείνο φτάνουμε στις υπερμοντέρνες θεωρίες της γλώσσας, όπως του Ντεριντά, όπου τα νοήματα γλιστράνε πάνω στα σημαίνοντα χωρίς να μπορούν να εντοπιστούν οριστικά πουθενά, πράγμα που τρομοκράτησε τους πανεπιστημιακούς, που κραύγασαν ο Ντεριντά καταργεί τις αξίες. Είναι ο νέος σοφιστής. Ότι η γλώσσα είναι μεταφορική και σημαίνει μόνο με αντιθέσεις μέσα στο σύστημα έχει διατυπωθεί από τον Ντε Σωσσύρ, απ' όπου προέρχονται όλες οι νέες θεωρίες, απ' τον φορμαλισμό των Ρώσων έως τον στρουκτουραλισμό και την αποδόμηση των Γάλλων, Λέβι-Στρως, Λακάν, Μπαρτ, Φουκώ και άλλων, όπου η γλώσσα έχει τα πρωτεία, μέχρι το Νέο γαλλικό Μυθιστόρημα, την τάση του Παραλόγου, τη Γλωσσοκεντρική σχολή στην ποίηση, που διαδέχθηκαν τις ιστορικές πρωτοπορίες, Φουτουρισμό, Νταντά, Υπερεαλισμό, Λεττρισμό, τους Ηλεκτρικούς Γάλλους, και τη συνέχεια που ονομάζεται κειμενική γραφή, όπου η απλή γλώσσα τής συνειρμικά διακοπτόμενης γραφής ρέει ανάμεσα στην ποιητική γραφή και την πεζογραφία.

Μέσα σ' αυτή την εναλλαγή των θεωριών και των πρακτικών εφαρμογών, ως ποιο σημείο λειτούργησε ακόμη το σύμβολο; Μοιάζει παρωχημένο στο ράφι της ιστορίας, ή γλίστρησε μέσα στις νέες διατυπώσεις; Το δεύτερο είναι το πιθανότερο, όταν ο Λακάν ονομάζει την αλυσίδα των σημαινόντων συμβολική. Όπως στο διάσημο παράδειγμα των επιγραφών... στα αποχωρητήρια, Άντρες/Γυναίκες, Κύριοι/Κυρίες, Hommes/Femmes, που δεν σημαίνουν κυριολεκτικά άντρες ή γυναίκες, αλλά μεταφορικά τα φύλα στη χρήση της τουαλέτας. Η σημειολογία έκτοτε έχει γίνει ξεχωριστή επιστήμη. Η συμβολική λειτουργία της γλώσσας επανέρχεται δριμύτερη.

Όμως στην ποίηση ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε η συμβολικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη χρήση του τοπίου, που στη δική μας ποίηση πρώτος ανέδειξε ο Γ. Σεφέρης στην ενότητα ποιημάτων που τιτλοφορείται "Μυθιστόρημα". Ο τίτλος αφορά το αφηγηματικό ύφος χρονικού ή ημερολογίου του ποιήματος σαν σύνολο. Όμως, διακεκομμένο σε μικρές ενότητες που έχουν μια αυτονομία και αναδεικνύουν ένα ή περισσότερα σύμβολα. Το πεζολογικό ύφος συνταιριάζεται με τον μοντερνισμό. Η ακρίβεια των εικόνων επίσης δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας προοπτικής ενός οπτικού χώρου που, παρόλο που η περιγραφή είναι μια σειρά πιστών απεικονίσεων, δεν είναι κυριολεκτική, αλλά μεταφορική και μάλιστα συχνά ονειρική. Αυτό επιτυγχάνεται με την υπονοηματικότητα του κειμένου, που παίζει ανάμεσα στις αρχαίες αναφορές, με τη συμβολικότητα των στοιχείων που αναδύονται απ' τη γραφή σαν "επιφάνειες", αρχαίας ιερότητας, που όμως έχουν χάσει το αρχικό τους νόημα.

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά/ άλλοτε μας ήταν εύκολο να αντλήσουμε είδωλα και στολίδια/ για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Η αναφορά στους άλλοτε ιερούς τόπους, σπηλιές, πηγάδια που είναι θαυματουργά, όπου αντλούνται στολίδια και είδωλα, αναφέρεται σε μια ξεχασμένη ιερότητα και αφορούν μόνο τους φίλους, "οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί"... οι πλάγιες αναφορές σ' έναν ξεχασμένο τόπο μαγικής ιδιότητας για τους πιστούς, ένα άδειο πλέον προσκύνημα σε άλλοτε τόπο πλούσιας έμπνευσης και γονιμότητας, όταν η σύγχρονη εξασθενισμένη ευαισθησία αδυνατεί να προσλάβει τι σημαίνουν οι εμπειρίες αυτές.

Με μεγάλη επιδεξιότητα ο Σεφέρης αναφέρεται σ' ένα πλήθος τέτοια αμφίσημα σύμβολα, που αντλεί απ' το αληθινό τοπίο.

"Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και παραπάνω/ ... ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη/ ... το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά ώς τον ορίζοντα, ώς τον ουρανό που βασιλεύει".

Και ποιος δεν αναγνωρίζει αυτό το κυκλαδικό τοπίο ή και αλλού στα νησιά μας. Η ματιά του Σεφέρη έχει μετατρέψει το τοπίο σ' έναν κυβιστικό πίνακα που σημαίνει κάτι άλλο μεταφορικά, μια μεταφυσική συμπύκνωση. Αυτό που συνδέει τη γη με τον ουρανό.

Οι βράχοι, οι ακρογιαλιές, τα ερημονήσια, οι κάβοι των σκύλων που γαυγίζουν, τα κουπιά, το πέλαγος το ίδιο, όλα μας είναι γνώριμα, και το πλοίο (η Αργώ) περιγράφεται μετωνυμικά με τα επί μέρους, πλώρη, σκαρμοί, τιμόνι, το αυλάκι του νερού, όλα επικαλούνται το μυθικό ταξίδι, που δεν καταλήγει παρά σε μια σειρά από κουπιά, μπηγμένα σήματα των θαμμένων συντρόφων. Απολλώνιος και Όμηρος συμπλέκονται. Η περιγραφή στα ποιήματα διακόπτεται με το ύφος ενός χρονικού όπου κινούνται πρόσωπα χαμένα μέσα στον χρόνο. Και σημαίνει πως ό,τι αρχίζει καλά συχνά δεν αποτελειώνεται. Καθώς και όσα δεν προλάβαμε ν' απολαύσουμε.

"Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου/ χωρίς να πιω ούτε μια στάλα./ Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα."

Η συμβολικότητα βαστάει ψηλά ολόκληρο το ποίημα έξω απ' την αόριστη πεζολογία των μιμητών του. Το μοντερνιστικό ύφος είναι συγκεκριμένο, σε σαφή αντίθεση με την αοριστία του ρωμαντικού παρελθόντος. Αλλά δεν καταργείται το σύμβολο. Μετατρέπεται, σε μια καινούργια τεχνοτροπία. Ο συμβολισμός σήμερα, με τις αναλύσεις του Φρόυντ και των γλωσσολόγων κριτικών έχει αναλυθεί σε ρητορικά σχήματα. Τη συμπύκνωση, την αναλογία, την ταύτιση, την παραστατικότητα, την υπόνοια, τη μεταφορά και την μετωνυμία. Αυτό κάνει ο Σεφέρης σε ολόκληρο το ποίημα. Αλλά το κάνει με μια συγκινητική φόρτιση. Έναν τόνο ελεγείου και ρυθμό ψαλμωδίας, που πλησιάζει στον θρήνο παρ' όλη την καθαρή διαύγεια της γλώσσας.

Σε όλο το μήκος του ποιήματος έχουμε τέτοια σύμβολα, οι μαύρες δάφνες, οι πικροδάφνες, οι πέτρες, οι χαρουπιές, ο αγέρας, οι πευκοβελόνες, (σωροί) μαζεμένοι και άχρηστοι/ θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει/ μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Το ποίημα τιτλοφορείται ΝΟΤΙΑΣ, κάτι που έχουμε ζήσει όλοι. Η θλίψη, η μοναξιά, ο σκεπασμένος ουρανός, δημιουργούν αυτό το πλάκωμα του καιρού. Μεταμορφώνοντας το τοπίο σε σύμβολο είναι η καινοτομία του Σεφέρη στην ελληνική ποίηση.

"Ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά/ κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε/ λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά/ ένα ελάχιστο διάστημα"...

Τα νησιά ως σύμβολα του ανεύρετου, του αναζητούμενου ενώ είναι μπροστά μας και δεν τα βλέπουμε. Και ήταν αλήθεια ίσαμε τον Σεφέρη κανένας ποιητής "δεν τα είδε", να τα καταγράψει όπως τα ζούσαμε καθημερινά.

"Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά/ που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα/ δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές,/ μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι' αυτές/ που ηχούν και που τις προσκυνάμε/ Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με την μοναξιά μας/...

Όσοι έχουν ζήσει στα νησιά με στέρνες και στις κοιλάδες ανάμεσα στα βουνά, που είναι το 90% των ελλήνων, αναγνωρίζουν την μεταφορά για πρώτη φορά. Είναι ο τόπος μας στείρος μεσ' την εκθαμβωτική ομορφιά του, στεγνός, όλος χώμα και πέτρες. Ο στίχος του Ρεμπώ ως προμετωπίδα προϊδεάζει τον αναγνώστη.

Si j'ai du gout ce n' est gueres
Que pour la terre et les pierres

Αν έχω γεύση δεν είναι παρά
Για το χώμα και τις πέτρες

"Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες..."

Η αναφορά στον μύθο δίνει μια νέα διάσταση στο ποίημα.

Σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
Σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.

Το σύμβολο των Συμπληγάδων γενικεύεται και γίνεται μια υπαρξιακή κατάσταση εξάντλησης ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Κάτι που το άρχισε ο Καβάφης με πολύ διαφορετική τεχνοτροπία, το συνεχίζει ο Σεφέρης κρυπτικά, για το ημιτελές όλων των προσπαθειών μας να βγούμε απ' την αρχαία δόξα και κατάρα...

Είναι φανερό ότι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους κληρονόμους του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αποκλειστικά, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ολλανδοί, ολόκληρη η Δύση, δεν μπορούν να καταλάβουν τα υπαρξιακά σύμβολα που μας ταλαιπωρούν τόσο βαθειά και μας πληγώνουν, ενώ σήμερα ξέσπασε μια άνευ προηγουμένου λαϊκότροπη κατακραυγή εναντίον μας, γεμάτη μνησικακία και στερεότυπα, που μοιάζουν με τον αντισημιτισμό. Όμως ένας λαός που βγάζει δυο τέτοιους ποιητές, και δεν είναι οι μόνοι, δεν είναι ευκαταφρόνητος. Συνιστώ γι’ αυτό τα δύο βιβλία της Sophie Basch, Le voyage imaginaire en Grece και το Le mirage grec, Hatier Kaufmann, που έπρεπε από καιρό να είχαν μεταφραστεί ελληνικά, για το πώς μας είδαν οι Γάλλοι αντιφατικά, από τον 19ο αιώνα ώς σήμερα, ώστε να βελτιωθεί η αυτογνωσία μας. Καμιά δουλειά δεν γίνεται σωστά σ’ αυτόν τον τόπο, για να προωθηθεί μια αναγκαία αυτοσυνείδηση. Ο Σεφέρης, ο Καβάφης, δυο ποιητές που την χάραξαν, τους βλέπουν οι νέοι Έλληνες κριτικοί με άδεια μάτια στερημένα από βολβούς. Η ρητορεία του πρώτου τραβάει αναγνώστες, η αντιρητορεία του δεύτερου τους απωθεί. Πότε θα μάθουμε να διαβάζουμε σωστά;

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Εξαιρετικό κείμενο του Νάνου στην Αυγή. Ε-ξαι-ρε-τι-κό!