26.2.11

Περί λογοτεχνίας, θανάτου και άλλων πραγματικών

Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011 »»,
Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011 »», Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011 »», Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011 »».

Ζαν Λουί Νταβίντ • Ο θάνατος του Μαρά (1973)

Μέρος πρώτο

Περί λογοτεχνίας, θανάτου και άλλων πραγματικών

Επιτέλους, ένα επιτυχημένο πορτρέτο! Αποτυχημένο ήταν πάντοτε το ίδιο το πρόσωπο. — Γιώργος Χειμωνάς

Τα βιβλία προκύπτουν από την εμμονή και τον, ως έναν βαθμό, ιδιαζόντως τραυματικό εθισμό του συγγραφέα τους να δημιουργεί — ενίοτε ως μικρός θεός — μικρά, αυτοδύναμα σύμπαντα, μέσα στα οποία θα ήθελε διακαώς να ζήσει, περιγράφοντας μια πραγματικότητα που δεν συμβαίνει.

Τα δείγματα αυτά της τέχνης του, τα ελευθεριάζοντα κάντος αυτής της εσωτερικής, μη πραγματικής πραγματικότητας, τα αποθέτει, εν καιρώ πολέμου, όταν πέφτει το σκοτάδι και οι δαίμονές του ξεσηκώνονται, σε εδάφη που ουσιαστικά ελέγχονται από τους αναγνώστες ή τους κριτικούς, και είναι ναρκοθετημένα, με κίνδυνο να τραυματιστεί θανάσιμα.

Μόνο ένα πράγμα αξίζει να αφηγηθεί: αυτό που δεν υπάρχει — αφού δεν βλέπει κανέναν απολύτως λόγο να περιγράψει ή να εξερευνήσει περιοχές που είτε είναι γνωστές είτε έχουν μελετηθεί επαρκώς από άλλους. Περιγράφοντας τον φανταστικό του κόσμο, τον κάνει πραγματικό. Τα όνειρά του αποκτούν ξαφνικά τετραγωνικά, εμβαδόν, συγκεκριμένες διαστάσεις. Η «μεταμόρφωση» του Κάφκα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα μεταγλώττισης του άρρητου, του ανοίκειου, του ανύπαρκτου - αλλά συγχρόνως και πραγματικότερου του πραγματικού. Οι ήρωες του Μπέκετ ή οι μη-ήρωές του είναι ένα εμβληματικό άλλο. Το ψεύδος του δημιουργού είναι η αληθινή του αλήθεια, και η ποιότητα της ηθοποιίας του στο έργο της γραφής έχει να κάνει με τη διεισδυτικότητα της προσωπικής του τέχνης.

Οποτε ο συγγραφέας αναγκάζεται να υποδυθεί απλώς τον εαυτό του — απεκδυόμενος ρόλους, ήρωες ή ιδέες που τον απηχούν, αλλά δεν του ανήκουν — οι πιθανότητες να επιτύχει τον στόχο του μειώνονται αισθητά. Αντιθέτως, αν τον παρεκτείνει, απλώνοντάς τον μέχρι εκεί όπου ονειρεύεται, αν τον υπερβεί και η «μεταμόρφωσή» του αυτή επωαστεί και συντελεστεί σε διαφανές περιβάλλον, με υψηλές θερμοκρασίες, τότε το αποτέλεσμα δείχνει διαμετρικά αντίθετο. Αμεσότερο. Ακουμπά το είδος εκείνο της ωριμότητας που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι προορισμένοι.

Ποιο όμως είναι το μέσον που έχει, η πυξίδα που χρησιμοποιεί για να μπορεί να ξαναγυρίσει;

Φυσικά, οι λέξεις. Οπως ακριβώς ο χειρουργός οφείλει να ξέρει να χειρουργεί, έτσι και ο συγγραφέας οφείλει να ξέρει να γράφει. Να ιερουργεί με τις λέξεις, να πετά, να επιτρέπει στην ομορφιά να διαρρέει: σαν φήμη που αφήνεται να εξαπλωθεί.

Τα βιβλία αφηγούνται τη ζωή. Κυρίως, όμως, αφηγούνται την ανεπάρκειά τους απέναντι σε αυτήν, το παράπονό τους που τελικά η ζωή κλειδώθηκε μέσα σε κάτι άσπρες σελίδες. Την κάνουν να μοιάζει με παρομοίωση. Τους οφείλουμε ό,τι οφείλει κανείς σε κάτι γραμμένο: την απουσία όλων όσα θα θέλαμε να συμβαίνουν και συμβαίνουν μόνον εντός των τυπωμένων σελίδων.

Οι συγγραφείς έχουν τα ίδια προβλήματα με τους ηλικιωμένους: σβήνουν πολύ και καμιά φορά, ανάμεσα στα άλλα, και την ίδια τους τη ζωή. Ξεχνάνε να τη ζήσουν γιατί τη γράφουν. Ζωή και βιβλίο είναι, όπως και να το κάνουμε, δυο κόσμοι αντίθετοι. Συναντιούνται μόνον όταν ο ένας νοσταλγεί τον άλλον.

Η λογοτεχνία επιχειρεί να κατανοήσει αυτό τον κόσμο εκ των υστέρων, να ερμηνεύσει ή να σχολιάσει αδυναμίες του που έχουν ήδη εντοπιστεί. Της είναι αδύνατον να υποδείξει πώς οφείλει ο κόσμος να είναι. Ασφαλώς, βασίζεται σ' ένα λάθος. Γράφει κανείς από ανάγκη να συνομιλήσει με αυτό το λάθος. Για να εντοπίσει τις γοητευτικές του ατέλειες. Γράφοντας, νομίζει ότι το φέρνει πιο κοντά. Μοιάζει σαν απαγορευμένο τσιγάρο στα κλεφτά.

Ολα τα βιβλία θα όφειλαν να εκθέτουν, μπροστά στα μάτια μας, ολοένα και περισσότερες εκδοχές αυτού του πληθωρικού λάθους. Αυτής της μαγικής απόκλισης που δεν χορταίνει να συντελείται. Οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα ή την ευκολία να παρατηρούν γύρω τους -και όχι απλώς να κοιτάζουν- μετέχουν στη ζωή με τους δυσμενέστερους όρους: ζουν για να γράφουν γι' αυτήν, για να την αναλογίζονται. Είναι προσομοίωση αυτό. Δυσκολία. Ενα είδος αναπηρίας.

Σκεφτείτε τους ήρωες των μυθιστορημάτων: πόσο ψεύτικοι είναι, πόσο προσωρινοί, πόσο άπιστοι. Μεταπηδούν με τρομερή άνεση από βιβλίο σε βιβλίο, από συγγραφέα σε συγγραφέα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα άλλοθι ζωής που τους προφυλάσσει απ' την ανυπαρξία τους. Που χρησιμοποιείται σαν αντίδοτο της πραγματικότητας που δεν αντέχουν να ζήσουν.

Μοιάζουν με σκουπίδια που μεταφέρονται από χωματερή σε χωματερή, με σπασμένα καράβια που η ξυλεία τους χρησιμοποιείται εκ νέου. Γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ από τις σελίδες των βιβλίων, αφήνοντάς τες κενές, γιατί δεν έχουν πάει ποτέ να γίνουν γέλια, θυμοί, μαγικά χαλιά, τριήμερα στα νησιά, Κυριακές που δεν τελειώνουν με τη δύση του ηλίου;

Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη απ' αυτούς τους δειλούς γίγαντες που κρύβονται πίσω απ' τις σελίδες, προσφέροντας γη και ύδωρ για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Φοβούνται να αυτοπροσδιοριστούν και να αυτοβιογραφηθούν, μήπως χαθούν από προσώπου γης. Μήπως και διαγραφούν οριστικά απ' το σύμπαν. Γιατί δεν αυτονομείται κανείς τους, γιατί δεν σκοτώνει τον συγγραφέα του για να πάει να ζήσει σαν οδηγός λεωφορείου στο Παρίσι, σαν ελαιοπαραγωγός στη Σαντορίνη, σαν άλτο σαξόφωνο στην τζαζ ορχήστρα της Νέας Ορλεάνης;

Η απάντηση απλώς δεν υπάρχει. Η αλήθεια είναι απόρρητη.

Προτιμώ τα βιβλία που δεν έχουν ήρωες και εξωτερικές περιγραφές που σε κάνουν να πλήττεις. Το εσωτερικό τοπίο θεσμοθετεί τα πάντα. Οι λέξεις — αυτές που αξίζουν, όχι οι ήρωες που τις μεταφέρουν — είναι αυτές που πονούν. Η οδύνη του τοκετού τους, το σχήμα που παίρνει η μορφή τους, ο τρόπος που εκφέρονται και «γράφουν» στο χαρτί, ο ίδιος ο ίσκιος τους είναι τα βασικά πλεονεκτήματα του σημαντικού βιβλίου: η καλή λογοτεχνία έχει κληρονομικότητα στον πόνο.

Τα βιβλία συμβαίνουν. Είναι περιστατικά της ζωής, γεγονότα που προσπαθούν να περάσουν από μέσα σου, στοιβαγμένα, όταν όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Μπροστά τους παραμένεις ανίσχυρος· προσπαθείς ακόμη να μάθεις τις λέξεις.

Θέλεις να γνωριστείτε καλύτερα. Να κερδίσει ο ένας απ' τον άλλον. Και να εξελιχθεί.

Νομίζω πως ό,τι τυπώνεται, πεθαίνει. Είναι ένας ιδιαίτερος θάνατος αυτός, μια καταγεγραμμένη απώλεια που προσβλέπει σε μια θολή αιωνιότητα. Η ζωή των βιβλίων είναι μια ζωή κατά φαντασίαν υγιής, περίκλειστη, που όμως έχει απαλλαγεί από τη θνησιγένειά της. Εχει νικήσει τον θάνατο οριστικά, παρότι του οφείλει — κατά τρόπο οξύμωρο — την ίδια της την ύπαρξη. Σε αυτήν οι στιγμές μεγαλώνουν παράλογα, ο χρόνος που απομένει διογκώνεται: γίνεται σαν ένα γελαστό βράδυ στην εξοχή.

Είναι συγκινητικό: οι λέξεις κάνουν τα πάντα για να μείνουν μαζί κι εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι που δεν μπορούμε ούτε καν να τις γράψουμε. Τις σημειώνουμε λάθος, τις τοποθετούμε λάθος, τις εννοούμε λάθος. Φαίνεται αποκρουστικό αυτό. Το μόνο που πρέπει να επιδιώκει κανείς είναι να τους συμπεριφέρεται σωστά.

Αντιλαμβάνομαι τη λογοτεχνία σαν μια χαριτωμένη ζαβολιά στο προαύλιο της ζωής, όταν οι δάσκαλοι δεν είναι εκεί. Σαν μια αμετάκλητη απάτη σε βάρος της πραγματικότητας.

Τίποτε δεν παρέχει μεγαλύτερη ασυλία από αυτή, τίποτα δεν μοιάζει πιο ελεύθερο, πιο εορταστικό, πιο άυλο. Μόνον η επίγνωσή της αρκεί. Γιατί η λογοτεχνία δεν έχει αποτέλεσμα - τουλάχιστον φανερό. Ή αν έχει κάποιο, αυτό είναι ο θρίαμβος του μη πραγματικού σε βάρος αυτού που έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε ως πραγματικό.

Είναι μια γενναία εκδίκηση αυτή, ένας αποστομωτικός λόγος.

Και σαν απάντηση, εμένα μου φτάνει.

_____________

Μέρος δεύτερο

Περί σιωπής, συμφωνίας τιμής και κριτικών εξομολογήσεων

Η τέχνη του καιρού μας είναι θορυβώδης, κάνοντας εκκλήσεις για σιωπή. — Σούζαν Σόνταγκ, Η αισθητική της σιωπής, εκδόσεις Νεφέλη

Σ' αυτόν τον χώρο υπάρχουν πολλά που ενοχλούν πολλούς και αποσιωπούνται· λες και υπάρχει μια αόρατη συμφωνία -συμφωνία τιμής, θα την έλεγαν οι μαφιόζοι- να μη θιγούν πρόσωπα και πράγματα «ιερά». Γνωρίζουμε όσους δεν θα έπρεπε να γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε αυτούς που αξίζει να γνωρίζουμε. Ο χώρος του βιβλίου μοιάζει, πολλές φορές, με λάιφ στάιλ εκπομπή.

Φτάσαμε να ονομάζουμε συγγραφέα κάποιον που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό του και γράφει αποκλειστικά μυθιστορήματα -άντε, και κάνα διήγημα-, με τη γνωστή συνταγή και μια χιλιοειπωμένη ιστοριούλα. Ολα τα υπόλοιπα είδη αφηγηματικού λόγου τα εξορίσαμε. Τα στείλαμε για εξακρίβωση. Γιατί; Επειδή δεν πουλάνε. Ποιος ρυθμίζει τις τύχες ενός προϊόντος στην αγορά; Οι παραγωγοί του, δηλαδή οι εκδότες. Μπορούν αυτό να το κάνουν μόνοι τους; Οχι, χρειάζονται και τους κριτικούς. Εδώ ξεκινάει το γαϊτανάκι της μεγάλης παρεξήγησης.

Στον ειδικό Τύπο υπάρχει περίσσευμα στόμφου, περίσσευμα αυταρέσκειας, περίσσευμα αποτυχημένης δημιουργίας. Πολλές διαπροσωπικές σχέσεις. Διαψευσμένα όνειρα, μέτριοι κύκλοι ζωής.

Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η κριτική βοηθάει. Εγώ πιστεύω ότι όσο βοηθάει, άλλο τόσο παραπλανά - ίσως χωρίς να το θέλει. Οδηγεί κάπου και αυτό το κάπου μπορεί να είναι το πουθενά: ένα πουθενά που κοιτάζεται αυτάρεσκα στον καθρέφτη και καμαρώνει τις μεγαλόσχημες λέξεις του· σαν τις γυναίκες που ενθουσιάζονται με τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους. Ασφαλώς υπάρχουν συνεπείς κριτικοί, αλλά είναι λίγοι. Η πλειονότητα είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Που χρησιμοποιεί το ορίτζιναλ για να παράγει το ιμιτασιόν. Και σε αυτήν, δυστυχώς, ανήκουν οι πολλοί μέτριοι, οι εμπαθείς, οι βλεφαρίδες. Η αποτίμηση ενός έργου κινδυνεύει να γίνει απομίμηση στα χέρια τους. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται αποτίμηση. Λέω ότι δεν χρειάζεται, όταν προσπαθεί να τηρήσει ισορροπίες μεταξύ του γράφοντος, του εκδότη και των διαφημιστικών υποχρεώσεων που προκύπτουν ενδιάμεσα.

Πώς θα γίνει, όμως, γνωστό ένα έργο; Με ποιον τρόπο μπορεί να φτάσει στο κοινό;

Πολλοί κριτικοί γνωρίζουν μόνον όσους είναι εύκολο να εξηγήσουν. Ο,τι δεν καταλαβαίνουν, ό,τι δεν μπορούν να κατατάξουν ειδολογικά, το αποσιωπούν. Και βαφτίζονται «έγκυροι». Πολλοί συγγραφείς -για να πάρουμε και την πλευρά μας-, από μια στρεβλή άποψη περί δημοσιότητας, επιλέγουν τη θεματολογία τους και κυρίως τη μορφή που θα έχει το έργο τους από τις περιορισμένες απαιτήσεις ενός ανεκπαίδευτου κοινού. Και βαφτίζονται «ευπώλητοι». Πολλοί εκδότες εκδίδουν συλλήβδην μυθιστορήματα, λαμβάνοντας υπ' όψιν μόνο δύο παραμέτρους: το γεγονός ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και το όνομα του συγγραφέα. Και βαφτίζονται «μεγάλοι». Καμία διάθεση για νεωτερικότητα, κανένας άνεμος ανανέωσης, από πουθενά. Μόνη προϋπόθεση, η ευκολία - όλων των πλευρών. Μην αναφέρουμε τους παρατρεχάμενους, τα παπαγαλάκια, τους αγγελιαφόρους ειδικών αποστολών. Μ' αυτά όλα φτάσαμε αισίως στους 11.000 τίτλους τον χρόνο. Αριθμός που τρομάζει για την ευκολία του εγχειρήματος.

Η αναγνωστική συμπεριφορά του κοινού, όπως την καταγράφουν οι σχετικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ, δείχνει ότι ο ένας στους δύο Ελληνες, το 50% δηλαδή του ενεργού πληθυσμού, δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, ενώ το 25% διαβάζει λιγότερο από δέκα βιβλία. Ενα ποσοστό της τάξεως του 8% αποτελεί τον σκληρό πυρήνα των βιβλιόφιλων, και σε αυτό προσβλέπουν όλοι (επιχειρηματίες, εκδότες, δημιουργοί, πολιτεία), επενδύοντας τεράστια κεφάλαια στη βιομηχανία του βιβλίου. Από αυτό το συρρικνωμένο και ιδιόρρυθμο 8%, πόσοι εγκλωβίζονται από τα ευπώλητα των εφημερίδων, πόσοι από τη μεγαλόστομη φλυαρία της «έγκυρης» κριτικής, πόσοι από τη λαίλαπα των προβεβλημένων επιλογών 4-5 μεγαλοεκδοτών που ελέγχουν την πιάτσα; Ασφαλώς, οι περισσότεροι.

Τι χώρος μένει στους υπόλοιπους και κατά πόσον αυτός ο χώρος είναι υπαρκτός ή ικανός να δημιουργήσει ρεύμα - έστω μειοψηφικό; Είναι πάνω από 1%; Τι ποσοστό παραμένει αχειραγώγητο για να ψάξει να ανακαλύψει τη χαραμάδα όπου στριμώχνεται το διαφορετικό, η νεωτερικότητα, η αναπάντεχη πρόταση, όταν ακόμα και αυτές οι εν δυνάμει ταμπέλες -φορείς ενός κάποιου πνεύματος- έχουν καπαρωθεί, από προγενέστερους και επιφανέστερους «γραφιάδες», που έχουν υποβληθεί σε λίφτινγκ προκειμένου να συντηρήσουν μια μίνιμουμ επικοινωνία με ένα κοινό αμήχανο, βομβαρδισμένο και προσχηματικό; Πόσο τυχαίο ή ανιδιοτελές μπορεί να μοιάζει το γεγονός ότι μεγάλης επιφάνειας κριτικοί ασχολούνται συστηματικά -με πρόσχημα την αρνητική, αρχικά, τοποθέτηση τους- με βιβλία προβεβλημένων ονομάτων της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, στα οποία αφιερώνουν σελίδες και τυπογραφικό μελάνι για να διαφημίσουν τελικά, με γκρίζες λέξεις, την αγοραία και ανταλλάξιμη απαξίωσή τους σε υποδεέστερα ή ατυχή έργα; Με αυτό τον τρόπο αποκλείονται οι περισσότεροι, και η εμφάνιση νέων ταλέντων που θα μπορούσαν να ταράξουν τα νερά, παραμένει υπόθεση εργασίας.

Θεμελιώνονται και επιβραβεύονται η ευκολία, η ρηχότητα, η επίδειξη. Και η άνευ όρων «παραγωγή».

Αν ζούσε ο Φλομπέρ, με τη δυσκολία που τον διέκρινε στο τελικό κείμενο, θα παρέδιδε ένα βιβλίο κάθε εφτά χρόνια. Μπορούμε να φανταστούμε -με τις ανάλογες χρονικές και τοπικές επιφυλάξεις- τον Λόρενς Ντάρελ να συμμετέχει σε εβδομαδιαία σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Τον Φερνάντο Πεσόα να δίνει το «παρών» σε κοινωνική εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος; Τον Χένρι Τζέιμς να διαπραγματεύεται σε κοκτέιλ πάρτι επιχειρηματικού παράγοντα την έκδοση του καινούριου του βιβλίου; Τον Μορίς Μπλανσό να εμφανίζεται σε τηλεοπτικό πάνελ αποτιμώντας την οικονομική κρίση;

Οι απαντήσεις είναι προφανείς. Οι λέξεις είναι σοβαρότερη υπόθεση από τη δημόσια εικόνα αυτού που τολμά να τις χαράξει στο χαρτί. Αυτές είναι η δημόσια εικόνα του. Από αυτές κρίνεται. Σε αυτές οφείλει ό,τι οφείλει.

Αιχμάλωτοι -και χαμένοι στη μετάφραση- οι σημερινοί πρωταγωνιστές του βιβλίου (εκδότες, συγγραφείς, κριτικοί, πολιτιστικοί φορείς) προσπαθούν σπασμωδικά να υπάρξουν, παρακολουθώντας τον σφυγμό της κρίσης της αγοράς και διεκπεραιώνοντας στη σκιά έναν ρόλο που δεν ανταποκρίνεται στις «υψηλές θερμοκρασίες» του χώρου. Ενός χώρου που όχι μόνο δέχεται σαν «αναγκαίο κακό» τις δημόσιες σχέσεις, αλλά και βασίζει πάνω τους, σχεδόν αποκλειστικά, την ουσιαστική του ύπαρξη.

Οι λόγοι για τους οποίους διαβάζουμε είναι το ίδιο παράξενοι με τους λόγους για τους οποίους ζούμε. Κάποιοι το γνωρίζουν καλά αυτό και ξέρουν, φαίνεται, να το εκμεταλλεύονται. Αλλωστε από αυτό ζουν.

Ο Μπόρχες έλεγε συχνά ότι η ύπαρξη των λέξεων ήταν το κεντρικό γεγονός της ζωής του. Υπάρχει σήμερα παρόμοια δήλωση;

_____________

Μέρος τρίτο
Περί αβάσταχτης ερημιάς, γραφής και λοιπών αδιεξόδων

Στο δοκίμιό του La litterature et le droit a la mort (ελλην. μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στον θάνατο, εκδ. Futura, 2003), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Critique στις αρχές του 1948, ο γάλλος διανοητής Maurice Blanchot (1907-2003) αναρωτιέται γιατί γράφουμε και πού ακριβώς στοχεύουμε με αυτό.

Διερωτάται αν ο συγγραφέας, κατ' επέκταση, έχει περισσότερο ανάγκη το έργο του για να υπάρξει ή το έργο τον ίδιο τον συγγραφέα για να καταστεί έργο.

Ας δούμε τι απασχολεί τον συγγραφέα, τι «οπλίζει» το χέρι του τη στιγμή που ξεκινάει να γράψει, τι τροφοδοτεί την υπομονή και την έμπνευσή του: Η αυταρέσκειά του; Μια διάθεση ματαιοδοξίας που ξεκινά απ' το μηδέν για να καταλήξει στο σημείο που λέγεται μηδέν; Η προσπάθεια του να δει τον κόσμο και τον εαυτό του, αμφισβητώντας και τους δυο, πάνω στα ερείπια μιας γλώσσας; Ο αναστοχασμός μιας πραγματικότητας που δεν αποδέχεται ως τέτοια;

Να υποθέσουμε ότι το έργο έχει γεννηθεί. Μαζί του γεννήθηκε και ο συγγραφέας. Προηγουμένως, δεν υπήρχε κανείς για να το γράψει. Με αφετηρία το έργο, υπάρχει ένας συγγραφέας που συγχέεται με το βιβλίο του, αφού είναι ο δημιουργός του. Υπάρχουν και οι αποδέκτες του, που είναι οι «άλλοι» (αναγνώστες, κριτικοί, εκδότες).

Εδώ αρχίζει η αλυσίδα των παρεξηγήσεων: Ο συγγραφέας, αφού δώσει τη μάχη, παρατηρεί τους άλλους να επιδεικνύουν ενδιαφέρον για το έργο του, διαφορετικό απ' αυτό που ο ίδιος είχε φανταστεί. Βλέπει να αποδίδουν σε αυτό άλλη διάσταση, που εν προκειμένω ο ίδιος αδυνατεί να αναγνωρίσει. Ετσι, το απορρίπτει. Απορρίπτοντας αυτό το μεταπλασμένο έργο, αυτή τη διαστρέβλωση έργου, αυτό που έχει γίνει πια έργο των «άλλων», ο συγγραφέας απορρίπτει και τον εαυτό του ως δημιουργό. Το έργο έχει εξαφανιστεί και μαζί του εξαφανίζεται και ο ίδιος. Εμφανίζονται τώρα τα γνωστά αδιέξοδα, ο λαβύρινθος που θα πρέπει να διαβεί, ως η συνείδηση του δημιουργού.

Ο κίνδυνος να γράφεις για τους άλλους, να γράφεις για να τους αποκαλύψεις τη δική τους φωνή, αυτή που δεν θέλουν να ακούσουν από τους εαυτούς τους, αλλά την αποδέχονται (;) από κάποιον τρίτο, εγείρει ερωτήματα: Ποιανού είναι αυτή η φωνή;

Ο συγγραφέας δεν την αναγνωρίζει ως δική του. Οι άλλοι αγωνίζονται να την απωθήσουν, να απαλύνουν την έντασή της, γιατί είναι ενοχλητική. Και τους καίει σαν αλήθεια. Πού ανήκει και, κυρίως, πόσο αποτελεσματική μπορεί να αποβεί μια τέτοια φωνή;

Αυτή η φωνή έχει, θεωρώ, μια μονοδρομημένη κατεύθυνση: Να απειλήσει την αλλοτριωμένη λογοτεχνική γλώσσα μέσα από τη μορφή. Μέσα από τη χειροτεχνία του ύφους, να την ξεπεράσει, καταργώντας την. Οφείλει αυτή η φωνή να επισημάνει κάτι διαφορετικό και από το περιεχόμενό της, κάτι που είναι το ίδιο το περίφραγμά της, αυτό που την κάνει ακριβώς να επιβάλλεται ως Λογοτεχνία.

Γράφει ο Roland Barthes στο δοκίμιό του «Ο βαθμός μηδέν της γραφής» (εκδ. Ράππα, 1983, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου): «Η μορφή αιωρείται μπροστά στο βλέμμα σαν ένα αντικείμενο. Ο,τι κι αν κάνουμε, παραμένει ένα σκάνδαλο: υπέροχη, φαίνεται απαρχαιωμένη· αναρχική, είναι ακοινωνική, ιδιότυπη σε σχέση με τις εποχές ή τους ανθρώπους, είναι οπωσδήποτε μοναξιά».

«Κάποτε σκεφτόμουν να φτιάξω μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δύο διαμερίσματα, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι δεν έπρεπε να μολύνω τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. Οπως και να το κάνεις, λερώνονται», λέει ο αφηγητής του Αργεντινού Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες στο βιβλίο του «Το χάρτινο σπίτι» (εκδ. Πατάκη), που προσπαθεί εναγωνίως να ταξινομήσει τα βιβλία του σε μεγάλες τζαμωτές βιβλιοθήκες εκτός του χώρου που ζει, για να μην εκτίθενται στον κίνδυνο του ανθρώπινου ιού.

Αυτή η παράξενα αλεξίσφαιρη κοινωνία των βιβλίων, με τους δικούς της νόμους, αυτή η μεγάλη πολιτεία της σκέψης, που βασίζεται στην αρμονία και στον εσωτερικό ρυθμό, τροφοδοτεί τη μοναξιά που αισθάνεται ο συγγραφέας, μεγαλώνοντας τα αδιέξοδά του. Απαιτεί τον μέγιστο βαθμό αφοσίωσης και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντίβαρο της εγκόσμιας παρουσίας του στον ακήρυχτο πόλεμο με τους «άλλους» που είναι.

Πώς οργανώνει άραγε κανείς ένα τέτοιο «χάρτινο» καταφύγιο, πώς θεσπίζει τους τελετουργικούς νόμους του, πώς επιτυγχάνει την αέναη πρόσβαση στα έγκατα της σοφίας του; Ενα φετίχ χωρίς φετίχ, μια ορχήστρα δωματίου -εκκωφαντικών, πάντως, ντεσιμπέλ- που ουρλιάζουν σελίδες, προελαύνει καθημερινά στους χώρους μας, σαρώνοντας όλο και περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά, εξωθώντας μας μακριά: εκεί όπου ο μοναδικός ορίζοντας περικλείεται από κομψές βιβλιοδεσίες, γερές ράχες, πυκνούς τίτλους και εκλεπτυσμένες ιστορίες, που φτάνουν και περισσεύουν για να ζήσουμε ό,τι δεν θα ζούσαμε ούτε σε εκατό ζωές. Αποφεύγοντας τον πόνο και την αφόρητη καθημερινότητα του ανθρώπινου τρόπου.

Και ο συγγραφέας; Πεθαίνει καθημερινά μέσα σ' αυτή την αρχιτεκτονική ακρότητα, επιζώντας από το χρώμα της λευκής σελίδας.

Αν υπάρχει κάτι που δηλώνει ανεπιφύλακτα τη λογοτεχνική ενασχόληση, αυτό είναι η μοναξιά. Μια φωλιά από λέξεις σπεύδουν να σηκώσουν το βλέμμα τους προς τα πάνω, ξεκινώντας όχι από το τι λέει ένα έργο, αλλά από το πώς λέει αυτό που έχει να πει. Ο συγγραφέας «γράφεται» και πεθαίνει για να μπορέσει να ζήσει.

Γράφουμε, άλλωστε, για τρεις λόγους: Ή γι' αυτό που είμαστε ή γι' αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή γι' αυτό που νομίζουμε ότι είναι οι άλλοι. Και στις τρεις περιπτώσεις η μοναξιά είναι ίδια. Το αποτέλεσμα, εφιαλτικά πανομοιότυπο: Βιώνουμε το τεράστιο αδιέξοδο μιας λογοτεχνίας, που άλλοτε προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από αυτό που της επιφυλάσσεται να είναι -δημιουργώντας παράλληλα τους δικούς της κανόνες, μέσα από τους κανόνες που καταλύει- και άλλοτε αρκείται στις συμβάσεις που τη δημιούργησαν, σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους και αλλάζοντας μόνο το εξωτερικό της περίβλημα.

Ο Απολινέρ έδωσε τον απόλυτο ορισμό: «Κάνουμε κενές χειρονομίες ανάμεσα στις μοναξιές».

Δεν έχω παρά να συμφωνήσω.

__________________

Μέρος τέταρτο
Περί εκδοτών, δημιουργικής γραφής και άλλων βασανιστικών λέξεων

Απέναντι σ' έναν ιογενή κόσμο, η σκέψη οφείλει να γίνει κι αυτή ιογενής, δηλ. ικανή να δημιουργεί συσχετισμούς ή διαχωρισμούς διαφορετικούς από εκείνους της αντικειμενικής κριτικής ή ακόμα και της διαλεκτικής κριτικής.

Οφείλει να είναι αγκυροβολημένη σ' αυτήν την ιογένεια του κόσμου και ταυτόχρονα να είναι ο αντίποδάς της, διαφορετικά δεν υπάρχει ως σκέψη.

Ζαν Μποντριγιάρ

Επειδή δεν γράφουμε πια σε πλάκες, αλλά σε σελίδες που καταλήγουν σε τυπογραφεία, επειδή τα βιβλία υπάρχουν σήμερα κυρίως ως νόθα παιδιά του ερωτικού τριγώνου εκδότες - συγγραφείς - κριτικοί, που οδηγείται, όπως όλα τα ερωτικά τρίγωνα, σε αδιέξοδο, επειδή ό,τι διαμεσολαβείται χάνει σημαντικό μέρος της καθαρότητάς του, αφαλατώνεται και παίρνει τη θέση που του προορίζουν σε ένα ακίνδυνο ράφι, επειδή κάθε ανταπόκριση στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι υπονομευμένη και προϊόν εξαπάτησης, επειδή η πορεία και ο δημιουργικός κύκλος ενός βιβλίου εξαρτώνται από ένα σωρό παράγοντες, εκτός της ίδιας του της αξίας, επειδή ό,τι γράφεται στον Τύπο είναι χαλκευμένο, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, από τις διαπροσωπικές σχέσεις, επειδή τα πολιτιστικά ένθετα εξελίσσονται όλο και περισσότερο σε κλειστές φατρίες που μοιράζουν το ίδιο βαρετό πιάτο στα ίδια βαρετά πρόσωπα κάθε χρόνο, επειδή η περιοχή της λογοτεχνίας θα έπρεπε να είναι προστατευόμενος χώρος και όχι διατηρητέο ερείπιο που απειλεί να καταρρεύσει μπροστά στα αδιάφορα μάτια του υπουργείου Πολιτισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, του Συλλόγου Εκδοτών Ελλάδας, των αρμόδιων πολιτιστικών φορέων, των κριτικών επιτροπών κρατικών βραβείων, του ειδικού Τύπου, των μαυσωλείων του πνεύματος που σχετίζονται, έμμεσα ή άμεσα, με τον χώρο και ζουν απ' αυτόν, επειδή το «μικρόβιο» του πολιτισμού πρέπει κάπως να ταυτοποιηθεί, να μελετηθούν προσεκτικά οι παρενέργειές του, να εντοπιστούν οι ευαίσθητες πληθυσμιακά ομάδες που το φέρουν και να απομονωθούν τα «αλλεργικού τύπου» περιστατικά, επειδή πρέπει να ξέρουμε επιτέλους ποιοι το έχουν και ποιοι δεν το έχουν, επειδή δεν γίνεται σήμερα οι αναφορές μας να συνεχίζουν να είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, που τελικά δεν καταφέραμε να μελετήσουμε - αλλά γι' αυτό, ευτυχώς, υπάρχουν οι ξένοι, επειδή δεν μπορεί να ανακαλύπτουμε το μυθιστόρημα, σαράντα χρόνια από τον θάνατό του, περιχαρείς λες και ανακαλύψαμε την πυρίτιδα, επειδή ο ήχος και η εικόνα των λέξεων είναι πιο σημαντικά απ' την υπόθεση που περιγράφουν και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, επειδή όποιος θέλει δηλώνει εκδότης, συγγραφέας, κριτικός και η μπάλα χάνεται κάπου στη μέση με τις γνωστές τερατογενέσεις, επειδή οι φορείς που οδηγούν το λεωφορείο έχουν τόση σχέση με τον πολιτισμό όση ένας πετεινός με το φεμινιστικό κίνημα, επειδή κανείς δεν έχει καταλάβει πώς αποφασίζονται οι χορηγίες και δεν δείχνει να στενοχωριέται γι' αυτό, επειδή καλά είναι τα βιβλία, αλλά να βγάλουμε και κάνα φράγκο, επειδή η αρπαχτή βασιλεύει, επειδή δεν γνωρίζουμε πώς απονέμονται τα κρατικά βραβεία, πώς επιλέγονται αυτοί που στελεχώνουν τις κριτικές επιτροπές, πώς αποφασίζονται οι υποψηφιότητες, επειδή όλα είναι θολά και λείπει οξυγόνο, επειδή οι γενιές και οι ομάδες ευνοούν το διαίρει και βασίλευε, επειδή ο ένας βλογάει τα γένια του άλλου και είναι όλοι σπανοί, σε μια αλλοπρόσαλλη σχέση που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα, επειδή στο τσίρκο αυτό οι κλόουν που παραμένουν έχουν μάθει να εκτελούν λάθος το νούμερό τους λόγω του γνωστού φόβου, όποιος φεύγει απ' το μαντρί τον τρώει ο λύκος, επειδή μόνο λύκοι έμειναν και σε λίγο θα αρχίσουν να τρώγονται κι αυτοί μεταξύ τους, επειδή το ταξίδι των λέξεων από ενδιαφέρουσα περιπλάνηση τείνει να καταλήξει «Τιτανικός», όπου βυθίζονται οι άξιοι και επιπλέουν οι φελλοί, επειδή η ημιμάθεια και το φαίνεσθαι συγκροτούν αναγκαία και ικανή συνθήκη ισότιμης συμμετοχής στην πολιτισμική κολυμπήθρα που κατασκευάζουν οι μηχανισμοί για να αυτοπροστατεύονται, επειδή τα κείμενα είναι λιγάκι σοβαρότερη υπόθεση από το αρχή - μέση - τέλος και κανείς δεν δείχνει να το καταλαβαίνει, επειδή οι αναγνώστες μπερδεύονται και οι εκδότες μπερδεύουν, επειδή στις διάφορες εκδηλώσεις, διάφοροι περιφέρουν τις φάτσες τους αντί να στήνουν τα αυτιά τους, επειδή τα φώτα κάποτε θα σβήσουν και θα βρεθούμε ενώπιος ενωπίω, στο «μόνον της ζωής μας ταξείδιον», με ένα κεφάλι γεμάτο άχρηστο υλικό για την επόμενη ανακύκλωση, επειδή κουράστηκαν πια οι ιστορίες να ιστορούνται, τα λόγια να λέγονται και η σιωπή να διασώζει, επειδή οι ποιητές είναι πολλές φορές κριτικοί και οι εκδότες δεν είναι ποτέ αναγνώστες, επειδή αυτό εδώ δεν είναι ένα κριτικό κείμενο, αλλά λυπάμαι, δεν έχω άλλο, επειδή καμιά φορά χάνω την υπομονή μου, αλλά ξαναβρίσκω την παιδικότητά μου, επειδή η γραφή είναι σαμποτάζ, βόμβα, κυνηγητό σε σκοτεινούς δρόμους, επειδή λίγη ντροπή δεν περίσσεψε, επειδή όλα αυτά τα επειδή και πολλά ακόμη μαζί, λέω να κρατήσουμε, σήμερα εδώ, λίγα λεπτά σιγή για τους ερωτευμένους με το βιβλίο, αυτούς τους γραφικούς και μοναχικούς καβαλάρηδες του χώρου, που ακόμα πιστεύουν στην τρομοκρατία των λέξεων.

Και να θυμόμαστε: όλα τα δάχτυλα των χεριών δεν είναι ίδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: