Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 5 Μαρτίου 2011 »»
ΘΑ σου πω πριν. Οταν έγινε καταφύγιο και γύρισαν όλοι. Ηταν ένα σκοινί και ανέβηκα. Ανοιξα μια πόρτα. Επιστροφής, σιδερένια. Η πόρτα ήταν λόγος. Των ιπποτών. Λέγεται και πανδοχείο των ζώων. Διέσωζε αφύλακτα είδη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κιβωτός. Ζώο είναι ό,τι απαραβίαστα διαφεύγει. Ο,τι με το σώμα του διαδραματίζει τα σπάνια γεγονότα. Στη διαπασών.
ΠΗΓΑ εκεί και καθόμουν. Και με τις πτυχώσεις μου, σαν καθήκον. Τους είδα να μπαίνουν. Τα διαφορετικά είδη και γένη. Οι αναρίθμητες φυλές. Είχαν μια φωτεινή, ινδιάνικη δέσμευση, σαν προσευχή. Οι μοναχικές καρδιές του λοχία Πέπερ. Χωρίς συρματόπλεγμα. Κόσμος πολύς. Εμοιαζε με πρεμιέρα.
ΥΣΤΕΡΑ μπήκαν όλοι ανήσυχοι σ' ένα εσωτερικό που ήταν δωρεάν κήπος. Χειμώνας σχεδόν. Στον κήπο ήταν γραμμένη με κιμωλία η φράση: Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Επαιζε μια μουσική. Γειτονιάς. Σε ξεχασμένα ελληνικά. Σαν ψαλίδι έμπαινε και έβγαινε στην κοιλιά του κόσμου. Περιέγραφε το αποτέλεσμα της σιωπής που είναι λόγος. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν κομμένα. Τηλεφώνημα στις πέντε το πρωί. Ελα.
ΑΡΧΙΣΕ τότε να τελείται το μυστήριο της ερωτικής ηλικίας. Ερωτας είναι η καθόλου ηλικία. Δωρεά οργάνων. Κάποιος έκοψε το ψωμί και το μοίρασε. Βρισκόμαστε σε ταινία του Παζολίνι. Ο Ακατόνε μεταλαμβάνει τους θαμώνες. Ετσι γίνεται πάντα; Ετσι. Δεν υπάρχουν άλλες εικόνες. Οταν φτάσω στα μάτια, θα σου πω.
Δεν φοβάμαι ποτέ. Θα ρωτήσω τον Καβάφη. Να φανεί το τοπίο. Ο χρόνος απαγορεύεται. Πίσω απ' το βουνό, το ευάλωτο μνημείο της αγάπης. Πώς να την αναπνεύσεις. Δίπλα, ο Κάρολος Κουν ανεβάζει μια ροκ όπερα. Πιστεύεις στους χωρισμούς;
ΤΑΜΠΕΛΑ με το αποσιωπημένο σώμα του Χατζιδάκι. Φορά φανέλα. Από δω. Ενα σκίτσο, σαν Ελευσίνα: The party is here. Το stay, είπε ο ποδηλάτης δίπλα μου και γέμισε με ποιήματα τα μπαλόνια. Το συνεργείο των εργατών άλλαζε την επίπλωση. Από τις τέσσερις στις έξι. Οι τέσσερις εποχές της νύχτας. Προς τιμήν της ζωής.
ΕΝΑ διπλό στρώμα. Στο πάτωμα. Σαν λαϊκή ύβρις. Χαλάσματα. Νιπτήρας κοινός. Μια βιβλιοθήκη. Από φαγωμένο σουηδικό ξύλο. Διαβατήριο. Εκκλησία. Ράφια εξέχουν απ' το καμπαναριό. Στη θέση του ακριβού πολυέλαιου, ένα φτηνό λαμπατέρ. Χλομό φως. Με λάδι. Το είχε ο Μπέκετ στο γραφείο του όταν έγραφε το «Τέλος του παιχνιδιού». Εντούτοις, γιορτή. Ερωτας. Επειδή ο καιρός τελείωσε. Επειδή όταν μεγαλώνουμε νυχτώνει νωρίς.
ΤΟ όνομά μου είναι καταφύγιο. Είμαι δυο χρονώ. Διαβάζω. «Η μόνη μου μέριμνα είναι να κάνω κύκλους γύρω από το νερό που ξεδιψάει τη νυχτερίδα μου» [1]. Εχω αδυναμία στο λιμάνι του Πειραιά και στη νύχτα. Το φύλ(λ)ο μου είναι σαρκώδες. Με έφτιαξαν από ανθρώπινο υλικό. Αντέχω. Επιθυμώ. Διατηρώ ακόμη εκείνη την παλιά κατάρα να βλέπω καλά. Ο Μάρτιος τρέχει απ' τα κανάλια των ματιών μου.
Ειρηνικός. Χωρίς να θυμάται ονόματα.
Με ασυνήθιστη μανία.
1. Γιώργος Κακουλίδης, Ο πειρασμός της μάχης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου