4.2.11

Κώστας Αρκουδέας • Τρία μικρά ερωτικά

Από το  Facebook »»

Γιορτάζοντας την τριακοστή επέτειο του γάμου τους, δυο μεσήλικες κάνουν έρωτα στις τουαλέτες προσωπικού της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού. Σε αντίθεση με τις υποβαθμισμένες τουαλέτες που χρησιμοποιούν οι μελετητές, οι τουαλέτες του προσωπικού της Βιβλιοθήκης είναι πεντακάθαρες. Τα προηγούμενα χρόνια είχαν καλογυαλισμένα λευκά πλακάκια, οβάλ καθρέφτες και πετσέτες με άρωμα λεβάντας. Τώρα τα πλακάκια εξακολουθούν να είναι καλογυαλισμένα, αλλά οι καθρέφτες έχουν γεμίσει μαύρα στίγματα και οι πετσέτες έχουν αντικατασταθεί με ένα γκρίζο μηχάνημα που στεγνώνει τα χέρια.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε την εποχή που έκαναν τη διδακτορική τους διατριβή στη γλωσσολογία. Περνούσαν ατελείωτες ώρες στη βιβλιοθήκη, σκυμμένοι πάνω από δερματόδετους τόμους και σκονισμένα συγγράμματα. Στη διάρκεια της μεσημβρινής διακοπής είχαν και οι δυο την τάση να εξερευνούν το κτίριο, ώσπου ανακάλυψαν αυτές τις καλοστιλβωμένες τουαλέτες. Απέκτησαν το συνήθειο να κλείνονται εκεί και να αυνανίζονται, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να απομακρυνθούν για λίγο από τη γνώση και να έρθουν κοντύτερα στη ζωή.
Μέχρι τότε είχαν ιδωθεί μερικές φορές χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Ήταν δυο ανώνυμες φιγούρες ανάμεσα στο πλήθος των μελετητών που σύχναζαν στις υποφωτισμένες αίθουσες. Συναντήθηκαν ένα μεσημέρι, όταν το κορίτσι άφησε κατά λάθος ξεκλείδωτη την πόρτα της τουαλέτας. Ο νεαρός μπήκε και την είδε να τρίβεται καθισμένη ανάποδα στο καπάκι της λεκάνης, με τα μάτια κλειστά. Αντελήφθη αμέσως το κοινό τους συνήθειο, αν και ο ίδιος αρεσκόταν να χαϊδεύεται όρθιος μπρος στους καθρέφτες. Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια τη στιγμή που τη σήκωνε απαλά και εισχωρούσε μέσα της. Περισσότερο τον ένιωσε παρά τον είδε. Το μόνο που πρόφτασε να κάνει ήταν να αφήσει μια κραυγή που περιείχε φόβο, έκπληξη και ηδονή.
Από τότε πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια. Τώρα είναι και οι δυο καθηγητές στο Πανεπιστήμιο και μέλη του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας. Οι φήμες για εκείνον λένε πως σύντομα θα γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Τα σεμινάριά του παρακολουθούν όχι μονάχα φοιτητές αλλά και καθηγητές, που ελπίζουν να προσμετρηθεί θετικά η παρουσία τους ή να μη γίνει αισθητή η απουσία τους. Ζουν στο Νεϊγί, μια αριστοκρατική συνοικία στο δυτικό Παρίσι, με ήσυχους μεγάλους δρόμους και μηδενική εγκληματικότητα. Δεν έχουν παιδιά, καθώς η αφοσίωσή τους στην επιστήμη στάθηκε εμπόδιο στη δημιουργία οικογενείας. Σημειώνουν τις εξόδους τους στην περίφημη «ατζέντα», η οποία είναι κλεισμένη για όλο τον επόμενο χρόνο. Παρακολουθούν όπερα στη Βαστίλη και μπαλέτο στην Όπερα Γκαρνιέ, με τις αλαβάστρινες σκάλες και τα φουαγιέ με τους πρισματικούς καθρέφτες. Τρώνε θαλασσινά στις όχθες του Σηκουάνα και πίνουν αφεψήματα στο καφενείο της Σάρα Μπερνάρ ή στο Λούβρο, κάθε Τρίτη, που το μουσείο είναι κλειστό για τους τουρίστες.
Όλα αυτά έχουν ξεχαστεί στην τριακοστή τους επέτειο. Έχουν τρυπώσει σαν κοινοί κλέφτες στις τουαλέτες προσωπικού και κάνουν έρωτα με πάθος. Συντηρούν έτσι την ψευδαίσθηση πως δεν έχει περάσει στιγμή από την πρώτη συνάντηση, όταν η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένα αναψοκοκκινισμένο ζευγάρι από νεαρούς μελετητές.

..~..

Το σπίτι της είναι κοντά στις ράγες του τρένου για το Κατμαντού. Η ίδια είναι χωμένη κάτω από τα στρωσίδια και περιμένει το τρένο να περάσει. Στα αφτιά της φτάνει ένα μακρινό μούγκρισμα, λες και κάποιο θηρίο ξυπνά σιγά σιγά από  το λήθαργό του. Η αναμονή της προκαλεί ένα μεικτό αίσθημα θαλπωρής κι ευδαιμονίας.
Ο βόμβος της αμαξοστοιχίας χάνεται. Όταν ξανακούγεται, είναι ευκρινής, επαναλαμβανόμενος, ένας σταθερός βόμβος που κάνει το μυαλό της να ταξιδεύει. Θα μπορούσε να κοιμηθεί τώρα δα και να δει τα καλύτερα όνειρα. Δεν το κάνει. Περιμένει. Θα ήθελε να κρατούσε ώρες η αναμονή αυτή, μέρες, μήνες, χρόνια, μια ζωή ολόκληρη περιμένοντας το τρένο να περάσει κι εκείνο να μην περνάει. Οι ρόδες του τρένου πάνω στις ράγες είναι γι’ αυτήν η καθημερινή της απόδραση. Γίνεται και η ίδια μέρος του μακρινού βόμβου. Το νιώθει να συντονίζεται με το χτυποκάρδι της, με τον παλμό στο αίμα της.
Ο βόμβος δυναμώνει. Η αμαξοστοιχία πλησιάζει. Τα μέλη της αρχίζουν να μουδιάζουν. Μια ατελείωτη αρμαθιά από αλυσίδες σέρνεται πάνω στις ράγες. Στο μούδιασμά της έρχεται τώρα να προστεθεί ένα ρίγος διαπεραστικό, ίδιο με κείνο που νιώθει η γυναίκα στην αγκαλιά του φλογερού εραστή της. Τα βαγόνια φτάνουν στη νοητή ευθεία του σπιτιού της, του κορμιού της που ριγεί. Ο βόμβος είναι πλέον καταλυτικός, χιλιάδες μηχανές που δουλεύουν ακατάπαυστα, όλες οι αμαξοστοιχίες του κόσμου.
Η στιγμή έρχεται, ζυγώνει, φτάνει.
Το τρένο σφυρίζει.
Η σειρήνα αντηχεί μια, δυο, τρεις φορές, με το σφυροκόπημα πάνω στις ράγες να τη συνοδεύει. Δυνατά, θριαμβευτικά, σαν καλπασμός από άγρια άλογα. Ένα πέρασμα που τη βρίσκει με τις γροθιές σφιγμένες και το κορμί διχάλα, λες και το τρένο περνάει από μέσα της.

..~..

Βαδίζω στην πλατεία της Βυζίτσας, κοντά στις Μηλιές, για να δω τα αρχικά μας χαραγμένα στον κορμό μιας καστανιάς. Σε όλη διαδρομή ακούω τις λεύκες να θροΐζουν.
«Σαν να κρύβουν τη βροχή στα φυλλώματά τους», είχες πει ακούγοντάς τις.
Ξεσπάει ένα δυνατό μπουρίνι. Βροχή που συνοδεύεται από ζεστό αέρα. Με βρίσκει απροετοίμαστο, στη μέση της απόστασης, να μην ξέρω τι να κάνω. Η βροχή έχει μια γλύκα παράξενη. Περπατώ μες στη μπόρα, που όσο πάει δυναμώνει. Αστράφτει και βροντά. Το νερό κάνει τα παπούτσια μου βαριά σαν σίδερα. Αν με δουν οι χωρικοί, θα με περάσουν για τρελό. Ή για αλαφροΐσκιωτο.
Φτάνω στην πλατεία και βλέπω τα αρχικά μας, αυτά που είχαμε χαράξει στο προηγούμενο ταξίδι. Τα αγγίζω και βλέπω δάκρυα να τρέχουν από το κύκλο που τα έχουμε κλεισμένα. Μου γεννιέται μια απορία: κλαίνε τα αρχικά των ερωτευμένων; Πριν προλάβω να δώσω απάντηση, το μπουρίνι περνάει και η βροχή σταματά. Απομένω μονάχος, βρεγμένος ως το κόκαλο, μπρος στην καστανιά. Χοντρές σταγόνες έχουν ξεμείνει στον κύκλο μας.
«Στην πραγματικότητα, δε θα φύγω ποτέ από δω», είχες πει βλέποντάς τον.
Πίστεψα για μια στιγμή, ο ανόητος, ότι μπορούσα να ζήσω χωρίς τον αέρα που αναπνέω, χωρίς τις αισθήσεις μου, χωρίς τα ζωτικά μου όργανα. Κάθε στιγμή μακριά σου είναι πληγή και μου προξενεί πόνο. Αποτελούμαι από σένα.
Επιστρέφω στην αγκαλιά σου. Ώρες ατέλειωτες με χαϊδεύεις. Τα δάχτυλά σου γλιστρούν σαν άνεμος στην πλάτη μου. Τα νύχια σου σχεδιάζουν παραστάσεις. Αν τα σχέδιά σου έμεναν ανεξίτηλα, θα είχα κένταυρους και νεράιδες στο κορμί μου, σιληνούς και μαινάδες να επιδίδονται σε οργιαστικές τελετές. Κάθε κύτταρό μου σπαρταρά στο άγγιγμά σου. Δεν έχω γνωρίσει τίποτα πιο ευπρόσδεκτο και λαχταριστό από αυτό το άγγιγμα. Το χάδι σου μεταδίδει κάθε σου σκέψη, κάθε σου επιθυμία, κρυφή ή φανερή. Έχουμε ανακαλύψει τη δικιά μας γλώσσα, που καμιά διάλεκτος δεν μπορεί να  αντικαταστήσει. Χαίρεσαι να μου το προσφέρεις και λες πως ηρεμεί κι εσένα την ίδια. Τις περισσότερες φορές βυθίζομαι όχι σε ύπνο, αλλά σε μεθυστική νάρκη, καθώς διατηρώ αμυδρά συνείδηση της κατάστασης. Καταλαβαίνω πότε το χέρι σου βαραίνει από την κούραση και πότε συνεχίζεις αλλάζοντας χέρι. Χάνομαι και ξυπνάω αναγεννημένος. Την επόμενη κιόλας στιγμή μου λείπει το χάδι σου. Έχω γίνει σκλάβος του αγγίγματός σου.
Τα νύχια σου μπήγονται βαθιά στη σάρκα μου και την οργώνουν. Ουρλιάζω από τον πόνο.
«Γιατί;» ρωτάω ξαφνιασμένος.
Δεν απαντάς. 

(Τιμής ένεκεν, μια και την τελευταία στιγμή δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανθολογία μου Τα σιγκλάκια.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: