Γράφει ο Βασίλης Κιζήλος | Index,
25 Οκτωβρίου 2010. »»
Έντεκα χρόνια από τον θάνατο του Αμερικανού συγγραφέα Ουίλιαμ Μπάροουζ (3 Αυγούστου 1997), οι εκδόσεις Απόπειρα κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, στα τέλη του 2008, τη βιογραφία του την οποία υπογράφει ο Μπάρυ Μάιλς.
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1992 και κυκλοφόρησε σε μια δεύτερη έκδοση με πρόσθετο υλικό μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 2002. Η συγκεκριμένη βιογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς ο Μπάρυ Μάιλς γνώρισε προσωπικά τον Μπάροουζ και σχετίσθηκε μαζί του για 32 χρόνια, κατά καιρούς έχει καταλογογραφήσει το αρχείο του συγγραφέα, έχει κρατήσει σημειώσεις από συζητήσεις με τον ίδιο αλλά και ανθρώπους του περιβάλλοντός του και ο Μπάροουζ του είχε επανειλημένα παραχωρήσει συνεντεύξεις τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Λώρενς του Κάνσας. Εκτός αυτού, είναι η μοναδική βιογραφία την οποία ο συγγραφέας είχε διαβάσει ακόμα και σε μια πρώιμη μορφή του χειρογράφου και είχε κάνει αρκετά χρήσιμα σχόλια καθώς επίσης και ο Τζέιμς Γκράουερχολτς, ο επί πολλά χρόνια γραμματέας του Μπάροουζ, ο οποίος διάβασε το χειρόγραφο και έκανε «πλήθος πολύ χρήσιμων υποδείξεων, τις οποίες και ακολούθησα». Ο Γκράουερχολτς έθεσε επίσης στη διάθεση του Μάιλς «αρχειακό υλικό και πληροφορίες, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα ήταν προσβάσιμο».
Ο τρόπος που ο βιογράφος ξεδιπλώνει τη ζωή του συγγραφέα είναι ένα άλλο μεγάλο ατού του βιβλίου καθώς ο Μάιλς λιτός και αντικειμενικός, αποφεύγοντας να κρίνει, να αυτοπροβληθεί ή να ωθήσει σε συμπεράσματα, με μια άμεση αλλά μεστή γραφή που δεν δειλιάζει να διεισδύσει, κατορθώνει να στήσει ένα βιβλίο το οποίο τελικά δεν σε κουράζει, δεν είναι βαρύ, αντίθετα ρουφάς τις σελίδες του και θέλεις να ψηλαφίσεις τα μονοπάτια μιας ζωής που όχι μόνο ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και έξω από τις κοινές συνισταμένες αλλά επίσης καθρέφτισε, επώδυνα πολλές φορές, το έργο του συγγραφέα. Και εδώ βρίσκεται η ουσία του όλου πράγματος, ότι δηλαδή όλα αυτά έχουν αξία γιατί ο Μπάροουζ ήταν αληθινός στις εκφάνσεις της ζωής του και το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν μια απόλυτα βιωματική εμπειρία. Εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι μπόρεσε να έλξει τόσες διαφορετικές γενιές και καλλιτέχνες. Στη ζεστασιά της οργανικής αλήθειας της ζωής του και του έργου του. Μπορείς να παρακολουθήσεις τον άνθρωπο που αγωνιά, την ευφυία που δημιουργεί με αλλοπρόσαλους αλλά εντυπωσιακούς τρόπους και το πληγωμένο παιδί, όλους σε ένα σώμα, να υφαίνουν το νήμα μιας ζωής που διεκδίκησε το δικαίωμα να βλέπει όσο πιο καθαρά γίνεται και το δικαίωμα να σπρώξει τα όρια και να σπάσει φράγματα για να δει πιό πέρα, να αφουγκρασθεί και να συνομιλήσει με τα πράγματα πίσω από τη φαινομενικότητα του κόσμου, που καταδικάζει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κενό.
Ο βιογράφος πολύ σωστά φροντίζει, επίσης, να αναφερθεί επιμελώς στις διάφορες τεχνικές και τον τρόπο που ο Μπάροουζ τις ανέπτυξε και τις χρησιμοποίησε μέσα στα χρόνια. Ένα μικρό παράδειγμα σε σχέση με το cut-up: «(Θυμάται ο Μπάροουζ) Άρχισα να πειραματίζομαι. Βέβαια αν το καλοσκεφτείς, η Έρημη χώρα [του Τ.Σ. Έλιοτ, 1922] είναι το πρώτο σπουδαίο cut-up κολλάζ, και κάποια ανάλογα πράγματα είχε κάνει και ο Τριστάν Τζαρά. Ένιωθα πως μέχρι τότε δούλευα έχοντας τον ίδιο εκείνο στόχο, οπότε, ήταν πραγματική αποκάλυψη για μένα όταν το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου».
Βέβαια, οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με τον Μπάροουζ θα γνωρίζει ότι κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες από τη ζωή του, κάποιες απ΄αυτές τραγικές, άλλες βγάζουν γέλιο και έτσι από το βιβλίο δεν λείπουν και διάφορα χιουμοριστικά επεισόδια, όπως εκείνο στο πάρτυ για τα εβδομήντα χρόνια του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη το 1984, όπου τον πλησίασαν ο Στινγκ και ο Άντυ Σάμερς των Police, οι οποίοι βέβαια ήταν διάσημοι, αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, φωτογραφήθηκαν μαζί και λίγο αργότερα ο Μπάροουζ, ο οποίος προφανώς δεν είχε ιδέα για το ποιοί ήταν, προειδοποιούσε κάποιους από τους καλεσμένους: «δεν ξέρω αν κουβαλάτε τίποτα, αλλά κάποιος μου΄πε πως εκείνοι οι δύο τύποι είναι μπάτσοι».
Τελικά, το βιβλίο του Μάιλς είναι τόσο άμεσο και περιεκτικό (αποφεύγοντας να γίνει ένας ογκώδης τόμος πολλών εκατοντάδων σελίδων) που για πολλούς θα είναι και η μοναδική βιογραφία του Μπάροοουζ που θα χρειαστεί ποτέ να διαβάσουν.
Όσον αφορά στην ελληνική έκδοση, το βιβλίο είχε την τύχη να το μεταφράσει ο πολύ ικανός και πολύ συνεπής Γιώργος Γούτας, ο οποίος έχει μεταφράσει 8 τίτλους του Μπάροουζ τα τελευταία 25 χρόνια (η μετάφραση του Naked Lunch για παράδειγμα, είναι εξαίσια και ένας φόρος τιμής στον Μπάροουζ) και έχει κάνει εδώ μια δουλειά η οποία μόνο άριστη μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Πολύ καλά επιμελημένη η έκδοση, όπως άλλωστε το συνηθίζουν στις εκδόσεις Απόπειρα.
Σας συστήνω το βιβλίο ανεπιφύλακτα.
___________________
*Ο Βασίλης Κιζήλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Το Σουίνγκ της Πεταλούδας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
25 Οκτωβρίου 2010. »»
Έντεκα χρόνια από τον θάνατο του Αμερικανού συγγραφέα Ουίλιαμ Μπάροουζ (3 Αυγούστου 1997), οι εκδόσεις Απόπειρα κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, στα τέλη του 2008, τη βιογραφία του την οποία υπογράφει ο Μπάρυ Μάιλς.
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1992 και κυκλοφόρησε σε μια δεύτερη έκδοση με πρόσθετο υλικό μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 2002. Η συγκεκριμένη βιογραφία είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς ο Μπάρυ Μάιλς γνώρισε προσωπικά τον Μπάροουζ και σχετίσθηκε μαζί του για 32 χρόνια, κατά καιρούς έχει καταλογογραφήσει το αρχείο του συγγραφέα, έχει κρατήσει σημειώσεις από συζητήσεις με τον ίδιο αλλά και ανθρώπους του περιβάλλοντός του και ο Μπάροουζ του είχε επανειλημένα παραχωρήσει συνεντεύξεις τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Λώρενς του Κάνσας. Εκτός αυτού, είναι η μοναδική βιογραφία την οποία ο συγγραφέας είχε διαβάσει ακόμα και σε μια πρώιμη μορφή του χειρογράφου και είχε κάνει αρκετά χρήσιμα σχόλια καθώς επίσης και ο Τζέιμς Γκράουερχολτς, ο επί πολλά χρόνια γραμματέας του Μπάροουζ, ο οποίος διάβασε το χειρόγραφο και έκανε «πλήθος πολύ χρήσιμων υποδείξεων, τις οποίες και ακολούθησα». Ο Γκράουερχολτς έθεσε επίσης στη διάθεση του Μάιλς «αρχειακό υλικό και πληροφορίες, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα ήταν προσβάσιμο».
Ο τρόπος που ο βιογράφος ξεδιπλώνει τη ζωή του συγγραφέα είναι ένα άλλο μεγάλο ατού του βιβλίου καθώς ο Μάιλς λιτός και αντικειμενικός, αποφεύγοντας να κρίνει, να αυτοπροβληθεί ή να ωθήσει σε συμπεράσματα, με μια άμεση αλλά μεστή γραφή που δεν δειλιάζει να διεισδύσει, κατορθώνει να στήσει ένα βιβλίο το οποίο τελικά δεν σε κουράζει, δεν είναι βαρύ, αντίθετα ρουφάς τις σελίδες του και θέλεις να ψηλαφίσεις τα μονοπάτια μιας ζωής που όχι μόνο ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και έξω από τις κοινές συνισταμένες αλλά επίσης καθρέφτισε, επώδυνα πολλές φορές, το έργο του συγγραφέα. Και εδώ βρίσκεται η ουσία του όλου πράγματος, ότι δηλαδή όλα αυτά έχουν αξία γιατί ο Μπάροουζ ήταν αληθινός στις εκφάνσεις της ζωής του και το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν μια απόλυτα βιωματική εμπειρία. Εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι μπόρεσε να έλξει τόσες διαφορετικές γενιές και καλλιτέχνες. Στη ζεστασιά της οργανικής αλήθειας της ζωής του και του έργου του. Μπορείς να παρακολουθήσεις τον άνθρωπο που αγωνιά, την ευφυία που δημιουργεί με αλλοπρόσαλους αλλά εντυπωσιακούς τρόπους και το πληγωμένο παιδί, όλους σε ένα σώμα, να υφαίνουν το νήμα μιας ζωής που διεκδίκησε το δικαίωμα να βλέπει όσο πιο καθαρά γίνεται και το δικαίωμα να σπρώξει τα όρια και να σπάσει φράγματα για να δει πιό πέρα, να αφουγκρασθεί και να συνομιλήσει με τα πράγματα πίσω από τη φαινομενικότητα του κόσμου, που καταδικάζει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κενό.
Ο βιογράφος πολύ σωστά φροντίζει, επίσης, να αναφερθεί επιμελώς στις διάφορες τεχνικές και τον τρόπο που ο Μπάροουζ τις ανέπτυξε και τις χρησιμοποίησε μέσα στα χρόνια. Ένα μικρό παράδειγμα σε σχέση με το cut-up: «(Θυμάται ο Μπάροουζ) Άρχισα να πειραματίζομαι. Βέβαια αν το καλοσκεφτείς, η Έρημη χώρα [του Τ.Σ. Έλιοτ, 1922] είναι το πρώτο σπουδαίο cut-up κολλάζ, και κάποια ανάλογα πράγματα είχε κάνει και ο Τριστάν Τζαρά. Ένιωθα πως μέχρι τότε δούλευα έχοντας τον ίδιο εκείνο στόχο, οπότε, ήταν πραγματική αποκάλυψη για μένα όταν το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου».
Βέβαια, οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με τον Μπάροουζ θα γνωρίζει ότι κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες από τη ζωή του, κάποιες απ΄αυτές τραγικές, άλλες βγάζουν γέλιο και έτσι από το βιβλίο δεν λείπουν και διάφορα χιουμοριστικά επεισόδια, όπως εκείνο στο πάρτυ για τα εβδομήντα χρόνια του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη το 1984, όπου τον πλησίασαν ο Στινγκ και ο Άντυ Σάμερς των Police, οι οποίοι βέβαια ήταν διάσημοι, αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, φωτογραφήθηκαν μαζί και λίγο αργότερα ο Μπάροουζ, ο οποίος προφανώς δεν είχε ιδέα για το ποιοί ήταν, προειδοποιούσε κάποιους από τους καλεσμένους: «δεν ξέρω αν κουβαλάτε τίποτα, αλλά κάποιος μου΄πε πως εκείνοι οι δύο τύποι είναι μπάτσοι».
Τελικά, το βιβλίο του Μάιλς είναι τόσο άμεσο και περιεκτικό (αποφεύγοντας να γίνει ένας ογκώδης τόμος πολλών εκατοντάδων σελίδων) που για πολλούς θα είναι και η μοναδική βιογραφία του Μπάροοουζ που θα χρειαστεί ποτέ να διαβάσουν.
Όσον αφορά στην ελληνική έκδοση, το βιβλίο είχε την τύχη να το μεταφράσει ο πολύ ικανός και πολύ συνεπής Γιώργος Γούτας, ο οποίος έχει μεταφράσει 8 τίτλους του Μπάροουζ τα τελευταία 25 χρόνια (η μετάφραση του Naked Lunch για παράδειγμα, είναι εξαίσια και ένας φόρος τιμής στον Μπάροουζ) και έχει κάνει εδώ μια δουλειά η οποία μόνο άριστη μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Πολύ καλά επιμελημένη η έκδοση, όπως άλλωστε το συνηθίζουν στις εκδόσεις Απόπειρα.
Σας συστήνω το βιβλίο ανεπιφύλακτα.
___________________
*Ο Βασίλης Κιζήλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Το Σουίνγκ της Πεταλούδας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου