Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010 »»
Τον τελευταίο καιρό ο Νάνος Βαλαωρίτης βρίσκεται σε διαρκή επικαιρότητα. Πρώτα ένα μυθιστόρημα, που υπό τον τίτλο Μα το Δία (εκδόσεις «Ηλέκτρα») μας έδωσε εδώ κι έναν χρόνο μια σπαρακτική παρωδία της καθημερινότητας του συγγραφικού σιναφιού και της παράνοιας των μπεστ σέλερ.
Ένας συγγραφέας που ανατράφηκε από τον υπερρεαλισμό, συγχωνεύει όλες τις ιστορικές πρωτοπορίες σε μια λογοτεχνία πέρα από κάθε ετικέτα. |
Ύστερα μια μελέτη της Σοφίας Βούλγαρη (δημοσιευμένη στο καλοκαιρινό τεύχος του κερκυραϊκού περιοδικού Πόρφυρας), που μας αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ξεπερνά ο Νάνος τον ιστορικό ανταγωνισμό του προπάππου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τον Σολωμό, βγάζοντας τόσο τον προπάππο όσο και τον Σολωμό από το ασφυχτικό εθνικό τους κοστούμι. Ακολούθησαν, τον μήνα που τρέχει, ένα αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω (με συνεργασίες των Αντιγόνης Κατσαδήμα, Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Ελισάβετ Αρσενίου και Φωτεινής Μαργαρίτη), καθώς και μια εκδήλωση του ίδιου περιοδικού, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Κυριακίδη, στη Στοά του Βιβλίου (μίλησαν η Αντ. Κατσουδάκη, ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς και ο τιμηθείς). Στο μεταξύ ο Βαλαωρίτης, που μας έδωσε στα μέσα της χρονιάς και μια κεφάτη (με διάθεση για πολλές ανατροπές) ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο Άνθη θερμοκηπίου (εκδόσεις «Απόπειρα»), ετοιμάζει ακόμη δύο βιβλία: μια καινούργια ποιητική συλλογή, που θα κυκλοφορήσει με τίτλο «Γραμματοκιβώτιο ανεπίδοτων επιστολών» από τις εκδόσεις «Ύψιλον», και μια μελέτη για τη σχέση των ομηρικών ραψωδιών με το αλφάβητο, που θα τυπωθεί από την Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Ειρωνική μηχανή βραδείας καύσεως
Ο Βαλαωρίτης θα μπει με το νέο έτος στα ενενήντα χρόνια του, αλλά καμία ρυτίδα δεν μοιάζει να χαλνά τη φρεσκάδα του έργου του. Η παραμονή του στην επικαιρότητα δεν είναι τυχαία. Οι εικόνες, το βλέμμα και η γλώσσα του, όπως βγαίνουν από τη μυθιστορηματική, την ποιητική και τη δοκιμιακή του παραγωγή, είναι απαλλαγμένες από την οποιαδήποτε μεγαληγορία και υψηλή ενατένιση, αλέθονται με τη βοήθεια μιας ειρωνικής μηχανής βραδείας καύσεως (για μην κολλήσει η ειρωνεία στην επιφάνεια) και καταργούν κάθε αυτάρεσκη βεβαιότητα: η λογοτεχνία δεν είναι απομόνωση και εκκλησιασμός αλλά άνοιγμα στον κόσμο και παιχνίδι με τις άπειρες δυνατότητές του, τα είδη δεν υπάρχουν για να φυλακίζουν τους συγγραφείς αλλά για να εμπνέουν την υπέρβασή τους και η τέχνη δεν είναι πένθιμη ψαλμωδία ή γαμήλια χαρά αλλά άσκηση και εφεύρεση, μια καθημερινή αναμέτρηση με τη μορφοποίηση των υλικών της, που οφείλουν να μεταμορφώσουν την πρώτη, απλή μαγιά τους σε εκρηκτική ύλη.
Έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη πως ο Βαλαωρίτης είναι μια ξεχωριστή μορφή του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού με διεθνείς καταβολές. Η βιογραφική του πορεία δεν το διαψεύδει. Γεννημένος το 1921 στη Λωζάννη, σπουδάζει φιλολογία στο Λονδίνο, όπου έρχεται σε επαφή με τον Έλιοτ και τον Όντεν, μεταφράζοντας εκ παραλλήλου Σεφέρη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο και Γκάτσο, για να συμμετάσχει λίγο αργότερα στις δραστηριότητες των υπερρεαλιστών στο Παρίσι και να εκδώσει αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι». Ο Βαλαωρίτης κάνει, σε επίπεδο παρέμβασης και κινητοποίησης, τα πάντα για τον μοντερνισμό: γράφει άρθρα και γεννά κάθε τόσο νέες μεταφράσεις, σχεδιάζει και εκδίδει περιοδικά (το 1989 ιδρύει μαζί με τον πρόσφατα χαμένο Αντρέα Παγουλάτο τη «Συντέλεια»), δίνει διαλέξεις, παραδίδει μαθήματα. Στην Αμερική (φεύγει λόγω χούντας) διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και έρχεται σε επαφή με τους μπίτνικς.
Η υπέρβαση του μοντερνισμού
Μένω, παρ’ όλα αυτά, με την εντύπωση πως όταν ο Βαλαωρίτης στρέφεται στα πρωτότυπα γραπτά του προσπαθεί κάτι που υπερβαίνει όχι μόνο τον μοντερνισμό αλλά και κάθε κινηματική ετικέτα. Με βάση την υπερρεαλιστική του αγωγή, αλλά και τη συναναστροφή του με όλες σχεδόν τις καλλιτεχνικές ζυμώσεις των δεκαετιών του 1960 και του 1970, που θεμελίωσαν τη μεταμοντέρνα οπτική για τον κόσμο (ο μεταμοντερνισμός δεν εκφράζεται σε μιαν ορισμένη τέχνη και τις αναστατώνει όλες μαζί), ο Βαλαωρίτης θα φτιάξει ένα σύμπαν το οποίο θα αποκαλύψει μια λογοτεχνία με ακατάβλητη επινοητικότητα, μια λογοτεχνία που παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής, παρά την ηλικία του εμπνευστή της, ό,τι συμβαίνει στην αιχμή του καιρού μας.
Ποιητής που περνά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό στο μυθιστόρημα και μυθιστοριογράφος που εκτρέπεται χωρίς την ελάχιστη δυσκολία στη δοκιμιογραφία, ο Βαλαωρίτης κάνει περίπου τα πάντα με τη γραφή του. Ως ποιητής προκαλεί τη λογική μας, αντικαθιστώντας το νόημα με τον ήχο (με την τριβή και την κρούση των λέξεων). Ως μυθιστοριογράφος δοκιμάζει την αντοχή μας, συνταιριάζοντας τις πιο ετερόκλητες φόρμες: από το ρεαλιστικό, το κοινωνικοπολιτικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα μέχρι το nouveau roman, το ρομάντζο, την περιπετειώδη αφήγηση και τη μελλοντολογική δυστοπία. Ως δοκιμιογράφος ψάχνει τα όριά μας, υπερασπίζοντας τις πιο διαφορετικές επιλογές: από Τζόις και Κάφκα μέχρι Όμηρο και Σολωμό.
Θιασώτης μιας ανελέητης καρναβαλοποίησης, στην οποία το δραματικό συνυπάρχει με το κωμικό, το τοπικό με το παγκόσμιο, το τωρινό με το αρχαίο, το κανονιστικό με το αιρετικό και το υψηλό με το χαμηλό, ο Βαλαωρίτης ξηλώνει όλους τους ιδεολογικούς μύθους περί λογοτεχνίας (για την άνωθεν ανάθεση του έργου της και την ιερή αποστολή της), χωρίς να ξεχνά ούτε λεπτό τη βαθύτερη απόλαυση και ηδονή της, που δεν είναι άλλη από τη γλωσσοκεντρική της ευδία.
Ο Όμηρος, το μαγικό παραμύθι και ο Τζόις
Σχέδιο του Νάνου Βαλαωρίτη |
Μιλώντας για τη συγγραφική του τέχνη στην Αντιγόνη Κατσαδήμα, στο Διαβάζω Οκτωβρίου, ο Νάνος Βαλαωρίτης θα υπεραμυνθεί της αξίας του φορμαλισμού. Ο φορμαλισμός στον στοχασμό του δεν είναι ένα κλειστό και αυτάρεσκο σύστημα, παγιδευμένο στη ναρκισσιστική καλλιτεχνική του έκφραση αλλά, αντιθέτως, μια ικανότητα συνδυασμού και ταξινόμησης που μπορεί να αποφέρει ανεπανάληπτη μαγεία. Τα παραδείγματα που επιστρατεύει τα λένε, νομίζω, όλα. Στους μύθους και τα παραμύθια που έψαξαν οι Ρώσοι φορμαλιστές (μια επιστημονική σχολή που προσπάθησε να αποδείξει με κάθε μέσον την αυτοτέλεια και την αυτοδυναμία της λογοτεχνίας), η αφήγηση βασίζεται σε μια σειρά επαναλαμβανόμενων τύπων και παραστάσεων, οι οποίοι είναι απαραίτητοι τόσο για το ξεκίνημα όσο και για την εξέλιξη και την ολοκλήρωση της πλοκής. Πρόκειται για τις λειτουργίες του μαγικού παραμυθιού, όπως τις ονόμασε ο Βλαντίμιρ Προπ, αλλά τον Βαλαωρίτη τον ενδιαφέρει κάτι άλλο — ότι το μαγικό παραμύθι, ως προϊόν της συλλογικής φαντασίας, δεν έχει συνειδητό σχεδιασμό ενώ ο Όμηρος και ο Τζόις κεφαλαιοποιούν τον επαναλαμβανόμενο κόσμο τους και καθορίζουν τα μοτίβα τους επί τη βάσει ενός πλήρως οργανωμένου σχεδίου. Κάθε γράμμα της αλφαβήτου είναι για τον Όμηρο μια ραψωδία κι ένα θεματικό μοτίβο (από τον έρωτα στην έριδα, για παράδειγμα), ενώ κάθε μυθιστορηματικό κεφάλαιο του Οδυσσέα του Τζόις αντιστοιχεί σ’ ένα ομηρικό κεφάλαιο. Το σχήμα που διαγράφει ο Βαλαωρίτης έχει μια πρόδηλη κανονιστικότητα. Πρόκειται, όμως, για μια ποιητική κανονιστικότητα, για μια αέρινη γεωμετρία, που επιτρέπει να φτερώσουν απελευθερωτικά φτερά στην πλάτη τής οποιασδήποτε τάξης και αρμονίας. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου