Γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς | «Καταφύγιο θηραμάτων», Ελευθεροτυπία,
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2010 »»
Ο δημιουργός είναι σίγουρο πως βρίσκεται πιο κοντά στην τέχνη απ' όσο βρίσκεται το κείμενό του, αλλά η τέχνη προβάλλει εφόσον και μόνον υπάρχει, και το μπορεί μέσα από κάθε τι. Και ο Τζακ Κέρουακ δεν έκανε άλλο πέρα από το να υπηρετεί εξαιρετικά την τέχνη της γραφής.
Μέσα στον 20ό αιώνα η λογοτεχνία δημιούργησε νέα ρεύματα κι έθεσε έναν τεράστιο αριθμό νέων ερωτημάτων. Τα ερωτήματα αυτά, όπως και οι πιθανές ή απίθανες απαντήσεις τους μεταβιβάστηκαν και στον 21ο αιώνα. Τα λογοτεχνικά κινήματα που πήραν την ευθύνη να ωθήσουν τον γραπτό λόγο σε πεδία πρωτόγνωρα, έγραψαν ιστορία. Μία από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, νεωτεριστική κίνηση στον χώρο της λογοτεχνίας, με το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η Μπιτ Γενιά. Και για να μην πλατειάζουμε, όσο κι αν συντελέστηκαν πολύ σπουδαία πράγματα στους κόλπους της, Μπιτ Γενιά δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει δίχως την παρουσία του Τζακ Κέρουακ.
Οι Μπιτ υπήρξαν μοναδική περίπτωση καλλιτεχνικού κινήματος που έκανε την προσπάθεια να συμπλέξει δημιουργικά δύο, μέχρι προσφάτως φαινομενικά παράλληλους άξονες: το Ιερό και την Πρωτοπορία.
Το 1952 ο Τζον Κλέλον Χολμς έγραψε σ’ ένα άρθρο του για τους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ότι ο χαρακτηρισμός «μπιτ» εξέφραζε ένα είδος «πνευματικής και ψυχικής απογύμνωσης». Σχεδόν παράλληλα, ο Τζακ Κέρουακ και ο Αλεν Γκίνσμπεργκ άρχισαν κι αυτοί να δίνουν έμφαση στην υπαρξιακή πτυχή του όρου, προτάσσοντας τη βαρύτητα του «beat» ως παράγωγο του «beatitude» και του «beatific» (μακαριότητα - μακάριος) θεωρώντας πως η ήττα σχετιζόταν άμεσα και ολοκληρωτικά με τη μυστική φύση της ύπαρξης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '40, ο πρώτος μικρός κύκλος των Μπιτ είχε βαπτισθεί στις ιδέες του Όσβαλντ Σπένγκλερ. Η απόλυτη επιδοκιμασία του Σπενγκλεριανού δόγματος, που αποτυπώθηκε στο έργο του «Η Παρακμή της Δύσης», αποτέλεσε γι' αυτούς την καλύτερη δυνατή αφετηρία, ώστε να δημιουργήσουν το αντίδοτο της δικής τους κουλτούρας για τις πνευματικές πληγές του «Αμερικανικού Ονείρου», που ήταν εφιάλτης για εκείνους.
Ο Τζακ Κέρουακ έζησε όλη του τη ζωή και έγραψε σχεδόν όλα του τα βιβλία πιστεύοντας στη φιλοσοφία του ρέοντος, του φυσικώς παρεμβατικού, όχι με το πρόταγμα μίας κατά συνθήκη αντίδρασης — της οποίας το παραλήρημα έχει κατακλύσει τη σύγχρονη «λογοτεχνία».
Ο Κέρουακ είχε εμπνευστεί την Αυθόρμητη πρόζα το 1951. Η αυθόρμητη κερουακική πρόζα αποτέλεσε την πιο προωθημένη τάση πειραματισμού της αμερικανικής πεζογραφίας από την εποχή του λακωνικού και στυγνού ύφους του Έρνεστ Χέμινγουεϊ (βλ. In Our Time, 1925). Ο Τζακ Κέρουακ ήταν ίσως ο πρώτος ολοκληρωμένος μεταπολεμικός συγγραφέας των ΗΠΑ που τα γραπτά του αποσκοπούσαν ξεκάθαρα στην υπαρξιακή έρευνα και στην ψυχική ευφορία. Δεν επρόκειτο για μία λογοτεχνία της «διαφυγής» ή απλώς της «περιπλάνησης», όπως προείπαμε, όχι τουλάχιστον με τους καθιερωμένους όρους υπό τους οποίους λειτούργησαν αυτά τα είδη πεζογραφίας. Έχοντας γνώση, από τη μία πλευρά, της εξεζητημένης διάνοιας του Τζέιμς Τζόις, και από την άλλη, του αντί-ακαδημαϊκού ύφους του Χέμινγουεϊ και του Ντος Πάσος, απορρόφησε την καθαρή αξία και έκανε ένα βήμα πιο μπροστά. Ο Τζακ Κέρουακ ακολουθώντας κατά πόδας τον σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ οδήγησε τη λογοτεχνία στα πεδία μιας τέχνης όπου κανόνας ήταν η αλληλουχία ιδεών και εντάσεων, οι οποίες στοιχειοθετούσαν έναν υψηλό και βαθύτατο τρόπο έκφρασης, που έφερνε τον αναγνώστη σε μία κατάσταση ψυχικής ρευστότητας. Κάθε διαφοροποίηση ήταν κι ένας μανδύας του αδιαφοροποίητου. Πραγματικό επίτευγμα για τη νεότερη λογοτεχνία.
Είναι προφανές πως στην αρχή της συγγραφικής του πορείας οι επιδράσεις συγκεκριμένων δημιουργών, όπως ο Joyce, ο Wolfe, και ο Melville, λ.χ., κατηύθυναν τον προσωπικό του λόγο, τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τζαζ, όμως, ήταν εκείνα που οριστικοποίησαν τον τρόπο γραφής του, στο σύνολο σχεδόν των πεζών όσο και των ποιητικών του έργων. Η αρμονία, η μουσική δομή και η ανάπτυξη των μουσικών φράσεων μετουσιώθηκαν σε ένα καθαρά γλωσσικό ιδίωμα, μια συγγραφική ιδιορρυθμία που δεν είχε ποτέ ώς τότε εμφανιστεί στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ο Κέρουακ έφτασε στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας της εποχής του δημιουργώντας μια ιδιαίτερη γλώσσα, που, πριν ακόμη την όποια αναγνώριση και την επίσημη κυκλοφορία των βιβλίων του, κατάφερε (κυριολεκτικά μέσω του δανεισμού χειρογράφων και μεταφοράς των σχολίων!) να επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο γραφής πολλών σημαντικών ποιητών και συγγραφέων, οι οποίοι στη συνέχεια απέκτησαν πόζα, δέχτηκαν αδικαιολόγητα δεκάδες βραβεύσεις και πήραν τα «πρωτεία» της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Μήπως, λοιπόν, όλοι αυτοί που κάνουν λόγο για τη σύγχρονη λογοτεχνία βρίσκονται σε κατάσταση αλλοφροσύνης και συγχέουν την επιδοκιμασία των φυλλάδων με την αυθεντική τέχνη της λογοτεχνίας; Την καλλιτεχνική πραγμάτωση που ξεκινά από τη φυσική παρουσία του δημιουργού και καταλήγει στην απόθεση των λέξεων πάνω στο χαρτί; Το λάθος είναι απόλυτο και καθοριστικό.
Όλα αυτά δεν είναι παρά σκαιότητες που δημιουργούνται τόσο από την άστοχη εκτίμηση της γραφής όσο και από τον ακαδημαϊκό ή όχι φενακισμό που έχει κατακλύσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τους εκδοτικούς οίκους και τους λοιπούς εμπλεκόμενους χώρους (όπως τόσο μελανά την κριτική). Τα τελευταία χρόνια, κατά κόρον, αναρμόδιοι επαγγελματίες και αδαείς σχολιαστές αποφασίζουν τι είναι λογοτεχνία, τι είναι τέχνη, τι είναι ποίηση.
Πρωτίστως, και με την προϋπόθεση βεβαίως πως έχουμε ξεπεράσει τον πίθηκο μέσα μας, τον Κέρουακ οφείλουμε να τον λογαριάζουμε σαν έναν από τους μείζονες συγγραφείς που εμφανίστηκαν στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας. Οφείλουμε να κάνουμε λόγο για τη βαθύτητα και την απόλυτη πρωτοτυπία της γραφής του, για το απαράμιλλο ύφος του. Και επί των πολύ αυστηρά τεχνικών ζητημάτων της ποίησης και της πεζογραφίας, εξάλλου, η σοβαρή επισκόπηση των έργων του, έστω και καθυστερημένα, μπόρεσε να αποδώσει με φυσικότητα αμέτρητα εγκώμια για τις τόσες αρετές των βιβλίων του.
Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον Κέρουακ σαν συμπαθή αντιδραστικό, που ουδέποτε ήταν, σαν ένα άγριο τέκνο του περιθωρίου, που δεν ήταν ούτε κι αυτό. Μα και ποια η σημασία αν υποθέσουμε πως ήταν; Για μας θα έπρεπε να έχει σημασία η εξαιρετική δυνατότητα να μπορεί να υπάρχει κάποιος Κέρουακ, θα έπρεπε να μας απασχολήσει η σφοδρότητα και η ευθύνη που απαιτείται για να είναι κάποιος Καλλιτέχνης.
Είναι πασιφανής η ανάγκη των Ελλήνων «αρθρογράφων» να αντλούν κάθε τόσο μία ισχυρή δόση ψευτο-αμφισβήτησης, εισπράττοντας τον ερεθισμό μίας ολότελα δανεικής παρέκκλισης από τη βάρβαρη και άγονη ζωή τους. Τότε θυμούνται τον Τζακ Κέρουακ, όπως τότε θυμούνται τον Λόουρι, τον Μπουκόβσκι, τον Μίλερ, τον Σαντράρ, τον Μπόουλς, τον Ρεμπό, τον Αρτό, τον Σελίν και τόσους άλλους ακόμα που η ελληνική κοινωνία ακούει τα ονόματά τους μονάχα στη διάρκεια του δύσμοιρου οίστρου των σχολιαστών τους.
Σαν φαινόμενο, τόσο καλλιτεχνικό όσο και κοινωνικό, ο λογοτέχνης έχει εξαιτίας τους υποκατασταθεί από ένα κίβδηλο και στειρωμένο πρότυπο του οποίου η λογοτεχνική παραγωγή, καθώς και η καθημερινή του υπόσταση δεν δημιουργούν ουδεμία απολύτως δυναμική· δεν αποτελούν θέση, συνθήκη ολκής, γεγονός βαρύτητας.
Η Ελλάδα δείχνει να μην έχει αναλάβει από παλαιές αρρώστιες. Υπερίπταται στους αιθέρες αλλοτινών σκήπτρων και καθησυχαστικών βραβεύσεων. Όλες οι γενιές τακτοποιημένες στην αυτοχθονική παθολογία, στην παντελή έλλειψη ουσιώδους κουλτούρας, σε ένα κλίμα θρησκευτικής-κοινωνικής πλαδαρότητας όπου βασιλεύει η ατολμία. Η τέχνη της λογοτεχνίας έχει περάσει από το αμιγώς δημιουργικό, από την υπαρξιακή αναγωγή, στην τυποποιημένη ενασχόληση με το «ωραίο» ή, ακόμη χειρότερα, με την πόζα μπροστά σε μια γραφομηχανή, σε μια βιβλιοθήκη.
Δείχνει να έχει λησμονηθεί το αξίωμα πως πριν και πάνω απ' όλα στη γραφή η τέχνη είναι ο ίδιος ο δημιουργός, και πως ο δημιουργός είναι το μεγάλο έργο που γίνεται βιβλίο. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα.
Τα δύο τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πολλαπλά αφιερώματα και κείμενα για τον Τζακ Κέρουακ (τουλάχιστον 24, των οποίων αντίγραφα έφτασαν στα δικά μου χέρια), γεμάτα ανακρίβειες και σοβαρά λάθη, πλημμυρισμένα από τη χαρακτηριστική «μπιτνικίτιδα», τη σεσημασμένη σύγχυση των Μπιτ με την άνοστη γενιά του ροκ εν ρολ, τις γνωστές και αγρεύσιμες, αποπροσανατολισμένες νύξεις περί αμερικανικού ονείρου και τα συναφή. Μα όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι είναι ανίκανοι ακόμη και για μία ουσιαστική ανάγνωση; Βαρέθηκαν ακόμη και οι θειάδες μας.
Χρειάζεται λοιπόν να τους υπενθυμίσουν τι ακριβώς είναι η λογοτεχνία, τα κιτάπια που διέσωσαν την τέχνη της γραφής. Να επιβεβαιώσουν κάποτε ποια είναι η καλλιτεχνική προπαιδεία και ποια η καλλιτεχνική αξία. Ειδάλλως, ας αλλάξουν δουλειά ή ας κάνουν κάτι πιο χρήσιμο: ας βρεθούν ξανά όλοι μαζί στα προκαταρκτικά μαθήματα, στα σκληρά θρανία. Το εύγε ή το φευ;
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2010 »»
Μία επιβεβλημένη επισήμανση: «Είναι συζητήσιμο», λένε, «αν ο Τζακ Κέρουακ ήταν μεγάλος συγγραφέας. Αυτό που απέμεινε από τα βιβλία του ήταν κραυγές ελευθερίας». Ή, «σίγουρα, το να γράφει κανείς σε ένα παλιόχαρτο καταμεσής του δρόμου και φορτωμένος μπενζεντρίνη δεν είναι και η υψηλότερη τέχνη». Εγώ σας λέω ότι μπορεί και να είναι — αλλά πάλι, γιατί να μας αφορά τόσο πολύ η στάση ζωής και η ιδιορρυθμία ενός δημιουργού και όχι το αποτέλεσμα της γραφής του; |
Ο δημιουργός είναι σίγουρο πως βρίσκεται πιο κοντά στην τέχνη απ' όσο βρίσκεται το κείμενό του, αλλά η τέχνη προβάλλει εφόσον και μόνον υπάρχει, και το μπορεί μέσα από κάθε τι. Και ο Τζακ Κέρουακ δεν έκανε άλλο πέρα από το να υπηρετεί εξαιρετικά την τέχνη της γραφής.
Μέσα στον 20ό αιώνα η λογοτεχνία δημιούργησε νέα ρεύματα κι έθεσε έναν τεράστιο αριθμό νέων ερωτημάτων. Τα ερωτήματα αυτά, όπως και οι πιθανές ή απίθανες απαντήσεις τους μεταβιβάστηκαν και στον 21ο αιώνα. Τα λογοτεχνικά κινήματα που πήραν την ευθύνη να ωθήσουν τον γραπτό λόγο σε πεδία πρωτόγνωρα, έγραψαν ιστορία. Μία από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, νεωτεριστική κίνηση στον χώρο της λογοτεχνίας, με το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η Μπιτ Γενιά. Και για να μην πλατειάζουμε, όσο κι αν συντελέστηκαν πολύ σπουδαία πράγματα στους κόλπους της, Μπιτ Γενιά δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει δίχως την παρουσία του Τζακ Κέρουακ.
Οι Μπιτ υπήρξαν μοναδική περίπτωση καλλιτεχνικού κινήματος που έκανε την προσπάθεια να συμπλέξει δημιουργικά δύο, μέχρι προσφάτως φαινομενικά παράλληλους άξονες: το Ιερό και την Πρωτοπορία.
Το 1952 ο Τζον Κλέλον Χολμς έγραψε σ’ ένα άρθρο του για τους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ότι ο χαρακτηρισμός «μπιτ» εξέφραζε ένα είδος «πνευματικής και ψυχικής απογύμνωσης». Σχεδόν παράλληλα, ο Τζακ Κέρουακ και ο Αλεν Γκίνσμπεργκ άρχισαν κι αυτοί να δίνουν έμφαση στην υπαρξιακή πτυχή του όρου, προτάσσοντας τη βαρύτητα του «beat» ως παράγωγο του «beatitude» και του «beatific» (μακαριότητα - μακάριος) θεωρώντας πως η ήττα σχετιζόταν άμεσα και ολοκληρωτικά με τη μυστική φύση της ύπαρξης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '40, ο πρώτος μικρός κύκλος των Μπιτ είχε βαπτισθεί στις ιδέες του Όσβαλντ Σπένγκλερ. Η απόλυτη επιδοκιμασία του Σπενγκλεριανού δόγματος, που αποτυπώθηκε στο έργο του «Η Παρακμή της Δύσης», αποτέλεσε γι' αυτούς την καλύτερη δυνατή αφετηρία, ώστε να δημιουργήσουν το αντίδοτο της δικής τους κουλτούρας για τις πνευματικές πληγές του «Αμερικανικού Ονείρου», που ήταν εφιάλτης για εκείνους.
Ο Τζακ Κέρουακ έζησε όλη του τη ζωή και έγραψε σχεδόν όλα του τα βιβλία πιστεύοντας στη φιλοσοφία του ρέοντος, του φυσικώς παρεμβατικού, όχι με το πρόταγμα μίας κατά συνθήκη αντίδρασης — της οποίας το παραλήρημα έχει κατακλύσει τη σύγχρονη «λογοτεχνία».
Ο Κέρουακ είχε εμπνευστεί την Αυθόρμητη πρόζα το 1951. Η αυθόρμητη κερουακική πρόζα αποτέλεσε την πιο προωθημένη τάση πειραματισμού της αμερικανικής πεζογραφίας από την εποχή του λακωνικού και στυγνού ύφους του Έρνεστ Χέμινγουεϊ (βλ. In Our Time, 1925). Ο Τζακ Κέρουακ ήταν ίσως ο πρώτος ολοκληρωμένος μεταπολεμικός συγγραφέας των ΗΠΑ που τα γραπτά του αποσκοπούσαν ξεκάθαρα στην υπαρξιακή έρευνα και στην ψυχική ευφορία. Δεν επρόκειτο για μία λογοτεχνία της «διαφυγής» ή απλώς της «περιπλάνησης», όπως προείπαμε, όχι τουλάχιστον με τους καθιερωμένους όρους υπό τους οποίους λειτούργησαν αυτά τα είδη πεζογραφίας. Έχοντας γνώση, από τη μία πλευρά, της εξεζητημένης διάνοιας του Τζέιμς Τζόις, και από την άλλη, του αντί-ακαδημαϊκού ύφους του Χέμινγουεϊ και του Ντος Πάσος, απορρόφησε την καθαρή αξία και έκανε ένα βήμα πιο μπροστά. Ο Τζακ Κέρουακ ακολουθώντας κατά πόδας τον σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ οδήγησε τη λογοτεχνία στα πεδία μιας τέχνης όπου κανόνας ήταν η αλληλουχία ιδεών και εντάσεων, οι οποίες στοιχειοθετούσαν έναν υψηλό και βαθύτατο τρόπο έκφρασης, που έφερνε τον αναγνώστη σε μία κατάσταση ψυχικής ρευστότητας. Κάθε διαφοροποίηση ήταν κι ένας μανδύας του αδιαφοροποίητου. Πραγματικό επίτευγμα για τη νεότερη λογοτεχνία.
Είναι προφανές πως στην αρχή της συγγραφικής του πορείας οι επιδράσεις συγκεκριμένων δημιουργών, όπως ο Joyce, ο Wolfe, και ο Melville, λ.χ., κατηύθυναν τον προσωπικό του λόγο, τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τζαζ, όμως, ήταν εκείνα που οριστικοποίησαν τον τρόπο γραφής του, στο σύνολο σχεδόν των πεζών όσο και των ποιητικών του έργων. Η αρμονία, η μουσική δομή και η ανάπτυξη των μουσικών φράσεων μετουσιώθηκαν σε ένα καθαρά γλωσσικό ιδίωμα, μια συγγραφική ιδιορρυθμία που δεν είχε ποτέ ώς τότε εμφανιστεί στον χώρο της λογοτεχνίας.
Ο Κέρουακ έφτασε στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας της εποχής του δημιουργώντας μια ιδιαίτερη γλώσσα, που, πριν ακόμη την όποια αναγνώριση και την επίσημη κυκλοφορία των βιβλίων του, κατάφερε (κυριολεκτικά μέσω του δανεισμού χειρογράφων και μεταφοράς των σχολίων!) να επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο γραφής πολλών σημαντικών ποιητών και συγγραφέων, οι οποίοι στη συνέχεια απέκτησαν πόζα, δέχτηκαν αδικαιολόγητα δεκάδες βραβεύσεις και πήραν τα «πρωτεία» της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Μήπως, λοιπόν, όλοι αυτοί που κάνουν λόγο για τη σύγχρονη λογοτεχνία βρίσκονται σε κατάσταση αλλοφροσύνης και συγχέουν την επιδοκιμασία των φυλλάδων με την αυθεντική τέχνη της λογοτεχνίας; Την καλλιτεχνική πραγμάτωση που ξεκινά από τη φυσική παρουσία του δημιουργού και καταλήγει στην απόθεση των λέξεων πάνω στο χαρτί; Το λάθος είναι απόλυτο και καθοριστικό.
Όλα αυτά δεν είναι παρά σκαιότητες που δημιουργούνται τόσο από την άστοχη εκτίμηση της γραφής όσο και από τον ακαδημαϊκό ή όχι φενακισμό που έχει κατακλύσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τους εκδοτικούς οίκους και τους λοιπούς εμπλεκόμενους χώρους (όπως τόσο μελανά την κριτική). Τα τελευταία χρόνια, κατά κόρον, αναρμόδιοι επαγγελματίες και αδαείς σχολιαστές αποφασίζουν τι είναι λογοτεχνία, τι είναι τέχνη, τι είναι ποίηση.
Πρωτίστως, και με την προϋπόθεση βεβαίως πως έχουμε ξεπεράσει τον πίθηκο μέσα μας, τον Κέρουακ οφείλουμε να τον λογαριάζουμε σαν έναν από τους μείζονες συγγραφείς που εμφανίστηκαν στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας. Οφείλουμε να κάνουμε λόγο για τη βαθύτητα και την απόλυτη πρωτοτυπία της γραφής του, για το απαράμιλλο ύφος του. Και επί των πολύ αυστηρά τεχνικών ζητημάτων της ποίησης και της πεζογραφίας, εξάλλου, η σοβαρή επισκόπηση των έργων του, έστω και καθυστερημένα, μπόρεσε να αποδώσει με φυσικότητα αμέτρητα εγκώμια για τις τόσες αρετές των βιβλίων του.
Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον Κέρουακ σαν συμπαθή αντιδραστικό, που ουδέποτε ήταν, σαν ένα άγριο τέκνο του περιθωρίου, που δεν ήταν ούτε κι αυτό. Μα και ποια η σημασία αν υποθέσουμε πως ήταν; Για μας θα έπρεπε να έχει σημασία η εξαιρετική δυνατότητα να μπορεί να υπάρχει κάποιος Κέρουακ, θα έπρεπε να μας απασχολήσει η σφοδρότητα και η ευθύνη που απαιτείται για να είναι κάποιος Καλλιτέχνης.
Είναι πασιφανής η ανάγκη των Ελλήνων «αρθρογράφων» να αντλούν κάθε τόσο μία ισχυρή δόση ψευτο-αμφισβήτησης, εισπράττοντας τον ερεθισμό μίας ολότελα δανεικής παρέκκλισης από τη βάρβαρη και άγονη ζωή τους. Τότε θυμούνται τον Τζακ Κέρουακ, όπως τότε θυμούνται τον Λόουρι, τον Μπουκόβσκι, τον Μίλερ, τον Σαντράρ, τον Μπόουλς, τον Ρεμπό, τον Αρτό, τον Σελίν και τόσους άλλους ακόμα που η ελληνική κοινωνία ακούει τα ονόματά τους μονάχα στη διάρκεια του δύσμοιρου οίστρου των σχολιαστών τους.
Σαν φαινόμενο, τόσο καλλιτεχνικό όσο και κοινωνικό, ο λογοτέχνης έχει εξαιτίας τους υποκατασταθεί από ένα κίβδηλο και στειρωμένο πρότυπο του οποίου η λογοτεχνική παραγωγή, καθώς και η καθημερινή του υπόσταση δεν δημιουργούν ουδεμία απολύτως δυναμική· δεν αποτελούν θέση, συνθήκη ολκής, γεγονός βαρύτητας.
Η Ελλάδα δείχνει να μην έχει αναλάβει από παλαιές αρρώστιες. Υπερίπταται στους αιθέρες αλλοτινών σκήπτρων και καθησυχαστικών βραβεύσεων. Όλες οι γενιές τακτοποιημένες στην αυτοχθονική παθολογία, στην παντελή έλλειψη ουσιώδους κουλτούρας, σε ένα κλίμα θρησκευτικής-κοινωνικής πλαδαρότητας όπου βασιλεύει η ατολμία. Η τέχνη της λογοτεχνίας έχει περάσει από το αμιγώς δημιουργικό, από την υπαρξιακή αναγωγή, στην τυποποιημένη ενασχόληση με το «ωραίο» ή, ακόμη χειρότερα, με την πόζα μπροστά σε μια γραφομηχανή, σε μια βιβλιοθήκη.
Δείχνει να έχει λησμονηθεί το αξίωμα πως πριν και πάνω απ' όλα στη γραφή η τέχνη είναι ο ίδιος ο δημιουργός, και πως ο δημιουργός είναι το μεγάλο έργο που γίνεται βιβλίο. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα.
Τα δύο τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν πολλαπλά αφιερώματα και κείμενα για τον Τζακ Κέρουακ (τουλάχιστον 24, των οποίων αντίγραφα έφτασαν στα δικά μου χέρια), γεμάτα ανακρίβειες και σοβαρά λάθη, πλημμυρισμένα από τη χαρακτηριστική «μπιτνικίτιδα», τη σεσημασμένη σύγχυση των Μπιτ με την άνοστη γενιά του ροκ εν ρολ, τις γνωστές και αγρεύσιμες, αποπροσανατολισμένες νύξεις περί αμερικανικού ονείρου και τα συναφή. Μα όλοι αυτοί οι αρθρογράφοι είναι ανίκανοι ακόμη και για μία ουσιαστική ανάγνωση; Βαρέθηκαν ακόμη και οι θειάδες μας.
Χρειάζεται λοιπόν να τους υπενθυμίσουν τι ακριβώς είναι η λογοτεχνία, τα κιτάπια που διέσωσαν την τέχνη της γραφής. Να επιβεβαιώσουν κάποτε ποια είναι η καλλιτεχνική προπαιδεία και ποια η καλλιτεχνική αξία. Ειδάλλως, ας αλλάξουν δουλειά ή ας κάνουν κάτι πιο χρήσιμο: ας βρεθούν ξανά όλοι μαζί στα προκαταρκτικά μαθήματα, στα σκληρά θρανία. Το εύγε ή το φευ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου