Γράφει ο Λάμπρος Σκουζάκης |
Βιβλιοπανδοχείο #50
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
»»
Μόνο για ένα πράμα μπορεί να γράψει ο συγγραφέας: για εκείνο που στέκει μπροστά απ' τις αισθήσεις του τη στιγμή που γράφει… Είμαι ένα όργανο καταγραφής… Δεν θεωρώ ως δεδομένο πως πρέπει να πλασάρω «υπόθεση» «πλοκή» «ροή σεναρίου» και δεν το αποτολμώ… Εφόσον καταφέρνω να καταγράψω Απευθείας τις διεργασίες ορισμένων περιοχών του ψυχισμού τότε μάλλον επιτελώ συγκεκριμένη λειτουργία… Δεν ήρθα για να σας διασκεδάσω (σ. 124).
Μορφή της αβανγκάρντ και της underground λογοτεχνίας, ριζοσπαστικότατος καλλιτέχνης, μέγιστος επι/δράστης στην λαϊκή κουλτούρα, το ροκ εντ ρολλ και τον κινηματογράφο, καλτ φιγούρα στον περιθωριακό τύπο αλλά διάσημος σε πανεθνικό επίπεδο στη δεκαετία του ’70, ένας ακραίος των ιδεών και των διανοητικών, ερωτικών και κοινωνικών συμπεριφορών, κυρίες και κύριοι el hombre invisible!
Πετυχημένος ο χαρακτηρισμός, κι όχι μόνο επειδή έτσι τον αποκαλούσαν τα Ισπανάκια καθώς γλιστρούσε αθόρυβα στα σοκάκια της Ταγγέρης. Στην ουσία ο Μπάροουζ πάντα προτιμούσε να είναι μακριά από την πλειονότητα των ανθρώπων κι από μικρός ήταν πάντοτε ο παρείσακτος και ο μοναχικός που προτιμούσε να τον αφήνουν στην ησυχία του. Ενδεικτικό παράδειγμα εδώ το ροκ εντ ρoλ: ίσως κανένας άλλος συγγραφέας δεν επηρέασε τόσο πολύ την διανοητική όψη του, κανενός τα βιβλία δεν υπήρξαν τέτοιο χρυσωρυχείο λέξεων και φράσεων για το είδος, όμως ο ίδιος παρέμενε εκτός! Απορούσε για τον αυθαίρετο έως αστείο όρο «Νονός του πανκ» και παραδεχόταν: έχω ελάχιστη επαφή με την ποπ κουλτούρα. Όταν κάποτε του συστήθηκαν οι Police έντρομος πήγε να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους του πάρτι πως έχει έρθει η αστυνομία.
Ίσως γι’ αυτό τελικά ο πιο ταιριαστός στη γραφή του ήχος ήταν ακριβώς η fusion του Bill Laswell, που έφτιαξε τον δίσκο
Seven Souls (1989) με τον ίδιο τον συγγραφέα να διαβάζει αποσπάσματα από το
The Western Lands και να επανέρχεται στο
Hallucination Engine (1994). Άλλο βέβαια αν έχει χωθεί στο εξώφυλλο του
Sergeant Pepper’s, αν ο όρος heavy metal (ο απόλυτος εθισμός στα ναρκωτικά απ' όπου τον πήραν οι Steppenwolf) και το όνομα του δονητή Steely Dan είναι δικά του, αν ο Bowie στο
Diamond Dogs είπε πως χρησιμοποίησε τη μέθοδο των cut-ups για τους στίχους, αν οι Matching Mole και οι The Soft Machine του Robert Wyatt ή οι The Naked Lunch βαφτίστηκαν από την γραφή του, που οι Patty Smith, ο David Bowie, ο Lou Reed θεωρούσαν πνευματικό τους γκουρού, που Sonic Youth και John Cale έτρεξαν για τον δίσκο του Dead City Radio. Αυτό θα πει respect…
Γεννημένος το 1914 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι, μέσα στις μυρωδιές του φωταερίου από το μολυσμένο ποτάμι και του σκουπιδόλακκου στο τέρμα του δρόμου, σε μια ατμόσφαιρα θολή από τα εργοστάσια, ο Μπάροουζ μέσω ενός βιβλίου άνοιξε τα μάτια σ’ ένα κόσμο οπιοποτείων, στοιχηματζίδικων και άθλιων πανδοχείων (Jack Black,
You Can’t Win — αυτοβιογραφία ενός απατεώνα). Έκτοτε ο κόσμος των εξαιρέσεων θα τον θέλγει μονοδρομικώς.
Νέα Υόρκη, Βίλλατζ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Τζάκ Κέρουακ, είσοδος στον ημι-υπόκοσμο, η τριάδα της Μπητ Γενιάς συμβιώνει, κάνει πειράματα τηλεπάθειας, ποθεί να διευρύνει «το πεδίο συνειδητότητας», περισσότερο ως μια αδελφότητας πνεύματος παρά ενός λογοτεχνικού κινήματος. Ασύνειδη συγκέντρωση υλικού των μελλοντικών του βιβλίων, θεατρικές αναπαραστάσεις, Νιλ Κάσσαντυ (ο ήρωας του
On the Road), οργανοσυσσωρευτής (συσκευή συλλογής της ζωικής ενέργειας της φύσης), καταδίκες στις ΗΠΑ, φυγή στο Μεξικό, Εκουαδόρ προς αναζήτηση του παραισθησιογόνου γιαχέ στην … ζούγκλα, η γνωστή εξ αμελείας ανθρωποκτονία της γυναίκας του: Ωθούμαι να καταλήξω στο φριχτό συμπέρασμα πως ουδέποτε θα είχα γίνει συγγραφέας χωρίς το θάνατο της Τζόαν… που με έφερε σε επαφή με τον εισβολέα, το Απαίσιο Πνεύμα, και με έριξε σε έναν ισόβιο, δύσκολο, κοπιαστικό αγώνα, όπου δεν είχα άλλη επιλογή από το ξεφύγω γράφοντας.
Παρίσι, The Beat Hotel, το σπίτι του για τα επόμενα χρόνια, παράθυρο στο φωταγωγό, Κόρσο και σία υπό την θαλπωρή της Μαντάμ Ρασού που ξεπλήρωναν με χειρόγραφα (τα οποία πετούσε χωρίς ποτέ να διανοηθεί την αξία τους). Ατέρμονες συζητήσεις πάνω στην επέκταση της «Ερωτικής Ευδαιμονίας», οι Μπητ καλλιεργούν το έδαφος για το χίπικο κίνημα, ο περιβόητος ζωγράφος Μπράιον Γκάιζιν (Brion Gysin), ο σπουδαιότερος φίλος του κι η μεγαλύτερη καλλιτεχνική του επιρροή, ανακαλύπτει τυχαία τα cut ups όταν τεμαχισμένα με κοπίδι κομμάτια εφημερίδας σχημάτισαν λέξεις, χωρίς να γνωρίζει πως έτσι έγραφαν και οι Ντανταϊστές. Τι πιο ταιριαστό για έναν συγγραφέα που το έργο του ήταν εκ φύσεως αποδιοργανωμένο και αποσπασματικό. Τώρα η ποίηση μπορούσε να παραχθεί πλέον από τον καθένα που κρατούσε ένα ψαλίδι!
Ο Μ. είχε μιλήσει ανοιχτά για τον εθισμό του στην ηρωίνη και τους πειραματισμούς με τα παραισθησιογόνα ήδη από την δεκαετία του ’50 και σύντομα έγινε ο διασημότερος εν ζωή ναρκομανής συγγραφέας. Δεν δίστασε ποτέ να μιλήσει ανοιχτά για τη λογοτεχνική εκμετάλλευση της ναρκοχρησίας του: Εάν ο συνειδησιακός μου κόσμος ήταν απλώς απόλυτα συμβατικός, κανείς δε θα ’χε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να με διαβάσει, έτσι δεν είναι; Ανεπιθύμητος στις ΗΠΑ, έγινε δεκτός σε μια Ευρώπη που είχε σε μεγαλύτερη υπόληψη την πειραματική γραφή, συνεπώς είδαν τα cut up και την τρίστηλη γραφή ως συνέχεια της παράδοσης του Αρτώ, του Ζενέ και του Σελίν, του ντανταϊσμού, του λεττρισμού.
Συνεχείς μετακινήσεις, επαναληπτικός κύκλος τοξικομανίας και αποτοξιώσεων,
Junkie, πάντα φίλος με τον Γκίνσμπεργκ που δεν σταμάτησε ποτέ να τον ενθαρρύνει να γράφει (τα μυθιστορήματά του εκδίδονταν χάρη στις επίμονες προσπάθειές του). Ταγγέρη, 1954–1958. Η λαβυρινθώδης πόλη υπό την κοινή διοίκηση εννιά χωρών που γνώριζε από τα μυθιστορήματα του Πολ Μπόουλς, η Διαζώνη / Interzone των μυθιστορημάτων του, φτηνά πορνεία και ναρκωτικά, όνειρά για την Φρηλανδία, οι εκπατρισμένοι ξημεροβραδιάζονται στο Parade Bar, πίστη σε ένα μαγικό σύμπαν γεμάτο πνεύματα των ζώων, εκστάσεις και υποβολές. Σαϊεντολογία (όχι το θρησκευτικό της μέρος αλλά τα περί κάθαρσης του νου), θεωρίες του Ράιχ, αιγυπτιακή ιστορία, ηλεκτρο(ψυχο)μετρο, πυροβολική τέχνη (πυροβολισμοί σπρέι μπογιάς), αρχαιολογία των Μάγια.
Το
Γυμνό Γεύμα αποτελούσε μια εκκωφαντική αντίδραση στην Αμερική της δεκαετίας του 50, σε σε μια προ-ροκεντρόλ εποχή! Πέρα από την νεωτερική γραφή, τις πραγματικότητες του ονειρικού χρόνου και την μυστηριώδη προφητεία για τον ιό του AIDS, θα επαναπροσδιόριζε τα όρια του άσεμνου για την Αμερική και για τις επόμενες δεκαετίες. Η συνέχεια γνωστή:
The Exterminator,
Nova Express,
The Ticket that Exploded,
Τhe Wild Boys. Παραδόξως έφτασε στο κοινό κυρίως από εξωλογοτεχνικές οδούς (ταινίες, βίντεο, δίσκοι, κασέτες, έργα τέχνης). Oι επιδράσεις του στη λογοτεχνία φάνηκαν ιδιαίτερα στα 80s, με την ανάπτυξη του κυβερνοπάνκ, για το οποίο ο Glenn Branca στο
Mondo 2000 είχε δηλώσει πως εκείνος κρατούσε το κλειδί αυτής της γραφής: Το να πας πέρα από τον Μπάροουζ — αυτό ούτε που θα μπορούσα να το διανοηθώ.
Φανατικά αντίθετος στη θανατική ποινή (εξού και η σκληρή ρεαλιστική απεικόνισή της στα βιβλία του που σόκαρε υποκριτές και μη), συχνά έμενε απένταρος και πουλούσε τη γραφομηχανή του, αναγκασμένος μετά να γράφει με το χέρι ή να δακτυλογραφεί σε καταστήματα που νοίκιαζαν γραφομηχανές με την ώρα. Ανήσυχος πειραματιστής με κάθε διαθέσιμο μέσο (γραφομηχανή, χαρτί και μολύβι, ψαλίδια και κόλλες, μαγνητόφωνο, φωτογραφία, κινηματογράφος, ζωγραφική), κατάμαυρος χιουμορίστας, διακωμωδητής των συστημάτων, ο Μπάρρουζ ωθούσε τα πράγματα να συμβαίνουν και ενέπνεε κάθε απελευθέρωση στους ανθρώπους.
Επιστροφή στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, στις
Πόλεις της κόκκινης νύχτας και στον
Τόπο των νεκρών δρόμων. Ο Μπίλ πλησίαζε όλο και πιο κοντά στο Απαίσιο Πνεύμα. Ξόδεψε 40 χρόνια ερευνώντας τις μεταμφιέσεις του, αποκαλύπτοντας τα ονόματα και τις μεθόδους του. Στο έργο του κυριαρχούσε η αναγνώριση των συστημάτων ελέγχου και η επινόηση τρόπων καταστροφής του. Αγωνιζόταν πάντα για την απόλυτη ελευθερία από κάθε μορφής έλεγχο: θρησκεία, σεξουαλική καταπίεση, Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής, Παραδοσιακές Οικογενειακές Αξίες, προγραμματισμό μέσω ΜΜΕ και τηλεόρασης, κρυμμένα μηνύματα της γλώσσας, κάθε μορφής -ισμός. Το Απαίσιο Πνεύμα συχνά τον φοβήθηκε. Τα τελευταία του λόγια μέσα στο ασθενοφόρο προτού χάσει οριστικά τις αισθήσεις του ήταν: Επιστρέφω αμέσως. Λες και δεν το ξέραμε, Μπιλ.
Δεν υπήρχε καταλληλότερος βιογράφος από τον Άγγλο δοκιμιογράφο Μπάρρυ Μάιλς (1943): εκτός από επιστήθιος φίλος του Μπάρροουζ από το 1964 (στοιχείο που δεν φαίνεται καθόλου στο βιβλίο — πώς το κατάφερε;) υπήρξε στα 60s συνιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου-γκαλερί Ιndica στο Μέιφερ του Λονδίνου, έχει βιογραφήσει Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ, έχει γράψει για underground κουλτούρες, για Frank Zappa και Beat Hotel. Η βιογραφία του διατηρεί ίσες δόσεις ψύχραιμης προσωπογραφίας και ερεθιστικότατου μυθιστορήματος. / Εκδόσεις Απόπειρα, 2008, μτφρ. Γιώργος Γούτας, σελ. 334 με βιβλιογραφία, επιλογή δισκογραφίας, ευρετήριο και 13 μαυρόασπρες φωτογραφίες (Barry Miles, William Burroughs, El Hombre Invisible, 1992).