12.11.08

Ο χαρτογράφος της συνείδησης

Γράφει ο Πέτρος Τατσόπουλος | Τα Νέα,
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008 »»

Ο χαρτογράφος της συνείδησης

Εξοικειωμένος από την τρυφερή του ηλικία με τα όπλα, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο τρίτος «μεγάλος» μπίτνικ, φίλος του Κέρουακ και εραστής αργότερα του Γκίνσμπεργκ, πυροβόλησε και σκότωσε κατά λάθος το 1951 την ίδια του τη γυναίκα και μητέρα του γιου του. Αυτό ήταν το καταλυτικό γεγονός που τον έστρεψε στο γράψιμο.
«Αυτό είναι το κλειδί της γραφής του Μπάροουζ: Ήρωες και θραύσματα πλοκής πηδάνε από το ένα βιβλίο στο άλλο, κάνοντας το σύνολο της παραγωγής του μια μακροσκελή ενότητα που λειτουργεί ως “συνειδησιακός χάρτης”».

Το κόστος της χαρτογράφησης μας αποκαλύπτει ο Μπάρι Μάιλς, προσωπικός φίλος και βιογράφος του θρυλικού πια συγγραφέα.
Το Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνσμπεργκ κυκλοφόρησε το 1956. Το Στο δρόμο του Τζακ Κέρουακ το 1957. Το Γυμνό γεύμα του Ουίλιαμ (Μπιλ) Μπάροουζ το 1959. Εάν συνυπολογίσουμε ότι και οι τρεις τους, για κάποιο διάστημα, συγκατοικούσαν στη Νέα Υόρκη και αργότερα στη Διεθνή Ζώνη της ημιαυτόνομης τότε Ταγγέρης, στα βόρεια παράλια του Μαρόκου- ο Άλεν και ο Ουίλιαμ, μάλιστα, υπήρξαν εραστές- κατανοούμε ότι η ξακουστή «Γενιά των Μπιτ», στα γεννοφάσκια της τουλάχιστον, ήταν μια μάλλον οικογενειακή υπόθεση. Πρώτος έδρεψε τη δημόσια αναγνώριση ο Κέρουακ- και αναχώρησε πρώτος από τον πλανήτη, μόλις το 1969, στα σαράντα επτά του χρόνια. Τελευταίος αναγνωρίστηκε ο Μπάροουζ, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν πατούσε πια στα εξήντα πέντε. Θα ζήσει άλλα δεκαεπτά και θα πεθάνει το 1997, την ίδια χρονιά με τον κατά έντεκα χρόνια μικρότερό του Γκίνσμπεργκ.

Ο Μπάροουζ επέστρεψε στην πατρίδα του, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1974, ύστερα από 25 χρόνια αυτοεξορίας — με βραχύβια διαλείμματα — στην Ταγγέρη, το Παρίσι και το Λονδίνο και αναδύθηκε ως «εξέχουσα φιγούρα των μέσων ενημέρωσης», μια σελέμπριτι με το στανιό, δηλονότι ο ίδιος δυστροπούσε μέσα στο στερεότυπο κουτάκι όπου σκόπευαν να τον μαντρώσουν. «Συχνά έχουν στο μυαλό τους», έλεγε στον ποιητή Τζέραρντ Μαλάνγκα, «μια εικόνα, μια ιδέα, που την έχουν προβάλει πάνω μου και που πιθανώς να μην έχει τίποτα να κάνει μ΄ εμένα, τίποτα απολύτως. […] Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας τυποποιείται ως έναν βαθμό, όπως είναι φυσικό, από τα θέματα που επιλέγει. Όπως ο Ζενέ τυποποιήθηκε ως ο αξιοπρεπής κατάδικος. Το ίδιο, φυσικά, κι ο Γκράχαμ Γκριν, ο πιωμένος παπάς. Όσο για μένα… ε, βέβαια, δεν είμαι πια ναρκομανής». Ξανακύλησε Μπορεί να μην ήταν το 1974-ύστερα από επάλληλες κι επίμονες απόπειρες αποτοξίνωσης αλλά την επόμενη δεκαετία πάλι θα «ξανακυλούσε» (με μεθαδόνη, μαριχουάνα κι αλκοόλ την έβγαλε ώς το τέλος) και, εν πάση περιπτώσει, η ούγια του υμνωδού της πρέζας δεν έσβησε ποτέ από το δημόσιο προφίλ του. Αυτή η ούγια άλλωστε έφερνε κοντά του και όλους τους εναλλακτικούς — τότε — «αστέρες της ροκ», ανθρώπους που ο Μπάροουζ, όχι μόνο δεν επιδίωκε να συναναστραφεί, αλλά ούτε γνώριζε καν. Χαρακτηριστική της σύγχυσης είναι η σκηνή που περιγράφει ο Μάιλς: «Στο πάρτι για τα εβδομήντα του χρόνια […] αντάλλαξε μια δυο κουβέντες με τον Στινγκ και τον Άντι Σάμερς των Ρolice, ένα από τα μεγαλύτερα γκρουπ του κόσμου την εποχή εκείνη, και πόζαρε μαζί τους σε μια φωτογραφία για τη Νew Υork Ρost. Λίγο αργότερα ο Μπιλ προειδοποιούσε κάποιους από τους καλεσμένους του, που ενδεχομένως να είχαν πάνω τους κάποια απαγορευμένη ουσία, “δεν ξέρω αν κουβαλάτε τίποτα, αλλά κάποιος μου ’πε πως εκείνοι οι δυο τύποι είναι μπάτσοι”». Αν δεν ήταν αυτός που νόμιζαν οι άλλοι, ποιος ήταν πράγματι; Βίος και πολιτεία. Γεννημένος το 1915 στο «μεσοδυτικό» Σεντ Λούις — με ισχυρή την επιρροή από τον ρατσιστικό Νότο και σε ημερήσια διάταξη τους δημόσιους απαγχονισμούς — γόνος εύπορης οικογένειας με υψηλό δείκτη ευφυΐας (ο παππούς του ήταν ο εφευρέτης της αθροιστικής μηχανής), ο Ουίλιαμ Μπάροουζ προχώρησε νωρίς νωρίς πολύ πιο πέρα από τη συνήθη ταξική αποκήρυξη. Πρωτοδοκίμασε ναρκωτικές ουσίες στα δεκαέξι του κι έκτοτε, όχι μονάχα δεν τις καταδίκασε ποτέ, αλλά αντιθέτως κεραυνοβολούσε τακτικότατα την κυβερνητική αντιναρκωτική υστερία που, κατά τον Μπάροουζ, ήταν υποβολιμαία και υποκριτική, ενταγμένη στην ευρύτερη συνωμοσία «επιβολής ελέγχου» του συστήματος: «Το ιατρικό επάγγελμα έχει επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ασθένειες. […] Το κτηματομεσιτικό και οικοδομικό λόμπι έχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την έλλειψη κατοικιών. […] Η αστυνομία έχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την εγκληματικότητα. Η Δίωξη Ναρκωτικών έχει επενδυτικό ενδιαφέρον για τον εθισμό. Οι πολιτικοί έχουν επενδυτικό ενδιαφέρον για τα έθνη. Οι αξιωματικοί του στρατού έχουν επενδυτικό ενδιαφέρον για τον πόλεμο». Η εμμονή του Μπάροουζ με τον «έλεγχο» (κύριος αγωγός του οποίου ήταν ο ιός της γλώσσας, εξ ου και πρότεινε ως πιο αποτελεσματική αντίσταση τη σιωπή) διολίσθαινε τακτικά σε παράνοια που δεν έκανε διάκριση μεταξύ εχθρών και φίλων. «Ήταν λιγάκι δύσκολο», έλεγε ο Γκίνσμπεργκ, «να βλέπω τον παλιό μου φίλο Μπιλ να με κοιτάζει λες και ήμουνα κάποιο ρομπότ που το ΄χαν στείλει να τον παρακολουθήσει».

Δεν θα είχα γίνει συγγραφέας χωρίς τον θάνατο της Τζόαν
Στη μακρά αν και άναρχη ενασχόλησή του με τη συγγραφή, ο Μπάροουζ χώρεσε σχεδόν τα πάντα: τη Σαϊεντολογία (τον ενδιέφεραν οι μέθοδοί της για έλεγχο και κάθαρση του νου, αλλά τον άφηνε παγερά αδιάφορο η θρησκευτική της πλευρά), τις δοξασίες του ψυχιάτρου (και κατόπιν ψυχοπαθούς) Βίλχελμ Ράιχ, τους ιπτάμενους δίσκους, την ιολογική θεωρία, τα cut-up (μια τεχνική αφηγηματικού κολάζ), τους σαμάνους, τους κώδικες των Μάγια, τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, την τράπεζα εικόνων του ΤΙΜΕ/LΙFΕ κ.ο.κ. «Καθώς πρόκειται για χάρτη της δικής του διεργασίας σκέψης», σημειώνει ο Μάιλς, «η πράξη η ίδια της περιγραφής του αποτελεί καθαρή εξομολόγηση». Όταν όψιμα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική — με ανέλπιστα σπουδαίο εμπορικό αντίκρυσμα — επέδειξε ανάλογο πειραματικό ζήλο, με αποκορύφωμα την «πυροβολική τέχνη» (πυροβολούσε σπρέι μπογιάς και αποτύπωνε στον καμβά την απρόβλεπτη εκτίναξή της). Όπως τα περισσότερα από τα τέκνα της «βαθιάς» Αμερικής, ο Μπάροουζ ήταν εξοικειωμένος με τα όπλα από την τρυφερή του ηλικία. Τον Σεπτέμβριο του 1951 πυροβόλησε και σκότωσε κατά λάθος στην Πόλη του Μεξικού την Τζόαν Βόλμερ, τη σύζυγο και μητέρα του μοναχογιού του, επίσης τοξικομανή — την «πρώτη του και μοναδική σοβαρή σχέση με γυναίκα». Παρ’ ότι στο «ανεκτικό» Μεξικό εκείνων των ημερών κάθησε ελάχιστα στη φυλακή, η τραγωδία τον σημάδεψε ανεξίτηλα. «Ωθούμαι να καταλήξω στο φριχτό συμπέρασμα», έγραψε τριάντα χρόνια αργότερα, «πως ουδέποτε θα είχα γίνει συγγραφέας χωρίς τον θάνατο της Τζόαν...» Ο κατοπινός Μπάροουζ οραματίστηκε έναν κόσμο χωρίς γυναίκες και χωρίς αγάπη — «νομίζω ότι η αγάπη είναι ιός, νομίζω ότι η αγάπη είναι ένα κόλπο που έχει σκαρώσει το γυναικείο φύλο» — αλλά, δύο μόλις ημέρες πριν πεθάνει, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αγάπη; Τι είναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο που υπάρχει». Να ισοδυναμούσε αυτή η παραδοχή και με αναίρεση όλου του έργου του ή με αποκάλυψη του (καλά μεταμφιεσμένου) μοναδικού του νοήματος;

Δεν υπάρχουν σχόλια: