30.10.06

Οι μοναχικές παρτιτούρες του Βασίλη Πολύζου

Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | εφημ. Metro,
30 Οκτωβρίου 2006

Η πατρίδα του αληθινού ποιητή είναι μια χώρα-ολοκαύτωμα, που πάσχει από μοναξιά και αξιοπρέπεια, που τα ανοιξιάτικα κάστρα της έχουν καεί από υπερβολική έκθεση στο φως, ένας παραβατικός Love-ύρινθος που αντιστέκεται με περισσότερες βελανιδιές σε διάταξη πάρκου και μεγαλύτερη αναλογία φθινοπώρου, που βαλσαμώνει όνειρα και ξενυχτάει με τον θάνατο αγκαλιά κερνώντας τον συνθηματικά γράμματα. Εκεί κατοικεί, ο ποιητής Βασίλης Πολύζος, που έχει κόψει τα σύνορά της στα μέτρα του και την διασχίζει αδιάκοπα πάνω κάτω, καβάλα στο ηλιακό του ποδήλατο, πότε σαν Αιμίλιος και πότε σαν βροχοποιός, πετώντας τις λέξεις του σε ένα ουράνιο χαρτοπόλεμο από πορτογαλέζικα fado και βυζαντινή soul.
Η ποίησή του είναι μεταμοντέρνα, χαμηλόφωνη, υπαινικτική, ένα εν δυνάμει μυθιστόρημα με πινελιές Πάουντ, χωρίς ψεύτικους ακαδημαϊσμούς και καλολογικές επιστρώσεις, μια ποίηση που εικονογραφεί τα τοπία της ψυχής, αλλά και σημαίνει. Στην τροπική «Διζιλανδία» του, ο χρόνος ταξιδεύει με την πλάτη γυρισμένη στον σκηνοθέτη, στα «12+1», δείχνει τα οκτώ σημεία του ορίζοντα σε αποστρατεία, στις «Αναμνήσεις…», στρώνει χρώματα στο αλφαβητάρι του ήλιου, συλλαβίζοντας αγιόκλημα και μέντα κι άγριο γιασεμί και δυοσμαρίνι στα βυζιά των κοριτσιών. Είναι ένας χρόνος καθ’ ομοίωσιν παιδιού, ένα άτυπο καταφύγιο χρωμάτων από κείνα τα λαμπερά που μας στερούν, μια τοιχογραφία ανοιχτής θάλασσας που εχθρεύεται την κανονικότητα, ένα ημερολόγιο καταστρώματος βρεγμένο από τα σημάδια του ορίζοντα. Ποιου ορίζοντα όμως; Αυτού που η φαντασία και η καρδιά του ποιητή Πολύζου, του επιτρέπουν να διακρίνει ως γυμνό κορίτσι καβάλα σε ηλιακό ποδήλατο, λίγο πριν αρνηθεί να αντιγράψει κι αυτός, τις πληγωμένες ιαχές τόσων και τόσων συναδέλφων του, κρεμώντας την ένθετη φάτσα του κοντά στο τζάκι. Ο επισκέπτης της ποίησής του προσλαμβάνει πρώτα τον σπινθήρα και μετά την φωτιά της, πρώτα το πλαίσιο και μετά τον καθρέφτη, πρώτα την μουσική και μετά την εικόνα της, πρώτα το συναίσθημα και μετά την γνώση, που μπορεί βέβαια να ανιχνευτεί πλούσια στις παρυφές και των πέντε ποιητικών συλλογών του, χωρίς να χρειάζεται να χειροκροτεί τον εαυτό της με ερμηνευτικές κορώνες και επιδεικτικά χαριεντίσματα στους πορτοκαλεώνες της Σόλωνος. Δεν αισθάνομαι επαγγελματίας κριτικός, γι αυτό και δεν σχολιάζω την διακειμενικότητα, το μέτρο ή τις αισθητικές καταβολές του Βασίλη Πολύζου. Απλά επισημαίνω την θλίψη μου για το γεγονός ότι στίχοι τέτοιου βεληνεκούς, που κυκλοφορούν σαν ανθεκτικά σπερματοζωάρια μολύνοντας την μήτρα του κατεστημένου, παραμένουν στο ημίφως, στην σκοτεινιά των πραγμάτων – και δεν εννοώ την εμπορικότητα, αφού αυτή, ούτως ή άλλως δεν υφίσταται γενικότερα στην ποίηση – χάριν μιας πολυάνθρωπης παρέλασης αλλοπαρμένων φαντασμάτων που στερούνται ταλέντου και υποδύονται τους ποιητές, αναπαράγοντας αδέξια, γνωστά στυλ του προηγούμενου αιώνα. Αλλά, ας μη μιλάμε για χρυσάνθεμα σ’ αυτή την πόλη που τη ρήμαξε η βροχή.

Δείγματα συλλογών:
Τα βράδια ντύνονται παλιές εφημερίδες / φορούν κατάσαρκα ξεθυμασμένα ρεπορτάζ / που ίσως αύριο πάλι να αφορμίσουν. (Αναμνήσεις προκάτ άνοιξης, Απόπειρα 2006)
Κι όμως τα blues παρά το χρώμα τους / είναι μαύρα (12+1 μοναχικά ποιήματα, εκδ. Εριφύλη 2005)
Πέντε μερόνυχτα / φυσούσε αδιάκοπα Σέριφο. (Ηλιακό ποδήλατο, εκδ. Μεταίχμιο 2003)
Τελικά μου ’μεινε ένας σκοροφαγωμένος Βιβάλντι εκτός εποχής / και τα κουπόνια που δεν πρόφτασα ν’ ανταλλάξω / με δώρα των Δαναών. (Dizziland, εκδ. Εριφύλη 2001)
Όπως περιμένουν με κλειστές ομπρέλες / αραδιασμένοι κάτω απ’ τις μαρκίζες οι ανέστιοι / το τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο. (Επίλογοι και άλλα Κεκραγάρια, εκδ. Εριφύλη 1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια: