28.11.99

Ο γέροντας της ακτής

γράφει ο Σπύρος Μοσκόβου | Το Βήμα,
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 1998 »»

Πωλ Μπόουλς

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό τρεις έμποροι που ξεκίνησαν από την Ταμπελμπαλά για να πουλήσουν τα δέρματά τους στο Τεσαλίτ. Στην έρημο ένας ληστής τούς ξεγέλασε, σκότωσε τους δύο μεγαλύτερους και στη συνέχεια υπέβαλε στα χειρότερα μαρτύρια τον τρίτο, τον νεαρό Ντρις: ψωλοκόπηση, διακόρευση, καρατόμηση. Ο ληστής έφθασε στο Τεσαλίτ κι άρχισε να πουλά τα κλεμμένα δέρματα, αλλά τον κατάλαβαν, τον οδήγησαν σε μιαν απόμερη τοποθεσία έξω από τα τείχη της πόλης κι εκεί τον έθαψαν ζωντανό, αφήνοντας μόνο το κεφάλι του να εξέχει από την άμμο. «Τη δεύτερη νύχτα δεν ήξερε πια πού βρίσκεται, ούτε ένιωθε το κρύο. Ο άνεμος σήκωνε την άμμο από το έδαφος και τη φυσούσε μέσα στο στόμα του, καθώς τραγουδούσε». Το βάρβαρο αυτό διήγημα του αμερικανού συγγραφέα Πολ Μπόουλς με τίτλο Το νόστιμο θήραμα δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1949 στο περιοδικό της Ταγγέρης «Zero» που διηύθυνε ο ολιγογράφος Γιώργος Σολωμός με το ψευδώνυμο Themistocles Hoetis. Την εποχή εκείνη περιοδικά και εκδότες στη Βρετανία αρνούνταν να δημοσιεύσουν ορισμένα κείμενα του Μπόουλς που παραβίαζαν τα εσκαμμένα των λογοτεχνικών συμβάσεων. Ο συγγραφέας βρισκόταν στην πιο δημιουργική του περίοδο, αλλά επρόκειτο να γίνει διάσημος πολύ αργότερα κι ακόμη πιο όψιμα μύθος και είδωλο.


Οι πόνοι που έπιασαν τη Ρένα Μπόουλς στις 30 Δεκεμβρίου 1910 προμήνυαν έναν δύσκολο τοκετό που της άφησε παρενέργειες σε όλη της τη ζωή. Ο μικρός Πολ ζύγιζε οκτώμισι λίτρα, είχε στριμωχτεί διαγωνίως στη μήτρα και τον τράβηξαν έξω με τις κουτάλες. Ο πατέρας του Κλοντ, οδοντίατρος στο Λονγκ Άιλαντ έξω από τη Νέα Υόρκη, δεν του συγχώρεσε ποτέ την άτακτη έφοδό του στον κόσμο και τον άφησε να παίξει με άλλα παιδιά μόνο όταν έγινε επτά χρόνων. Ο Πολ τούς εγκαταλείπει το 1929, μπαρκάρει στο Ρέινταμ, αποβιβάζεται στη Βουλώνη και καταλήγει στο Παρίσι με 24 δολάρια στην τσέπη. Το μεγάλο ταξίδι έχει αρχίσει. Περιοδεύει στη Λατινική Αμερική, στη Νότια Ασία, στη Βόρεια Αφρική. Γνωρίζει τη συγγραφέα Γερτρούδη Στάιν, μαθητεύει στον συνθέτη Ααρών Κόπλαντ, γράφει μουσική για ταινίες και έργα του Όρσον Γουέλς και του Τενεσί Γουίλιαμς, νυμφεύεται την 20χρονη Τζέιν που έχει κλίση στο αλκοόλ και στα γράμματα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 το ζεύγος θα εγκατασταθεί στην Ταγγέρη του Μαρόκου. Η Τζέιν θα ερωτευθεί τη μαγγανεύτρια Σερίφα, ο Πολ θα συναντήσει τον αναλφάβητο έφηβο Αχμέτ. Μέσα στην 20ετία που ακολούθησε η Τζέιν παραφρόνησε έπειτα από πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια, η απαίσια Σερίφα εξαφανίστηκε μια μέρα για πάντα στα σοκάκια της πολιτείας, ο ραδινός νέος εξελίχθηκε στον γνωστό μαροκινό ζωγράφο Αχμέτ Γιακούμπι ενώ ο ακάματος ταξιδευτής στέριωσε στην Ταγγέρη και έγινε ο συγγραφέας Πολ Μπόουλς. Παράλληλα κατέγραφε την τοπική μουσική του Μαρόκου και ανακάλυπτε προικισμένους παραμυθάδες. Μαγνητοφωνούσε τις ιστορίες τους και στη συνέχεια τις εξέδιδε.

Ως το 1956 η Ταγγέρη τελούσε υπό διεθνές καθεστώς και λειτουργούσε σαν μαγνήτης για κερδοσκόπους και κατασκόπους, γόητες και τυχοδιώκτες. Στο μέγαρο Σίντι Χόσνι η βαθύπλουτη Μπάρμπαρα Χάτον έδινε τα περιβόητα πάρτι της, στην πλατεία Σόκο Τσίκο είχαν την έδρα τους οι σαράφηδες του χρήματος και οι αργυραμοιβοί του έρωτα, οι εκκεντρικοί κύριοι περνούσαν οπωσδήποτε από το ανδρικό πορνείο του Μανολό. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έζησε ο Πολ Μπόουλς, σ’ αυτόν τον χώρο συνέρευσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι beatniks μετονομάζοντας την ασωτία σε διαμαρτυρία. Ο Πολ Μπόουλς αντίθετα αρνήθηκε πεισματικά να προβάλει τις προσωπικές του ιδιορρυθμίες, χειρίστηκε πάντα με φλέγμα τις εσωτερικές και εξωτερικές κακουχίες. Πέρα από το λατινοαμερικανικό και αραβικό σκηνικό των τεσσάρων μυθιστορημάτων και των περίπου 50 διηγημάτων του, το πραγματικό του θέμα είναι η εμπλοκή του εγώ στο άλλο, η τυχαία εμφύτευση του ατόμου σε ένα ανοίκειο περιβάλλον και η βαθμιαία εξάρθρωσή του μέσα στις αλλότριες νομοτέλειες. Οι ταπεινοί του ήρωες εκβράζονται σε άγνωστες όχθες, προσπαθούν να επιβιώσουν, πέφτουν σε κινούμενες άμμους, αναδεύουν τα χέρια για να σωθούν, αλλά έχουν εξαφανισθεί προτού καλά καλά το καταλάβουν. Σε όλο το έργο του Μπόουλς καραδοκεί πάντα ένας αόρατος κίνδυνος που τελικά καταβροχθίζει τα αμέριμνα πρόσωπα της μυθιστορίας. Δεν μένει πίσω τους παρά «το απροσδιόριστο λίκνισμα μιας αψηλής φοινικιάς».

Στο πρώτο μεγάλο του έργο, το Τσάι στη Σαχάρα (ελληνική έκδοση Απόπειρα 1991), το οποίο έγινε πασίγνωστο 40 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση με τη χλιαρή κινηματογραφική μεταφορά του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι το 1990, ο Πορτ και η Κιτ αναζητούν στην Αλγερία την ανανέωση της αγάπης τους, αλλά τους περιμένει η καταστροφή. Αυτός θα υποκύψει στον τύφο, τα δικά της ίχνη θα σβήσουν στη Σαχάρα. Στο επόμενο μυθιστόρημα Καλώς να πέσει (ελλ., Απόπειρα 1993) ο υπαλληλάκος Νέλσον δεν καταφέρνει την κομπίνα που ετοιμάζει και υπό την επήρεια του μαζούν θα βυθίσει ένα στιλέτο στο κρανίο του μαροκινού συνενόχου του. Στο Σπίτι της Αράχνης (1955) ο Τζον και η Πόλι θα αναγκασθούν να εγκαταλείψουν το Μαρόκο μέσα στις ταραχές της ανεξαρτησίας, αφήνοντας πίσω στον δικό του κόσμο τον μικρό φίλο τους Αμάρ. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το Ψηλότερα στον κόσμο (1966), ο κύριος και η κυρία Σλέιντ ζητούν μόνο την αναψυχή στη Λατινική Αμερική, αλλά βρίσκουν τον θάνατο. Ένας μητροκτόνος νομίζει ότι έγιναν θεατές του φόνου, θα τους καλέσει στο εξοχικό του και θα βρει τον τρόπο να τους εξαφανίσει διαδοχικά. Χωρίς εσωτερικά και εξωτερικά ερείσματα στον χώρο από τον οποίο προέρχονται, τα συμβατικά αυτά ζευγάρια των μυθιστορημάτων του Μπόουλς, μακρινά είδωλα του ίδιου του Πολ και της Τζέιν, οδηγούνται σαν νευρόσπαστα στον αντίποδα αυτού που αναζητούν συνειδητά: ψάχνουν την αγάπη και καταδικάζονται στην απομόνωση, επιζητούν τη ζωή και καταλήγουν στην απώλεια. Το λογοτεχνικό ύφος του αποφεύγει κάθε κορύφωση και κάθε φωνασκία, όλα συντελούνται αργά και αναπόφευκτα. Η καταστροφή αναγγέλλεται μέσα από το ζουζούνισμα των εντόμων ή τις μυρωδιές που περιφέρει ανόθευτες ο λίβας.

Η λάμψη της Διεθνούς Ζώνης ανήκει πια εδώ και δεκαετίες στο παρελθόν της Ταγγέρης, αλλά ο Πολ Μπόουλς είχε απομείνει στο μικρό του διαμέρισμα προσπαθώντας να ανακόψει το ρεύμα των νεοφώτιστων οπαδών του που ήθελαν να τον επισκεφθούν, επικοινωνώντας με τον έξω κόσμο μόνο μέσω γραμματοθυρίδας. Ούτε τηλέφωνο ούτε, προς Θεού, φαξ. Όσο έσβηνε η Ταγγέρη τόσο δυνάμωνε η δική του συγγραφική αίγλη. Δεκάδες δημοσιογράφοι, σκηνοθέτες, φιλοπερίεργοι, τουρίστες και ποικίλοι θαυμαστές πήγαιναν να τον περιεργασθούν την τελευταία δεκαετία κι αυτός τους υποδείκνυε τις δέουσες αποστάσεις με το χιούμορ του, οχυρωμένος πίσω απ’ τα σεντούκια του σπιτιού του, συχνά κλινήρης με τη ρόμπα του. Αυτά τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψε την Ταγγέρη μόνο δύο φορές, μία για να εμφανισθεί στο Παρίσι στην τηλεοπτική εκπομπή «Apostrophes» και μία για να νοσηλευθεί στη Νέα Υόρκη. Περισσότερες δοσοληψίες με τον έξω κόσμο είχαν πια οι πρώην έφηβοι, μετέπειτα μαθητές του και νυν γνωστοί μαροκινοί συγγραφείς. Ο Μοχάμετ Μράμπετ, για παράδειγμα, που εξακολουθεί να διηγείται ότι τις ιστορίες που φέρουν το όνομά του τις ψιθυρίζουν τα ψάρια στην ακτή. Ή ο Μοχάμετ Σούκρι που στις συχνές πλέον συνεντεύξεις του στον ξένο Τύπο αποποιείται κάθε μαθητική ή άλλη σχέση με τον αμερικανό συνάδελφο. Ο Πολ Μπόουλς έμεινε τα τελευταία χρόνια ουσιαστικά μόνος, ένας γέροντας κοντά στην ακροθαλασσιά, είπε τα λιγοστά του λόγια και την προπερασμένη Πέμπτη η ψυχή του έκανε πανιά.

____________________________
Τα βιβλία του Πολ Μπόουλς που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι: Εσύ δεν είσαι εγώ, Ο καιρός της φιλίας (Εκδόσεις Γράμματα), Σκορπιός και άλλα διηγήματα, Τσάι στη Σαχάρα, Καλώς να πέσει, Εκατό καμήλες στην αυλή (Απόπειρα).

Σπύρος Μοσκόβου Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι δημοσιογράφος στην Deutsche Welle.
Άλλα κείμενα του κ. Σπύρου Μοσκόβου στο Βήμα »»

Δεν υπάρχουν σχόλια: