γράφει η μεταφράστρια ποιήτρια Ιφιγένεια Ντούμη
Η ομιλία της στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Ένα βήμα τού Απόστολου Μπασιώτη.
Καλησπέρα σε όλες και όλους. Σας ευχαριστούμε που είστε απόψε εδώ. Ευχαριστούμε το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών για τη φιλοξενία, τις εκδόσεις Απόπειρα και, φυσικά, τον Απόστολο Μπασιώτη για την πρόσκληση να συμμετάσχουμε στην πρώτη παρουσίαση του πρώτου του βιβλίου, του πρώτου του βήματος στα ποιητικά. Του βιβλίου Ένα βήμα, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Απόπειρα. Χαιρετίζω την παρέα, παλιούς και νέους φίλους.
Το βιβλίο για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα έχει γραφτεί από έναν άνθρωπο των θετικών επιστημών. Αυτό δεν το αναφέρω ως κάτι που με εκπλήσσει, εξάλλου ανάμεσά μας έχουμε και τον Μάκη Βουτσινά ο οποίος επίσης προέρχεται από τον χώρο των θετικών επιστημών και μας έχει δώσει εξαιρετικά ποιήματα και βιβλία, αλλά και γενικά είναι πολλές οι περιπτώσεις των ποιητών, παλαιότερων και σύγχρονων, που δεν είχαν τη λογοτεχνία ως αντικείμενο σπουδών ή που η δουλειά τους δεν είχε άμεση σχέση με τη γλώσσα. Ο λόγος που αναφέρομαι σε αυτό, είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως είναι η περίπτωση του Απόστολου, παρατηρώ ότι συνήθως αυτή η ας την πούμε εκ των πραγμάτων απόσταση δημιουργεί μια ωραία αντίσταση στον ποιητικό λόγο. Τι θέλω να πω με αυτό – έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μπορεί απλώς να πρόκειται για προκατάληψη την οποία άνευ τύψεων μοιράζομαι μαζί σας! Τα πράγματα στα ποιήματα αυτά δεν έχουν τίποτα το «ακατάσχετο», δείχνουν γειωμένα, ελέγχονται, φέρνουν αν θέλετε την επιστημονική μέθοδο στο ποίημα, με τρόπο ειλικρινή, φυσικό και αυθόρμητο και όχι χάριν εντυπωσιασμού. Η επιλογή των λέξεων δείχνει να βασίζεται σε κάποιους νόμους που δημιουργούν μια άλλου είδους οικονομία στο ποίημα. Κι έτσι, στην περίπτωση του Απόστολου, για παράδειγμα, είτε το αρχικό ερέθισμα ήταν ένα βίωμα, μια σχέση, μια ανάμνηση, είτε ένα ιστορικό γεγονός, τα ποιήματα, τα οποία εξάλλου διακρίνονται κι από μια σχετική συντομία, δε φλυαρούν, αλλά επιχειρούν με τις λιγότερες δυνατές λέξεις – και με λιγότερο ποιητικές λέξεις, ενδεχομένως – να παρουσιάσουν με καίριο τρόπο τον ποιητικό του κόσμο. Από την άλλη, ακόμα και κάτι που μπορεί να φαντάζει πεζό, όπως το πυθαγόρειο θεώρημα, για παράδειγμα, που συναντάμε στο ομώνυμο ποίημα, ιδωμένο από τη σκοπιά του ποιητή, ανοίγει χώρο για σκέψεις και συνειρμούς, άλλες πιο κοντά κι άλλες πιο μακριά από αυτό που είχε στο μυαλό του ο ίδιος. Σας διαβάζω το ποίημα.
Πυθαγόρειο θεώρημαΤο ότι ο ποιητής μπορεί να προέρχεται από μη λογοτεχνικό υπόβαθρο δεν σημαίνει ότι το ποίημα στερείται φαντασίας ή ότι δεν υπάρχουν ακόμα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία σε αυτό. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Χιόνι»: Χιόνιζε όλη τη νύχτα/ το πρωί το άσπρο αυτοκίνητο/ έγινε μπεζ. Ή τον «Άι-Βασίλη»: Οι γιορτές ήλθαν/ θα προλάβω να βάψω/ τα γένια μου; Ούτε τρυφερότητας βέβαια στερούνται, παρότι το στοιχείο της παρατήρησης, της δοκιμής και της επαλήθευσης τρυπώνει και στα πιο τρυφερά του ποιήματα. Διαβάζω για παράδειγμα την «Αχλαδιά».
στο τρίγωνο αυτό
η απόμακρη πλευρά είναι μικρότερη
από το άθροισμα των άλλων
όμως το τετράγωνό της είναι ίδιο
με το άθροισμα των τετραγώνων τους
η μικρή κατάφερε να απλωθεί τόσο
ή αδράνησαν οι μεγαλύτερες;
αυτές φαίνεται στη συνεννόηση δυσκολεύτηκαν
ενώ εκείνη μόνη της πιο γρήγορη ήταν
κι αν αυτές θελήσουν τώρα
ν’ ανακτήσουν την ισχύ τους επιστρέφοντας
σύντομα θα καταλάβουν
πόσο δύσκολο πια έγινε
αυτά άραγε μόνο στο ορθογώνιο τρίγωνο
συμβαίνουν
Η αχλαδιάΌσοι γνωρίζετε τον Απόστολο Μπασιώτη από παλιά, και ίσως δεν γνωρίζατε την αγάπη του για την ποίηση, θα εκπλαγήκατε ίσως από την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης. Συχνά όταν δημοσιεύουμε ή όταν εκδίδουμε ένα βιβλίο, όταν δεν έχουμε γεννηθεί σε κάποια λογοτεχνική ή έστω επώνυμη οικογένεια, όταν είμαστε ταυτισμένοι στην σκέψη των άλλων με την επαγγελματική μας ιδιότητα, ίσως εύλογα δημιουργείται σε κάποιους η απορία: «Καλά, ο Χ ή η Ψ γράφει; Δηλαδή είναι ποιητής;» Και στη συνέχεια: «Από πότε; Και έβγαλε και βιβλίο;» Θα σας απαντήσω. Σε όποια ηλικία και να αποφασίσει κανείς να φανερώσει (να μοιραστεί μάλλον) το ενδιαφέρον του για την ποίηση και τη δημιουργία, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πρόκειται για μια ευαισθησία που είχε πάντα μέσα του. Ίσως δεν το είχε συνειδητοποιήσει, δεν το είχε τολμήσει, δεν είχε την κατάλληλη ενθάρρυνση ώστε να κοινοποιήσει το ενδιαφέρον του αυτό, την επιθυμία να δημοσιεύσει. Αυτός ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρομαι είναι αναγνώστης ο ίδιος, γνώστης ποιητών και ρευμάτων της εγχώριας ή της ξένης ποίησης, ιδανικά σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να μη φιλοδοξεί να γίνει ο νέος Σεφέρης ή η νέα Αγγελάκη Ρουκ, μπορεί να ξέρει ότι δεν είναι, μπορεί και να είναι και να μην το ξέρει ή να μην το ξέρουμε, μπορεί να μην τον ενδιαφέρει καν οποιαδήποτε σύγκριση, μπορεί να έχει πλήρη επίγνωση ότι κάποιοι ίσως τον πούνε εκκεντρικό. Η ανάγκη του όμως αυτή, γιατί περί ανάγκης πρόκειται, η ανάγκη να εκφράσει μέσα από δικούς του στίχους την ποιητική ματιά του στα πράγματα, είναι ακατανίκητη. Τα διαβάσματά του έχουν πλέον κατακαθίσει μέσα του και αναμοχλεύονται με κάθε νέο ερέθισμα, καθότι διαθέτει την ευαισθησία εκείνη που επιτρέπει στα ερεθίσματα να τραβούν τις ποιητικές του χορδές. Κι έτσι αναπόφευκτα αναδύονται στην επιφάνεια σκέψεις και λέξεις που παίρνουν τώρα τη δική του φωνή, αποτελούν δική του πρωτότυπη σύνθεση. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στη συγκινητική στιγμή της φανέρωσης μιας τέτοιας νέας ποιητικής φωνής, που κερνάει σήμερα τα αποστάγματα της πολύχρονης αναγνωστικής διαδρομής της, της πολύχρονης εσωτερικής συνομιλίας με παλαιότερους ποιητές, όπως ο Auden, ο Cummings, o Eliot, και άλλοι, τους οποίους αν θέλει μπορεί να μας αναφέρει και ο ίδιος στη συνέχεια.
ψάχνεις πρώτα τα πιο χαμηλά, τα σφίγγεις
φαίνονται σκληρά, δεν έχουν ωριμάσει
κοιτάς τα ψηλότερα, ούτε και αυτά
ύστερα κόβεις κάποιο άλλο
είναι εξίσου σκληρό, το δαγκώνεις
με έκπληξη διαπιστώνεις πως ωρίμασε
πάντα ήθελες να είσαι σίγουρη πριν
προχωρήσεις
ο ήλιος ετοιμάζεται να ανατείλει
ενώ είσαι στη θάλασσα για το πρωινό μπάνιο
ο Μόλυβος από ψηλά επιθεωρεί το Αιγαίο
γυρίζεις και μου λες, χρειάζεται δοκιμή;
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής μας ταξιδεύουν από το Βλαδιβοστόκ στο Μπρούκλυν κι από την έρημο της Νεφούντ στο Πασαλιμάνι, και ζωντανεύουν με τους στίχους τους από τον Τζον Νας και τον Άλαν Τιούρινγκ, μέχρι τον Ανδρέα Κορδέλα και τον Βαμβακάρη. Υπάρχουν αγαπημένοι άνθρωποι, πρόσωπα από το παρελθόν ή την οικογένεια, γλυκό κρασί τζιώτικο και τραγούδια παρεΐστικα, αναμνήσεις που αφήνουν μια γλύκα ή μια πίκρα. Υπάρχουν όμως και ποιήματα στοχαστικά για το χρόνο, τα όνειρα, τη μοναξιά. Κοίταξε το ηλιοβασίλεμα/ να καταπίνει τη θάλασσα/ χιλιάδες πέρασαν/ ελάχιστα είδε/ ήλιους που ανέτειλαν/ δεν πρόσεξε/ νύσταζε τότε/ δυσκολεύτηκε σε αποφάσεις/ πέρασε νύχτες ξάγρυπνος/ μάζεψε γνώσεις/ σκέφτηκε τα χρόνια που κύλησαν έτσι/ τώρα είπε κάτι άλλο χρειάζεται/ θυμήθηκε τα λόγια σου/ υπάρχει ένα απίστευτο σύμπαν παραδίπλα/ πάμε λοιπόν. Μόλις σας διάβασα το ποίημα με τίτλο Το βήμα με το στίχο του Κάμινγκς στο τέλος να δείχνει ίσως τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Απόστολο (ή και όλους μας) στην ποίηση.
Σας καλώ λοιπόν να κοιτάξετε μέσα στο χνάρι που άφησε αυτό το βήμα, το πρώτο βήμα του Απόστολου Μπασιώτη, και να το αφήσετε να σας οδηγήσει εκεί όπου ιδανικά θα συναντηθεί η ευαισθησία του ποιητή με τη δική σας.
Αυτά από μένα, σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας, και κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω από τον Απόστολο να διαβάσει ο ίδιος ένα ποίημα, όποιο θέλει, και να μας πει αν θέλει κάτι για αυτό, ξεναγώντας μας λίγο στο ποιητικό του εργαστήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου