Ένα αφήγημα για την υπόγεια δράση των συλλογικών ενοχών στη σύγχρονη κοινωνία, οι οποίες μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά.
Γράφει ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης | Καθημερινή,
Κυριακή 30 Απριλίου 2006 »»
Δημήτρης Γκενεράλης
Ο απρόσμενος θάνατος ενός ψυχαναλυτή.
Απόπειρα, 2005. »»
Ο Δημήτρης Γκενεράλης με τη νουβέλα Ο απρόσμενος θάνατος ενός ψυχαναλυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη 12η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρώπης και της Μεσογείου τον Σεπτέμβριο του 2005. Το θέμα της διοργάνωσης ήταν το πάθος. Ο Δημήτρης Γκενεράλης επέλεξε να παρουσιάσει το πάθος με τον τρόπο του αρνητικού, όπως λέμε στην ψυχανάλυση, με τη δήλωση μιας οντότητας η οποία απουσιάζει δραματικά εκεί όπου όλα δείχνουν ότι την περιμένουμε να εμφανισθεί και να δράσει.
Ο συγγραφέας, ο οποίος καμία σχέση δεν έχει με την ψυχανάλυση, αλλά με το δίκαιο και με την κοινωνιολογία — είναι όμως γερμανοτραφής — άφησε ελεύθερη την φαντασία του και λαθεύοντας, πέτυχε διάνα. Εξηγούμαι: Η ψυχοθεραπεία την οποία περιγράφει είναι μια αποτυχημένη θεωρητικά, κλινικά και τεχνικά εργασία, αλλά οι ήρωες είναι απόλυτα πραγματικοί. Γίνεται δηλαδή εδώ αυτό που έλεγε ο S. Freud, ότι οι ποιητές φθάνουν εύκολα εκεί που οι ψυχαναλυτές φθάνουν με τόσο κόπο. Το «εκεί» είναι η αναγνώριση και η περιγραφή της ψυχοπαθολογίας.
Η γραφή - μετάφραση
Ο πρώτος από τους δύο κεντρικούς ήρωες της νουβέλας είναι ένας άνδρας γύρω στα 45, με κάποια οικονομική άνεση που του επιτρέπει να ζει τη μονότονη, απόλυτα επαναλαμβανόμενη μοναχική καθημερινότητά του. Η ανάγκη του ελέγχου των μικροσυμβαινόντων της ζωής του, η τάση για εκλογίκευση των πάντων με βάση την κοινά παραδεκτή γνώμη, η έλλειψη οποιασδήποτε συναισθηματικής διακίνησης, οδηγούν τον δεύτερο, τον σχεδόν συνομήλικο ψυχίατρο-ψυχαναλυτή στο να επιχειρεί εντελώς άτεχνα να τον διακινήσει, στην αποτυχία των θεραπευτικών προσπαθειών και τελικά στην προσωπική κρίση. Ο ψυχίατρος, κάτω από το βάρος τη αμετακίνητης παθολογίας του ασθενούς, την επωμίζεται, τη βιώνει, αλλά επειδή ο ψυχίατρος πάλλεται συναισθηματικά, βιώνοντας την υπαρξιακή κρίση του ασθενούς, τη δική του, και κατά τη γνώμη μου και της γερμανικής κοινωνίας, καταρρέει. Πριν καταρρεύσει, επιθυμεί να σωθεί με τη γραφή. Ο ψυχίατρος συγγράφει μια ανακοίνωση για ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο, όπου παρουσιάζει ακριβώς την περίπτωση αυτού του ασθενούς που του δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Την ανακοίνωση δεν τη μαθαίνουμε ποτέ, αλλά μαθαίνουμε πως η γραφή δεν μπορεί να είναι ύστατη πράξη σωτηρίας, αλλά σώζει μόνο όταν είναι απελευθερωμένη καθημερινή πρακτική. Λέω «γραφή», αλλά καλύτερα θα ήταν να έλεγα «μετεγγραφή» ή ακόμα καλύτερα «μετάφραση» γιατί τελικά — ή μάλλον αρχικά — κάθε γραφή δεν είναι απόπειρα μετάφρασης ενός εσωτερικού ρητού ή και άρρητου λόγου; Στο βάθος έρχεται μέσα από τους ήρωες και ζητεί τον λόγο η Ιστορία, και μάλιστα μέσα από ένα από τα κεντρικά θέματά της, την ενοχή. Αυτή κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στο κέντρο της νουβέλας και πολύ σωστά, ο Δημήτρης Γκενεράλης, ως μοντέρνος συγγραφέας, την τοποθετεί στην περιφέρεια.
Συλλογικές ενοχές
Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε σχέση ασθενούς και ψυχιάτρου-ψυχαναλυτού, αλλά για μια σχέση που αναπτύσσεται στην Κολωνία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μια Γερμανία που ανακάμπτει οικονομικά αλλά κάτω από το βάρος της σιωπής σχετικά με την Ιστορία της. Γιατί αν «ανοίξουμε» το κείμενο, τα ερωτήματα θα γίνουν εφιαλτικά: ποιο είναι το παρελθόν αυτού του ασθενούς, αριστοκρατικής καταγωγής, που μαθαίνουμε ότι από τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τρώει καθημερινά, και χωρίς να χάσει ούτε μια μέρα, στο ίδιο εστιατόριο; Ποιο είναι το παρελθόν τού ψυχιάτρου-ψυχαναλυτού, και ποια η ψυχαναλυτική του εκπαίδευση, όχι μόνο στο επίπεδο της θεωρίας αλλά και της ηθικής αυτής της επιστήμης, όταν γνωρίζουμε τους διωγμούς που υπέστησαν οι ψυχαναλυτές από τους ναζί, με αποτέλεσμα την ερήμωση της ψυχαναλυτικής κοινότητας της Γερμανίας μετά τον πόλεμο; Μήπως οι μεταπολεμικοί δάσκαλοί του ήταν συνεργοί ή και συνένοχοι της σιωπής, με αποτέλεσμα τα μεγάλα χάσματα στη γνώση του εαυτού και της κοινωνίας; Με το τελευταίο ερώτημα η νουβέλα μάς βγάζει ξανά από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και μας θέτει μπροστά στο θέμα που αφορά κάθε σύγχρονη κοινωνία, ανάμεσα στις άλλες και την ελληνική, που — κατά τη γνώμη μου — ελάχιστα έχει αναπτύξει τον προβληματισμό σχετικά με συλλογικές ενοχές, οι οποίες διαψεύδονται αλλά οι οποίες υπογείως δουλεύουν ενδοψυχικά και μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Η φαινομενικά απλή αφήγηση του Δημήτρη Γκενεράλη που, στην ανάγνωσή μου, έλκει την καταγωγή της από το γαλλικό «νέο μυθιστόρημα», αλλά στηρίζεται και σε νεότερες θεωρίες γραφής, όπου η αφήγηση δεν γίνεται από ένα σημείο θεώρησης αλλά από πολλαπλά — που λειτουργούν χωρίς να δηλώνονται — έχει τη χάρη της μάσκας. Μπορείς να τη δεις και να την προσπεράσεις, μπορείς να φαντασθείς τα κρυμμένα πρόσωπα και να τρομάξεις.
_____________________________
Ο κ. Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος-ψυχαναλυτής.
Ημερομηνία : 30-04-2006
Copyright: http://www.kathimerini.gr. »»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου