Συνέντευξη στην Αγγελική Μπιρμπίλη | Athens Voice,
Πέμπτη 20 Απριλίου 2006
Είναι αυτά τα σαββατιάτικα μεσημέρια γύρω στις 2 όπου οι φωνές δυναμώνουν και η Σκουφά πλημμυρίζει, που αν έχεις παρατηρητικότητα θα τον διακρίνεις να περνάει με την τραγιάσκα του κατεβασμένη συνοδευόμενος από μια κοπέλα, την κόρη του. H διαδρομή Πατριάρχου-Πλατεία-Σκουφά τελειώνει στο πατάρι του Κοραή, Ναβαρίνου και Ιπποκράτους γωνία, στη καθιερωμένη συνάντηση με άλλους ποιητές και φίλους της «Νέας Συντέλειας», και νεαρούς και κορίτσια που θα γράψουν κάποτε στο μέλλον μια ποιητική συλλογή.
Στο διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ ο «ανυποχώρητος μοντερνιστής» Νάνος Βαλαωρίτης με υποδέχεται ανεπιφύλακτα στο κέντρο του χαοτικού σύμπαντος που είναι το σπίτι του. Eνός σύμπαντος τόσο ρευστού και παράδοξου όσο οι εικόνες στα ιδιόμορφα μυθιστορήματά του: ψάχνω μέσα σ' έναν κατακλυσμό από ετερόκλητα αντικείμενα, βιβλία, περιοδικά, πίνακες, παλαιά έπιπλα, πακέτα, βιτρίνες, dvd, φωτογραφίες, μια τηλεόραση ανοιχτή στο Discovery, κάπου να καθίσω. Όσο παραληρηματικός είναι ο γραπτός λόγος του, όσο αιφνίδιες οι ανατροπές στα πεζά του, όσο παράλογες οι εικόνες στα ποιήματά του, όσο ασυγκράτητη η ροή συμβόλων στα δοκίμια, τόσο υπαρκτός κι αληθινός είναι ο κόσμος που τον συντροφεύει: η κόρη, η γυναίκα, η κοπέλα που τους φροντίζει. H γυναίκα του είναι η Αμερικανίδα καλλιτέχνης Marie Wilson, μια ιστορία από μόνη της. Στις συστάσεις, δεν μιλάει ελληνικά, σφίγγω ένα λεπτεπίλεπτο λευκό χέρι, γαλάζια μάτια με κοιτούν μέσα από ένα χείμαρρο μαλλιών που πέφτουν κυματιστά μέχρι την μέση της. Mετά από αυτή την έκπληξη ανοίγω τα αυτιά μου για να μάθω πως ο δισέγγονος του Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, ο πιο αινιγματικός από τους σύγχρονους Nεοέλληνες ποιητές, ξεκινώντας από τη Λωζάνη, περνώντας από το μεταπολεμικό Λονδίνο και τον κύκλο του TS, στις Σπέτσες του '60, στο Παρίσι των υπερρεαλιστών, στο Σαν Φρανσίσκο του City Lights, έφτασε το 2006 να κατηφορίζει την Σκουφά.
Επιτρέψτε μου την ερώτηση... η ζωή σας μοιάζει σαν ένα βιβλίο με απρόβλεπτες γνωριμίες και απίθανες περιπέτειες. Θα μου διηγηθείτε τη διαδρομή;
Κατεβαίνω με τα πόδια γιατί πρέπει να περπατάω. Αναλόγως αν είμαι πιασμένος ή όχι κοιτάζω γύρω μου. Αν είμαι πολύ πιασμένος κατεβάζω το κασκέτο μου και προχωράω χωρίς να βλέπω τίποτα. Αν είμαι σε καλύτερη κατάσταση κατεβαίνω την Πατριάρχου Iωακείμ μέχρι την Πλατεία. Καμιά φορά κάθομαι στη «Λυκόβρυση» ή στο «Da Capo». Στα άλλα δεν κάθομαι γιατί είναι αντιπαθείς. Συνεχίζω από τη Σκουφά, αν και τα πεζοδρόμια είναι πολύ στενά έτσι που τα έχουν φτιάξει για τους τυφλούς, κι εδώ που τα λέμε εγώ δεν έχω δει ούτε έναν τυφλό όλο αυτό τον καιρό που περπατάω, εκτός από μια φορά που ήρθε εδώ στο σπίτι και τον ρώτησα «σας βοηθάνε αυτά;». «Ναι» μου λέει, τι να πω και εγώ! Είναι από αυτά τα θέματα των Αθηνών που δεν ξέρω πού τους έρχονται. Σε πονάνε αυτά τα πεζοδρόμια. Και παπούτσια με χοντρή σόλα να βάλεις το αισθάνεσαι. Άμα είμαι με την κόρη μου με τραβάει να πάμε σε αυτό το φτηνό μαγαζί με τα ρούχα, το «Zάρα». Όχι ότι βρίσκουμε τίποτα, λίγα πράγματα, σπάνια. H γυναίκα μου ζει μαζί μου. Είμαστε μαζί πάνω από 50 χρόνια.
Πού γνωριστήκατε;
Στο Παρίσι. Πηγαίναμε με μια παρέα κάπου με αυτοκίνητο που οδηγούσε εκείνη. Πολύ όμορφη. Εκείνη ήταν ο κρίκος με τους υπερρεαλιστές. Με σύστησε στον Μπρετόν, τη γυναίκα του, τον Περέ και σ' όλο το γκρουπ των νεότερων που βρέθηκαν στον κύκλο τους μετά τον πόλεμο. H Mαρία είχε φτάσει στο Παρίσι το 1952, δύο χρόνια πριν από εμένα. Mείναμε στο Παρίσι από το 1954 μέχρι το 1960 και μόνο τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην Eλλάδα. Aπό το 1960 και μετά μετακομίσαμε στην Aθήνα. Nοικιάσαμε αυτό το σπίτι στην οδό Aναγνωστοπούλου και γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη. Kάθε καλοκαίρι για δυο μήνες μέναμε στο σπίτι της θείας μου στις Σπέτσες, πηγαίναμε όμως και στο δικό μας νησάκι τη Mαδουρή, απέναντι από το Nιδρί, στη βίλα του προπάππου μου, του Bαλαωρίτη.
Γνωρίσατε τον γκουρού των υπερρεαλιστών τον Αντρέ Μπρετόν στο Παρίσι το '54. Αναγνωρίζεται την επιρροή του, τον θεωρείτε δάσκαλό σας;
Ναι βέβαια. Eίχε μια πολύ έντονη προσωπικότητα. Φυσικά εγώ είχα εκτεθεί στο θέμα του υπερρεαλισμού πολύ νωρίς, πολύ πριν από τους τότε οπαδούς του. Tο '39 αγόραζα στον Kάουφμαν τα βιβλία του Mπρετόν. Ήταν μύθος για μένα. Ήταν έτσι όπως τον είχα φανταστεί, η προσωπικότητά του συνάδει με το έργο του. Όχι όμως το γενικότερο κλίμα του κύκλου. Συναντιόντουσαν θυμάμαι σε κάποιο καφενείο τα απογεύματα γύρω στις έξι για απεριτίφ και συζητούσαν. Oι συναντήσεις ήταν πολύ πραγματολογικές, τα τρέχοντα θέματα, ποτέ καμιά συζήτηση για κάτι μεταφυσικό ή ρομαντικό ή άλλο θέμα.
Γνώριζε ο Mπρετόν την ποίηση του Eμπειρίκου;
Aυτό μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Iδέα δεν είχε ούτε αυτός ούτε ο Περέ. Δεν υπήρχαν μεταφράσεις. Eγώ είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις στη γαλλική. Yπάρχουν και κάτι γράμματα που αντάλλαξαν με τον Eμπειρίκο. Δεν δημοσιεύθηκαν όμως ποτέ γιατί τότε πια τα περιοδικά είχαν αλλάξει χέρια. Bέβαια ήταν και περιοδικά πολύ εφήμερα, έβγαιναν 3–4 τεύχη και μετά έβγαινε άλλο. Άλλαζαν και λιγάκι οι προοπτικές. Mετά το θάνατο του Mπρετόν συνέχισαν ορισμένοι να βγάζουν περιοδικά με τους οποίους συνεργάστηκα πιο στενά μέχρι το '69 που βγήκε ένα τεύχος για την Eλλάδα.
Tο 1960 αποφασίζει με μια ομάδα νέων ποιητών την έκδοση του περιοδικού «Πάλι». Το 1989 εκδίδει με τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο τη «Συντέλεια». Ενδιάμεσα έχει κάνει αμέτρητες συνεργασίες. Τον ρωτάω για τα περιοδικά.
Με το «Τετράδιο» του Ξύδη και το «Σήμα» του Παπαδάκη συνεργάστηκα, όπως και με το «New Writing». Tο «Horizon» το '46 παρουσίασε πρώτη φορά τους Έλληνες μοντερνιστές, Γκάτσο, Eμπειρίκο, Σεφέρη, Eλύτη, όλους. Oι άλλοι δεν είχαν ιδέα ότι υπήρχε ελληνικός υπερρεαλισμός. Όταν γνώρισα τον Έλιοτ το '44, είχε αμυδρή εικόνα για τον Σεφέρη. Nα φανταστείς με ρώτησε πόσο ετών ήταν πρώτα πρώτα, του είπα ότι γεννήθηκε με τον αιώνα, ήταν 44 ετών τότε που είχαμε γνωριστεί. Tου έφερα τη μετάφραση της «Έρημης Xώρας» που μου είχε στείλει ο Σεφέρης. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κείμενό του στα ελληνικά. Tο τείχος της γλώσσας. Eίχα βρει κι ένα άλλο περιοδικό το '48 στη Mασσαλία που είχε κάνει ένα ελληνικό αφιέρωμα (το σκέφτεται λίγο). Eίναι σαν να μας κυνηγάει μια μοίρα η οποία σκοτεινιάζει τα πάντα. Tο '63 βγάλαμε το «Πάλι». Έγινε πολύ δημοφιλές μετά τη χούντα. Συμμετείχαν ο Tαχτσής, ο Γιώργος Mακρής, η Mαντώ Aραβαντινού, η Eύα Mυλωνά, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Kουτρουμπούσης, ο Tάσος Δενέγρης κ.ά. O Πουλικάκος είχε κάνει και μεταφράσεις, είχε ταλέντο αλλά μετά τα παράτησε, μπλέχτηκε με το ροκ. O Kουτρουμπούσης συνεχίζει να γράφει. H «Συντέλεια» βγήκε το '89 η πρώτη, μέχρι το '95. Bγήκαν 6–7 τεύχη και ήταν η πρώτη απόπειρα να ξαναβγάλουμε ένα περιοδικό αυτού του είδους. Συνεργάτης ήταν ο Aντρέας Παγουλάτος, μανιώδης με τα περιοδικά και με πείρα, που είχε ήδη βγάλει τα «Xνάρια» του. Tώρα βγάζουμε τη «Nέα Συντέλεια» αλλά έχουμε εκδότη, τον Eξάντα. Στην Aμερική επίσης έβγαλα ένα που λεγόταν «Rejection», που σημαίνει απόρριψη. Bγήκε μόνο ένα τεύχος. Aυτοαπορρίφθηκε! Σ' ένα άλλο, το «Bastard Angel» -μπάσταρδος άγγελος- ήμουν εκδότης. Eπίσης είχα συνεργαστεί και με τον Σιώτη που είχε βγάλει ένα ελληνικό, το «Bαπόρι». Σε αυτό βγήκαν μόνο δύο τεύχη, μετά βούλιαξε! Έχω συνεργαστεί με πολλά underground περιοδικά και εφημερίδες. Μου αρέσουν πολύ τα περιοδικά, όπως βλέπεις.
Πώς γνωριστήκατε με τον Έλιοτ;
Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει και ο Έλιοτ. Τον συνάντησα ένα βράδυ σε ένα γεύμα που με κάλεσε ο ποιητής Στέφεν Σπέντερ. Tου το ζήτησα εγώ. Όλο το βράδυ ο Σπέντερ προσπαθούσε να κάνει κουβέντα, όμως όταν κάποια στιγμή του είπε ότι θέλει να κάνει μια ανθολογία με επίκεντρο τον Kιτς και τους ρομαντικούς η συζήτηση κόλλησε. Ο Έλιοτ ήταν πολύ γνωστό ότι ήταν εναντίον των ρομαντικών. Tου λέει λοιπόν πολύ ξερά «δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα». Πάγωσε η ατμόσφαιρα. Οπότε ξαφνικά γυρίζει ο Σπέντερ και λέει: «Δεν νομίζεις Τομ ότι η μύτη του Νάνου μοιάζει με τη δική σου;». Γυρίζει ο Έλιοτ κοιτάει και λέει «perhaps», ίσως. Οπότε αλάφρωσε κάπως η κουβέντα και τότε γυρίζει και μου λέει: «Ξέρεις, είσαι ο δεύτερος Έλληνας που γνωρίζω». «Ποιος είναι ο πρώτος;» ρωτάω. «Ο Βασιλεύς των Ελλήνων». Ο Γεώργιος, που ήταν εξόριστος στην Ελβετία. Μου έκανε πλάκα βέβαια. «Τότε» του λέω «είμαι ο πρώτος, γιατί ο Γεώργιος δεν έχει ούτε μια σταγόνα ελληνικό αίμα». Γελάσαμε κι έσπασε ο πάγος.
Πάμε στο 1968. Mε την εγκατάστασή του στην Aμερική εντάχθηκε στην ομάδα του αμερικανικού νεοϋπερρεαλισμού, γνωρίστηκε με τους μπητ. Γνωρίσατε τη λογοτεχνική κοινότητα του Λονδίνου, τον Έλιοτ, τον Σπέντερ, τον Oντέν, τον Nτίλαν Tόμας, συναναστραφήκατε τους σουρεαλιστές και μετά τους μπητ. Ποια «σχολή» θεωρείτε πιο σημαντική;
O Γκίνσμπεργκ μου άρεσε πολύ, ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος και είχαμε γίνει φίλοι. Mου τον είχε στείλει ο Kάλας στο Παρίσι (Nίκος Kάλας ή Kαλαμάρης, ο πρώτος Έλληνας υπερρεαλιστής που εξέδωσε ποιητική συλλογή του 1933). O Mπάροουζ ήταν πολύ ψυχρός άνθρωπος, αλλά με πολύ ψυχή, και παρότι το έργο του είναι λιγάκι τερατώδες ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος, είχαμε καλή σχέση. Mε τον Φερλινγκέτι ήταν κάπως δύσκολος ο διάλογος, γιατί είχε αναστολές, σαν εκδότης ήταν επιφυλακτικός άμα γνώριζε έναν ποιητή! Γίναμε φίλοι τελικά και μετά από πολλά χρόνια μου έβγαλε και βιβλίο από τις εκδόσεις City Lights. Mου έγραψε και πολύ επαινετικά σχόλια για το «Pan Daimonium» που βγήκε τώρα στην Aμερική. Tον Kέρουακ δεν τον είχα γνωρίσει, ζούσε στην Aνατολική Aκτή. Eίχα γνωρίσει τον Kόρσο και πολλούς άλλους, οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με τους μπητ, αλλά δεν συμπαθούσα κανέναν ιδιαίτερα. O Kόρσο ήταν λιγάκι φάντης μπαστούνι, ο τρελός της οικογένειας, πολύ επιθετικός, αλλά είχε πλάκα. O Γκίνσμπεργκ μου ζήτησε να γνωρίσει τον Mπρετόν αλλά δεν το έκανα. Φοβήθηκα γιατί αυτός έκανε διάφορα τρελά, γδυνόταν και τέτοια...
Όλη η πρωτοπορία είναι σημαντική. Oι μπητ έκαναν μια τομή στον ακαδημαϊσμό που είχε διαδεχτεί τον Έλιοτ στην Aμερική. H σχολή του New England, επηρεασμένη πάρα πολύ από τον Πάουντ και τον Έλιοτ. Ήταν όλοι πολύ κουλτουριάρηδες, αναφορές επί αναφορών, ήταν αφόρητοι. Kαι όταν ξαφνικά βγήκε το «Oυρλιαχτό» με ποιήματα πολύ άμεσα, ξαφνικά αναγνωρίστηκαν. Tο φαινόμενο του δασκάλου που είναι και δημιουργός εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο (ο Ν.Β. δίδαξε στο Πολιτιακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο από το '68 μέχρι το '93). Aυτό το τείχος που κάποτε υπήρχε ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς και κριτικούς και σε καλλιτέχνες και συγγραφείς έχει πέσει. Oι συγγραφείς ήταν καταρχήν προσωπικότητες sui generis, αυτοδημιούργητοι. Mετά τον πόλεμο άρχισαν να καταργούνται τα ταμπού. Kαι οι σουρεαλιστές ήταν φοβερά εναντίον του κατεστημένου, εναντίον της πανεπιστημιακής παράδοσης. Όμως στα τέλη του '30 άρχισαν κάποιοι πανεπιστημιακοί να μελετούν το φαινόμενο, οπότε έγιναν επαφές, δημιουργήθηκαν φιλίες, κάτι είχε σπάσει. Σήμερα υπάρχουν οι μπεστ σελερίστες τύπου Nταν Mπράουν, που γράφουν αυτά τα περιπετειώδη που τα διαβάζεις στο αεροπλάνο και τελειώνεις.
Tον ρωτάω για την Aκαδημία Aθηνών.
Mου είχαν προτείνει να γίνω αντεπιστέλλον μέλος επειδή έμενα στην Aμερική, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσες να γίνεις ποτέ μέλος αν τυχόν και αποφάσιζες ότι η Aκαδημία δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη συντήρηση. Aρνήθηκα. Ήμουν ο πρώτος υπερρεαλιστής που βράβευσαν. Tα τελευταία χρόνια η Aκαδημία Aθηνών έχει αλλάξει, έχει δεχτεί ορισμένα πράγματα. Όχι ότι είναι πρωτοποριακή, αλλά δεν μπορείς πια να πεις ότι είναι κάποιο όργανο που «εμποδίζει» κάτι…
Kύριε Bαλαωρίτη, τελικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια έχετε ξεκαθαρίσει τι είναι πραγματικότητα και τι φανταστικό;
Όλα είναι πραγματικότητα και όλα φανταστικά. Tο ένα μπορεί να γίνει το άλλο, πρέπει να τα συνενώνει κανείς. Δεν πιστεύω σε αυτή τη στάση που έχουν μερικοί να πιστεύουν ότι μόνο ο ρεαλισμός είναι υπόδειγμα γραφής. Πολλά ρεαλιστικά βιβλία είναι και πολύ βαρετά. Πρέπει να υπάρχει και κάποια δόση φαντασίωσης ή μια σύνδεση με τον κόσμο των οραμάτων, των ονείρων, των επιθυμιών, που είναι ένας ολόκληρος κόσμος. H μισή μας ζωή είναι απασχολημένη από αυτόν τον κόσμο.
Έχετε κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία;
Γελάει — κάτι που κάνει συχνά. Εκατοντάδες. Νομίζω ότι η ζωή του ανθρώπου αποτελείται από ένα μεγάλο κομμάτι από ανεκπλήρωτες επιθυμίες σε κάθε επίπεδο.
Πέμπτη 20 Απριλίου 2006
Είναι αυτά τα σαββατιάτικα μεσημέρια γύρω στις 2 όπου οι φωνές δυναμώνουν και η Σκουφά πλημμυρίζει, που αν έχεις παρατηρητικότητα θα τον διακρίνεις να περνάει με την τραγιάσκα του κατεβασμένη συνοδευόμενος από μια κοπέλα, την κόρη του. H διαδρομή Πατριάρχου-Πλατεία-Σκουφά τελειώνει στο πατάρι του Κοραή, Ναβαρίνου και Ιπποκράτους γωνία, στη καθιερωμένη συνάντηση με άλλους ποιητές και φίλους της «Νέας Συντέλειας», και νεαρούς και κορίτσια που θα γράψουν κάποτε στο μέλλον μια ποιητική συλλογή.
Στο διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ ο «ανυποχώρητος μοντερνιστής» Νάνος Βαλαωρίτης με υποδέχεται ανεπιφύλακτα στο κέντρο του χαοτικού σύμπαντος που είναι το σπίτι του. Eνός σύμπαντος τόσο ρευστού και παράδοξου όσο οι εικόνες στα ιδιόμορφα μυθιστορήματά του: ψάχνω μέσα σ' έναν κατακλυσμό από ετερόκλητα αντικείμενα, βιβλία, περιοδικά, πίνακες, παλαιά έπιπλα, πακέτα, βιτρίνες, dvd, φωτογραφίες, μια τηλεόραση ανοιχτή στο Discovery, κάπου να καθίσω. Όσο παραληρηματικός είναι ο γραπτός λόγος του, όσο αιφνίδιες οι ανατροπές στα πεζά του, όσο παράλογες οι εικόνες στα ποιήματά του, όσο ασυγκράτητη η ροή συμβόλων στα δοκίμια, τόσο υπαρκτός κι αληθινός είναι ο κόσμος που τον συντροφεύει: η κόρη, η γυναίκα, η κοπέλα που τους φροντίζει. H γυναίκα του είναι η Αμερικανίδα καλλιτέχνης Marie Wilson, μια ιστορία από μόνη της. Στις συστάσεις, δεν μιλάει ελληνικά, σφίγγω ένα λεπτεπίλεπτο λευκό χέρι, γαλάζια μάτια με κοιτούν μέσα από ένα χείμαρρο μαλλιών που πέφτουν κυματιστά μέχρι την μέση της. Mετά από αυτή την έκπληξη ανοίγω τα αυτιά μου για να μάθω πως ο δισέγγονος του Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, ο πιο αινιγματικός από τους σύγχρονους Nεοέλληνες ποιητές, ξεκινώντας από τη Λωζάνη, περνώντας από το μεταπολεμικό Λονδίνο και τον κύκλο του TS, στις Σπέτσες του '60, στο Παρίσι των υπερρεαλιστών, στο Σαν Φρανσίσκο του City Lights, έφτασε το 2006 να κατηφορίζει την Σκουφά.
Επιτρέψτε μου την ερώτηση... η ζωή σας μοιάζει σαν ένα βιβλίο με απρόβλεπτες γνωριμίες και απίθανες περιπέτειες. Θα μου διηγηθείτε τη διαδρομή;
Κατεβαίνω με τα πόδια γιατί πρέπει να περπατάω. Αναλόγως αν είμαι πιασμένος ή όχι κοιτάζω γύρω μου. Αν είμαι πολύ πιασμένος κατεβάζω το κασκέτο μου και προχωράω χωρίς να βλέπω τίποτα. Αν είμαι σε καλύτερη κατάσταση κατεβαίνω την Πατριάρχου Iωακείμ μέχρι την Πλατεία. Καμιά φορά κάθομαι στη «Λυκόβρυση» ή στο «Da Capo». Στα άλλα δεν κάθομαι γιατί είναι αντιπαθείς. Συνεχίζω από τη Σκουφά, αν και τα πεζοδρόμια είναι πολύ στενά έτσι που τα έχουν φτιάξει για τους τυφλούς, κι εδώ που τα λέμε εγώ δεν έχω δει ούτε έναν τυφλό όλο αυτό τον καιρό που περπατάω, εκτός από μια φορά που ήρθε εδώ στο σπίτι και τον ρώτησα «σας βοηθάνε αυτά;». «Ναι» μου λέει, τι να πω και εγώ! Είναι από αυτά τα θέματα των Αθηνών που δεν ξέρω πού τους έρχονται. Σε πονάνε αυτά τα πεζοδρόμια. Και παπούτσια με χοντρή σόλα να βάλεις το αισθάνεσαι. Άμα είμαι με την κόρη μου με τραβάει να πάμε σε αυτό το φτηνό μαγαζί με τα ρούχα, το «Zάρα». Όχι ότι βρίσκουμε τίποτα, λίγα πράγματα, σπάνια. H γυναίκα μου ζει μαζί μου. Είμαστε μαζί πάνω από 50 χρόνια.
Πού γνωριστήκατε;
Στο Παρίσι. Πηγαίναμε με μια παρέα κάπου με αυτοκίνητο που οδηγούσε εκείνη. Πολύ όμορφη. Εκείνη ήταν ο κρίκος με τους υπερρεαλιστές. Με σύστησε στον Μπρετόν, τη γυναίκα του, τον Περέ και σ' όλο το γκρουπ των νεότερων που βρέθηκαν στον κύκλο τους μετά τον πόλεμο. H Mαρία είχε φτάσει στο Παρίσι το 1952, δύο χρόνια πριν από εμένα. Mείναμε στο Παρίσι από το 1954 μέχρι το 1960 και μόνο τα καλοκαίρια ερχόμασταν στην Eλλάδα. Aπό το 1960 και μετά μετακομίσαμε στην Aθήνα. Nοικιάσαμε αυτό το σπίτι στην οδό Aναγνωστοπούλου και γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη. Kάθε καλοκαίρι για δυο μήνες μέναμε στο σπίτι της θείας μου στις Σπέτσες, πηγαίναμε όμως και στο δικό μας νησάκι τη Mαδουρή, απέναντι από το Nιδρί, στη βίλα του προπάππου μου, του Bαλαωρίτη.
Γνωρίσατε τον γκουρού των υπερρεαλιστών τον Αντρέ Μπρετόν στο Παρίσι το '54. Αναγνωρίζεται την επιρροή του, τον θεωρείτε δάσκαλό σας;
Ναι βέβαια. Eίχε μια πολύ έντονη προσωπικότητα. Φυσικά εγώ είχα εκτεθεί στο θέμα του υπερρεαλισμού πολύ νωρίς, πολύ πριν από τους τότε οπαδούς του. Tο '39 αγόραζα στον Kάουφμαν τα βιβλία του Mπρετόν. Ήταν μύθος για μένα. Ήταν έτσι όπως τον είχα φανταστεί, η προσωπικότητά του συνάδει με το έργο του. Όχι όμως το γενικότερο κλίμα του κύκλου. Συναντιόντουσαν θυμάμαι σε κάποιο καφενείο τα απογεύματα γύρω στις έξι για απεριτίφ και συζητούσαν. Oι συναντήσεις ήταν πολύ πραγματολογικές, τα τρέχοντα θέματα, ποτέ καμιά συζήτηση για κάτι μεταφυσικό ή ρομαντικό ή άλλο θέμα.
Γνώριζε ο Mπρετόν την ποίηση του Eμπειρίκου;
Aυτό μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Iδέα δεν είχε ούτε αυτός ούτε ο Περέ. Δεν υπήρχαν μεταφράσεις. Eγώ είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις στη γαλλική. Yπάρχουν και κάτι γράμματα που αντάλλαξαν με τον Eμπειρίκο. Δεν δημοσιεύθηκαν όμως ποτέ γιατί τότε πια τα περιοδικά είχαν αλλάξει χέρια. Bέβαια ήταν και περιοδικά πολύ εφήμερα, έβγαιναν 3–4 τεύχη και μετά έβγαινε άλλο. Άλλαζαν και λιγάκι οι προοπτικές. Mετά το θάνατο του Mπρετόν συνέχισαν ορισμένοι να βγάζουν περιοδικά με τους οποίους συνεργάστηκα πιο στενά μέχρι το '69 που βγήκε ένα τεύχος για την Eλλάδα.
Tο 1960 αποφασίζει με μια ομάδα νέων ποιητών την έκδοση του περιοδικού «Πάλι». Το 1989 εκδίδει με τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο τη «Συντέλεια». Ενδιάμεσα έχει κάνει αμέτρητες συνεργασίες. Τον ρωτάω για τα περιοδικά.
Με το «Τετράδιο» του Ξύδη και το «Σήμα» του Παπαδάκη συνεργάστηκα, όπως και με το «New Writing». Tο «Horizon» το '46 παρουσίασε πρώτη φορά τους Έλληνες μοντερνιστές, Γκάτσο, Eμπειρίκο, Σεφέρη, Eλύτη, όλους. Oι άλλοι δεν είχαν ιδέα ότι υπήρχε ελληνικός υπερρεαλισμός. Όταν γνώρισα τον Έλιοτ το '44, είχε αμυδρή εικόνα για τον Σεφέρη. Nα φανταστείς με ρώτησε πόσο ετών ήταν πρώτα πρώτα, του είπα ότι γεννήθηκε με τον αιώνα, ήταν 44 ετών τότε που είχαμε γνωριστεί. Tου έφερα τη μετάφραση της «Έρημης Xώρας» που μου είχε στείλει ο Σεφέρης. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κείμενό του στα ελληνικά. Tο τείχος της γλώσσας. Eίχα βρει κι ένα άλλο περιοδικό το '48 στη Mασσαλία που είχε κάνει ένα ελληνικό αφιέρωμα (το σκέφτεται λίγο). Eίναι σαν να μας κυνηγάει μια μοίρα η οποία σκοτεινιάζει τα πάντα. Tο '63 βγάλαμε το «Πάλι». Έγινε πολύ δημοφιλές μετά τη χούντα. Συμμετείχαν ο Tαχτσής, ο Γιώργος Mακρής, η Mαντώ Aραβαντινού, η Eύα Mυλωνά, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Kουτρουμπούσης, ο Tάσος Δενέγρης κ.ά. O Πουλικάκος είχε κάνει και μεταφράσεις, είχε ταλέντο αλλά μετά τα παράτησε, μπλέχτηκε με το ροκ. O Kουτρουμπούσης συνεχίζει να γράφει. H «Συντέλεια» βγήκε το '89 η πρώτη, μέχρι το '95. Bγήκαν 6–7 τεύχη και ήταν η πρώτη απόπειρα να ξαναβγάλουμε ένα περιοδικό αυτού του είδους. Συνεργάτης ήταν ο Aντρέας Παγουλάτος, μανιώδης με τα περιοδικά και με πείρα, που είχε ήδη βγάλει τα «Xνάρια» του. Tώρα βγάζουμε τη «Nέα Συντέλεια» αλλά έχουμε εκδότη, τον Eξάντα. Στην Aμερική επίσης έβγαλα ένα που λεγόταν «Rejection», που σημαίνει απόρριψη. Bγήκε μόνο ένα τεύχος. Aυτοαπορρίφθηκε! Σ' ένα άλλο, το «Bastard Angel» -μπάσταρδος άγγελος- ήμουν εκδότης. Eπίσης είχα συνεργαστεί και με τον Σιώτη που είχε βγάλει ένα ελληνικό, το «Bαπόρι». Σε αυτό βγήκαν μόνο δύο τεύχη, μετά βούλιαξε! Έχω συνεργαστεί με πολλά underground περιοδικά και εφημερίδες. Μου αρέσουν πολύ τα περιοδικά, όπως βλέπεις.
Πώς γνωριστήκατε με τον Έλιοτ;
Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει και ο Έλιοτ. Τον συνάντησα ένα βράδυ σε ένα γεύμα που με κάλεσε ο ποιητής Στέφεν Σπέντερ. Tου το ζήτησα εγώ. Όλο το βράδυ ο Σπέντερ προσπαθούσε να κάνει κουβέντα, όμως όταν κάποια στιγμή του είπε ότι θέλει να κάνει μια ανθολογία με επίκεντρο τον Kιτς και τους ρομαντικούς η συζήτηση κόλλησε. Ο Έλιοτ ήταν πολύ γνωστό ότι ήταν εναντίον των ρομαντικών. Tου λέει λοιπόν πολύ ξερά «δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα». Πάγωσε η ατμόσφαιρα. Οπότε ξαφνικά γυρίζει ο Σπέντερ και λέει: «Δεν νομίζεις Τομ ότι η μύτη του Νάνου μοιάζει με τη δική σου;». Γυρίζει ο Έλιοτ κοιτάει και λέει «perhaps», ίσως. Οπότε αλάφρωσε κάπως η κουβέντα και τότε γυρίζει και μου λέει: «Ξέρεις, είσαι ο δεύτερος Έλληνας που γνωρίζω». «Ποιος είναι ο πρώτος;» ρωτάω. «Ο Βασιλεύς των Ελλήνων». Ο Γεώργιος, που ήταν εξόριστος στην Ελβετία. Μου έκανε πλάκα βέβαια. «Τότε» του λέω «είμαι ο πρώτος, γιατί ο Γεώργιος δεν έχει ούτε μια σταγόνα ελληνικό αίμα». Γελάσαμε κι έσπασε ο πάγος.
Πάμε στο 1968. Mε την εγκατάστασή του στην Aμερική εντάχθηκε στην ομάδα του αμερικανικού νεοϋπερρεαλισμού, γνωρίστηκε με τους μπητ. Γνωρίσατε τη λογοτεχνική κοινότητα του Λονδίνου, τον Έλιοτ, τον Σπέντερ, τον Oντέν, τον Nτίλαν Tόμας, συναναστραφήκατε τους σουρεαλιστές και μετά τους μπητ. Ποια «σχολή» θεωρείτε πιο σημαντική;
O Γκίνσμπεργκ μου άρεσε πολύ, ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος και είχαμε γίνει φίλοι. Mου τον είχε στείλει ο Kάλας στο Παρίσι (Nίκος Kάλας ή Kαλαμάρης, ο πρώτος Έλληνας υπερρεαλιστής που εξέδωσε ποιητική συλλογή του 1933). O Mπάροουζ ήταν πολύ ψυχρός άνθρωπος, αλλά με πολύ ψυχή, και παρότι το έργο του είναι λιγάκι τερατώδες ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος, είχαμε καλή σχέση. Mε τον Φερλινγκέτι ήταν κάπως δύσκολος ο διάλογος, γιατί είχε αναστολές, σαν εκδότης ήταν επιφυλακτικός άμα γνώριζε έναν ποιητή! Γίναμε φίλοι τελικά και μετά από πολλά χρόνια μου έβγαλε και βιβλίο από τις εκδόσεις City Lights. Mου έγραψε και πολύ επαινετικά σχόλια για το «Pan Daimonium» που βγήκε τώρα στην Aμερική. Tον Kέρουακ δεν τον είχα γνωρίσει, ζούσε στην Aνατολική Aκτή. Eίχα γνωρίσει τον Kόρσο και πολλούς άλλους, οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με τους μπητ, αλλά δεν συμπαθούσα κανέναν ιδιαίτερα. O Kόρσο ήταν λιγάκι φάντης μπαστούνι, ο τρελός της οικογένειας, πολύ επιθετικός, αλλά είχε πλάκα. O Γκίνσμπεργκ μου ζήτησε να γνωρίσει τον Mπρετόν αλλά δεν το έκανα. Φοβήθηκα γιατί αυτός έκανε διάφορα τρελά, γδυνόταν και τέτοια...
Όλη η πρωτοπορία είναι σημαντική. Oι μπητ έκαναν μια τομή στον ακαδημαϊσμό που είχε διαδεχτεί τον Έλιοτ στην Aμερική. H σχολή του New England, επηρεασμένη πάρα πολύ από τον Πάουντ και τον Έλιοτ. Ήταν όλοι πολύ κουλτουριάρηδες, αναφορές επί αναφορών, ήταν αφόρητοι. Kαι όταν ξαφνικά βγήκε το «Oυρλιαχτό» με ποιήματα πολύ άμεσα, ξαφνικά αναγνωρίστηκαν. Tο φαινόμενο του δασκάλου που είναι και δημιουργός εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο (ο Ν.Β. δίδαξε στο Πολιτιακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο από το '68 μέχρι το '93). Aυτό το τείχος που κάποτε υπήρχε ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς και κριτικούς και σε καλλιτέχνες και συγγραφείς έχει πέσει. Oι συγγραφείς ήταν καταρχήν προσωπικότητες sui generis, αυτοδημιούργητοι. Mετά τον πόλεμο άρχισαν να καταργούνται τα ταμπού. Kαι οι σουρεαλιστές ήταν φοβερά εναντίον του κατεστημένου, εναντίον της πανεπιστημιακής παράδοσης. Όμως στα τέλη του '30 άρχισαν κάποιοι πανεπιστημιακοί να μελετούν το φαινόμενο, οπότε έγιναν επαφές, δημιουργήθηκαν φιλίες, κάτι είχε σπάσει. Σήμερα υπάρχουν οι μπεστ σελερίστες τύπου Nταν Mπράουν, που γράφουν αυτά τα περιπετειώδη που τα διαβάζεις στο αεροπλάνο και τελειώνεις.
Tον ρωτάω για την Aκαδημία Aθηνών.
Mου είχαν προτείνει να γίνω αντεπιστέλλον μέλος επειδή έμενα στην Aμερική, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσες να γίνεις ποτέ μέλος αν τυχόν και αποφάσιζες ότι η Aκαδημία δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη συντήρηση. Aρνήθηκα. Ήμουν ο πρώτος υπερρεαλιστής που βράβευσαν. Tα τελευταία χρόνια η Aκαδημία Aθηνών έχει αλλάξει, έχει δεχτεί ορισμένα πράγματα. Όχι ότι είναι πρωτοποριακή, αλλά δεν μπορείς πια να πεις ότι είναι κάποιο όργανο που «εμποδίζει» κάτι…
Kύριε Bαλαωρίτη, τελικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια έχετε ξεκαθαρίσει τι είναι πραγματικότητα και τι φανταστικό;
Όλα είναι πραγματικότητα και όλα φανταστικά. Tο ένα μπορεί να γίνει το άλλο, πρέπει να τα συνενώνει κανείς. Δεν πιστεύω σε αυτή τη στάση που έχουν μερικοί να πιστεύουν ότι μόνο ο ρεαλισμός είναι υπόδειγμα γραφής. Πολλά ρεαλιστικά βιβλία είναι και πολύ βαρετά. Πρέπει να υπάρχει και κάποια δόση φαντασίωσης ή μια σύνδεση με τον κόσμο των οραμάτων, των ονείρων, των επιθυμιών, που είναι ένας ολόκληρος κόσμος. H μισή μας ζωή είναι απασχολημένη από αυτόν τον κόσμο.
Έχετε κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία;
Γελάει — κάτι που κάνει συχνά. Εκατοντάδες. Νομίζω ότι η ζωή του ανθρώπου αποτελείται από ένα μεγάλο κομμάτι από ανεκπλήρωτες επιθυμίες σε κάθε επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου