4.10.23

Η αναζήτηση διαδρομών του ατομικού, του ερωτικού και του κοινωνικού στοιχείου προς μια θετική ουτοπία

Γράφει ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος * | Fractal
Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023 »»
Για το βιβλίο Η πυξίδα έδειχνε στον δρόμο, της Μίκας Ντάκα,
Αθήνα, εκδ. Απόπειρα, 2023, σ. 82
 

Η Μίκα Ντάκα, ποιητική φωνή από τη Ρόδο, κατάθεσε τη δεύτερη συλλογή της με τίτλο Η πυξίδα που έδειχνε στον δρόμο. Κι αν στην πρώτη (Μνήμες και φάσματα) οι μνήμες ενδύονται την αχλή του ονείρου που κρύβει και την πολύμορφη πραγματικότητα εν τω γίγνεσθαι, στην πρόσφατη συλλογή μεταθέτει την εστίασή της σε ένα πολυγενές ερωτικό πεδίο και συνάμα στη σύγχρονη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα μέσα από την αναζήτηση διαδρομών που προοιωνίζουν ένα μάλλον ευοίωνο μέλλον.

Ήδη στο πρώτο ποίημα («Big Bang»), προδιαγράφεται εν πολλοίς το ιδεολογικό περιεχόμενο της συλλογής. Σ΄ έναν κόσμο, όπως αναφέρεται, με «βρώμικες πόλεις» και σε μια εποχή με «νόθες ημέρες» υπάρχει ως ιδέα η «Μεγάλη Άρνηση» με εκφραστή της έναν «τρελό», άλλοτε με κοινωνικά και άλλοτε με ερωτικά χαρακτηριστικά, που επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα. Αποτυπώνεται αδιόρατα η επιθυμία μιας επερχόμενης έστω αμφίβολης εξέγερσης καθώς και η ανάγκη για εσωτερική ενδοσκόπηση. Η αφηγήτρια, πιστεύοντας στον εαυτό της, προβαίνει σε ένα παράτολμο βήμα, ώστε με πρωτοπλαστικές κινήσεις, μετά την έκρηξη, να αρχίσει η δημιουργία με την πεποίθηση ότι το παλιό θα σβήσει: «Κι είδα πως είχα μάτια […] Κι είδα πως είχα χέρια […] Κι έφτιαξα ένα γαϊτανάκι / Στη μέση του σύμπαντος / Κύκλο να κάνει η ψυχή / Ν’ απεκδυθεί / Τις νόθες ημέρες που θ’ αρνηθούμε» (σ. 11,12). Στα επόμενα ποιήματα («Θυμήσου», «Σταυροί») επιθυμεί να δείξει τον δρόμο του μέλλοντος ανακαλώντας τις αδυναμίες και τις ήττες της, αναθυμούμενη μετεικάσματα ονείρου που χρειάζονται για τη νέα εποχή: «Θυμήσου τα χρώματα /  Να τ’ ανάψουμε στην πόλη / Να ανυψωθούμε με τις φλόγες τους / Στην έκσταση της νέας εποχής / Που θα φοράει τα μάτια μας» (σ. 14). Επανέρχονται με διακειμενικό τρόπο προσωπικές στιγμές  μέσα από σύμβολα όπως το μπαρ, εκείνος ο Αύγουστος, τα πένθιμα μπλουζ, ο Μπλέικ, ο Άμλετ κι ο Ντύλαν για να δηλωθεί ξανά μια αισιόδοξη εικόνα: «Μαζέψαμε όλες τις εποχές μας / Πλυθήκαμε με τη σιωπή μας / Και προχωρήσαμε / Μ’ ένα καινούργιο χαμόγελο […] Κι ένα κρανίο στο χέρι /  Δίχως διλήμματα / Ζωής και Θανάτου» (σ. 16).

Το καθαρά ερωτικό ποίημα «Μια βροχερή ιστορία», αποτυπώνει εκείνη τη στιγμή της αλήθειας όπου το παρελθόν αναγεννιέται ως διάττων αστήρ, που παρά ταύτα δεν χάνεται, αλλά δείχνει τον δρόμο: «Εναπόθεσε το στόμα του στο σώμα της / με το Άχραντο Μυστήριο της Αγάπης  […] Εκείνη άνοιξε τα πέταλά της /  Του πρόσφερε τις τελευταίες στάλες […] Άφησε στο λαιμό του ένα σημάδι νύχτας/ Κι ένα φεγγάρι της βροχής / Η πυξίδα έδειχνε στον δρόμο» (σ.18,19). Πρόκειται για κομβικό ποίημα με το υδάτινο στοιχείο στο περιεχόμενό του, ένα από τα αγαπημένα σύμβολα της ποιήτριας κι από την πρώτη της συλλογή. Το νερό είναι η μόνη ποιητική αλήθεια υπογραμμίζει ο Bachelard. «Όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο νερό» θα δηλωθεί στο ποίημα «Υδατογραφία», στο οποίο ανακαλούνται  γονεϊκές μνήμες ενοχής αλλά και εμβάπτισης σε ιδέες γενέθλιες: «Περίμενες με τη σιωπή των σοφών […] …να με πάρεις απ’ το χέρι πίσω / Στον δρόμο» (σ. 53).

Το ερωτικό στοιχείο αναδύεται και στη συνέχεια, από μια σειρά ποιημάτων στα οποία η ερωτική πράξη εναλλάσσεται με στιγμές που, προοιωνίζοντας το μέλλον, δείχνουν δυστοπικές αλλά και ευτοπικές διαδρομές. Έτσι στη «Μουσική κλειστού δωματίου» η αφηγήτρια έχει τον πρώτο λόγο: «Εσύ φοβάσαι εγώ χορεύω» (σ. 30) κι η ερωτική πράξη είτε σκορπίζει αισθήσεις παράταιρες που χάνονται ως «Πετρώματα ενάντια στη βαρύτητα / Δάχτυλα που ανακατεύουν / Τη σούπα του χρόνου» (σ. 30) είτε καταθέτει πικρές αναμνήσεις εν μέσω υπερρεαλιστικών σχημάτων: «Τότε η πόλη έγινε θάλασσα / Και οι άνθρωποι καράβια […] Τώρα το καλοκαίρι βρέχει κίτρινες σιωπές […] Σ’ τόλεγα/Θυμάσαι;» (σ. 32).  Πρόκειται για εικόνες που σημαίνουν ένα είδος απολογίας απέναντι στο υδάτινο στοιχείο: «Μια μέρα θα σταθώ μπροστά στη θάλασσα / Και θα ζητήσω συγχώρεση/που ξοδεύτηκα/Έτσι απλά/ Ξοδεύτηκα» (σ. 33). Κι επίσης, εικόνες που «Έγιναν κάτοπτρα που κρεμάστηκαν / Πάνω από τα κεφάλια μας» (σ. 34) σε ένα πλαίσιο τελεσίδικων διαπιστώσεων: «Δεν είναι που θα γίνουμε άλλη μια ιστορία / Με λυπημένο τέλος […] Είναι που κρεμάστηκε με κλωστές ασημένιες / Το σώμα μου / Απ’ την αιωνιότητά σου» (σ. 35, 36).

Η αφηγήτρια κρατώντας στη μνήμη της τα ονόματα της Γώγου, του Άσιμου ή της αρχέγονης Λίλιθ, αναφέρεται σε έρωτες που έδωσε τα πάντα, αλλά δεν ήταν αντάξιοι της δικής της συμμετοχής: «Κατέβηκα στην άνυδρή σου χώρα / Κι ας έβλεπα πως ήταν καταδίκη […] Σταύρωσα τα χέρια μου μην πέσεις μέσα/Φόρεσα ξανά τα κουρέλια μου / Κι αναλήφθηκα» (σ. 40). Στεκόμενη δε κριτικά απέναντι στον εαυτό της θα πει: «Φταίει που σε κράτησα / Όταν ήσουν ήδη νεκρός» (σ. 41). «Δεν θυμάμαι πια το πρόσωπό σου / Δεν θυμάμαι / Αν/Υπήρξες/Ποτέ» (σ. 43).

Το «αντίο» στο ποίημα «Adagio» έχει μέσα του το κενό αλλά και την πληρότητα, τη μοναξιά και το «μαζί», τη νίκη αλλά και την ταπείνωση: «Είναι η συνήθεια του δρόμου […] Θα σ’ έχω πάντα μαζί μου/στις τεθλασμένες διαδρομές μου / Μια θάλασσα ανθισμένη μέσα στο στόμα μου / Να ξεβράζει τα τραγούδια της Νίνα Σιμόν» (σ. 46,47). Ακολούθως θα ειπωθεί με χαμηλότερη φωνή στο ποίημα «Μετωπική»: «Κι αν κάποτε σε ξανασυναντήσω[…] Θα δώσουμε τα χέρια/ Ηττημένοι μαζί» (σ. 49).

Οι  αισθήσεις μοναξιάς που σημαίνονται στους παραπάνω στίχους, θα έλεγα ότι βαδίζουν μετέωρες πλην θριαμβικά, γιατί σαλπίζοντας την αλήθεια, δείχνουν   πως ο έρωτας είναι αποτρόπαια μοναχικός μα και για αυτό ίσως σαγηνευτικός.

Έναs άλλος δρόμος είναι εκείνος που έχουν χαράξει οι εικόνες της προσφυγιάς. Πικρός ανίσκιωτος και άφωτος δρόμος. Στο «Nocturne» που θα μπορούσε να είναι ταινία μικρού μήκους μαγικού ρεαλισμού,  ένας άντρας  σε δρόμο δίχως τελειωμό, χάνοντας την πατρίδα του, ξαποσταίνει σε καπηλειό με μόνη του συντροφιά τις μορφές των Αγίων και μια μορφή που λιώνει στο ποτήρι του. Αίφνης παρουσιάζεται μια γυναίκα που κρατά κρανία μέσα σε φλόγες, επιτείνοντάς του τη στέρηση και τη μοναξιά: «Οι μορφές των αγίων τρυπώνουν στα κάδρα / Κι εκείνος βγαίνει στον ατέλειωτο δρόμο» (σ. 22). Είναι πικρή η συνέχεια, αφού το ποίημα, ως μια ακτινογραφία του καιρού μας, λέει αλήθειες.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία ποιημάτων με φανερά διακείμενα είναι εκείνη που έχει αφορμή το ποιητικό γεγονός. Στο ποίημα «Μούσες» σε δεύτερο πρόσωπο η αφηγήτρια απευθύνεται, προφανώς σε κάποιον που ανώφελα επικαλείται τις μούσες που  «τυλίγονται με φίδια που βγαίνουν από το κόλπο τους / Κι απομυζούν το μυαλό / Εκείνων που το σπέρμα τους θα είναι πάντα πικρό / Μες στα πορνεία της ποίησης» (σ. 23). Ίσως εδώ να δηλώνεται ο φαινομενικά εύκολος αλλά σε κάθε περίπτωση δύσβατος δρόμος της ποιητικής δημιουργίας. Τα ποιήματα είναι ουρλιαχτά που αφήνουν «τρεις σταγόνες αίμα για υστερόγραφο» (σ. 24) θυμίζοντας διακειμενικά τον Γκίνσμπεργκ, στο ποίημα που έχει ως τίτλο τον καρυωτακικό στίχο «Κι η ποίησις …το καταφύγιο που φθονούμε». Κι επίσης, απευθυνόμενη η αφηγήτρια σ’ εκείνον τον άγνωστο ποιητή που τραγουδούσε ελπίδες, θα πει με αμείλικτο ύφος: «Βγάλε τη μάσκα / Είσαι κιόλας νεκρός» (σ. 25). Σε αυτά τα ποιήματα αναδύεται η ουσία του ποιητικού γεγονότος όπου οι ήρωές του γίνονται τραγικά πρόσωπα που πασχίζουν να φωνάξουν αυθεντικές αξίες, όπως θα έλεγε ο   Goldmann.  Η διακειμενικότητα, η οποία ως τεχνική συχνά αναδύεται από ποιήματα της συλλογής, όπως αναφέρει ο Riffaterre,  αποτελεί το δίκτυο εκείνο των λειτουργιών που καθορίζουν τις σχέσεις  κειμένου-διακειμένου. Κάθε κείμενο έχει το νόημά του σε σχέση με άλλα κείμενα και η αναγνώριση αυτή από τον αναγνώστη, στην ουσία, διασώζει την ιδιαιτερότητά τους, οδηγώντας τον να βρει την αλήθεια που μπορεί και να του «κρύβει» το κείμενο.

Σε μια τελευταία ενότητα μετατίθεται ο φακός εστίασης σε  ιστορικά και κοινωνικά θέματα. Από τους δρόμους του έρωτα και του ποιητικού γεγονότος ως έννοια, κυρίως μέσα από αρνητικά μετεικάσματα, ανοίγονται κοινωνικοί δρόμοι. Η αφηγήτρια σκιαγραφώντας τους δρόμους του Δεκέμβρη, του 2008, που όλα παραπέμπουν στις γνωστές τραγικές εικόνες, αναφέρεται σε κάποιον τραυματία που τροφοδοτεί την ιστορία και  έναν νεκρό, ανάμεσα σε συνθήματα και σφαίρες: «Στα πάθη της φτέρνας σου αίμα πηχτό […] Σκέπασα των χεριών σου τα σημάδια / Με τις φωτιές και τα λουλούδια του Δεκέμβρη / Και τυλίχτηκα πάνω σου» (σ. 55).

Συνεχίζοντας να σκιαγραφεί την εποχή μας αναφέρεται σε «κατάδικες μέρες / Σαν τον χορό των εραστών γύρω απ’ των τάφο τους / Σαν των παιδιών τα βήματα μες στα ιδρύματα» (σ. 56), υπογραμμίζοντας πως «Η ιστορία των δρόμων γράφεται / Με το αίμα τους» (σ. 58), με  ονόματα που τραγούδησαν με θλίψη το όραμα ενός άλλου κόσμου ή δολοφονήθηκαν άδικα από τη σκληρότητα της όποιας εξουσίας ή της αδιανόητης βίας των γηπέδων. Θα τα έλεγε κάποιος απαισιόδοξα ποιήματα με ανοίγματα φωτός που μέσα από μια εικονογραφία σύγχρονων μαρτύρων της έννοιας της διαφορετικότητας και της ελευθερίας, θα ηχήσει ως αντίσταση, διακειμενικά, εκείνο το σύνθημα του γαλλικού Μάη «Σ’ αγαπώ: πες το με πέτρες», μέσα από τους στίχους: «Δεν έμεινε κανένα / Περιθώριο να σωθούμε / Μόνο οι πέτρες / Που ξαγρυπνούν» (σ. 59).

Σε επόμενα ποιήματα αναδύεται η ελπίδα για το μέλλον. Στο ποίημα «Requiem for a child» θα δηλωθεί η βεβαιότητα ότι  θα έρθει η εποχή που «οι δρόμοι θα εξεγείρονται / Και θα τραβούν / Για κείνον τον ήλιο / Τον νοητό» (σ. 61). Στο ποίημα «Α» διατρανώνεται με βεβαιότητα ένα ανθρωπιστικό μέλλον που θα κτιστεί ο νέος κόσμος και θα κατισχύσει το Α, δηλαδή ο Άνθρωπος, η Αγάπη, το Άπειρο (σ. 62). Κι αφού ο κόσμος θα ορθοποδήσει θα ξαναρθεί εκείνη η γυναίκα πλάι στον άπατρι και δίπλα στις εικόνες των αγίων, θα πει: «Δεν θυμάμαι να έζησα πριν από εσένα» κι αλλού «Τώρα είμαι σίγουρη πως σ’ έχω συναντήσει».

Σε ένα ποίημα από τα καλύτερα της συλλογής με τίτλο «Ήταν κι εκείνος ο δρόμος που τράβαγε για τη θάλασσα» η θάλασσα είναι η μάνα που φέρνει όλα τα πεταμένα σύμβολα αποκαθαρμένα: «Κι έρχονται/Παιδιά με ηλιοτρόπια στα μάτια / Φουστάνια που αιωρούνται / Σπασμένες κούκλες / Κάδρα με καράβια / Άστρα που καρφώνουν το άπειρο / Βγαίνουν και τυλίγουν τον λαιμό/Ριζώνουν στα μαλλιά/Γίνονται δέντρα που υψώνουν / Και υψώνουν/Και φωνάζουμε στον ύπνο μας: Μάνα» (σ. 73). Στο δε ποίημα «Εαρινό» «ένα παιδί ακροβάτης / Περπάτησε σε σύννεφα από θειάφι» (σ. 75) φέρνοντας την Άνοιξη. Κι ως επωδός, θα έλεγα, τα τρία τελευταία ποιήματα αποκαλύπτουν τους δρόμους της ποιήτριας που μας λέει να μην ξεχάσουμε να διαρρήξουμε τον ήλιο (σ. 77), για την Αγάπη που είναι πιο Αγάπη στον χρόνο (σ. 78). Όμως οι δρόμοι που ψάχνουμε δεν έχουν τέλος όπως δηλώνεται στο καταληκτήριο ποίημα: «Είμαστε η επινόηση ενός ανέστιου ποιητή / Κι έχουμε ακόμη δρόμο πολύ» (σ. 79).

Καταληκτικά: σε όλη την ποιητική συλλογή τα σύμβολα του τρελού, της γυναίκας, του παιδιού, του φεγγαριού, της μάνας κ.ά. εισχωρούν σε δύσβατους δρόμους για να δηλώσουν πολύμορφες διαδρομές στις οποίες αχνοφέγγουν διέξοδοι με μάλλον ευοίωνες προοπτικές  Στο κάθε ποίημα τα προαναφερόμενα σύμβολα με την εικόνα ενός άναρχου φωτός, το απελευθερώνουν, γιατί η ποιήτρια ανασυνθέτει διακειμενικά την έννοιά τους σε μια απρόσμενη συγχορδία. Αδράχνει λέξεις και φράσεις που στέκονται σαν απέλπιδες χειρονομίες, για να τις εντάξει λειτουργικά στο πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων που καρκινοβατούν σε έναν παραπαίοντα κόσμο που είναι ανάγκη να κρατήσει ερμητικά τη μεγάλη ελπίδα. Άλλωστε «Μες στην υγρότητα της σιωπής / Χτίζεται ο κόσμος» (σ. 64), κρατώντας σφιχτά έναν «νοητό ήλιο» με το «Ευαγγέλιο της Μεγάλης Άρνησης» στον κόρφο του μαζί, γιατί «έρχονται τα παιδιά με τα ηλιοτρόπια στα μάτια» (σ. 73).

Κοντολογίς, η Ντάκα προσφέρει στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια μια επικοινωνιακή αισθητική εμπειρία, όπως θα έλεγε ο Jauss.  Χρησιμοποιεί έννοιες του πολυπρόσωπου ατομικού και ερωτικού στοιχείου και της προσμονής εκείνης της εξέγερσης που θα γυρίσει τον ρου της ιστορίας, εντάσσοντάς τες λειτουργικά στον συμβολισμό της πυξίδας. Μιας πυξίδας που εν τέλει είναι η σιγουριά για μια ίσως σωστή κατεύθυνση, μέσα από τις αμφιβολίες και τα λανθασμένα βήματα του περιπλανώμενου κόσμου μας, αφού η ιστορία, δεν μπορεί, παρά να μας προσφέρει την ελπίδα πως δεν γίνεται να χαθούμε αν την κρίνουμε τολμηρά κι αν ανασυνταχθούμε με στόχο την θετική ουτοπία ενός ευοίωνου μέλλοντος κτισμένου σε νέους δρόμους:

 

ΔΡΟΜΟΙ

Η ζωή απαιτεί αμφιβολίες
Η οδύνη καρδιές
Τρεκλίζουμε κουρελιασμένοι
Ταϊζουμε άγρια άλογα
Άλογες λέξεις χαλασμένες
Μέσα στα δόντια του χρόνου
Δρόμοι με παραπατήματα
Και φτέρνες ματωμένες
Μοιράστηκε η ψυχή μας στο θέλω και στο φοβάμαι
Μα οι πέτρες συνεχίζουν να κυλούν
Πάνω στο δέρμα της που αλλάζει
Θα ’ρθει καιρός που τα ρολόγια θα κουραστούν
Θα γίνουν κρύσταλλα σιωπής που θα κυοφορούν
Τις καινούριες μας μέρες
Να μην ξεχάσεις τότε να διαρρήξεις τον ήλιο
(σ. 77).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

    Για την έννοια της Μεγάλης Άρνησης, βλ: Marcuze, H. (2022). Ο μονοδιάστατος άνθρωπος. Μτφρ. Λυκούδης, Μπ. Αθήνα: Παπαζήσης.
    Bachelard, G. (1985). Το νερό και τα όνειρα.Δοκίμιο πάνω στην φαντασία της ύλης. Μτφρ. Ε. Τσούτη, Αθήνα: Χατζηνικολής.
    Γκίνσμπεργκ, Ά. (1974). «Ουρλιαχτό», στο Σύγχρονη Ποίηση. Μτφρ. Τζ. Μαστοράκη. Αθήνα: Μπουκουμάνης.
    Goldmann, L. (1979). Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφρ. Ελ. Βέλτσου & Π. Ρυλμόν. Αθήνα: Πλέθρον.
    Jauss, R.H. (1982). Toward on Aesthetic of Reception. Transl. Bahti, T. Minneapolis: University of Minessota Press.
    Riffaterre, M. (1990), «Compulsory reader response: the intertextual drive» in Intertextuality. Theories and practices. Worton, M & Still, J. [eds]. Manchester UK: Manchester University Press.


Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι τ. καθηγητής παν/μίου Αιγαίου, κριτικός λογοτεχνίας.
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: