συνέντευξη στον Βαγγέλη Μπουμπάκη της συγγραφέα του Δαβίδ Άννας Βερροιοπούλου | Extreme Ways,
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021 »»
Β.Μ: Τι θα διαβάσουμε στο μυθιστόρημα, Δαβίδ;
Η ιδέα για το Δαβίδ γεννήθηκε από μια πραγματική ιστορία που αφορά το ομώνυμο γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου. Την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία ένα γιγάντιο κομμάτι μαρμάρου, ο Γίγαντας το αποκαλούσαν, το οποίο κανένας μεγάλος γλύπτης της εποχής δεν τολμούσε να το αξιοποιήσει. Ανέλαβε λοιπόν ο Μιχαήλ Άγγελος να το δουλέψει. Μολαταύτα, πέρασαν κάποια χρόνια μέχρι να καταφέρει το ακατόρθωτο, να δημιουργήσει από το νεκρό μάρμαρο το Δαβίδ, αυτό το θαύμα της γλυπτικής. Εμένα η ιστορία αυτή με ενέπνευσε, διότι ο καλλιτέχνης μπόρεσε να αντικρίσει μέσα σε κάτι άμορφο το όμορφο. Και όπως ο γλύπτης άρχισε να αφαιρεί όλη την περιττή πέτρα για να φανερωθεί η εξαίσια μορφή του αγάλματος, έτσι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αφαιρέσει (έστω με μεγάλο κόπο) από πάνω του καθετί ξένο, κάθε περιττό βάρος, προκειμένου να αποκαλύψει τον αληθινό εαυτό που κρύβει μέσα του. Αυτή λοιπόν ήταν η αρχική μου έμπνευση και από κει και πέρα το μυαλό και η πένα μου, καθώς λένε, λειτούργησε αυτόματα για να γεννήσει την υπόλοιπη ιστορία.
Β.Μ : Έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτότυπο έργο (ακόμα και στο γεγονός ότι έχει το πρόλογο στο τέλος) με πρωταγωνιστές δυο μυθικά πρόσωπα. Ποιος είναι ο συμβολισμός του έργου, τι ήθελες να πεις ή να μοιραστείς με τους αναγνώστες;
Το βιβλίο διηγείται την ιστορία ενός αγγέλου που έγινε άνθρωπος. Ή την ιστορία ενός ανθρώπου που έγινε άγγελος. Όπως ο βιβλικός Δαβίδ (τον οποίο αναπαριστά το άγαλμα του Μ. Άγγελου) αναμετράται με τον Γολιάθ, έτσι και ο άγγελος Δαβίδ του βιβλίου αναμετράται με το περιττό, με το θεϊκό και ανθρώπινο παράλογο, αναζητώντας την αλήθεια του εαυτού του. Είναι μια αναζήτηση κατά την οποία απαλλάσσεται από βάρη, όπως τα αγγελικά φτερά τα οποία τα έφερε στην πλάτη του από την αρχή της ύπαρξής του χωρίς ποτέ κανείς να τον ρωτήσει αν τα ήθελε. Μόνο μόνοι μας μπορούμε να επιλέξουμε τα φτερά που θα μας κάνουν να πετάξουμε, όπως κάνει στο τέλος ο πρωταγωνιστής. Εκτός από την αναζήτηση της ολοκλήρωσης μιλώ για θέματα που με απασχολούν, όπως η αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, το θηλυκό-αρσενικό, η Αλήθεια, η τέχνη, οι στιγμές του ανθρώπινου θαυμαστού.
Ωστόσο, ίσως επειδή δεν μου αρέσει το σοβαροφανές, ίσως επειδή τα τελευταία χρόνια είναι της μόδας το δραματικό, ίσως επειδή μου αρέσουν τα παιχνίδια και το χιούμορ, το ύφος του βιβλίου, σε αντίθεση με τα θέματά του, δεν είναι βαρύ. Ο ήρωάς μου μπλέκεται σε ένα παιχνίδι μυστηρίου και, ακολουθώντας τους γρίφους της συμπρωταγωνίστριας, οδηγείται σε ένα μονοπάτι αναγέννησης, σαν τον Τρελό του Ταρό. Βέβαια το παιγνιώδες ύφος δεν είναι ολότελα ένα καπρίτσιο μου, αλλά συνάδει με το περιεχόμενο του βιβλίου μιας και κάθε αναγέννηση, πώς να το κάνουμε, πρέπει να έχει και την παιδική της ηλικία. Εξού και ο πρόλογος στο τέλος: το ξαναγέννημα και η συμφιλίωση με τον εαυτό είναι το πραγματικό ξεκίνημα για τους πρωταγωνιστές.
Μιας και δεν μπορώ να εντάξω το μυθιστόρημα αυτό σε κάποια κατηγορία, όπως λες κι εσύ έχει μια πρωτοτυπία, είπα να σκαρφιστώ μια δική μου ώστε να μπορώ να απαντώ όποτε με ρωτούν «Τι είδους βιβλίου είναι;» Λέω λοιπόν κι εγώ ότι είναι μια «Φιλοσοφική ιστορία μυστηρίου».
Ξέχασα να πω ότι διαδραματίζεται, ως επί το πλείστον, σε μια πόλη που δεν ονοματίζεται, η οποία είναι η Αθήνα, και προσκαλώ τους αναγνώστες που θα βολτάρουν κάποια στιγμή στο κέντρο της πρωτεύουσας να αναγνωρίσουν τα σημεία. Είπαμε, μου αρέσουν τα παιχνίδια!
Β.Μ: Πόσο σημαντική είναι η συγγραφή για σένα; Υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός;
Παρόλο που μια ζωή με θυμάμαι με σημειωματάρια και τετράδια, για να είμαι ειλικρινής, δεν νιώθω συγγραφέας. Νιώθω περισσότερο, όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες στο Δαβίδ, «συγγραφέας χωρίς γραφή». Για μένα είναι περισσότερο μια φόρτιση του μυαλού, μια συνεχή υπερχείλιση από εικόνες και πράγματα που θέλω να πω, τα οποία μόνο όταν ξεπερνώ ένα εμπόδιο που λέγεται τεμπελιά (ή μήπως ματαιότητα) καταλήγουν στο χαρτί. Αν ήμουν ζωγράφος, ίσως να προτιμούσα να ζωγραφίσω αυτά που έχω μέσα μου. Αλλά μιας και ατάλαντη με το πινέλο, καταφεύγω στη συγγραφή. Άλλωστε ζωγράφος χωρίς ζωγραφική, ε, αυτό πια δύσκολο.
Β.Μ: Ποια είναι η κύρια πηγή έμπνευσης εάν μπορεί να οριστεί φυσικά αυτό;
Πρώτον, μικρά πράγματα μες στην ημέρα που τις ώρες του ύπνου αποκτούν μεγάλη βαρύτητα. Δεύτερον, παγιωμένες προσωπικές ανησυχίες που μεταξύ άλλων αφορούν το ανθρώπινο παράλογο, την αδικία και τη δικαιοσύνη, την ευγένεια και την αγένεια, και φυσικά την Ομορφιά. Σε αυτήν, για μένα, θα έπρεπε καταλήγουν όλα. Και παρόλο που τον τελευταίο χρόνο η ανθρωπότητα έχει εκδηλώσει όλον τον παραλογισμό που κρύβει μέσα της, βαίνοντας ολοταχώς προς ένα νέο σκοταδισμό, ο άνθρωπος μέσα στους αιώνες έχει αποδείξει ότι είναι ικανός για συγκλονιστική ομορφιά (στις πράξεις του, στις δημιουργίες του, στα λόγια του, σε ένα βλέμμα του). Θέλω να ελπίζω ότι κάπου θα υπάρχει ακόμα πρόσφορο έδαφος για να ριζώσει και να φουντώσει. Μια νέα Ωδή στη Χαρά, κι ας είμαστε ρομαντικοί.
Β.Μ : Πόσο δύσκολο είναι για έναν νεόκοπο συγγραφέα να βρει τρόπο ώστε κάποιος από τους εκδοτικούς οίκους να εκδώσει τα έργα του;
Παρόλο που πλέον υπάρχουν πολλά μέσα, ιστολόγια, μπλογκς κλπ, που δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον να δημοσιεύσει το έργο του, το να βρει κανείς εκδοτικό που να ενδιαφέρεται είναι δύσκολο και φυσικά επώδυνη η εμπειρία της απόρριψης. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι πολύ πιο σφιχτά. Ακόμα και για μετάφραση απορρίπτονται βιβλία πολύ αξιόλογων συγγραφέων που προτείνω. Προτιμώνται τα μυθιστορήματα, διότι τα διηγήματα δεν θεωρούνται εμπορικά αφού θέλουν πιο απαιτητικό κοινό. Όσο για ποίηση δε το συζητώ καν. Επίσης για τα μυθιστορήματα συχνά είναι προϋπόθεση να είναι πολυσέλιδα. Το μέγεθος μετράει σήμερα ακόμα και στον κόσμο των εκδόσεων. Και ας αναρωτιόταν ο Μπόρχες γιατί να γράψεις έναν τόμο για κάτι που μπορείς να πεις υπέροχα σε λίγες σελίδες.
Β.Μ: Έχεις γράψει όμως και ένα παραμύθι «για παιδιά» Λίλυ και Λούσυ (Μικρή Σελήνη, 2019), πες μας δυο λόγια και γι’ αυτό!
Είναι ένα παιδικό βιβλίο προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας που αγαπήθηκε πολύ από τους μικρούς αναγνώστες που το έπιασαν στα χέρια τους. Επισκέφτηκε τις τάξεις των σχολείων και μεταφράστηκε στο εξωτερικό.
Το Λίλυ και Λούσυ είναι ένα παραμύθι για τη φιλία. Όχι όμως οποιαδήποτε φιλία, αλλά τη φιλία ενός παιδιού και ενός σκύλου. Ένα κοριτσάκι γνωρίζει μια σκυλίτσα και μας δίνουν μαθήματα συνεργασίας και αλληλεγγύης, ευθύνης και ομαδικότητας. Οι ιδέες που θέλω να νιώσει το παιδί είναι ότι ο καθένας μας είναι ξεχωριστός και έχει έναν σημαντικό ρόλο στην ομάδα, είτε είναι η οικογένεια, είτε το χωριό μας, η πόλη μας, το φυσικό περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει και για τα ζώα, όπου το καθένα έχει μοναδική αξία για την ισορροπία της φύσης και συνδέεται αμοιβαία με τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα είδη ζωής. Θέματα που θίγονται επίσης είναι η εγκατάλειψη, τα δικαιώματα των ζώων και η ευθύνη του να υιοθετούμε ένα κατοικίδιο ως μέλος της οικογένειας και όχι ως λούτρινο παιχνίδι.
Β.Μ: Πόσο απαιτητικοί αναγνώστες είναι τα παιδιά και τι πρέπει να έχεις υπόψη σου γράφοντας γι’ αυτά;
Τα παιδιά θέλουν ειλικρίνεια. Και απλοχεριά. Αυτό. Να γράφεις χωρίς δεύτερες σκέψεις πίσω στο μυαλό. Τουλάχιστον έτσι πιστεύω εγώ. Έγραφα έχοντας την ίδια χαρά με τη χαρά του παιδιού που θα διαβάσει το βιβλίο. Παρόλο που διαλέγουν οι ενήλικες τα παραμύθια, εγώ έγραφα μια ιστορία για μικρά παιδιά που πολύ θα ήθελα, αν μπορούσαν, να την επέλεγαν μόνα τους από τα ράφια της μιας βιβλιοθήκης, ενός βιβλιοπωλείου.
Β.Μ: Καταπιάνεσαι όμως με τη δύσκολη και επίπονη διαδικασία της μετάφρασης. Μεταφράζοντας σπουδαίους συγγραφείς: Αντόνιο Ντι Μπενεντέττο, Άννα Μαρία Σούα, Μαρία Λουίσα Μπομπάλ, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Κίκε Φερράρι, Κάρλος Καλίκα Φερέρ. Τι ρόλο έπαιξαν αυτοί στους δύσκολους ατραπούς της συγγραφής σου ζωής;
Της συμπαράστασης. Επισκέπτονται συχνά το χώρο που γράφω. Κάθονται στην πολυθρόνα του δωματίου, στέκονται όρθιοι πίσω από την πλάτη μου, σιγομουρμουρίζουν, καμιά φορά τους πιάνω να χαζεύουν έξω από το παράθυρο. Δεν ξέρω αν ή με ποιο τρόπο έχουν επηρεάσει τη γραφή μου, αυτό ας το κρίνει ο αναγνώστης, είναι όμως για μένα ένα φανάρι του Διογένη, ένα παράδειγμα του δημιουργικού πάθους.
Β.Μ: Αλήθεια, γράφεις κάτι αυτή την ζοφερή από κάθε άποψη, περίοδο ή να περιμένουμε κάποια μετάφρασή σου;
Έχεις απόλυτο δίκιο για τη ζοφερότητα των ημερών που ζούμε. Και αυτά που συμβαίνουν, η παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, η αδράνεια και η παθητικότητα γύρω μας, με ξεπερνούν. Με έχουν αφήσει δημιουργικά άφωνη. Το «Δαβίδ» το έγραψα πριν τα γεγονότα του τελευταίου έτους. Μόνο την αρχική αφιέρωση έβαλα μετά, σε πείσμα των ημερών μας που δαιμονοποιείται η ανθρώπινη επαφή, που μας λένε να μην αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι ο πρωταγωνιστής εγκατέλειψε όλα του τα προνόμια για αυτήν την ταπεινούλα ανθρώπινη επαφή. Ετοιμάζω όμως δυο πολύ ωραίες μεταφράσεις. Στις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο «Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον» της Αργεντινής Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα με πολύ ενδιαφέροντα queer στοιχεία και στην Απόπειρα το Όσα δεν ειπώθηκαν… μιας εκπληκτικής Χιλιανής ποιήτριας της Τερέσα Γουίλμς Μοντ. Αλλά αυτά στα προσεχώς. Να ευχαριστήσω κλείνοντας το Extreme Ways για τη φιλοξενία και να ευχηθώ στους αναγνώστες σας Καλό Καλοκαίρι, παρέα πάντα με ένα βιβλίο (για να μην ξεχνιόμαστε).
Μάης 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου