γράφει η Μαρία Χρήστου* | ο αναγνώστης »»
Την Αννίτα Λουδάρου την γνώρισα πριν έξι χρόνια, όταν, σαν συνάδελφοι ψυχοθεραπεύτριες, βρεθήκαμε στην ίδια ομάδα εποπτείας των κλινικών μας περιστατικών. Την έμαθα ακούγοντάς την να μιλάει για τους θεραπευόμενούς της και να περιγράφει τις συνεδρίες μαζί τους. Με κέρδισε από την πολύ αρχή η γλύκα της, η βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η ευαισθησία και η ανθρωπιά της. Την συμπάθησα κεραυνοβόλα και πλέον την ευγνωμονώ για την πολύτιμη φιλία της.
Όταν κάποιο βράδυ μετά το γραφείο τηλεφωνηθήκαμε και μου ζήτησε να μιλήσω για το νέο της «παιδί», το νέο της βιβλίο, ένιωσα μεγάλη χαρά αλλά και ταραχή. Πέρα από το μόνιμο άγχος μου να μιλάω σε ακροατήριο, αυτό που με προβλημάτισε ήταν το αν θα καταφέρω να αποδώσω με λίγα λόγια την ουσία του βιβλίου αυτού όπως του αξίζει.
Το είχα διαβάσει αρχές Αυγούστου. Για την ακρίβεια δεν το διάβασα, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, το ρούφηξα. Διάβασα απνευστί και τα πενήντα τρία διηγήματα. Πρόκειται για πενήντα τρεις ιστορίες μικρής έκτασης που μιλάνε για όλα όσα μας απασχολούν διαχρονικά, για τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης, για τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής, για την μνήμη, για την αναζήτηση της εσωτερικής ταυτότητας, για τη σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους, για όλα όσα μας σημαδεύουν στην πορεία του χρόνου.
Είναι πολύ δύσκολο να καταφέρεις να αποδώσεις, στα περιορισμένα πλαίσια της μικρής φόρμας, όλες αυτές τις αποχρώσεις και τα βαθιά νοήματα. Η Αννίτα όμως το κατάφερε. Δημιούργησε ήρωες που παρότι ζουν και αναπνέουν σε δυο τρεις σελίδες, πολλές φορές μόνο σε μία, είναι όμως πραγματικοί και διόλου χάρτινοι, είναι οικείοι σε τέτοιο βαθμό που διαπερνάνε το μυαλό του αναγνώστη και μένουν χαραγμένοι στη μνήμη του για καιρό. Ήρωες της διπλανής πόρτας που όμως είναι μοναδικοί. Η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη, ενίοτε γίνεται πρωτοπρόσωπη, αλλά αυτή η αλλαγή δεν ενοχλεί καθόλου τον αναγνώστη, καθώς το κείμενο ρέει.
Ο κοινός μας δάσκαλος και ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ επέμενε να λέει ότι σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό η ψυχοθεραπεία είναι η ίδια η προσωπικότητα του εκάστοτε θεραπευτή. Πέρα από τη Σχολή και την αντίστοιχη θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθείται, η προσωπικότητά του είναι αυτή που χρωματίζει την ψυχοθεραπεία με αυτήν την ιδιαίτερη απόχρωση που την καθιστά μοναδική. Κάνοντας την αντιστοιχία με την γραφή, παρατηρώ ότι τελικά και ο τρόπος που γράφουμε είναι σε μεγάλο βαθμό συνώνυμος του χαρακτήρα μας. Η Αννίτα Λουδάρου γράφει απλά αλλά πολύ περιεκτικά, η γραφή της δεν είναι διόλου επιτηδευμένη όπως διόλου επιτηδευμένη δεν είναι ούτε η ίδια. Η γλώσσα είναι πολύ δουλεμένη, το ύφος όμως απαλλαγμένο από οτιδήποτε περιττό, κλείνει την κάθε ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να βάλει την δική του τελεία, να δώσει το δικό του νόημα, να κάνει τις δικές του ταυτίσεις. Όπως και με τους θεραπευόμενούς της, έτσι και εδώ δεν επιδιώκει να κατευθύνει με το ζόρι τον αναγνώστη κάπου συγκεκριμένα, αντίθετα τον κρατάει τρυφερά από το χέρι ρίχνοντας φως στα σκοτάδια του. Δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις, με τον τρόπο της θέτει κυρίως ερωτήματα τα οποία δρουν υπόγεια αλλά καθοριστικά. Πρόκειται εμφανώς για μια παρόμοια διαδικασία με αυτή της ψυχοθεραπείας.
Ακόμα και στη μικρή παράγραφο – υποσημείωση στην αρχή, λίγο μετά την αφιέρωση προς την αδερφή της και τον πίνακα με τα περιεχόμενα, γράφει: «Υποθέτω πως είναι μικροπρεπές να περνάει κανείς τη ζωή του απασχολούμενος με τα ξέρω του». Και με αυτήν τη σύντομη φράση συνοψίζει το βιβλίο αλλά και την δική της φιλοσοφία ζωής.
Το βιβλίο «Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λάμδα» ασχολείται όχι με αυτά που γνωρίζουμε, αλλά με αυτά που ψάχνουμε να βρούμε. Η Αννίτα Λουδάρου προσπαθεί να ανιχνεύσει χειρουργικά τις επιθυμίες και τα τραύματα των ηρώων της, καθόλου τυχαίο, καθώς αυτοί είναι και οι δύο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η θεραπεία ως διαδικασία. Η Λογοτεχνία άλλωστε προχωράει στο βάθος των πραγμάτων και συναντάει με άλλο τρόπο την ψυχοθεραπεία.
Στα μικρά αυτά διηγήματα ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, η αφήγηση ταξιδεύει από το εδώ και το τώρα στις μνήμες του παρελθόντος και στις φαντασιώσεις για το μέλλον. Παρατηρούμε τις εμπειρίες του παρελθόντος και πως αυτές επιδρούν στο τώρα των υποκειμένων, πως διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους. Νιώθουμε την επιθυμία, τα θέλω, τα όνειρά και τους φόβους που τους κατακλύζουν. Με έναν παρόμοιο τρόπο, και στην ψυχοθεραπεία ο χρόνος είναι μια κατασκευή. Το ασυνείδητο των θεραπευόμενων είναι άχρονο με αποτέλεσμα να αναμειγνύονται το τώρα, το πριν, το μετά. Πρόκειται για μια ρευστότητα που και στη θεραπευτική συνθήκη είναι παρούσα και απαραίτητη προκειμένου να οδηγηθούμε στην ψυχική αναδιοργάνωση.
Η Αννίτα διακρίνει την κρυμμένη επιθυμία και το τραύμα των ηρώων της και τα εκθέτει με ευαισθησία και φροντίδα, δίχως την παραμικρή διάθεση να κρίνει. Όπως κατανοεί τους θεραπευόμενους της, με την ίδια λεπτότητα και κατανόηση σκιαγραφεί και την εσωτερική τους ζωή των ηρώων της.
Με το βιβλίο αυτό, όπως και με τα προηγούμενά της, μου δίνει την εντύπωση πως η ίδια αντιλαμβάνεται την ενσυναίσθηση ως τον απαραίτητο και θεμελιώδη νόμο του βίου ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τη φαντάζομαι να ρεμβάζει μετά από κάθε συνεδρία και μέσα από αυτήν ιδιαίτερη ονειροπόληση να γεννιούνται όλες αυτές οι ιστορίες, με υλικό εμφανώς αναλυτικό. Ακόμα και να μη γνώριζα ότι είναι επαγγελματίας ψυχοθεραπεύτρια, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο θα το καταλάβαινα.
Η δική μου αγάπη για τον κινηματογράφο είναι τεράστια, κάτι που η Αννίτα βέβαια γνωρίζει. Θα το εκμυστηρευτώ λοιπόν κι αυτό. Τα διηγήματά της μου θύμισαν κάτι ιδιαίτερα φιλμάκια μικρού μήκους, που συνηθίζουν να προβάλλονται σε φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου και αναδύονται σαν μικρά διαμαντάκια φωτίζοντας με μοναδικό τρόπο τις πτυχές μιας εξανθρωπισμένης καθημερινότητας.
Η Αννίτα Λουδάρου αγαπάει να ακούει τις ιστορίες των θεραπευόμενών της, αλλά αγαπάει και να διηγείται ιστορίες. Και το κάνει πολύ καλά.
Τα διηγήματα είναι όλα μοναδικά και μου ήταν πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο. Το καθένα με άγγιξε με τρόπο διαφορετικό, ενώ όλα μαζί συνθέτουν ένα απίθανο ψηφιδωτό. Τα διάβασα πολλές φορές, χωρίς να βαρεθώ. Και κάθε φορά διεκδικούσαν τη συγκίνηση και τη μνήμη μου.
Αυτό που επέλεξα να διαβαστεί εδώ («ένα τσαφ») είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου. Διαπραγματεύεται την απώλεια, μικρή και μεγάλη, τις ματαιώσεις που όμως στο βάθος μας καθορίζουν ως υποκείμενα και μας παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε τις μικρές χαρές και να επαναπροσδιορίσουμε το τι σημαίνει «γεμάτη» ζωή.
Ο Αντρέ Μπρετόν είχε πει εμφατικά πως «ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια και αν είναι η ερώτηση». Θεωρώ πως διαβάζοντας το βιβλίο Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λάμδα η απάντηση Άνθρωπος τρεμοπαίζει συνεχώς στο μυαλό και στην καρδιά του αναγνώστη.
(*) Η Μαρία Χρήστου είναι ψυχολόγος, το κείμενο είναι η ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου φέτος καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου