30.7.20

10+2 ελληνική πεζογραφία – καλοκαιρινές προτάσεις (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

γράφει ο Γιάννης Μπασκόζος | ο αναγνώστης,
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020  »» 



Γιώργος Πολυμενάκος, Ιστορίες από την άλλη όχθη, συμμετοχή Μαρία Πολυκανδριώτη, Απόπειρα

Προσωπικές ιστορίες του συγγραφέα από την «άλλη όχθη», που δεν είναι παρά το αγνοημένο Πέραμα. Ιστορίες γειτονιάς, παρεών, μικρών καταστημάτων , κλαμπ, δρόμων, λαϊκών παιδιών που ζουν το δικό τους ελάχιστο όραμα. Τα πρώτα κομμάτια αφορούν στην παιδική ηλικία του συγγραφέα, την μετακόμιση της οικογένειας από το ένα δωμάτιο στα Μανιάτικά σε μια μικρή παράγκα στο Πέραμα, εκεί που τελείωνε ο δρόμος και άρχιζαν τα βράχια. Μια ζωή που τα όνειρα ήταν τόσο μικρά όσο ένα μικρό ζαχαρωμένο μηλαράκι. Όσο να κτίσεις έναν τοιχαλάκι για να μεγαλώσει  το σπίτι. Αργότερα ακολούθησαν  οι μικροί παράδεισοι, τα σουβλάκια, τα τζουκ μποξ, η ρετσίνα Κουρτάκη. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες, η πολιτικοποίηση, η επαφή με τον άλλο κόσμο. Αρκετές αφηγήσεις αφορούν στη μουσική σκήνη Κόντρα, ένα μαγαζάκι που έπαψε να υπάρχει το 1998, στο οποίο ανδρώθηκε η περαματιώτικη παρέα. Η πόλη αλλάζει αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει: θέλει να είναι μια εργατική συνοικία, ένα μικροαστικό προάστιο, θέλει μονοκατοικίες πρόχειρα φτιαγμένες ή πολυκατοικίες εξίσου πρόχειρα κατασκευασμένες; Καταλήγει ένα θολό υβριδικό τοπίο, μισό άσχημο μισό καλό, όπως είναι και η ζωή μας.

29.7.20

Μαρία Λιάκου • Η έσω ζωή

γράφει η Μαρία Λιάκου | fractal,
28 Ιουλίου 2020 »»

Άνν Λου (Αννίτα Λουδάρου) Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λ, εκδ. Απόπειρα

Η Αννίτα Λουδάρου στο νέο της βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε μας παίρνει μαζί της σ’ ένα εντυπωσιακό ταξίδι εξερεύνησης της εσωτερικής ταυτότητας, σημερινών ανθρώπων και ανασύρει μνήμες, βιώματα και καταστάσεις που «σημαδεύουν».

Στα 53 διηγήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο μιλάει κυρίως για την αποξένωση, για την ατολμία ή το προσωπικό μας ρίσκο. Για ζωές που σέρνονται και λιμνάζουν. Για σχέσεις που έκαναν και αυτό «το μαζί» των συντρόφων βυθίστηκε  μέσα στην σιωπή. Για προσωπικές συγκρούσεις που τελείωσαν και δεν συζητήθηκαν για να έχουν από κοινού μέλλον.
«Όχι, όχι, η ζωή δεν συνεχίζεται όπως λένε κάποιοι. Κάποια στιγμή σταματάει. Διακόπτεται. Μετά συνεχίζει πάλι. Είναι όμως διαφορετική.» (σ. 93)
Κάποια μικρά σε έκταση λέξεων – διηγήματα έχουν μια εσωτερική φωνή – προσωπική αφήγηση που αποτελούν έναν «καταγραφέα».  Μερικά δημοσιεύτηκαν και στην προσωπική της ιστοσελίδα Σκέψεις Ανν Λου.

Κάποια άλλα, όμως, έχουν την τεχνική φόρμα του διηγήματος με μια ιστορία για αφήγηση, ήρωα, πλοκή και διηγηματικό τέλος. Ξεχωρίζω το «Μια μπαταρία με πολλές πληροφορίες» (σ. 58) που έχει φόντο το διαδίκτυο και την γλώσσα του στον ψυχικό μας κόσμο.

Συνδυάζοντας το παρελθόν με το τώρα στα διηγήματά της σηματοδοτεί μια οπτική στην χαρτογράφηση των σημερινών σχέσεων και αναδύει την βαθιά βυθισμένη «κρυψώνα» με τραύματα και απώλειες. Με την γραφή της ρίχνει φως στην κάθε ιστορία και δίδει λεκτική και συναισθηματική «φωνή». Ο  αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει ερμηνείες-εκδοχές.
«Κρατάνε όλοι από ένα κομμάτι βαμβάκι  και ψάχνουν για λίγο μπεταντίν.» (σ. 50)
Η συγγραφέας μας έδωσε καλά κρυμμένες ιστορίες που μυρίζουν υπόσχεση ότι θα ακολουθήσουν πιθανόν και άλλες σε ένα επόμενο βιβλίο της.


Η Αννίτα Λουδάρου (Ανν Λου) πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στο Τόκυο. Σπούδασε Γεωλογία, Χρηματοοικονομικά και Ψυχανάλυση στην Πάτρα, στο Λονδίνο και στην Αθήνα, όπου τώρα ζει και εργάζεται. Της αρέσει το λικεράκι μαστίχα γιατί της θυμίζει το νησί της. Από το 2012 διατηρεί την προσωπική της ιστοσελίδα Σκέψεις Ανν Λου και τα κείμενά της έχουν ταξιδέψει διαδικτυακά χωρίς διαβατήριο.

Έγραψε:
(2020) Η νύχτα που τρεμόσβηνε το λ, Απόπειρα
(2015) Ιώδιο, Απόπειρα
(2014) Τράνζιτ, Απόπειρα

27.7.20

Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις σαν παραμύθια

Επιστημονική και Φιλολογική επιμέλεια,
Πρόλογος, Σημειώσεις Δημήτρης Β. Προύσαλης
έκδοση χαρτόδετη, σχήμα 13 × 20,5 εκ., σσ. 179
I S B N 978-960-537-292-7
Αθήνα 2020
Σειρά: Του κόσμου τα παραμύθια #43
Λ.Τ.: 12 € + (Φ Π Α)

 


Ένα βιβλίο γεμάτο ιστορίες θρυλικές και κεράσματα απ’ τον κόσμο της μυθολογίας ελληνικής και αλλότριας, αφηγήματα του Αισώπου και λαϊκές παραδόσεις όλο ξαφνιάσματα, περιμένει τους φίλους της προφορικής λογοτεχνίας και των αφηγήσεων να αναζητήσουν ενδιαφέροντα θέματα στοχασμού αλλά και ουσιαστικής αγωγής της ψυχής.

Πέντε ιστορίες για του φεγγαριού τον κόσμο κρυμμένες μέσα σε ανάσες ανθρώπων και θεών και σε καρβέλια του ψωμιού κακοψημένα, ένα γεφύρι δώρο του διαβόλου κι απάτητο απ’ τον ίδιο, και μια μάνα με φτερά που γέννησε μέρες καλοκαιριού στη μέση του χειμώνα, ένας ήρωας σκοτεινός πριν περπατήσει στης αρετής τα μονοπάτια, τρεις πύργοι και άνθρωποι με μάτια τρία στο κατώφλι τους, μια Αταλάντη νύμφη ανίκητη στο δρόμο, ένα παλικάρι με όνομα λουλουδιού που αρνιέται μια κόρη αόρατη του απόηχου, δυο ξυλοκόποι κρίνονται στου ψαριού την κόψη και του τσεκουριού την όψη, μια γέννα μουσική των οργάνων, κάμποσες αγελούδες με διάθεση διαβολική, μια λίμνη που βούλιαξε στοιχειά και έπνιξε πόθους μιαρούς κι ανομολόγητους, μια μαϊμού καβάλα στο δελφίνι κι ένας Αλέξανδρος Μέγας σαν το λόγο της Γοργόνας που τον γύρεψε, περιμένουν να προκαλέσουν συζητήσεις και να δώσουν ιδέες και εμπνεύσεις για νέες αφηγήσεις…

Γράφουν και αφηγούνται

Αγγελική Αγαλιανού
Μαρούσα Απειρανθίτου
Δώρα Γεωργιάδου
Θεόδωρος Ίντας
Φλώρα Κολιαράκη
Έλλη Κούβαρη
Αναστασία Κουκουζέλη
Αγγελική Μπεμπλιδάκη
Σέβη Οικονόμου

24.7.20

Φανή Χούρσογλου • Οἰκόσιτα

πρώτη δημοσίευση Ιστορίες Μπονζάι |
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020 »»


ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ, ΟΙ ΦΤΕΡΩΤΕΣ, δὲν θά ’πρε­πε ὑ­πο­τί­θε­ται νὰ μᾶς ἀ­νη­συ­χοῦν – εἶ­ναι ἁ­πλοὶ ἐ­πι­σκέ­πτες, κα­θὼς λέ­νε οἱ εἰ­δι­κοί. Οἱ τσοῦ­λες οἱ μι­κρὲς εἶ­ναι ποὺ κά­νου­νε φω­λι­ὲς καὶ θέ­λουν ἐ­πει­γόν­τως ἐ­ξο­λό­θρευ­ση.
        Δὲν ξέ­ρω βέ­βαι­α ἂν θὰ συμ­φω­νοῦ­σε σὲ αὐ­τὸ ὁ Ἀν­τω­νά­κης, ἀ­φοῦ – Βου­δι­στὴς γὰρ – πί­στευ­ε πὼς ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ με­γέ­θους πρό­κει­ται γιὰ ἀ­τυ­χεῖς με­τεν­σαρ­κώ­σεις ἀ­κό­μα καὶ οἰ­κεί­ων – ἀ­γα­πη­μέ­νων, ἐν­δε­χομέ­νως – προ­σώ­πων, βά­ναυ­σα χτυ­πη­μέ­νων ἀ­π’ τὸ κάρ­μα.
        Ὅ­πως καὶ νά ’χει, ὁ Μῆ­τσος – ὡς συ­νή­θως κυ­νι­κός – τό­νι­ζε πὼς τὸ ἐ­νε­νῆν­τα ἐν­νέ­α τοῖς ἑ­κα­τὸ ἀπ’ τὶς ρη­μά­δες δὲν τὶς βλέ­που­με.
        Βλέ­που­με – ἐ­νί­ο­τε – ἀ­ρα­χνοῦ­λες, ἀλ­λὰ συ­χνό­τε­ρα μο­νά­χα τοὺς ἱ­στούς τους στὶς γω­νι­ές. Δὲν βλέ­που­με ὅ­μως – εὐ­τυ­χῶς – οὐ­δέ­πο­τε τὰ ἀ­κά­ρε­α, πα­ρό­λο ποὺ ἰ­σο­βί­ως συμ­βι­ώ­νου­με πα­ρέ­α.
        Ἴ­σως αὐ­τὰ σκε­φτό­ταν καὶ ἡ Μα­ρι­λοῦ σὰν τῆς καρ­φώ­θη­κε ἡ ἰ­δέ­α ὅ­τι μοι­ρα­ζό­ταν τὴ γκαρ­σο­νι­ε­ρού­λα μὲ φαν­τά­σμα­τα. Ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο κο­ρί­τσι ἡ Μα­ρι­λοῦ, μὰ ξε­ρο­κέ­φα­λο. Χρυ­σὴ τὴν κά­να­με πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει με­τα­φυ­σι­κὸ οὐ­δὲν ποὺ νὰ τὴν ἀ­πει­λεῖ, αὐ­τὴ ἐ­κεῖ, νὰ σκι­ά­ζε­ται καὶ νὰ σκη­νο­θε­τεῖ τὸ θρί­λερ τῆς ζω­ῆς της.
        Μᾶς πα­ρου­σί­α­ζε μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ ὕ­πο­πτα συμ­βάν­τα ὡς πα­σι­δή­λως ἐν­δει­κτι­κά τῆς ὕ­παρ­ξης μί­ας ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρων ὀν­το­τή­των ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­πέ­ραν στὴν οἰ­κί­α της.
        Κατ’ ἀρ­χὴν – λέ­ει – ἄ­κου­γε βή­μα­τα, συρ­σί­μα­τα, ψι­θύ­ρους καὶ φω­νές. Τὸ γε­γο­νὸς πὼς οἱ τοῖ­χοι τῶν δι­α­με­ρι­σμά­των οὐ­δε­μί­αν ἠ­χο­μό­νω­ση πα­ρέ­χουν δι­ό­λου δὲν τὴν πτο­οῦ­σε.
        Βέ­βαι­α εἶ­χε κά­ποι­α βά­ση αὐ­τή της ἡ ἀ­γω­νί­α, ἀ­φοῦ – ἀ­πὸ τὴν τρέ­λα της – εἶ­χε ἀ­πο­συν­δέ­σει ρα­δι­ό­φω­να, τη­λε­ο­ρά­σεις καὶ λοι­πὰ (γιὰ τὸ φό­βο τῶν δαι­μό­νων), ὁ­πό­τε ζών­τας στὴ σι­ω­πὴ πῶς νὰ μὴν με­γα­λο­ποι­εῖ καὶ τὸ ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στο ἠ­χά­κι;
        Τὸ σπί­τι – ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη – εἶ­ναι ἀ­λή­θεια τὴν ἀ­να­και­νι­σού­λα του τὴν ἤ­θε­λε καὶ βέ­βαι­α οὔ­τε λό­γος γιὰ πι­στο­ποι­η­τι­κὸ ἐ­νερ­γεια­κῆς ἀ­πό­δο­σης σὲ ἕ­να κτί­σμα συ­νο­μή­λι­κο μέ μᾶς – καὶ κά­τι πα­ρα­πά­νω. Πῶς νὰ μὴν τρί­ζουν πιὰ τὰ ἕρ­μα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα;
        Ἔ­πει­τα ἡ κα­η­μέ­νη ἡ Μα­ρι­λοῦ ἔ­χα­νε δια­ρκῶς πράγ­μα­τα. Πα­σμί­νες, κάλ­τσες κι ἀ­να­πτῆ­ρες δη­λώ­νον­ταν συ­χνὰ πυ­κνὰ στὴ λί­στα ἀ­πω­λε­σθέν­των. Ἐ­γὼ ὡς ἄ­πι­στος Θω­μᾶς τὴ θε­ω­ροῦ­σα φυ­σι­κὰ ἁ­πλῶς ἀλ­λο­παρ­μέ­νη.
        Ὅ­μως – σὰν βρώ­μι­κο μυα­λό – προ­σπά­θη­σα σκλη­ρὰ νὰ τῆς βά­λω ψύλ­λους στ’ αὐ­τιὰ μή­πως ἡ κολ­λη­τή της, αὐ­τὴ ἡ Μίρ­κα ἡ παρ­δα­λή, τῆς βού­τα­γε τὰ δι­ά­φο­ρα – ἔ­τσι γιὰ χά­ρη γού­στου.
        Κι ἴ­σως ἦ­ταν οἰ­κό­σι­τα τὰ πνεύ­μα­τα στὸ σπί­τι, ὅ­μως τὸ σύν­δρο­μο τῆς Μα­ρι­λοῦ εἶ­χε ἐ­πε­κτα­θεῖ καὶ σὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς χώ­ρους, ὥ­στε παν­τοῦ πλέ­ον ἔ­νι­ω­θε πὼς πα­ρα­κο­λου­θεῖ­ται.
        Ὅ­σο καὶ ἂν προ­σπά­θη­σα νὰ ὀρ­θώ­σω τεῖ­χος λο­γι­κῆς γιὰ νὰ τὴν χα­λα­ρώ­σω, ἐ­κεί­νη δὲν ξε­χνι­ό­τα­νε λε­πτό. Κι ἐ­νῶ ἐ­γὼ πα­ρα­μυ­θι­α­ζό­μουν δι­α­κα­ῶς μή­πως κά­τι παι­ζό­ταν με­τα­ξύ μας, τὸ ἀ­γύ­ρι­στο μυα­λό της σκά­λω­νε στὰ ἀ­ό­ρα­τα κα­τοι­κί­δια. Ἔ­ψα­χνε καὶ με­τροῦ­σε τὶς σκι­ές, δι­α­βλέ­πον­τας παν­τοῦ ἄλ­λες δι­α­στά­σεις.
        Ἀ­φοῦ εἶ­χε σπου­δά­σει ἐν­δε­λε­χῶς τὰ ἅ­παν­τα τῆς ἀ­ξι­ό­τι­μης Μαν­τὰμ μὲ τ’ ὄ­νο­μα Μπλα­βά­τσκυ ἡ Μα­ρι­λοῦ δὲ σή­κω­νε οὔ­τε μύ­γα στὸ σπα­θί της. Ἦ­ταν κα­θό­λα ἕ­τοι­μη νὰ συ­στη­θοῦν ἐ­νώ­πιος ἐ­νω­πί­ῳ μὲ τὸ στοι­χει­ό. Ἐ­πί­μο­να προ­σέγ­γι­ζε τοὺς φί­λους της – κι ἐ­μέ­να – νὰ κά­νου­με ἐ­πι­τέ­λους μιὰ σε­άνς.
        Ὁ­μο­λο­γῶ πο­θοῦ­σα σὰν τρε­λός τὰ τρυ­φε­ρὰ χε­ρά­κια της νὰ ἄγ­γι­ξω – ἀλ­λὰ γιὰ ἐ­πι­κλή­σεις καὶ τοι­οῦτα ἐ­ξω­τι­κὰ δὲν ἤ­μουν ὁ κα­τάλ­λη­λος κα­θό­λου. Πα­ρ’ ό­λα αὐ­τὰ κά­ποι­α στιγ­μὴ τὴν πά­τη­σα ὁ βλά­κας κι ἀ­φοῦ τὸ ὑ­πο­σχέ­θη­κα ὄ­φει­λα νὰ τὸ κά­νω.
        Στὴν ὥ­ρα ποὺ ὑ­πέ­δει­ξε ἤ­μα­σταν ὅ­λοι ἐ­κεῖ. Στὸ χῶ­ρο μό­νο δυ­ὸ κε­ριά. Εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει τὸ τρα­πέ­ζι, τὸ πο­τή­ρι, τὸ χαρ­τί. Πι­α­νό­μα­στε κι ἀρ­χί­ζου­με τὴν ὅ­λη τε­λε­τή. Κρύ­ω­σα ἀ­πό­το­μα ἀλ­λὰ ἤ­τα­νε καὶ ἄ­γρια χα­ρά­μα­τα.
        Τὸ πο­τή­ρι κου­νή­θη­κε κι ἡ Μα­ρι­λοῦ ἄρ­χι­σε νὰ ρω­τᾶ γιὰ τὴν ταυ­τό­τη­τα τοῦ ἄ­γνω­στού της φί­λου. Ἐ­γὼ τὰ εἶ­χα ἤ­δη χρεια­στεῖ μὰ τὰ χει­ρό­τε­ρα δὲν εἶ­χαν φτά­σει ἀ­κό­μα. Ἦρ­θαν ὅ­ταν τὰ γράμ­μα­τα ποὺ ἑ­νώ­νον­ταν γορ­γὰ σχη­μά­τι­σαν στὰ μά­τια μου μπρο­στὰ τὸ ὄ­νο­μά μου.

22.7.20

Πρωτότυπη φωνή, ρηξικέλευθος νους, επιγραμματική φιλοσοφία του χάους

Ο δρ Κωνσταντίνος Μπούρας γράφει για το βιβλίο του Νίκου Μάντζιου Ο εξομολόγος του θεού, σπονδυλωτό μυθιστόρημα, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2019, σελ. 170 |
fractal, Τρίτη 21 Ιουλίου 2020 »»



Ήδη από την αφιέρωση αποκαλύπτονται (;) οι συγγραφικές προθέσεις:
Στους πολλούς που λιποψύχησα να εξομολογηθώ,
και στους λίγους που θα ’θελα να εξομολογήσω.
Αλλά και το motto είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της συγγραφικής κοσμοθεωρίας:
«Αν υπάρχει Θεός, θα πρέπει να με παρακαλέσει
για να τον συγχωρήσω».
(Χαραγμένο σε τοίχο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.)
Αυτό όμως είναι απλώς το προανάκρουσμα μιας συμφωνικής ενορχήστρωσης εικόνων, ιδεών, ρυθμών και αισθημάτων. Ποιητικότητα και δραματικότητα συνδυάζονται σε μια «χορογραφία» που παρακολουθεί τα «κινήματα της ψυχής» ενός λογοτέχνη από τους πλέον φερέλπιδες στα Ελληνικά Γράμματα.

17.7.20

«Όχι από το εξώφυλλό του»: Οι ακατέργαστες ιδέες του Φίλιπ Κ. Ντικ

Για την άβυσσο της φαντασίας του Φίλιπ Κ. Ντικ, με αφορμή το βιβλίο Όχι από το εξώφυλλό του, με τέσσερα διηγήματα από την πρώτη δεκαετία της συγγραφικής καριέρας του, από το 1954 μέχρι το 1968

γράφει ο Κωστής Καλογρούλης | ελculture.gr
Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020 »»

Για να μην παρεξηγηθώ, ο Φίλπ Κ. Ντικ δικαίως ανήκει στο πάνθεον των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας του εικοστού αιώνα. Έρχεται συνολικά δεύτερος μονάχα μετά τον Στίβεν Κινγκ στον αριθμό μεταφοράς των έργων του στον κινηματογράφο. Αυτή η διαρκής έλξη της κινηματογραφικής βιομηχανίας προς τα γραπτά του είναι από μόνη της μία ένδειξη της επιρροής του στο mainstream του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Είναι άδικο να αμφισβητήσει κανείς μια τόσο γόνιμη φαντασία και μία αστείρευτη δημιουργικότητα.

Είναι όμως επίσης σαφές ότι ο Φίλιπ Κ. Ντικ δεν έγραφε καλά. Η γλώσσα του είναι απλοϊκή, υποτυπώδης, η ανάπτυξη χαρακτήρων ελάχιστα τον ενδιέφερε, ενώ πολύ συχνά μέχρι και την πλοκή την αντιμετώπιζε με ευκολία, σχεδόν προχειρότητα. Δεν είναι παράλογο αν σκεφτεί κανείς ότι είχε γράψει συνολικά σαράντα μυθιστορήματα και πάνω από εκατό διηγήματα. Ταλαιπωρημένος από εθισμούς σε μεθαμφεταμίνες και αλκοόλ, από κρίσεις κατάθλιψης και προβληματικές σχέσεις που δεν στέριωναν, ο Ντικ δεν είχε την αυτοπειθαρχία ούτε και το μεράκι να κατακτήσει την τέχνη της γραφής. Έγραφε πολύ και βιαστικά, συχνά μέχρι και εξήντα σελίδες την ημέρα. Ο βασικός στόχος του ήταν να δώσει σάρκα και οστά σε ότι στοίχειωνε τη φαντασία του, να ενσαρκώσει δηλαδή τις ιδέες που συνεχώς γεννούσε το μυαλό του. Από αυτές τις ιδέες συνεπώς και κρίνεται.

16.7.20

Ο Νίκος Μάντζιος και «Ο εξομολόγος του Θεού»

Athens Voice, 16 Ιουλίου 2020 »»

Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για το παράπονο του μικρού ανθρώπου προς κάποια πράγματα που κάνει ο Θεός και δεν τα καταλαβαίνει.

Το νέο βιβλίο του Νίκου Μάντζιου με τίτλο «Ο εξομολόγος του Θεού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα. Πρόκειται για το δεύτερο προσωπικό βιβλίο του Νίκου Μάντζιου, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με έντονο παραμυθικό στοιχείο, το οποίο διαπραγματεύεται το παράπονο του μικρού ανθρώπου προς κάποια πράγματα που κάνει ο Θεός και δεν τα καταλαβαίνει.


9.7.20

Ένας κώλος κάποιας Άννας και μια ξεχασμένη κατάληψη του 1983: Όψεις του πολιτικού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

γράφει ο Δημήτρις Γαρρής | από το Σαλιγκάρι,
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020 »»



Μιχάλης Αλμπάτης, Ο κώλος της Άννας,
Αθήνα: Απόπειρα, 2018, 72 σ.
Χριστόφορος Κάσδαγλης, 1983,
Αθήνα: Καστανιώτης, 2019, 464 σ.

I

Μια κριτική λογοτεχνίας είναι συνήθως βαρετή· συχνά «παραγγελία» του εκδότη, σπανίως τέρψη του αναγνώστη. Επαινετική ή επικριτική, στοχαστική ή επιδερμική, ισορροπημένη και εμβριθής ή άτσαλη και ετεροβαρής· όπως και να ’ναι, δεν παύει να φτάνει στον αναγνώστη κείμενο κατά κανόνα πληκτικό. Ξέρεις ανθρώπους που ’χουν διαβασμένα ολόκληρα, απ’ αρχής μέχρι τέλους, περισσότερα βιβλία παρά δίστηλες κριτικές λογοτεχνίας· μπόλικους μανιώδεις βιβλιοφάγους που ουδέποτε διάβασαν ή σπανίως διέτρεξαν κάποια κριτική.

Μια α-κριτική όμως, πώς είναι; Τι διαφορετικό πράττει; Μήπως υβρίζει απλά αρχικά τις κατεστημένες κριτικές, έτσι για μιαν εντύπωση αιρετική καινοτομίας, κι έπειτα ανέξοδα στ’ αχνάρια τους βαδίζει;

Α-κριτική: Δεν θα κριθεί βιβλίο, μα βιβλία δύο. Δεν θα κριθούν βιβλία, καθώς οι επαΐοντες – τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ παροικούντες – το πράττουν αναμφίβολα αρτιότερα. Και τα δύο έργα, η νουβέλα του Μ. Αλμπάτη και το μυθιστόρημα του Χρ. Κάσδαγλη μ’ αρέσαν. Αμφότερα ήσαν γάργαρα κι επινοητικά· στο διάβασμα καλόβολα και ψυχωφελή αρκούντως. Τρίτη και τελευταία ορίζουσα α-κριτικής: καθ’ υπόταξη παράθεση θραυσματικών σκέψεων, που ανεφάνησαν κατά και μετά την ανάγνωση των δύο βιβλίων. Εν ολίγοις, μια κριτική που έχει περισσότερο στο νου της τον αναγνώστη και την αναγνώστρια λογοτεχνίας. Μια δοκιμή αναγνωστικής πρότασης, αυθαίρετη και υποκειμενική. Στο βάθος, μια ημιτελής προτροπή.

Diego Velazquez, The Rokeby Venus [1647-1651], after the artistic intervention of Canadian suffragette Mary Richardson [1914]

Μαρία Λουίσα Μπομπάλ • Οι αναμνήσεις μιας νεκρής

μυθιστόρημα
μετάφραση:
Άννα Βερροιοπούλου
σσ. 148, σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη,
I S B N: 978-960-537-289-7,
Λ.Τ. 12,00 € + Φ Π Α
Απόπειρα, Ιούλιος 2020


Ένα βιβλίο που δεν θα ξεχάσει ποτέ η Αμερική μας. — Χόρχε Λούις Μπόρχες
Η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ είναι η μητέρα όλων μας, όλων των σύγχρονων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής. — Κάρλος Φουέντες
Ένα μυθιστόρημα θλιμμένης μαγείας, ηθελημένα παλιομοδίτικο, με αποτελεσματική κρυφή δομή. — Χόρχε Λούις Μπόρχες
Η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ, με την πρωτότυπη ανάμειξη φαντασίας, μνήμης και πραγματικότητας, είναι η πρόδρομος του μαγικού ρεαλισμού, που αποτελεί σήμερα τον ανθό της ισπανοαμερικανικής λογοτεχνίας. — Chicago Tribune
Μια από τις πιο εξέχουσες αντιπροσώπους της αβανγκάρντ στη Λατινική Αμερική. — Diane Marting, Women Writers of Spanish America, 1987

Σε μια εποχή που στην παγκόσμια λογοτεχνία η γυναίκα παρουσιαζόταν είτε ως άγγελος είτε ως δαιμόνιο, η Χιλιανή Μαρία Λουίσα Μπομπάλ τόλμησε τη δεκαετία του ’30 να μιλήσει στο μυθιστόρημά της αυτό για τη πραγματικότητα της γυναίκας, την ερωτική της επιθυμία, την αναγκαστική περιχαράκωση στον εαυτό της μέσα σε έναν αντρικό κόσμο.
Η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ, ως η πρόδρομος του μαγικού ρεαλισμού στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, γράφει πλάθοντας ένα μαγικό σύμπαν τόσο ζωντανό όσο ένα όνειρο.
Η πρωταγωνίστρια Άνα Μαρία, μια νεκρή γυναίκα, όμορφη και παθιασμένη, αναλογίζεται το παρελθόν της με την πικρή σοφία του πεθαμένου. Ξεδιπλώνει μπροστά μας μια ζωή χαραμισμένη σε αδιέξοδους έρωτες, βασανισμένη από την αδυνατότητα της γυναίκας να ζήσει με πλησμονή τη ζωή. Φόντο της προσωπικής της ιστορίας οι σκιές, η ομίχλη, τα υγρά τοπία μιας ρομαντικής Χιλής.
Το μυθιστόρημά Οι αναμνήσεις μιας νεκρής ανανέωσε και σημάδεψε την ισπανόφωνη λογοτεχνία.

Ανν Λου • Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λ

διηγήματα,
σσ
. 163, σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη,
I S B N: 978-960-537-290-3,
Λ.Τ. 10,00 € + Φ Π Α,
Απόπειρα, Ιούλιος 2020



Από το παράθυρό μου βλέπω την Αθήνα της νύχτας που όλο και περισσότερο θαμπώνει. Σήμερα κάποιος γίνεται είκοσι οκτώ, τριάντα οκτώ, σαράντα οκτώ. Κάποιος θα νιώθει πιο ζωντανός ανάμεσα στους ζωντανούς. Κάποιος πιο πεθαμένος ανάμεσα στους πεθαμένους. Και κάποιος θα φωνάζει «Θαύμα» τελειώνοντας όσα δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αρχίσει. Πόση τύχη έφεραν άραγε όλα αυτά τα χρόνια; Πόσο αργά σκορπίζεται η τύχη όταν κάνει βουτιά από τον έκτο στην αχρωματοψία; Οι γάτες του φωταγωγού δεν ξέρουν ν’ απαντήσουν. Κοιτούν όμως προς τα πάνω περιμένοντας να τους στείλει κάτι από ψηλά κάποιος μακρινός τους ξάδερφος.