22.7.20

Πρωτότυπη φωνή, ρηξικέλευθος νους, επιγραμματική φιλοσοφία του χάους

Ο δρ Κωνσταντίνος Μπούρας γράφει για το βιβλίο του Νίκου Μάντζιου Ο εξομολόγος του θεού, σπονδυλωτό μυθιστόρημα, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2019, σελ. 170 |
fractal, Τρίτη 21 Ιουλίου 2020 »»



Ήδη από την αφιέρωση αποκαλύπτονται (;) οι συγγραφικές προθέσεις:
Στους πολλούς που λιποψύχησα να εξομολογηθώ,
και στους λίγους που θα ’θελα να εξομολογήσω.
Αλλά και το motto είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της συγγραφικής κοσμοθεωρίας:
«Αν υπάρχει Θεός, θα πρέπει να με παρακαλέσει
για να τον συγχωρήσω».
(Χαραγμένο σε τοίχο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.)
Αυτό όμως είναι απλώς το προανάκρουσμα μιας συμφωνικής ενορχήστρωσης εικόνων, ιδεών, ρυθμών και αισθημάτων. Ποιητικότητα και δραματικότητα συνδυάζονται σε μια «χορογραφία» που παρακολουθεί τα «κινήματα της ψυχής» ενός λογοτέχνη από τους πλέον φερέλπιδες στα Ελληνικά Γράμματα.


Η έντονη δραματικότητα χαρακτηρίζει τον προσεκτικό πεζογραφικό αλλά και ποιητικό λόγο του Νίκου Μάντζιου. Έντονο το παραμυθικό στοιχείο. Αφηγηματικές τεχνικές πανάρχαιες αλλά απολύτως εκσυγχρονισμένες, εναρμονισμένες στην μετανεωτερική εποχή μας, όπου η επικάλυψη ενός «ψηφιδωτού» μικρο-ιστοριών με το προσωπικό σμάλτο της υποκειμενικής οπτικής εγγράφει υποθήκες για μια ολοένα και εντεινόμενη δι-υποκειμενικότητα. Αυτό το «σπονδυλωτό μυθιστόρημα» διαρθρώνεται όπως και οι προγενέστερες σύντομες αφηγήσεις. Σημειωτέον ότι ο σημαντικός αυτός και σεμνός συγγραφέας, που εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση, έχει επιμεληθεί και έναν τόμο με θρύλους και παραμύθια από την Μεσαιωνική Ισπανία.

Όμως αυτό που αποδεικνύει το υβριδικό αυτής της μετανεωτερικής απόπειρας που τείνει προς το «ολικό καλλιτέχνημα» είναι οι σκηνικές οδηγίες για ένα θεατρικό που μπορεί να ανεβεί (με ή χωρίς δραματουργική επεξεργασία):

Σκηνικό: το τυπικό χαμένης μάχης.
Υπόθεση: το θράσος των ηττημένων να βάλουν ερωτηματικό μετά το «γιατί».
Στον ρόλο του μάγου, η ομίχλη.
Στον ρόλο του θαυματοποιού, ο μίμος.
Στον ρόλο του κακού — του όχι απαραίτητα αναγκαίου — η απουσία του καλού.
Στον ρόλο του αντίλυτρου για τη λύτρωση, ο πόνος.
Στον ρόλο του νηστικού έρωτα, ο έρωτας. (Στον ρόλο του αγνού, ο πληρωμένος.)
Στον ρόλο του θανάτου, η αυτού μεγαλειότης ο ίδιος ο θάνατος αυτοπροσώπως.
Στον ρόλο του ανθρώπου — του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση βασανισμένου Ανθρώπου — ο καθημερινός.
(Στον ρόλο του μικρού, ο μεμψίμοιρος.)
Στον ρόλο του σκληρού Θεού — του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση απάνθρωπου ανθρώπου — ο Θεός.

Βεβαίως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «ψυχόδραμα» και «ονειρόδραμα» και «δράμα του εγώ – ich drama», αν δεν υπήρχε αυτή η πανοραμική απεικόνιση μιας εξωτερικής «πραγματικότητας» που συστρέφεται αναζητώντας την εσωτερική γαλήνη. Αυτό θαρρώ είναι το ζητούμενη αυτής της πνευματικής απόπειρας: να ισορροπήσει η ομιλώσα φωνή μέσα σε έναν χαοτικό κυκεώνα πληροφοριών, τεκταινομένων, ιστορημάτων και της αναγκαστικής μυθοποίησής τους, τόσο από το συλλογικό φαντασιακό όσο και από το ατομικό φαντασιακό, που είναι πάντα και εξ ορισμού αιρετικό και εικονοκλαστικό (σύμφωνα με τον μεγάλο διανοητή Κορνήλιο Καστοριάδη στον τόμο του Πεπραγμένα και πρακτέα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2019).

Οι τίτλοι των μετανεωτερικών κεφαλαίων υποκαθίστανται από περιληπτικές προτάσεις, γνωμικά ή ακόμα κι εναύσματα, εναρκτήρια λακτίσματα για την αναδημιουργική αναγνωστική δράση:
… υπάρχουν καλές και κακές μάγισσες, κι αυτή κακιά δεν ήταν
… και κίνησαν οι δώδεκα αποστόλισσες να κηρύξουν τον αληθινό έρωτα
… το όνειρο για να βγει αληθινό πληρώνει ένα τίμημα· ακόμα και το αμερικάνικο
… άλλοι θάβουν κι άλλοι ανασταίνουν σώματα
… μέτρησε μία προς μία εκατόν πέντε μαχαιριές
… το βράδυ δεν έβαλε ξυπνητήρι να σηκωθεί την άλλη μέρα
… μέχρι που το φαρμάκι φούσκωσε και ζήταγε διέξοδο
… όταν η λήγουσα δεν είναι μακρά, αλλά μακριά κι ανέντιμη
… φτύνουν αίμα οι λέξεις όταν παλεύουν με τις νότες
… ο πόνος — όπως κι ο έρωτας — όλα τα μπορεί
… πες μου πού ονειρεύεσαι ή εύχεσαι να πας, και θα σε πάω
(πριν από το επόμενο απόφθεγμα μεσολαβεί πίνακας)
… το παιχνίδι που σου χάρισα το θέλω πίσω· είναι δικό μου
(και εδώ μεσολαβεί πίνακας)
… μόνο τα τραύματα που είναι φανερά στο γυμνό κορμί φαίνονται με γυμνό μάτι
… να έχεις τον νου σου, όμορφη, να μην ξεχάσεις το μαντίλι σου (μια φορά κι έναν καιρό…)
… πυρ, γυνή και θάλασσα : τα δυο κακά του νάνου
… περιμένοντας να συντελεστεί η ανάσταση

(όμως το κεφάλαιο που αρχίζει στην σελίδα 163 δεν έχει προμετωπίδα τίτλου, αλλά ξεκινάει με την χαρακτηριστική φράση:)
… ούτε το ζαβό ο Σίμος ξαναφάνηκε ούτε η Νεράιδα.
Αυτό το τελευταίο κεφάλαιο λειτουργεί και σαν επίλογος, που κλείνει ως εξής:

Έκαναν τότε Σύνοδο οι Αδικημένοι και Τον προσκάλεσαν να ρίξει πάνω τους την πρώτη πέτρα. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Μέσω τον Γραφών Του δήλωσε αμετανόητα και ζηλότυπα αλάθητος και άμεμπτος και δεν εμφανίστηκε ούτε για να υπερασπιστεί τους τίτλους Του. Ο Πανταχού Παρών κηρύχτηκε αδικαιολογήτως Απών και Τον εξομολόγησαν ερήμην.

Κι αμέσως μετά ακολουθεί το βιογραφικό του πανάξιου λογοτέχνη (πρακτική μάλλον ασυνήθιστη για τα τυπογραφικά δεδομένα, όπου συνήθως μπαίνει στο «αυτί» του βιβλίου):

Ο Νίκος Μάντζιος γεννήθηκε στην Πύλη Τρικάλων. Σπούδασε Μαθηματικά στη Ρώμη και άσκησε για χρόνια το επάγγελμα του φροντιστή. Παρακολούθησε, μεταξύ άλλων, σεμινάρια Συμβουλευτικής Ψυχιατρικής, Αφηγηματικής Τέχνης και Δημιουργικής γραφής και έχει πιστοποίηση στη γραφή Braille. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και διερμηνεία στα ιταλικά και ισπανικά. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων στην Ειδική Αγωγή και στην Αθλητική Αναψυχή και Ψυχολογία. Έχει δημοσιεύσει άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για τα μαθηματικά και τη διαχείριση του άγχους εξετάσεων. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Βλέπε οπισθόφυλλο, μικροδιηγήματα (Απόπειρα, 2017). Θρύλοι και παραμύθια από τη μεσαιωνική Ισπανία (Απόπειρα, 2018). Βράδυ Τετάρτης, ανθολογία μικροδιηγήματος στην οποία συμμετείχε και έκανε και την επιμέλεια (Απόπειρα, 2018). Τα τελευταία χρόνια διδάσκει μαθηματικά σε δομές της Ειδικής Αγωγής. Παράλληλα οργανώνει και συντονίζει εργαστήρια Δημιουργικής γραφής. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Χοσέ και έχει δυο γιους, τον Γιώργο και τον Ορέστη, επίσης μαθηματικούς.

Όμως και ο καλός ζωγράφος που κοσμεί με τους πίνακές του αυτόν τον τόμο συμμετέχει με το βιογραφικό του:

Ο Στέργιος Στάμος γεννήθηκε στην Κρανιά Γρεβενών και ζει στα Τρίκαλα. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 20 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ παράλληλα έχει λάβει μέρος σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Κίνα, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Βουλγαρία κ.ά.). Έχει φιλοτεχνήσει σκηνικά και κοστούμια για το θέατρο. Οι πιο πρόσφατες ενότητες έργων του, Μεταναστεύσεις (2012), Inmycountry (2014) και Γεωγραφίες (2017), αποτελούνται από πολυεπίπεδες εγκαταστάσεις και ζωγραφικά έργα και πραγματεύονται την πορεία των προσφύγων, με σαφή αναφορά όμως και στην Ελλάδα της κρίσης. Έργα του βρίσκονται στο momus, στο Μουσείο Κατσίγρα Λάρισας, στην Πινακοθήκη Κομοτηνής, στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα, σε δημόσιους χώρους και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές.

Εν κατακλείδι, αυτό που διακρίνει και ξεχωρίζει αυτόν τον εκλεκτό λογοτέχνη είναι η παραστατικότητα, η ενσυναίσθηση, μεταισθήσεις που παραπέμπουν στην περίφημη μέθοδο Στανισλάβσκι, όπως μεταπλάστηκε κι εκσυγχρονίστηκε από το Actors’ Studio. Ο αφηγητής λειτουργεί ως ηθοποιός, υποδύεται τους ήρωές του, υποκρίνεται πως συμπάσχει και συμπάσχει εν τέλει, αφού καταφέρνει να συμπαρασύρει στην συναισθηματική του δίνη ακόμα και τον βιαστικό ή απρόσεκτο αναγνώστη. Ας προσέξουμε όμως πως ο αφηγηματικός του τόνος δεν γίνεται ποτέ μελοδραματικός, παραμένει στα κράσπεδα του ποιητικού ρεαλισμού και απογειώνεται αδιόρατα με τον ελάχιστο δυνατό υπέρ-ρεαλισμό. Χαρακτηριστικό της υπνωτικής ονειρωδίας με την οποία επιχειρεί να σαγηνεύσει τον αναγνώστη ή την αναγνώστιδά του είναι το μαυλιστικό “σκηνικό” (σσ. 161-162):
Ανακατεύτηκε το λιβάνι με τον καπνό και τη βαριά μυρωδιά της κόλας και της βαφής απ’ τις φιγούρες και τη λαδομπογιά των τραπεζιών. Ντουμάνιασε ο στενάχωρος χώρος.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από ετούτο το άκρως ενδιαφέρον βιβλίο, συρραμμένα (υποκειμενικά) σε μια συνδημιουργική μετά-αφήγηση:

[…]
Όταν ήρθε ο πόλεμος, έφυγαν όσοι μπορούσαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, χάθηκαν οι αντρίκειες οι φωνές και το χωριό βουβάθηκε. Ακούγονταν μονάχα βογκητά απελπισιάς και πού και πού το κλάμα κάποιου μωρού που ήταν καρπός σμιξίματος αγχωμένου παρά ευχαρίστησης — πριν φύγουν για το μέτωπο να σπείρουν μια ζωούλα πίσω τους στη θέση της δικιάς τους που μπορεί να κόβονταν απότομα. Τα μεγαλύτερα παιδιά μήτε έκλαιγαν μήτε γελούσαν, βουβά, σαν από φόβο μη βεβηλώσουν τη σιωπή και προκαλέσουν το κακό. Όσο κρατούσε ο πόλεμος ο γυναικωνίτης στην εκκλησιά γνώρισε δόξες. Στο κοιμητήριο ο χώρος περίσσευε.
[…]
Από τον ξεχασμένο, χωρίς νικητές πόλεμο, γύρισε σακάτης. Κατέβηκε με δεκανίκια στο λιμάνι μετά από είκοσι έξι ατέλειωτες μέρες στη θάλασσα. Γι’ αυτόν, ετούτη η σταυροφορία, «να σώσωμεν τον κόσμον από τον από βορράν κίνδυνον», είχε τελειώσει. Δεν βαριέσαι. Πάντα θα εφευρίσκεται κάποιος λόγος να γίνονται πόλεμοι για να σωθεί τάχα ο κόσμος. Το μόνο που δεν σώζεται στον πόλεμο είναι η ψυχή. Κάτι όμως θα έκανε καιγια δαύτη. Κάποιο ψυχικό θα σκαρφίζονταν για να φιλιώσει με τη συνείδησή του. Κι ύστερα πάλι στων βούρκων τη σαγήνη. Τώρα είχε ανάγκη να βλέπει τον θάνατο να νικιέται. Να βλέπει άνθρωπο να δίνει ζωή σε άνθρωπο και όχι να του την παίρνει.
[…]
Βρέθηκε άγνωστος στρατιώτης να πολεμάει άγνωστο εχθρό και γι’ άγνωστο γι’ αυτόν σκοπό, σ’ άγνωστη χώρα. Γνώριμος ήταν μόνο ο θάνατος που τον είχε ξαναδεί να τρυγάει πλάι του στις ετοιμόρροπες στοές τής Καλιφόρνιας όταν έψαχνε για χρυσάφι βουτηγμένος στηλάσπη και στις αναθυμιάσεις, και μετά στα παγωμένα βουνά της Μοντάνας και του Όρεγκον δίπλα στις σιδηρογραμμές που είχαν στα θεμέλια κορμιά μεταναστών. Στα λαγούμια της Καλιφόρνιας γνώρισε τον Μπόγκουμιλ τον Πολωνό και συνέχισαν αχώριστοι να προκαλούν τον χάρο, βέβαιοι ότι δεν θα τους ακουμπήσει λόγω ονοματεπώνυμου : ο μεν γιατί λέγονταν Καλομοίρης, ο δε γιατί είχε την εύνοια του Θεού, μιας και αυτό σήμαινε στα πολωνέζικα τ’ όνομά του. Μετά κατέβηκαν στις πόλεις και στον πολιτισμό κι έπλυναν ατέλειωτες στοίβες πιάτα σε φαγάδικα Ρωμιών, κι έγδαραν κοπάδια βούβαλους και μοσχάρια σε βρώμικα σφαγεία μαζί με άθεους Ρώσους και προτεστάντες Ιρλανδούς. Στο Ντένβερ του Κολοράντο βρήκε μια καλή δουλειά σ’ ένα ανθοπωλείο. Του άρεσε η πόλη και σκέφτονταν να μείνει.
[…]
Κρύφτηκε στ’ αμπάρια κι έμεινε εκεί τρεις μέρες ώσπου δεν άντεξε την πείνα και τη δίψα και φανερώθηκε μονάχος του. Ήταν και τα ποντίκια που δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι κι εξαντλήθηκε. Είχαν περάσει το Γιβραλτάρ κι ο καπετάνιος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον κατεβάσει στο λιμάνι που θα έπιαναν. Ευτυχώς είχαν περάσει οι εποχές που πέταγαν στη θάλασσα τους λαθρεπιβάτες. Για να ξεπληρώσει τον ναύλο, τον έβαλαν να κάνει δουλειές του ποδαριού. Ο καπετάνιος, γεννημένος στα χωριά της Πάργας, τον παρακάλαγε να του λέει τα βράδια ηπειρώτικα μοιρολόγια μιας κι ο Θράσος κρατούσε απ’ το Ζάλογγο. Εκεί ήξεραν καλύτερα από πουθενά να θρηνούν τη μοίρα. Το συμπάθησε αυτό το παλικαράκι που το ’λεγαν τα κότσια του, κι όταν έφτασαν στη Νέα Υόρκη και ξεφόρτωναν το εξαθλιωμένο μπουλούκι των μεταναστών στο Έλις, το νησί του φόβου και των στεναγμών στην είσοδο του λιμανιού, του πρότεινε να του βγάλει ναυτικό φυλλάδιο και να τον κρατήσει μούτσο στο καράβι.
[…]
Όταν φιλιούνται τα χείλια, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι καρδιές, και η καρδιά σ’ αυτό που κάνουμε δεν έχει καμία θέση» τη δασκάλευε η μάνα της, κι αυτή την αρχή εφάρμοσε κι έγινε μεγάλη και τρανή. Όταν λοιπόν της ζήταγαν αγκαλιές και φιλιά στο στόμα, τους έστελνε πίσω στη γυναικούλα τους (κι αν δεν είχαν, ήταν γιατί δεν το αξίζανε). Οι έφηβοι έτσι κι αλλιώς σ’ άλλα σημεία επάνω της είχανε το μυαλό τους. Με άλλου είδους απαιτήσεις δεν είχε πρόβλημα, όσο κι αν ήταν προχωρημένες. Ήτανε μέρος της δουλειάς και το σεβότανε, και φυσικά με το αζημίωτο. Η πουτάνα θα κάνει πουτανιές. Επιβάλλεται λόγω θέσης. Θα κάνει πράγματα στους άντρες που δεν τα κάνουν συνήθως οι γυναίκες τους γιατί θα τις πουν πουτάνες (που κατά βάθος μπορεί και να ’ναι ή θα ’θελαν να είναι, αλλά δεν τις αρέσει να το ακούν). Όμως σιχαίνονταν να κάνει πράγματα που κάνουν «οι καθώς πρέπει», αλλιώς θα ήτανε κι αυτή μια απ’ αυτές· και δεν το ήθελε, τουλάχιστον προς ώρας. Η καθεμιά εφ’ ω ετάχθη, κι αυτή ήταν ταγμένη στο κορμί. Την ψυχή την άφηνε στους παπάδες και στους «ενάρετους». Το αντρίκειο σώμα το γνώριζε καλά. Το έκανε να μιλάει, να τρέμει και να καίγεται.
[…]
Στην περίπτωσή της οι Κασσάνδρες που την ήθελαν να παίρνει τον εύκολο δρόμο στη ζωή της επαληθεύτηκαν. Δεν μπήκε στο επάγγελμα με τον τρόπο που αρέσκονται να γράφουν στα αισθηματικά βιβλία και να δείχνουν στον σινεμά. Δεν υπήρξε καμιά δακρύβρεχτη και πονεμένη ιστορία του τύπου « κοινωνία άδικη »ή « αμάρτησα για το παιδί μου » κι άλλα τέτοια. Εξάλλου η κοινωνία δεν της έφταιξε σε τίποτα και δεν υπήρξε ούτε υπάρχει παιδί για χάρη του οποίου να αμαρτήσει. Η ιστορία ήταν απλή : ήταν το μήλο που έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά, ή αλλιώς, «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» — στην περίπτωσή της ίσχυε το «κατά μάνα». Η ξακουστή Διώνη κατέβηκε παιδούλα απ’ το χωριό και με σκληρή δουλειά έγινε θρύλος στον κόσμο τού αγοραίου έρωτα. Βεντέτα.
[…]
Άνθισαν πασχαλιές στο κοιμητήριο και ζωντάνεψαν πάνω στους τάφους τα πλαστικά λουλούδια.

Αναζητείστε τον αυτόν τον συγγραφέα. Είναι πρωτότυπη φωνή, ρηξικέλευθος νους, επιγραμματική φιλοσοφία του χάους που μας κατακλύζει πανταχόθεν, από τις πολλές ελπίδες για μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ηθική και τίμια.

Μετά Λόγου Γνώσεως,

Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: