9.7.20

Ένας κώλος κάποιας Άννας και μια ξεχασμένη κατάληψη του 1983: Όψεις του πολιτικού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

γράφει ο Δημήτρις Γαρρής | από το Σαλιγκάρι,
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020 »»



Μιχάλης Αλμπάτης, Ο κώλος της Άννας,
Αθήνα: Απόπειρα, 2018, 72 σ.
Χριστόφορος Κάσδαγλης, 1983,
Αθήνα: Καστανιώτης, 2019, 464 σ.

I

Μια κριτική λογοτεχνίας είναι συνήθως βαρετή· συχνά «παραγγελία» του εκδότη, σπανίως τέρψη του αναγνώστη. Επαινετική ή επικριτική, στοχαστική ή επιδερμική, ισορροπημένη και εμβριθής ή άτσαλη και ετεροβαρής· όπως και να ’ναι, δεν παύει να φτάνει στον αναγνώστη κείμενο κατά κανόνα πληκτικό. Ξέρεις ανθρώπους που ’χουν διαβασμένα ολόκληρα, απ’ αρχής μέχρι τέλους, περισσότερα βιβλία παρά δίστηλες κριτικές λογοτεχνίας· μπόλικους μανιώδεις βιβλιοφάγους που ουδέποτε διάβασαν ή σπανίως διέτρεξαν κάποια κριτική.

Μια α-κριτική όμως, πώς είναι; Τι διαφορετικό πράττει; Μήπως υβρίζει απλά αρχικά τις κατεστημένες κριτικές, έτσι για μιαν εντύπωση αιρετική καινοτομίας, κι έπειτα ανέξοδα στ’ αχνάρια τους βαδίζει;

Α-κριτική: Δεν θα κριθεί βιβλίο, μα βιβλία δύο. Δεν θα κριθούν βιβλία, καθώς οι επαΐοντες – τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ παροικούντες – το πράττουν αναμφίβολα αρτιότερα. Και τα δύο έργα, η νουβέλα του Μ. Αλμπάτη και το μυθιστόρημα του Χρ. Κάσδαγλη μ’ αρέσαν. Αμφότερα ήσαν γάργαρα κι επινοητικά· στο διάβασμα καλόβολα και ψυχωφελή αρκούντως. Τρίτη και τελευταία ορίζουσα α-κριτικής: καθ’ υπόταξη παράθεση θραυσματικών σκέψεων, που ανεφάνησαν κατά και μετά την ανάγνωση των δύο βιβλίων. Εν ολίγοις, μια κριτική που έχει περισσότερο στο νου της τον αναγνώστη και την αναγνώστρια λογοτεχνίας. Μια δοκιμή αναγνωστικής πρότασης, αυθαίρετη και υποκειμενική. Στο βάθος, μια ημιτελής προτροπή.

Diego Velazquez, The Rokeby Venus [1647-1651], after the artistic intervention of Canadian suffragette Mary Richardson [1914]



II


Ο Αλφόνσο Αλδεβαράν, κεντρικός ήρωας της νουβέλας του Μιχάλη Αλμπάτη, είναι ένας μεσήλικας δημόσιος υπάλληλος, καταγόμενος από ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια. Διήγε εκ γενετής βίο μονότονο, σε τόπο μη προσδιοριζόμενο και χρόνο μάλλον άχρονο. Όλα στη ζωή του αλλάξαν όταν, μετά το θάνατο της μητέρας του και την αποστρατεία της γηραιάς οικονόμου, ήρθε να δουλέψει στην οικία του η νεαρή Άννα. Ο κώλος της καινούριας υπηρέτριας γρήγορα θα καταστεί για τον Αλφόνσο το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Η εκδίπλωση αυτής της sui generis μονομανίας του αποτελεί το θέμα του Κώλου της Άννας, λογοτεχνικού ντεμπούτου του Μ. Αλμπάτη.

Ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης, πρωταγωνιστής του 1983, του τελευταίου δηλαδή μυθιστορήματος του Χριστόφορου Κάσδαγλη, είναι ένας εικοσάχρονος φοιτητής της Νομικής, πολιτικοποιημένος στην ανανεωτική αριστερά. Αφότου διώχνεται από την οικογενειακή εστία λόγω ασήμαντης αφορμής, αποφασίζει να μετεγκατασταθεί στην κατάληψη της σχολής του, της οποίας είναι εκ των πρωτεργατών. Ζει στην Αθήνα του 1983. Η πορεία της πολύτροπης ενηλικίωσής του, κατά την πυκνή διάρκεια του ενάμιση μήνα που κρατά η κατάληψη, συνιστά την κεντρική θεματική του μυθιστορήματος του έμπειρου συγγραφέα.  

Τι όμως νομιμοποιεί κοινό κριτικό κείμενο για τα δύο βιβλία; Πέρα από την υπό αίρεση σκέψη ότι πρόκειται για δύο σημαντικές στιγμές ενός ρεύματος που – λίγο απλοϊκά, λίγο προβοκατόρικα – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύγχρονη «ανδρική» λογοτεχνία. Και τούτο καθώς έχουμε δύο έργα μυθοπλασίας, αμφότερα ανδρών συγγραφέων, με τον κύριο λογοτεχνικό ήρωα άνδρα, και το κυρίαρχο ανδρικό βλέμμα – περισσότερο ή λιγότερο – αισθητά παρόν. Επιπρόσθετα, αν κανείς συμμερίζεται την αλήθεια της φράσης, κατά την οποία εκείνο που τελικά μετρά είναι να έχεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθείς, τότε ο Αλφόνσο Αλδεβαράν και ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης έχουν δύο σπουδαίες ιστορίες. Ιστορίες που μπορεί μεν μεταξύ τους σε τίποτα να μη μοιάζουν, έχουν όμως ένα κοινό: αφηγηματοποιούν και εξιστορούν διαμορφωτικές, συγκροτητικές εμπειρίες, οι οποίες εντοπίζονται χωροχρονικά σε εκείνη τη στιγμή πύκνωσης της ζωής ενός ανθρώπου, που κομβικά επανανοηματοδοτεί περασμένα και μελλούμενα. Και τα δύο βιβλία ξεκινούν την αφήγησή τους από ισάριθμα «κοσμοϊστορικά» – στην κλίμακα του μικροκόσμου των δύο ηρώων – γεγονότα: το διώξιμο από το σπίτι και η έναρξη της κατάληψης για τον Βλαδίμηρο Δημητριάδη, η υπό το σεληνόφως αποκάλυψη του κώλου της Άννας για τον Αλφόνσο Αλδεβαράν.

III


Το 1983 δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Σίγουρα όχι ιστορικό με τον κλασικό τρόπο. Είναι όμως πολύτιμο ανάγνωσμα για όποιον θέλει να καταλάβει τα ελληνικά eighties. Πιο ταιριαστός του είναι ο χαρακτηρισμός «πολιτικό μυθιστόρημα». Γραμμένο στο παρόν της κρίσης, επιστρέφει στην κατά πολλούς μήτρα των δεινών, στην πρώιμη Μεταπολίτευση, στην αυγή της δεκαετίας του 1980. Όσο κι αν ακούγεται κλισέ, το 1983 αποδίδει το κλίμα της εποχής, τον καιρό της πρώτης Αλλαγής, ένα κλίμα έμφορτο ελπίδων και συλλογικής αμεριμνησίας. Πλάι στο κλίμα, αριστοτεχνικά εικονογραφείται το πολιτισμικό φορτίο μιας συγκεκριμένης γενιάς αριστερών νεολαίων, μιας γενιάς για την οποία τη στιγμή εκείνη οι δυνατότητες έμοιαζαν απειράριθμες. Των νεολαίων του «Ρήγα Φεραίου», που το πρωί διάβαζαν Λένιν – διερωτώμενοι αν ο ορθός υλισμός είναι ο διαλεχτικός ή ο διαλεκτικός – και το 1984 του Όργουελ με μιαν αόριστη αίσθηση πως μπορεί στις σελίδες του να βλέπουν τα «προσεχώς στο σινεμά», ενώ το βράδυ διασκέδαζαν στα κέντρα της Καισαριανής ακούγοντας τον Τσιτσάνη στα τελευταία του. Η γενιά του Βλαδίμηρου Δημητριάδη αποτελεί μια σφηνωμένη – πολιτικά και κινηματικά – γενιά. Ενδεικτικό τούτου, το γεγονός πως οι πολιτικοποιημένοι νέοι των αρχών της δεκαετίας του 1980 δεν διανοούνται ακόμα να φωνάξουν: «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία»· και αυτό, όχι επειδή στερούνταν αγωνιστικότητας, αλλά καθώς η πλειοψηφία εξ αυτών είχε άμεση, οργανική, σχεδόν απτική επαφή με τη μυθική γενιά, μ’ αυτήν του Πολυτεχνείου. Βρισκόταν ακόμη εντός των χωρικών της υδάτων. Λόγου χάρη, ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης πηγαίνει οδοντίατρο σε κάποιον σύντροφό του ρηγά, αγωνιστή του Πολυτεχνείου.

Κρίσιμο στοιχείο στο 1983 έγκειται στο τέχνασμα της τριπλής εναλλασσόμενης αφηγηματικής οπτικής. Διηγούμενος την ίδια ιστορία, πότε μιλά ο εικοσάχρονος Βλαδίμηρος Δημητριάδης, πότε ο μεσήλικας Βλαδίμηρος – πρόκειται άλλωστε για το διαχρονικό λογοτεχνικό alter-ego του Κάσδαγλη (ο Βλ. Δημητριάδης ήταν κεντρικός ήρωας και στο παλαιότερο μυθιστόρημά του Σπλιτ!) – και άλλες φορές, σπανιότερα, υπεισέρχεται η φωνή του ίδιου του συγγραφέα. Η συγκεκριμένη αφηγηματική τακτική επιτρέπει στον Κάσδαγλη να σταθεί με διάθεση αναστοχαστική – αλλού στοργική, αλλού καυστική –, αλλά ποτέ αφ’ υψηλού αφοριστική απέναντι στα αγωνιστικά βιώματα της νεότητάς του. Το μυθιστόρημά του είναι από πολλές απόψεις σημαντικό, ενώ η έκδοσή του στο σήμερα – σε μια συγκυρία όπου καθόλου δεν σπανίζουν εκείνοι που, μεγαλώνοντας και πλουτίζοντας, φτύνουν τ’ αγωνιστικά μικράτα τους ως χούγια μιας καταραμένης εποχής – συνιστά πολιτική πράξη. Στον αντίποδα αυτών, ο Κάσδαγλης μέσω του Βλαδίμηρου Δημητριάδη βροντοφωνάζει πως ούτε οι μάταιοι αγώνες δεν ήσαν μάταιοι. Και αν όλο το παραπάνω συγκροτεί την πολιτική στάση του συγγραφέα, που σε άλλους αρέσει και σ’ άλλους όχι, έχει και ευθύ αντίκτυπο στο λογοτεχνικό αποτέλεσμα· το καθιστά γλυκύ.

Επιπλέον, το μυθιστόρημά του Κάσδαγλη μας ωθεί να στοχαστούμε πάνω στην ιστορικότητα των καταλήψεων. Πιο συγκεκριμένα, εν έτει 1983 η κατάληψη ως μορφή πάλης του φοιτητικού κινήματος είναι σχεδόν πλήρως νομιμοποιημένη στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας, καθαγιασμένη στη θαλπερή σκιά της πρόσφατης εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Με άλλα λόγια, καμιά σχέση με τη σημερινή δαιμονοποίηση που επικρατεί στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο. Σε αυτήν, λοιπόν, την πυρακτωμένη επικαιρότητα των καταλήψεων, τι είναι το 1983; Μια νησίδα υπεράσπισης ή μια ακόμα κοτρόνα – συμβολή στο συλλογικό ανάθεμα; Μπορεί το δίλημμα αυτό να είναι μανιχαϊστικό και αντιβαίνον στην οπτική του Κάσδαγλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, επιμένει σε έναν κριτικό αναστοχασμό. Ωστόσο, μια φράση, κάπου προς το τέλος του βιβλίου, συνοψίζει νομίζω όλη την ουσία. Διερωτώμενος αν μετανιώνει για τα κινηματικά νιάτα του, μάλλον η φωνή του συγγραφέα ή έστω του μεσήλικα Βλαδίμηρου Δημητριάδη, αποφαίνεται πως αν ξαναγυρνούσε στο παρελθόν, πάλι κατάληψη θα έκανε για να αναβιώσει «[…] αυτό το άρωμα εξέγερσης, τον αέρα ελευθερίας, αυθάδειας και ανταρσίας. […] το συλλογικό πνεύμα, την αίσθηση ότι στέκεσαι ενώπιον της Ιστορίας. Αν μη τι άλλο, γιατί είναι είδος μαθήματος κι αυτό, πείρα αναντικατάστατη, μεγαλύτερη από το Αστικό Δίκαιο […]».

IV


Τι σχέση έχει ο ρηγάς καταληψίας της δεκαετίας του 1980, Βλαδίμηρος Δημητριάδης, με τον Αλφόνσο Αλδεβαράν, την Άννα και τον θεσπέσιο κώλο της; Εκ πρώτης, κατοπτρικά αντίθετες μορφές σε σύμπαντα παράλληλα. Από τη μία τα κοινωνικά οράματα και η πληθυντικότητα του κινήματος, από την άλλη οι κατά μόνας ηδονές με την αναντικατάστατη ενικότητα της κίνησης του λιβιδινικού βιώματος. Πορείες αντίστροφες. Ορμητική έξοδος στην ενήλικη ζωή, βουτιά στους αγώνες, στη δουλειά, στους έρωτες στο 1983. Άπωση από την κοινωνία και τροχιά προς μια ηδονική ιδιώτευση στον Κώλο της Άννας. Ο Αλφόνσο Αλδεβαράν βαθμιαία έχει μόνο ιδιωτική ζωή, ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης έχει όλες τις μορφές της ζωής αλλά σίγουρα όχι ιδιωτική. Μια βραδύκαυστη και τρυφηλή ραστώνη διαρκείας στον Αλμπάτη, ένα ακατάπαυστο τρεχαλητό στον έξω κόσμο στον Κάσδαγλη. Μια τέτοια λίστα με χτυπητές διαφορές θα μπορούσε να συνεχιστεί σε πολλές αράδες ή και παραγράφους.

Εντούτοις, η Εξουσία και στα δύο έργα διαδραματίζει ρόλο σημαίνοντα. Αλαζονική διά της απουσίας της στην κατάληψη του 1983, με έντονα φουκωική χροιά στον Αλμπάτη. Εκείνο που ισχυρίζομαι είναι πως, με ολότελα διαφορετικούς τρόπους, και τα δύο βιβλία είναι στον πυρήνα τους πολιτικά. 

V


Πώς όμως κρίνεται πολιτικό ένα βιβλίο το οποίο μοιάζει με παραμύθι και στις σελίδες του πουθενά δεν μιλά για πολιτική; Ο Αλμπάτης γράφει τον Κώλο της Άννας ως εάν να διηγείται έναν αρχέγονο μύθο. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής-παραμυθάς μας ιστορεί μια πρωτότυπη σύλληψη, γεμάτη γλαφυρές, κινηματογραφικές εικόνες, με ένα απολύτως άναρχο – μα στη δική του μουσικότητα ρυθμισμένο – συντακτικό, σε μια αρχαΐζουσα, εκλεπτυσμένη – ανά στιγμές ποιητικότροπη – γλώσσα, μια γλώσσα που τελικά συμβάλει καθοριστικά στη μυστηριακή, τελετουργική ατμόσφαιρα του βιβλίου.

«Μια θρησκεία βασισμένη στη λατρεία του κώλου» σκέφτεται σε ένα σημείο ο Αλφόνσο Αλδεβαράν. Ωστόσο, η νουβέλα του Αλμπάτη ούτε είναι ακριβώς αυτό, και βεβαιότατα, όχι μόνον αυτό. Πρόκειται για μια σπουδή στο λατρευτικό φαινόμενο – η σωστή λέξη είναι λατρεία, μήτε έρωτας, μήτε αγαπητικός πόθος. Το αίσθημα του ιερού και οι τροπικότητες της ηδονής ανατέμνονται ανεπανάληπτα. Μιας ηδονής αισθαντικής, βαθιά σαρκικής, καταφατικά ερωτικής μα μηδέποτε σεξουαλικής. Ο κώλος της νεαρής υπηρέτριας καθίσταται το αντικείμενο μιας γήινης και την ίδια στιγμή απόκοσμης λατρείας· το αναλόγιό για να διαβάζει την εφημερίδα του, το μαξιλάρι και το ξυπνητήρι του, αλλά παράλληλα, το νόημα της ζωής του, το ριζικό του παυσίλυπο, το απάγκιο της ψυχής του. Ο αναγνώστης και η αναγνώστρια του Κώλου νιώθουν τι σημαίνει ολιστική λατρεία· μια καταληπτική, συντριπτική εμμονή με επιμέρους ανυψωτικά, μεταρσιωτικά τελετουργικά. Το εντυπωσιακό με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πώς μαεστρικά κρατά τις ισορροπίες· πώς κατορθώνει τέτοια ραφινάτη ιεροσυλία· πώς πετυχαίνει να μιλά σε έκταση εξήντα τριών ολόκληρων σελίδων για έναν κώλο και ταυτόχρονα να αποστρέφεται το πορνογραφικό, ακόμα και σε στιγμές που – καθώς λένε – «τραβιέται». Ο Αλδεβαράν, όσο κρατά η ολιγόμηνη ευτυχία του, σκέφτεται να συγγράψει μια πραγματεία για όλα τα – κρυπτικά και θαυμαστά – νοήματα που του αποκαλύφθηκαν μέσα από τη λατρεία του κώλου της Άννας. Με διάθεση (αυτό-)σαρκαστική ο Αλμπάτης σημειώνει πως ο Αλφόνσο εγκατέλειψε εν τέλει την ιδέα, καθώς φοβήθηκε ότι το πόνημά του θα απορριπτόταν από την κατεστημένη ακαδημία ως «Φιλοσοφία του Κώλου». Ε, ο Αλμπάτης αυτό τελικά κάνει. Γράφει ένα τολμηρό φιλοσοφικότροπο λογοτεχνικό δοκίμιο για το Ωραίο και το δικαίωμα στην ευτυχή ομορφιά· σε μια ομορφιά που όσο και αν είναι παράταιρη, όσο και αν εκφεύγει των παραδεδεγμένων προτύπων, συγκροτεί έναν αξιοζήλευτο αποκαλυπτικό ευδαιμονισμό.

Το δεύτερο μισό της νουβέλας μιλά για το τσάκισμα αυτού του ευδαιμονισμού. Η ετερόδοξη λατρεία του κώλου της Άννας είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί στο περίκλειστο περιβάλλον της οικίας του Αλφόνσο. Η νεαρή υπηρέτρια απολάμβανε τις λατρευτικές διαθέσεις και αποθεωτικές τελετουργίες του αφεντικού της, αφού τούτο συνεπαγόταν την απαλλαγή της από κάθε δουλειά του σπιτιού και το μόνο που χρειαζόταν να κάνει συνίστατο στο να μένει εκεί και να λατρεύεται. Εντούτοις, κάτι απροσδιόριστο την έκανε να αισθάνεται πως αμαρτάνει. Έτσι, η αποκάλυψη του μυστικού και το ξεκίνημα του κακού πυροδοτήθηκαν από μια εξομολόγηση της Άννας. Στην πραγματικότητα, εκείνο που πυροδοτήθηκε ήταν οι επάλληλες εισβολές της Εξουσίας στον τόπο της ατομικής ευτυχίας. Καρδινάλιοι και κληρικοί, σύσσωμο το ιερατείο της Καθολικής Εκκλησίας είδε στη λατρεία του Αλφόνσο ένα έγκλημα καθοσιώσεως· μομφή ειδωλολατρίας του αποδόθηκε τάχιστα, αφού η θρησκευτική εξουσία ένιωσε απειλημένη – «Στα οπίσθια της νεαρής αυτής υπηρέτριας διακυβεύονται τα θεμέλια του ίδιου μας του Πολιτισμού!» –, η ετυμηγορία των παπάδων. Μετά τη θρησκευτική εξουσία, τα ηνία στην καταβαράθρωση της παράδοξης λατρείας έλαβαν οι δημοσιογράφοι. Ο σκανδαλοθηρικός κίτρινος Τύπος ταπείνωσε και εξευτέλισε τον Αλφόνσο και την Άννα. Ακολούθησε η εργοδοτική εξουσία που έσπευσε να απολύσει τον επικίνδυνο αμαρτωλό από τη δουλειά του στο Υπουργείο. Έπειτα, η δικαστική εξουσία σε αγαστή σύμπνοια με την ψυχιατρική, έκριναν τον Αλφόνσο παλαβό και τον έκλεισαν σε κελί ψυχιατρείου.

Η συστοιχία των εξουσιών, αυτή η αρμονική και συνάμα τερατώδης συνεργασία κάθε παραμικρής και κάθε πανίσχυρης εξουσίας θυμίζει ίσως το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Η διαθήκη του καθηγητή» ή τον «Μηχανισμό» του Νικόλα Άσιμου. Αναδύεται ένα δίχτυ εξουσιών που δρα συντονισμένα για να προστατεύσει δήθεν την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Από κάτι βέβαια που ποτέ δεν την απείλησε. Η Εξουσία έρχεται ως οδοστρωτήρας και θρυμματίζει την ευτυχία. Εκφράζει την λυσσώδη ορμή μιας συντηρητικής κοινωνίας απέναντι στην παρέκκλιση και στο «μη κανονικό»· απέναντι τελικά σ’ εκείνο που αδυνατεί να καταλάβει. Όπως γράφει και ο Αλμπάτης: «έτσι είναι ο κόσμος, ό,τι δεν του μοιάζει πρέπει να το συντρίψει».

VI


Να πάρετε δυο κομοδίνα εκατέρωθεν του κρεβατιού σας. Στο δεξί να εγκαταστήσετε τον Κώλο της Άννας του Αλμπάτη, στο αριστερό να αποθέσετε το 1983 του Κάσδαγλη· τμήματα της νουβέλας του πρώτου μπορούν να λειτουργήσουν ως έξοχα ιντερμέδια στη μεγάλη αφήγηση του μυθιστορήματος του δεύτερου, για να δειχθεί πώς το μέλλον της κρίσης εποίκισε το παρελθόν της αμεριμνησίας, για να φανερωθεί πώς το παλλόμενο σώμα της Άννας συναρθρώνεται με το Σώμα της Επιτροπής Αγώνα της κατάληψης. Ίσως τελικά για να ξανασκεφτούμε πόσο επιδραστικός υπήρξε ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος. Επιδραστικός στους τρόπους πρόσληψης και αναπαράστασης μιας ορισμένης γενιάς νεολαίων, μιας δεκαετίας – αυτής του 1980 –, και ενός συγκεκριμένου είδους μποέμικου ηδονισμού. Μονάχα κάποιος λογοτεχνικός ήρωας του Χρ. Βακαλόπουλου θα μπορούσε με την ίδια άνεση – ή καλύτερα, με το ίδιο στυλ – να είναι ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης το πρωί και ο Αλφόνσο Αλδεβαράν το βράδυ. Εν κατακλείδι, βιβλία σαν αυτά του Αλμπάτη και του Κάσδαγλη είναι χρήσιμα στο συγκεχυμένο παρόν μας, στο βαθμό που αφενός, παρέχουν την παρήγορη υπενθύμιση μιας αίσθησης ιστορικού βάθους και αφετέρου, την αναγκαία γνώση πως δίχως την ομορφιά, χωρίς το έκκεντρο και το αυθόρμητο, δίχως απρόβλεπτες λατρευτικές ορμές, αγώνες ωραίοι δύσκολα γίνονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: