Ανυποψίαστη – θυμάσαι; – άνοιξες το παράθυρο που έβλεπε στο Μεγάλο Κανάλι και οι άνοιξες όρμησαν ξυπόλυτες στο δωμάτιο ανυπόμονες κι ανυπότακτες, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, και το κυρίευσαν· μαζί μ’ αυτό κι εμάς.
Αξιοποίησαν την υγρασία στους νοτισμένους τοίχους και στο σάπιο σανιδένιο πάτωμα και φύτεψαν ημερόχορτα και κάθε λογής λουλούδια που κουβαλούσαν φυτρωμένα στο κορμί τους. Ξερίζωναν με γέλια τα άνθη απ’ τα μάγουλα, το στήθος, την κοιλιά και τους μηρούς, κι εκείνα που δεν έφταναν να βγάλουν απ’ την πλάτη τους, βόηθαγε η μια την άλλη. Αντί για χώμα, κάλυπταν τους ασθενικούς ακόμα μίσχους με τη σκόνη ασβέστη που έπεφτε σαν όψιμο χιόνι ανοιξιάτικο από το φουσκωμένο το ταβάνι. Εκείνη την άνοιξη οι άνοιξες γονιμοποιήθηκαν από την ίδια τους τη γύρη και πολλαπλασιάστηκαν.
Ξερίζωναν και φύτευαν, ξερίζωναν και φύτευαν οι άνοιξες σε οργασμό και σύντομα μετέτρεψαν την κάμαρη σε κήπο καταμεσής της Βενετίας, που μέσα στην ομορφιά του αναθάρρεψαν σαν χρυσαλλίδες που βγαίνουν απ’ τη χειμερία νάρκη τα νωθρά κορμιά μας και επήλθε η αναγέννηση. «Πάμε κι εμείς απ’ την αρχή» είπες, κι εννοούσες το τέλος μου για δικιά σου αρχή, κι εγώ ο τυφλωμένος δεν το κατάλαβα τότε αλλά είδα στα μάτια σου τα στάχυα του επερχόμενου καλοκαιριού να χρυσίζουν ήδη, κι αποτρελάθηκα. Έλιωσαν οι πάγοι στις αρτηρίες μου και ξεχύθηκε ορμητικό το αίμα και κατέκλυσε κάθε μου όργανο και το ανέστησε. Αισθάνθηκα πάλι αρσενικό έτοιμο να αναπαράγει μαζί σου ευτυχία. Παρέσυρε και τις αγκυλωμένες από καιρό νότες στο βιολί μου κι ολόκληρο το κονσέρτο που υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή μέσα στο χειμωνιάτικο μυαλό μου πήρε υπόσταση, κι άκουσα καθαρά το κελάηδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του ρυακιού ανάμεσα στις πέτρες, το αλύχτισμα των ποιμενικών τα βράδια και το ξεφάντωμα των πιωμένων χορευτών με τα λουλούδινα στεφάνια για μοναδικό τους ένδυμα.
Από τις Τέσσερις Εποχές που συνέθεσα από τότε, σου αφιέρωσα Άννα αυτή που σου μοιάζει περισσότερο: την Άνοιξη. Αυτή που η ομορφιά της, όπως και η δικιά σου, ακόμα με σκοτώνει. Λυπήσου με!
Ο δικός σου Αντόνιο (για τους άλλους, απλώς Βιβάλντι)
ΥΓ. Τις δυο κίτρινες ορχιδέες που βάλαμε τότε ανάμεσα στα φύλλα της παρτιτούρας για να θυμόμαστε τη μέρα της αναγέννησης, τις ξαναβρήκα σήμερα εκεί μέσα, ξεραμένες πια, να ’χουν ποτίσει με το κίτρινο τις νότες. Τις εκταφίασα προσεκτικά και τις έβαλα σ’ ένα ποτήρι με νερό να ζωντανέψουν· τουλάχιστον αυτές.
Νίκος Μάντζιος, Μάρτης 2020
Για μια Άνοιξη προδότρα που φέτος συμμάχησε με τον αόρατο εχθρό και συγχρωτίζεται μαζί του εκεί, στο απαγορευμένο «έξω», Σειρήνα επικίνδυνη. Ας μην ενδώσουμε στα θέλγητρα. Ας μείνουμε σφιχτοδεμένοι στα κατάρτια μας.
Ξερίζωναν και φύτευαν, ξερίζωναν και φύτευαν οι άνοιξες σε οργασμό και σύντομα μετέτρεψαν την κάμαρη σε κήπο καταμεσής της Βενετίας, που μέσα στην ομορφιά του αναθάρρεψαν σαν χρυσαλλίδες που βγαίνουν απ’ τη χειμερία νάρκη τα νωθρά κορμιά μας και επήλθε η αναγέννηση. «Πάμε κι εμείς απ’ την αρχή» είπες, κι εννοούσες το τέλος μου για δικιά σου αρχή, κι εγώ ο τυφλωμένος δεν το κατάλαβα τότε αλλά είδα στα μάτια σου τα στάχυα του επερχόμενου καλοκαιριού να χρυσίζουν ήδη, κι αποτρελάθηκα. Έλιωσαν οι πάγοι στις αρτηρίες μου και ξεχύθηκε ορμητικό το αίμα και κατέκλυσε κάθε μου όργανο και το ανέστησε. Αισθάνθηκα πάλι αρσενικό έτοιμο να αναπαράγει μαζί σου ευτυχία. Παρέσυρε και τις αγκυλωμένες από καιρό νότες στο βιολί μου κι ολόκληρο το κονσέρτο που υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή μέσα στο χειμωνιάτικο μυαλό μου πήρε υπόσταση, κι άκουσα καθαρά το κελάηδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του ρυακιού ανάμεσα στις πέτρες, το αλύχτισμα των ποιμενικών τα βράδια και το ξεφάντωμα των πιωμένων χορευτών με τα λουλούδινα στεφάνια για μοναδικό τους ένδυμα.
Από τις Τέσσερις Εποχές που συνέθεσα από τότε, σου αφιέρωσα Άννα αυτή που σου μοιάζει περισσότερο: την Άνοιξη. Αυτή που η ομορφιά της, όπως και η δικιά σου, ακόμα με σκοτώνει. Λυπήσου με!
Ο δικός σου Αντόνιο (για τους άλλους, απλώς Βιβάλντι)
ΥΓ. Τις δυο κίτρινες ορχιδέες που βάλαμε τότε ανάμεσα στα φύλλα της παρτιτούρας για να θυμόμαστε τη μέρα της αναγέννησης, τις ξαναβρήκα σήμερα εκεί μέσα, ξεραμένες πια, να ’χουν ποτίσει με το κίτρινο τις νότες. Τις εκταφίασα προσεκτικά και τις έβαλα σ’ ένα ποτήρι με νερό να ζωντανέψουν· τουλάχιστον αυτές.
Νίκος Μάντζιος, Μάρτης 2020
Για μια Άνοιξη προδότρα που φέτος συμμάχησε με τον αόρατο εχθρό και συγχρωτίζεται μαζί του εκεί, στο απαγορευμένο «έξω», Σειρήνα επικίνδυνη. Ας μην ενδώσουμε στα θέλγητρα. Ας μείνουμε σφιχτοδεμένοι στα κατάρτια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου