5.3.20

Αμαρτίας δοθείσης / η τέχνη έχει πάντα / μια δικαιολογία – Χριστίνα Οικονομίδου

γράφει η Αλίνα Τριανταφύλλου | iTravelPoetry,
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020 »»

Η Χριστίνα Οικονομίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Εκεί ζει και εργάζεται. Στην πόλη που αγαπά. Ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη λογοτεχνία και τη γραφή. Αν και σπούδασε οικονομικά, επέλεξε το δρόμο που της ταίριαζε σχετικά νωρίς, και από τότε τον περπατάει όσα λουλούδια ή και λακούβες να βρίσκει μπροστά της.

Η εμφάνισή της στην ελληνική ποίηση ξεκινάει το 1994 με το Μύθοι και ωδίνες/Η γυναίκα και το δέντρο της σιωπής, συνεχίζει το 1997 με τις Χειρονομίες της Αισθητικής κι ακολουθεί ένα χρονικό διάστημα 12 ετών οπότε και εμφανίζεται με το σημαντικό Matthew and Shirley. Έκτοτε και μετά από επτά χρόνια, το 2016 βγαίνουν οι 4 εποχές στον δρόμο ενώ το 2019 παραδίδει το Μ’ έναν χορό στο στόμα, όλα από τις εκδόσεις Απόπειρα. Ποιητικό στίγμα 25 ετών που, ακριβώς επειδή από βιβλίο σε βιβλίο το επεκτείνει, αφορά τον αναγνώστη αλλά και τον εκάστοτε δημιουργό. Σε μια συνέντευξη της, λέει:
Άλλωστε, η ποίηση δεν καλείται ν’ απαντήσει σε τυχόν ερωτήματα, αλλά να τα θέσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Προφανώς και υποκρύπτεται μια θέση πίσω από κάθε δημιουργία, μια θέση όμως που αφήνει ανοιχτό το πεδίο αμφισβήτησής της και, μάλιστα, την προκαλεί αυτή την αμφισβήτηση.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο στίχος Αμαρτίας δοθείσης / η τέχνη έχει πάντα / μια δικαιολογία είναι είναι μια αναρώτηση πάνω στην ύπαρξη της τέχνης. Γιατί μας αφορά τελικά; Η Χριστίνα Οικονομίδου τοποθετεί την αμαρτία, ως δικαιολογία της τέχνης. Παίρνει μια σαφή θέση, ανοιχτή σε κάθε αμφισβήτηση, η οποία συνδέει το προσωπικό (αμαρτωλό) βίωμα με την καλλιτεχνική δημιουργία. Και, μέσα από το έργο της, παραδέχεται ανοιχτά ότι η ίδια έχει αναμετρηθεί με το δικό της σύμπαν. Έχει πληρώσει το τίμημα της ποιητικής της έκφρασης.

Από το 2006 έως το 2012 διευθύνει το μηνιαίο free press περιοδικό για το βιβλίο Index (όπου συνυπογράφει, μεταξύ άλλων, τις σελίδες με τίτλο «Βιτρίνα»). Με πλούσιο συγγραφικό αλλά και κριτικό έργο, επιβεβαιώνει την σταθερή της παρουσία στο χώρο του βιβλίου έχοντας αναλάβει την αρχισυνταξία της εκπομπής του Βασίλη Βασιλικού Άξιον Εστί. Διδάσκει δημιουργική γραφή. Βοηθάει όσους θέλουν να γράψουν, να κοιτάξουν χωρίς να δείχνει. Και ίσως αυτό την κάνει έναν πληρέστερο άνθρωπο των γραμμάτων. Περνώντας η ίδια από τις συμπληγάδες της γραφής, στέκεται σα φάρος για όσους έχουν το θάρρος να εμπλακούν με αυτή τη δύσκολη κυρά. Πλήθος ανθρώπων της οφείλει την τολμηρή απόφαση να εκτεθεί στο λογοτεχνικό χώρο κατόπιν προτροπής και επιμέλειας των έργων τους από την ίδια. Ποτέ δεν φοβήθηκε να εκφράσει την άποψή της με όποιο κόστος μπορεί να έχει μια τέτοια επιλογή.
Αντίκρυ στο παράθυρό μου
μια γυναίκα καταπίνει έντομα
την ώρα που αναπνέει.
Αργότερα,
καθώς εκείνα αναδεύονται
μες στο στομάχι της
γίνονται βουητό, φωνή·
λόγια συνηθισμένα
σε στόματα άλλων.
Καμιά φορά, επίσης,
όταν ρεύεται
τα έντομα τη βοηθούν
να τραγουδήσει

και τότε με ξυπνά
η μουσική
της καθημερινότητας.

(από την ενότητα: Πλατεία Βικτωρίας)
Βασισένο σε αληθινά περιστατικά και «πραγματικούς» ανθρώπους, το ποιητικό αφήγημα Matthew και Shirley, όπου ποιήματα εναλλάσσονται με σύντομα πεζά, επιχειρεί να αποτυτπώσει την ανθρωπογεγωγραφία του κέντρου της πολής και των σχέσεων που δημιουργούνται εκεί. Ο Matthew και η Shirley του τίτλου θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρχέτυπα του αρσενικού και του θηλυκού, καθώς βιώνουν σταδιακά έναν χωρισμό, ίσως, ή μια ματαιωμένη, ανέφικτη συνάντηση. Μικρά στιγμιότυπα της αστικής καθημερινότητας χρησιμεύουν για να υποδείξουν πώς ο κόσμος των υλικών διαβρώνει λίγο λίγο την εσωτερικότητα. Ακτινογραφούνται η απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους, τα δυσεπίλυτα προβλήματα μεταξύ των φύλων, ο εγκλωβισμός στους ρόλους τους. Τα χείλη και τα μάτια προσωποποιούνται και δρουν∙ σε πρώτο πλάνο έρχονται οι κτητικές αντωνυμίες, καθορίζουν, αλλά και αποδομούν τις σχέσεις. Η ζωή, σαν λογοτεχνία, θα διαβαστεί, ξανά και ξανά, και θα ερμηνευτεί, ώσπου θα μετατραπεί τελικά σε μνήμη, μνήμη του σώματος, μνήμη του χώρου. Γραφεί ο Γιάννης Δούκας στο Διαβάζω, τχ.  505.
Στις κουρασμένες συνοικίες του κέντρου – τις συνοικί­ες των κοινωνικών και οικονομικών μεταναστών, των εκ­κεντρικών δημιουργών, των ξεπεσμένων αριστοκρατών, των εταίρων και των πρεζονιών, των συνταξιούχων αστών, των εκούσια και ακούσια περιθωριακών, των τυχαίων και περαστικών… – ακόμα και ο θάνατος βολεύεται στη διαφορά. Λέγεται, μάλιστα, πως όσοι προτιμούν να ζουν εδώ είναι γιατί τους κατατρύχει η κανονικότητα της μνήμης.

***************

Ο Βασίλης Βασιλικός διαβάζει την ποιητική συλλογή 4 εποχές στο δρόμο, και γράφει στην  Athens Voice, τχ. 583, ότι σε πρώτη ανάγνωση «σε σταµατούν συγκεκριµένοι στίχοι – που τους υπογράµµιζεις γιατί σε εντυπωσιάζουν – αλλά στη δεύτερη ανάγνωση, μετά από μια βδοµάδα, ανακάλύπτεις πως δεν πρόκειται για αυτοτελή ποιήµατα αλλά για ένα ενιαίο ποίηµα, με τη μορφή της ραψωδίας, που για να σ’ αγγίξει βαθύτερα πρέπει να αφεθείς στη ροή του ώστε να νιώσεις πώς και τα «δύσοσµα» ακόµα (ρήµατα κι επίθετα) στην αληθινή ποίηση μεταλλάζουν σε “δυόσµο”».

Το βιβλιο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: 1. Cosmopolitics, 2. Δημόσιοι χώροι, 3. Ιδιωτικοί  χώροι, 4. Ύπαιθρος. Τα 40 ποιήματα της συλλογής (αν συμπεριλάβουμε το αρχικό «4 εποχές στον δρόμο» και το επιλογικό «Βιβλιογραφία (Αφιερώσεις)», είναι κατάσπαρτα από την ανθρώπινη παρουσία. Όπως γράφει η Διώνη Δημητριάδου στο fractal.gr. “Ένα σύμπαν προσώπων, προσωπείων και κυρίως τόπων πραγματικών ή ιδεατών, άλλοτε πολυπρόσωπων και άλλοτε ερημικών. Ένα μεταβαλλόμενο τοπίο, σαν αυτό που παρατηρούμε μέσα από ένα όχημα που τρέχει σε δρόμους, ποιητικούς εν προκειμένω. Ένα ταξίδι που η ποιήτρια επιχειρεί με τις προσωπικές της αποσκευές (μνήμες και απώλειες) καλώντας αναπόφευκτα και τον αναγνώστη της να δοκιμάσει τις δικές του αντοχές on the road.”

Η Μάριον και ο Άγγελος, αλλά και όλοι όσοι παρελαύνουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν να διαφύγουν από ό,τι κάθε φορά τους κατατρύχει. Μέσ’ από τον έρωτα, μέσ’ από την αγάπη, τη συντροφικότητα, τις φιλίες, τη δημιουργία. Κάνουν το γύρο αυτού του κόσμου, του πραγματικού, αλλά κι εκείνου που αποτυπώνεται στην εσωτερική τους όραση, διαρρηγνύουν τα σύνορα των τοπίων και των αισθήσεων. Και όλο αυτό το ταξίδι τους στο χώρο και το χρόνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτές οι απέλπιδες προσπάθειες να κρατηθούν με όλη τους τη δύναμη πάνω στη ζωή.
Το ερώτημα δεν είναι
με τι γεύση ξυπνάς από θάνατο
αλλά ποιος σε φιλά στο στόμα
για να ζεις.
Παρ’ όλα αυτά, στο τελευταίο παράθεμα από το ίδιο ποίημα, «Sauergasse», γίνεται εμφανές ότι η ζωή δεν είναι παρά μια ανηλεής διαδρομή όπου τίποτα δεν παραμένει ίδιο ή στάσιμο. Μέσα από αυτή, ο καθένας αποκτά τη δική του αξία:

Άλλωστε οι νεκροί αποδίδονται
ισότιμα
μονάχα στους νεκρούς
και οι ζωντανοί
σε ό,τι τους αναλογεί

Η αντίληψη του κόσμου, όμως, είναι κυρίαρχα σωματική και μοιάζει να αδυνατεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή των αισθήσεων. Η ίδια λέει:
Κατά τη γνώμη μου, πριν – αν όχι και μετά απ’ όλα – και τουλάχιστον παράλληλα με όλα, υπάρχει το σώμα. Θέλω να πω, εκείνοι που, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσα από οποιουδήποτε είδους στοχαστικό πρίσμα, το υποτιμούν ή το υπονομεύουν, δεν με πείθουν. Μοιάζει να παραβλέπουν το προφανές, ότι δηλαδή χωρίς αυτό δεν υπάρχουμε. Διαμεσολαβητής αλλά και άρχοντας των αισθήσεων, το σώμα είναι το απολύτως απαραίτητο «μέσο» που μπορεί να μας οδηγήσει στην υπέρβαση. Η σκέψη μου, η ποίησή μου, ως εκ τούτου, είναι βαθιά σωματικές. Όσο κι αν «ποντάρω τα ρέστα μου» στο μετα-κείμενο, στο υπερ-ρεαλιστικό, στο μετα-φυσικό, αισθάνομαι, στο πετσί μου, πως δίχως την ύλη δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς το άυλο, δίχως την αίσθηση, το «υλικό» αποτύπωμα/ίχνος, δεν μπορεί να υπάρξει αίσθημα.
Αν το μέσο, λοιπόν, είναι το μήνυμα, στην περίπτωση της ποίησης όπου μέσο είναι η γλώσσα, τότε και το μήνυμα είναι η γλώσσα. Όπως παρατηρεί και η Γιώτα Καραγιάννη στο diastixo.gr, η Χριστίνα Οικονομίδου «επιτελεί μια σύσταση εκ νέου της γλώσσας, μιας γλώσσας κυρίαρχα υλικής/σωματικής. Επιτρέπει με αυτό τον τρόπο στον αναγνώστη να συλλογάται πάνω στα ίδια του τα αποσιωπητικά, να μη φοβάται τις δικές του παρενθέσεις».

***************

Στην ωριμότερη μέχρι σήμερα συλλογή της, Μ’ ένα χορό στο στόμα, οι λέξεις λένε Μ’ έναν χορό στο στόμα καθαρά αυτό που λένε, αλλά εννοούν ένα σωρό σκοτεινά πράγματα. Υπάρχει μια απλότητα στον ποιητικό λόγο, αλλά γεμάτη προσκόμματα, που μόνο ένας έμπειρος δημιουργός μπορεί να διαχειριστεί με επιδεξιότητα. Βάζει σε λόγια τόσο απλά αλλά ερεβώδη συναισθήματα, που όλοι τα νιώθουμε μα δεν τα είδαμε ποτέ, πουθενά εκφρασμένα έτσι.

Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες που υπερτιτλίζονται: 1. Έκθεση Ωμοτήτων με πέντε ποιήματα, 2. Intermezzo με επίσης πέντε ποιήματα και 3. Σώμα με σώμα με οκτώ ποιήματα. Κάθε ενότητα έχει κι ένα μοτό το οποίο λειτουργεί και ως πρόλογο ποίημα. Χαρακτηριστικό όμως αυτού του βιβλίου είναι ότι αποτελεί μια ποιητική σύνθεση· όπως και να διαβαστεί, κάθε ποίημα λειτουργεί αυτόνομα ή σε συναρμογή με το όλον του βιβλίου.

Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τη μεταφυσική, θεολογική θεώρηση των υποκειμένων αλλά και του εαυτού ποιητή. Στο ποίημα «Ένθεο» διαβάζουμε: Δεν υπάρχει ενδιαφέρον στα Θεία / εκτός της βλασφημίας / κι αυτή μονάχα ως συμβολισμός / (από λάθος πλευρά προσεγγίζουμε / την ανάγκη μας). Εντούτοις, Θεός της Χριστίνας Οικονομίδου είναι πιο συγκεκριμένος γιατί έχει πλέον την απεύθυνσή της, όπως άλλωστε διαβάζουμε στο υστερόγραφό του ίδιου ποιήματος:
ΥΓ.
Θεέ μου,
δεν μου λείπει τίποτα εκτός
από ένα σκέπασμα τις νύχτες
που να μην είναι ούτε πιο πολύ
ούτε λιγότερο
απ’ αυτό που χρειάζομαι.
Στο ποίημα «Μεθεόρτιο» διαβάζουμε: Κάθε πανσέληνο του νέου έτους, / τα προάστια τρίζουν τα δόντια τους / μέσα στα μνήματα / ευυπόληπτων μονοκατοικιών / είτε και ανασαίνουν ασμένως / οι κουζίνες αστικών διαμερισμάτων. Τι σημαίνει, όμως, εκείνο το σοβαροπρεπές «ασμένως» κι εκείνο το σχεδόν μαθηματικό «είτε και», αναρωτιέται ο Γιώργος Μπλάνας στο diastixo.gr. Και δίνει ο ίδιος την απάντηση: «Οι δύο αυτές λέξεις σημαίνουν, δείχνουν την πηγή της μετατροπής των προαστίων σε νεκροταφεία και των κατοίκων σε ψυχικά βαμπίρ. Και η πηγή αυτή είναι το συμβολαιογραφικό, δικηγορικό, νομοταγές, εκπαιδευτικό, επιστημονικά, λογικά προσανατολισμένο φαντασιακό μας. Έχουμε πεθάνει και κανείς δεν μας το έχει πει, επειδή καθένας φοβάται πως είναι νεκρός».

Το ποίημα κλείνει με μια «πρόταση»: Και έτσι, μισογεννημένοι-μισοπεθαμένοι / σαν τα τζιτζίκια / (από καταβολής κόσμου μας / προσδοκώντας την εκπλήρωση / της φύσης μας) / αναδυόμαστε στο φως να ζευγαρώσουμε / προκειμένου να πεθάνουμε κανονικά·

Έτσι, η Χριστίνα Οικονομίδου, όπως επισημαίνει εύστοχα ο Γιάννης Αντιόχου στο frear.gr, διαλέγεται με το ρητορικό ερώτημα του Γιώργου Σεφέρε από το ΚΒ΄ του Μυθιστορήματός του (γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε / καὶ παλέψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν, / χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα, / βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα, / θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;)

Και του απαντά: [κι αν η ρητορική ερώτηση του ποιητή / μάς το αρνείται / εμείς το ξέρουμε / πρώτη φορά / πως ίσως είναι μπορετό / αφού δεν έχουμε στ’ αλήθεια / τίποτα να χάσουμε].

Η στιχομυθία της, κλεισμένη σε αγκύλη, καταδεικνύει μια σεβαστική φωνή που συνδιαλέγεται με τον νεκρό ποιητή. Η ποιήτρια απαντά στον νεκρό, γιατί νιώθει πια πως ωρίμασε και μπορεί να κάνει και εκείνη «μια τελεολογική εποπτεία για τη ζωή».

Μεγάλο χάρισμα λοιπόν το να γνωρίζει ένας δημιουργός πώς κι άλλοι το έχουν πει, αλλά επειδή ο ίδιος νιώθει έτοιμος να το εκστομίσει έχει την ικανότητα να παρουσιάσει τη γνώση αυτή ως κατακτημένη, δική του και καινούργια για τους αναγνώστες του καιρού του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: