12.2.19

Φανή Χούρσογλου • Al Fine

γράφει η Φανή Χούρσογλου | εξιτήριον, 12 Φεβρουαρίου 2019,  »»



Θα ’πρεπε να ’σαι εκεί για να το νιώσεις. Ο Φρίντριχ έδινε απόψε στην κυριολεξία ρεσιτάλ. Η δύναμη της ερμηνείας του ήταν θαρρείς και εκτελούσε το κοντσέρτο για τελευταία φορά. Αυτή η ένταση φαινόταν να τον συνεπαίρνει τόσο που μάλλον του ήταν παντελώς αδιάφορο αν έπαιζε για ένα πολυάριθμο κοινό ή απλά και μόνο για το μαγκούφη εαυτό του.


Ούτως ή άλλως δεν έριχνε ματιά πίσω απ’ την παρτιτούρα. Η οποία –λογικά– στ’ αλήθεια δεν του χρειαζόταν, κάθε άλλο. Στοίχημα πως θα γνώριζε κάθε ημιτόνιο, κάθε παύση, κάθε κουκκίδα που υποδείκνυε κάποιο παρεστιγμένο φθογγόσημο. Ίσως το ασπρόμαυρο τετράδιο να ‘ταν κατά περίπτωση η βιτρίνα ή ο καθρέφτης της ψυχής του. Έμοιαζε ακόμα να ‘ναι η γέφυρα μα και το σύνορο του εντός, του εκτός, του παντός. Κι η αλληλογραφία του με το ίδιο το έργο, καθώς ανταπαντώντας φόρτιζε με το προσωπικό του ύφος τις νότες μα και τα κενά που υπήρχαν μεταξύ τους.

Το ταλέντο του στην μουσική ήταν αναμφισβήτητο και είχε εκδηλωθεί σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία. Σε συνδυασμό δε με τον εσωστρεφή χαρακτήρα του, τον είχε οδηγήσει σε μια απόλυτη προσήλωση στην τέχνη του. Σκυμμένος νυχθημερόν επάνω στο κλαβιέ κατόρθωσε να αγγίξει την τελειότητα, τόσο σε επίπεδο δεξιοτεχνίας όσο και σε επίπεδο εκφραστικότητας. Δε θα συμβιβαζόταν άλλωστε με τίποτα λιγότερο. Η μετριότητα γι αυτόν θα ισοδυναμούσε με παταγώδη αποτυχία.

Χρειάζονται θυσίες για να εισέλθεις στο πάνθεον της αιωνιότητας, αλλά όσοι είναι φτιαγμένοι απ’ το κατάλληλο υλικό δε τις λογίζουν ως τέτοιες. Κι ο Φρίντριχ αναμβίβολα ήταν αυτής της στόφας. Ουδέποτε καταδέχτηκε να πάει έστω μια βόλτα με το ποδήλατό του, το οποίο σκούριαζε κάτω στην αποθήκη. Ούτε οι παρέες των συνομηλίκων έμοιαζαν να τον συγκινούν. Το αντίθετο μάλιστα. Έκαναν πολλή φασαρία κι οι παράφωνοι αστεϊσμοί τους διατάρασσαν την κρίσιμη αυτοσυγκέντωσή του.

Ήταν πραγματικά πολύ μοναχική υπόθεση το πάθος του. Η μοναχικότητα όμως δεν ήταν αποκλειστικό του προνόμιο. Ήταν μάλιστα ίδιον και των πολύ πλησίον του, καθώς και αρκετών ανώνυμων θαυμαστών του. Η φρόιλαϊν Λουίζα όμως ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ένα κορίτσι διάφανο, εύθραυστο και ξεχασμένο σε μιαν άλλη εποχή. Ζούσε μεσοτοιχία στο διαμέρισμα του Φρίντριχ κι από μικρή την μάγευε να τον ακούει ν’ αναμετριέται με τους μεγάλους κλασικούς. Το ρεπερτόριο, αν και επαναλαμβανόμενο, ήταν – όπως το αντιλαμβανόταν – τόσο ευρύ και εκτενές που δεν την κούραζε καθόλου.

Μάλιστα, όσο ακόμα ζούσε η μητέρα του Φρίντριχ, οι δυο γυναίκες είχαν αποκτήσει αρκετή οικειότητα και, από ένα σημείο και μετά, η Λουίζα επισκεπτόταν σχεδόν κάθε απόγευμα την κυρία Κράους. Έπιναν τσάι κι απολάμβαναν τις ουράνιες μελωδίες από τα χέρια του σπουδαίου μουσικού. Συζητούσαν για τα παιδικά χρόνια του Φρίντριχ, για τις περγαμηνές που είχε κερδίσει στην πορεία και στόλιζαν περήφανα τους τοίχους του σπιτιού, ή για τη διαρκή φροντίδα που χρειαζόταν ένα τόσο σπάνιο ταμπεραμέντο.

Σιγά σιγά, το κορίτσι εξοικειώθηκε με το χώρο και πλησίαζε περισσότερο το ίνδαλμά της. Έφτασε μέχρι και να του γυρίζει τις σελίδες, χαμογελώντας αμυδρά και κοκκινίζοντας – όσο το ωχρό της δέρμα της επέτρεπε – καθώς διεισέδυε πλημυρισμένη δέος μες στα φευγάτα μάτια του. Την άνοιξη έσκαγε λίγο το παράθυρο, ίσα να περνάει το φρέσκο αεράκι και να μεταφέρει τις ευωδιές της γύρης από το πάρκο που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ΄το σπίτι. Ποτέ όμως τόσο που ο ήλιος να καψαλίσει το μέτωπο και τα χρυσά δάχτυλα του καλλιτέχνη.

Τα δικά της χρυσά μαλλιά ωστόσο – όπως πολύ σωστά παρατήρησε η κυρία Κράους που είχε αγαπήσει πλέον τη Λουίζα σαν αληθινή της κόρη – δε θα έπρεπε να ασπρίσουν περιμένοντας το Φρίντριχ να ανταποκριθεί στα ειλικρινή αισθήματα της δεσποσύνης. Ήταν κορίτσι για σπίτι, το δίχως άλλο, και η ίδια η φράου Γκρέτα την έστρεψε στην ορθή απόφαση να λογοδοθεί με το Χανς, γόνο μεγαλοβιομήχανου, οικογενειακού φίλου των Κράους. Μαζί έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα, χωρίς πολλά προβλήματα, χωρίς πολλές εκπλήξεις.

Αντίθετα το κοντσέρτο σε λα μείζονα, το μονάκριβο μεγαλειώδες αριστούργημα του Φρίντριχ έβριθε εκπλήξεων, εξάρσεων και εναλλαγών. Γιατί ο σπουδαίος βιρτουόζος δε θα μπορούσε παρά να δοκιμαστεί και στο επίπεδο της προσωπικής δημιουργίας. Του πήρε δεκαετίες να το συνθέσει, ενώ στην ουσία ποτέ του δε σταμάτησε να το δουλεύει σε επίπεδο ηχοχρωμάτων. Το έργο του κάλυπτε ένα πλατύτατο συγκινησιακό φάσμα, αφού η κρυφή του φιλοδοξία ήταν να αποτελέσει την πλήρη και ακριβέστερη εξωλεκτική αυτοβιογραφία του.

Προφανώς ένα τέτοιο εγχείρημα δεν του επέτρεπε καθόλου να παραμελεί το όραμά του λόγω τυχόν αντιπερισπασμών. Ούτε να χαλαρώνει επιτρεπόταν – εκτός βέβαια από τα ανακουφιστικά αντάτζιο μέρη. Οι χαρούμενες στιγμές ενδεχομένως να αποτυπώνονταν σε βιβάτσε κορυφώσεις κάποιας σόλο σονάτας. Το μόνο ίσως ανησυχητικό ήταν πως ακόμα και η σοβαρότερη απώλειά του ήταν καταδικασμένη να μεταφραστεί απλά σ’ ένα επιπλέον εμβληματικό ρέκβιεμ.

Ο καημένος ο Φρίντριχ αν και είχε εξαιρετικό αυτί δεν έβλεπε καθόλου μακριά. Οι γραμμές του πενταγράμμου είχαν γίνει τα κάγκελα του κελιού του. Και είχε ιδρυματοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που και να μπορούσε ακόμα ν’ αποδράσει ή να ελευθερωθεί, εκείνος δε θα είχε πουθενά αλλού να πάει. Πόσο μάλλον που δεν του δόθηκε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία. Μηδέ μια δυνατότητα ύστερης μεταμέλειας. Έφταιγε μάλλον αυτό το χθόνιο σύμβολο στο τέλος της συμφωνίας που σφράγιζε την μοίρα του αμετάκλητα: Da Capo.

Artwork: Jacques-Louis David (1748-1825) | Léonidas aux Thermopyles (1814) @ Louvre, Paris, France

Δεν υπάρχουν σχόλια: