Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος | Fractal,
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017 »»
Τα μυστικά όπλα του Χούλιο Κορτάσαρ,
μτφ: Τάσος Δενέγρης, σελ. 167,
Εκδ. Απόπειρα
Από όλες τις φωτιές, η φωτιά που άναψε ο Χούλιο Κορτάσαρ στις συμβατικότητες της λογοτεχνίας ήταν η πλέον ιδιόμορφη. Δεν κατέφτασε ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Δεν διέγραψε μέσα σε μια νύχτα τους προγόνους του, αντιθέτως, και σύμφωνα πάντα με τη θαυμαστή θεωρία του Μπόρχες, τους γέννησε εκ νέου. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προ-Κορτάσαρ εποχή και στην μετά-Κορτάσαρ εποχή είναι αντίστοιχη με εκείνη του Κάφκα. Από την εμφάνισή τους κι ύστερα τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει απαράλλαχτο. Λες κι ένας καλά κρυμμένος κόσμος αναδύθηκε από τα βάθη για να αποκτήσει οντότητα, περίγραμμα και ουσία. Οι Κρονόπιο και Φάμα υπήρχαν, αλλά έμελλε να έρθει ο Κορτάσαρ για να τους δώσει υπόσταση. Τα Αξολότλ κρυφοπερνούσαν ενδεχόμενα στα μυαλά πολλών συγγραφέων, αλλά ουδείς άλλος – πλην του Κορτάσαρ – δεν κατάφερε να κάνει συγκεκριμένη την υφή τους. Ο γνωστός λαβύρινθος του παρισινού μετρό, γνωστός τοις πάσι, απέκτησε μια ακόμη διάσταση στο Οκτάεδρο. Μα, αν υπάρχει ένα έργο που δημιούργησε τον βασικό σπόνδυλο που ενώνει τον Κορτάσαρ με τη φαντασμαγορία μιας άλλης λογοτεχνίας (ένας άλλος τόπος) είναι το επονομαζόμενο στα ελληνικά «Κουτσό». Ένα άκρως πειραματικό μυθιστόρημα που φέρει αριθμημένες παραγράφους, λειτουργεί σε τρία μέρη και ουσιαστικά το ακροτελεύτιο διαβάζεται ως μετά-κείμενο των δύο προηγούμενων. Πρόκειται φυσικά για ένα πείραμα εμπρηστικής ισχύος, το οποίο άνοιξε έναν ακόμη δρόμο ήκιστα λογοτεχνικό. Επηρεασμένος από την τζαζ μουσική, ο Κορτάσαρ δανείστηκε τα ριφ και τους δρόμους της για να συνθέσει ένα κείμενο που πατάει περισσότερο σε νότες και γυρίσματα και λιγότερο σε λογοτεχνικούς, συντακτικούς ή γραμματολογικούς κανόνες. Γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις μπορούμε, δικαίως, πλέον να σημειώσουμε πως το «μπουμ» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στηρίζεται σε τέσσερις σημαντικούς πυλώνες: τον Κορτάσαρ, τον Φουέντες, τον Γιόσα και φυσικά τον Μαρκές.
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017 »»
Τα μυστικά όπλα του Χούλιο Κορτάσαρ,
μτφ: Τάσος Δενέγρης, σελ. 167,
Εκδ. Απόπειρα
Από όλες τις φωτιές, η φωτιά που άναψε ο Χούλιο Κορτάσαρ στις συμβατικότητες της λογοτεχνίας ήταν η πλέον ιδιόμορφη. Δεν κατέφτασε ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Δεν διέγραψε μέσα σε μια νύχτα τους προγόνους του, αντιθέτως, και σύμφωνα πάντα με τη θαυμαστή θεωρία του Μπόρχες, τους γέννησε εκ νέου. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προ-Κορτάσαρ εποχή και στην μετά-Κορτάσαρ εποχή είναι αντίστοιχη με εκείνη του Κάφκα. Από την εμφάνισή τους κι ύστερα τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει απαράλλαχτο. Λες κι ένας καλά κρυμμένος κόσμος αναδύθηκε από τα βάθη για να αποκτήσει οντότητα, περίγραμμα και ουσία. Οι Κρονόπιο και Φάμα υπήρχαν, αλλά έμελλε να έρθει ο Κορτάσαρ για να τους δώσει υπόσταση. Τα Αξολότλ κρυφοπερνούσαν ενδεχόμενα στα μυαλά πολλών συγγραφέων, αλλά ουδείς άλλος – πλην του Κορτάσαρ – δεν κατάφερε να κάνει συγκεκριμένη την υφή τους. Ο γνωστός λαβύρινθος του παρισινού μετρό, γνωστός τοις πάσι, απέκτησε μια ακόμη διάσταση στο Οκτάεδρο. Μα, αν υπάρχει ένα έργο που δημιούργησε τον βασικό σπόνδυλο που ενώνει τον Κορτάσαρ με τη φαντασμαγορία μιας άλλης λογοτεχνίας (ένας άλλος τόπος) είναι το επονομαζόμενο στα ελληνικά «Κουτσό». Ένα άκρως πειραματικό μυθιστόρημα που φέρει αριθμημένες παραγράφους, λειτουργεί σε τρία μέρη και ουσιαστικά το ακροτελεύτιο διαβάζεται ως μετά-κείμενο των δύο προηγούμενων. Πρόκειται φυσικά για ένα πείραμα εμπρηστικής ισχύος, το οποίο άνοιξε έναν ακόμη δρόμο ήκιστα λογοτεχνικό. Επηρεασμένος από την τζαζ μουσική, ο Κορτάσαρ δανείστηκε τα ριφ και τους δρόμους της για να συνθέσει ένα κείμενο που πατάει περισσότερο σε νότες και γυρίσματα και λιγότερο σε λογοτεχνικούς, συντακτικούς ή γραμματολογικούς κανόνες. Γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις μπορούμε, δικαίως, πλέον να σημειώσουμε πως το «μπουμ» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στηρίζεται σε τέσσερις σημαντικούς πυλώνες: τον Κορτάσαρ, τον Φουέντες, τον Γιόσα και φυσικά τον Μαρκές.