23.3.17

Ο φανταστικός κόσμος του Χούλιο

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος | Fractal,
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017 »»
Τα μυστικά όπλα του Χούλιο Κορτάσαρ,
μτφ: Τάσος Δενέγρης, σελ. 167,
Εκδ. Απόπειρα

Από όλες τις φωτιές, η φωτιά που άναψε ο Χούλιο Κορτάσαρ στις συμβατικότητες της λογοτεχνίας ήταν η πλέον ιδιόμορφη. Δεν κατέφτασε ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Δεν διέγραψε μέσα σε μια νύχτα τους προγόνους του, αντιθέτως, και σύμφωνα πάντα με τη θαυμαστή θεωρία του Μπόρχες, τους γέννησε εκ νέου. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προ-Κορτάσαρ εποχή και στην μετά-Κορτάσαρ εποχή είναι αντίστοιχη με εκείνη του Κάφκα. Από την εμφάνισή τους κι ύστερα τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει απαράλλαχτο. Λες κι ένας καλά κρυμμένος κόσμος αναδύθηκε από τα βάθη για να αποκτήσει οντότητα, περίγραμμα και ουσία. Οι Κρονόπιο και Φάμα υπήρχαν, αλλά έμελλε να έρθει ο Κορτάσαρ για να τους δώσει υπόσταση. Τα Αξολότλ κρυφοπερνούσαν ενδεχόμενα στα μυαλά πολλών συγγραφέων, αλλά ουδείς άλλος – πλην του Κορτάσαρ – δεν κατάφερε να κάνει συγκεκριμένη την υφή τους. Ο γνωστός λαβύρινθος του παρισινού μετρό, γνωστός τοις πάσι, απέκτησε μια ακόμη διάσταση στο Οκτάεδρο. Μα, αν υπάρχει ένα έργο που δημιούργησε τον βασικό σπόνδυλο που ενώνει τον Κορτάσαρ με τη φαντασμαγορία μιας άλλης λογοτεχνίας (ένας άλλος τόπος) είναι το επονομαζόμενο στα ελληνικά «Κουτσό». Ένα άκρως πειραματικό μυθιστόρημα που φέρει αριθμημένες παραγράφους, λειτουργεί σε τρία μέρη και ουσιαστικά το ακροτελεύτιο διαβάζεται ως μετά-κείμενο των δύο προηγούμενων. Πρόκειται φυσικά για ένα πείραμα εμπρηστικής ισχύος, το οποίο άνοιξε έναν ακόμη δρόμο ήκιστα λογοτεχνικό. Επηρεασμένος από την τζαζ μουσική, ο Κορτάσαρ δανείστηκε τα ριφ και τους δρόμους της για να συνθέσει ένα κείμενο που πατάει περισσότερο σε νότες και γυρίσματα και λιγότερο σε λογοτεχνικούς, συντακτικούς ή γραμματολογικούς κανόνες. Γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις μπορούμε, δικαίως, πλέον να σημειώσουμε πως το «μπουμ» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στηρίζεται σε τέσσερις σημαντικούς πυλώνες: τον Κορτάσαρ, τον Φουέντες, τον Γιόσα και φυσικά τον Μαρκές.


Η δραστική δύναμη του Κορτάσαρ, πάντως, είναι ευκρινής και στα κείμενα μικρής πνοής: στα μπονζάι και τα διηγήματα που έγραψε. Ειδικά εκείνα της περιόδου 1950-60 αποτελούν σημαντικό κομμάτι στη συνολική εργογραφία του. Κινούμενος μεταξύ Μπουένος Άιρες και Παρισιού, ο Κορτάσαρ θα μπολιάσει τις ιστορίες του με αρκετές δόσεις φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων και όλα μαζί να διαμορφώσουν ένα γόνιμο μίγμα που θα περιλαμβάνει ψηφίδες σουρεαλισμού, συμβολισμού, πτυχώσεις του nouveau roman, μουσικολογοτεχνικούς πειραματισμούς, τα διδάγματα του Μπόρχες, ενώ δεν θα διστάσει να ενθέσει ακόμη και τη λογοτεχνία του φανταστικού και του υπερφυσικού. Αυτή η παράξενη, αλλά άκρως εκλεπτυσμένη, παραμυθία θα διαμορφώσει το απαράμιλλο ύφος του.

Καρπός εκείνης της περιόδου είναι και η συλλογή Τα μυστικά όπλα. Όντας στο Παρίσι, από το 1952, ο Κορτάσαρ μετασχηματίζει τη νέα πατρίδα του, την εντάσσει οργανικά μέσα στα διηγήματα, αν και βέβαια ο χρόνος και ο τόπος λειτουργούν σ’ αυτόν πάντα ως έναυσμα και όχι ως σκοπός. Η γραμμικότητα της αφήγησης όπως και των χωροχρονικών σημάνσεων δεν αποτέλεσαν ποτέ δεσμευτική συνθήκη στα έργα του. Η αρχική εκδοχή της συλλογής διηγημάτων Τα μυστικά όπλα περιλάμβανε πέντε διηγήματα – στην παρούσα έκδοση υπάρχουν τα τέσσερα, καθώς ο Κυνηγός έχει κυκλοφορήσει εδώ και χρόνια από τις εκδόσεις Απόπειρα ως αυτόνομο βιβλίο. Τίποτα το καινοφανές ή διαφορετικό δεν θα συναντήσει κανείς σε αυτά τα διηγήματα. Ο Κορτάσαρ έχει πλέον εδραιώσει τον λογοτεχνικό κόσμο του, όλα τα στολίδια του είναι αποτυπωμένα στο χαρτί, οι λέξεις χορεύουν στους ρυθμούς μιας ευάγωγης ασάφειας. Οι ιστορίες του μπορούν να διαβαστούν ως σάτιρες ή θρίλερ ή πολιτικά σχόλια ή ακόμη και ψυχοδράματα. Το πεδίο των ανιχνεύσεων είναι ανοιχτό σε όλες τις αναγνώσεις. Ακόμη και οι ήρωές τους δεν έχουν αποφασίσει αν θα διατηρήσουν την υπάρχουσα ταυτότητά τους, αν θα την ανταλλάξουν ή αν θα προσπαθήσουν να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Όπως λέει και ο Μπρούνο, ένας εκ των ηρώων του Κυνηγού, «προτιμώ τις λέξεις από την πραγματικότητα που προσπαθώ να περιγράψω». Κάτι τέτοιο συμβαίνει στους ήρωες και των άλλων διηγημάτων καθώς αμφιρρέπουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είτε από κάποια σύμπτωση είτε λόγω μια εμμονικής ιδέας, οι ήρωες του Κορτάσαρ αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να στοιχηθούν με την καθημερινότητα.

Ο φαντασιακός κόσμος μέσα στον οποίο έχουν αποφασίσει να ζήσουν είναι περισσότερο επιβεβαιωτικός της ύπαρξής τους από μια καθημερινότητα που πνίγει και υφαρπάζει κάθε ζωτικό τους όνειρο. Αίφνης, μια μητέρα, ένας άνδρας και μια γυναίκα-τρόπαιο ζουν με τον πρόωρα χαμένο αδελφό της οικογένειας. Μπορεί να έχει πεθάνει, αλλά αυτό δεν του απαγορεύει να ταξιδεύσει ως το Παρίσι (!) για να συναντήσει τον αδελφό του και τη γυναίκα του (πρώην δική του). Μια γυναίκα αναλαμβάνει έναντι πληρωμής να υποδυθεί τη μητέρα ενός νεκρού για να μην δημιουργηθεί σκάνδαλο στην κηδεία του. Ένας ερασιτέχνης φωτογράφος διασώζει ένα παιδί από ένα περίεργο ζευγάρι που κανείς δεν ξέρει τι κακό προτίθεται να του κάνει. Φευ, αυτό που ο φωτογράφος έχει αποτυπώσει με την κάμερά του, μια σκηνή παγωμένη, δεν είναι απαραίτητα κι αυτός που συνέβη. Το φωτογραφικό διάφραγμα προσφέρει μια άλλου είδους εντύπωση της πραγματικότητας από αυτή που τα ανθρώπινα μάτια κατέγραψαν. Κάπως έτσι το γεγονός υπάρχει σε δύο διαστάσεις: την ανθρώπινη και την τεχνολογική δίχως η μια να συνδέεται απαραίτητα και οργανικά με την άλλη. Το εν λόγω διήγημα αποτέλεσε την πρώτη ύλη έμπνευσης για τον σκηνοθέτη Μικελάτζελο Αντονιόνι για να γυρίσει το εμβληματικό Blow up. Τέλος, στο ομώνυμο διήγημα έχουμε την ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού, της Μισέλ και του Πιέρ, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια ιστορία συνεχόμενων αντικατοπτρισμών που μπορεί να τη διαβάσει κανείς ως προάγγελο του Κουτσό, ως μια ερωτική ιστορία, αλλά και ως πολιτικό θρίλερ.

Η παρούσα έκδοση αξίζει και για έναν ακόμη λόγο: η μετάφραση έχει γίνει από τον σπουδαίο ποιητή Τάσο Δενέγρη πριν από χρόνια. Ακόμη και τώρα, όμως, στέκει σπινθηροβόλα και ζωντανή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: