γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου | The Books’ Journal #74,
Φεβρουάριος 2017 »»
Julio Cortázar, Τα μυστικά όπλα, μετάφραση από τα γαλλικά: Τάσος Δενέγρης, Απόπειρα, Αθήνα 2016, 168 σελ.
Ο Χούλιο Κορτάσαρ, το 1968 στους κήπους της UNESCO, στο Παρίσι. |
Ήταν ο αγαπημένος του Αντονιόνι και του Γκοντάρ. Λάτρεψε τον Κάστρο, ιδίως μετά το 1959. Μαζί με τον Φουέντες, τον Λιόσα και τον Μάρκες ήταν η «θρυλική τετράδα» της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Η αναγνώριση ήρθε από την Ευρώπη. Περίμενε, πιθανόν, το Νόμπελ, το οποίο δεν πήρε ποτέ. Αλλά υπήρξε και παραμένει βαθύτατα επιδραστικός, γι’ αυτό και έχει συνεχώς οπαδούς της λογοτεχνίας του, που συνεχώς διευρύνονται. [TBJ]
Η νίκη και η εδραίωση της κουβανικής επανάστασης το 1959 συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του κόσμου, δίνοντας στους λαούς της λατινικής Αμερικής μια νέα συνείδηση της ταυτότητάς τους. Για πρώτη φορά, φυσιογνωμίες όπως ο Φιντέλ Κάστρο και κυρίως ο Ερνέστο (Τσε) Γκεβάρα, απέκτησαν διαστάσεις συμβόλων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Την ίδια εποχή, παρατηρήθηκε και η εστίαση της προσοχής των διανοουμένων στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, η οποία, παρά τα επιτεύγματά της και τα μεγάλα ονόματα που την είχαν υπηρετήσει (Αλέχο Καρπεντιέρ, Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας, Ερνέστο Σάμπατο, Πάμπλο Νερούδα, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Οκτάβιο Πας, Χουάν Ρούλφο), δεν είχε αποκτήσει διεθνές διαβατήριο. Σαν αποτέλεσμα συνωμοσίας, ή σαν ξαφνική δημοσιογραφική καταιγίδα, οι πιο έγκυρες λογοτεχνικές επιθεωρήσεις της Βαρκελώνης, τα λογοτεχνικά ένθετα των εφημερίδων Νέας Υόρκης και οι πρώτες σελίδες των περιοδικών της λατινικής Αμερικής, άρχισαν να μιλάνε για μια έκρηξη, το περίφημο μπουμ του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος.
Τέσσερα ήταν τα ονόματα που φιγουράριζαν στα άρθρα, στις κριτικές και στις παρουσιάσεις των πιο πάνω εντύπων: του Αργεντινού Χούλιο Κορτάσαρ, του Περουβιανού Μάριο Βάργας Λιόσα, του Μεξικανού Κάρλος Φουέντες και του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Οι ειδικοί πίστευαν πως βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που είχε ιδιαίτερη συμβολή στην παγκόσμια λογοτεχνία, καθώς οι πωλήσεις των βιβλίων τους έσπασαν όλα τα μέχρι τότε ρεκόρ καιέφτασαν τα 100.000, τα 500.000, ακόμα και το ένα εκατομμύριο αντίτυπα! ως αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν η εμφάνιση και η καθιέρωση κι άλλων λατινοαμερικανών συγγραφέων, μικρότερης εμβέλειας (Χοσέ Δενόσο, Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, Μανουέλ Πουίγκ), που συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μυθιστορηματικού κόσμου, πλούσιου σε αποχρώσεις και δυναμισμό.
Δύο από τους τέσσερις συγγραφείς του μπουμ κάποια στιγμή άρχισαν να γράφουν μακριά από την πατρίδα τους. Ο πρώτος, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αναγκάστηκε να εξοριστεί εξαιτίας της συμπάθειάς του για την κουβανική επανάσταση. Ο δεύτερος, ο Χούλιο Κορτάσαρ, είδε πολλά από τα έργα του να απαγορεύονται στην πατρίδα του την Αργεντινή, κι αργότερα η κυβέρνηση του Φρανσουά Μιττεράν τού έδωσε τη γαλλική υπηκοότητα, ύστερα από τη συμμετοχή του σε έναν συλλογικό τόμο (Argentina: Como matar la cultura – Αργεντινή: πώς δολοφονείται η κουλτούρα), που εκδόθηκε το 1981. Αμφότεροι είχαν γοητευτεί από τα όσα πρωτόγνωρα γίνονταν στην Κούβα. Κι ο μεν Κορτάσαρ, που έγινε ένθερμος οπαδός του Κάστρο σ’ ένα ταξίδι του στην Κούβα το 1963, αργότερα απογοητεύτηκε από τα πεπραγμένα της επανάστασης και κράτησε τις αποστάσεις του, ο δε Μάρκες παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός στον ηγέτη της.
Η κουβανική επανάσταση, παρά τις αντιφάσεις της, είχε στην αρχή σημαντική επιρροή στους λατινοαμερικανούς συγγραφείς που αντρώθηκαν τη δεκαετία του 1960. Η πολιτική της Κούβας στον πολιτισμό αύξησε το γόητρο της λογοτεχνίας της λατινικής Αμερικής και συνετέλεσε στη συνειδητοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων. Ήταν η εποχή που η ένοπλη σύγκρουση με τα δικτατορικά καθεστώτα της ηπείρου θεωρούνταν ο μόνος δρόμος για την καταπολέμηση της αδικίας και οι λογοτέχνες στρατεύονταν στον κοινό αγώνα. Με αυτό το σκεπτικό, ο Κορτάσαρ, εκτός από θαυμαστής της κουβανικής επανάστασης, έγινε ένθερμος υποστηρικτής της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή και, αργότερα, του καθεστώτος των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
Κατακτώντας τη λογοτεχνία
Ο Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε, με το όνομα Jules Florencio, στις Βρυξέλλες, στις 26 Αυγούστου 1914, από γονείς Αργεντινούς. Το 1919, η οικογένειά του μετακόμισε στο Μπουένος Άυρες, αλλά ύστερα από λίγο ο πατέρας του, διπλωματικός υπάλληλος, τους εγκατέλειψε και ο μικρός Χούλιο ανατράφηκε σ’ ένα σκοτεινό σπίτι, όπου δέσποζαν οι γυναίκες. Τότε η πολύγλωσση μητέρα του, λάτρις των βιβλίων, τον παρότρυνε να διαβάσει τον συνονόματό του Ιούλιο Βερν. Δώδεκα ετών ήξερε άριστα γαλλικά, ώστε διάβαζε στο πρωτότυπο τον Μονταίνιο. Την ίδια εποχή είχε ανακαλύψει τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον και τον Σαίξπηρ κι έμαθε αγγλικά για να τους διαβάζει στη γλώσσα τους.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1938 με μια ποιητική συλλογή, αλλά αργότερα στράφηκε στην πεζογραφία. Για λίγο εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Μεντόσα, αλλά παραιτήθηκε λόγω πιέσεων των περονιστών. Αυτή την εποχή, χάρη στον Μπόρχες, δημοσίευσε στο περιοδικό Χρονικά του Μπουένος Άυρες τις πρώτες ιστορίες του: φανταστικές, ονειρικές, σουρεαλιστικές. Το 1951, τα διηγήματα εκδόθηκαν σ’ ένα τόμο με τίτλο Bestiario. Είχαν σαφείς επιρροές από τον μέντορά του, τον Μπόρχες. Την ίδια χρονιά, νιώθοντας την καταπίεση του περονικού καθεστώτος, εγκατέλειψε την Αργεντινή μαζί με άλλους διανοουμένους και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε στην Ουνέσκο ως μεταφραστής και δημοσίευσε αρκετά βιβλία με διηγήματα και νουβέλες. Μεγάλος λάτρης της τζαζ, έπαιξε τρομπόνι σε διάφορες ορχήστρες. Το 1959 εξέδωσε τη συλλογή Τα μυστικά όπλα, που περιλάμβαναν πέντε ιστορίες. Η συλλογή μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα το 1990 σε μετάφραση του Τάσου Δενέγρη, μόνο που από αυτήν έλειπε η νουβέλα Ο κυνηγός που εκδόθηκε αυτόνομα σε μετάφραση της Μάγιας Μαρίας Ρούσου (Απόπειρα, 1988). Ο κυνηγός του τίτλου ονόματι Τζόνι Κάρτερ είναι ο σπουδαίος μαύρος σαξοφωνίστας Τσάρλι Πάρκερ, για τη ζωή του οποίου στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μιλάει ο φίλος του ο Μπρούνο, μουσικοκριτικός το επάγγελμα, μια περσόνα του Κορτάσαρ.
Τα τέσσερα εκείνα διηγήματα επανεκδόθηκαν πρόσφατα από την Απόπειρα με τον ίδιο τίτλο. Όλα έχουν ήρωες καθημερινούς ανθρώπους που ζουν σε μια περίεργη κατάσταση με φαντασιώσεις και έμμονες ιδέες. Το πρώτο, το «Γράμματα της μαμάς», είναι η ιστορία του Λουίς που ζει στο Παρίσι με τη γυναίκα του τη Λάουρα και θυμάται με νοσταλγία την πατρίδας του με την οποία τον δένουν ασφυκτικά τα γράμματα της μητέρας του. Μέσα στα γράμματα όμως υπάρχουν κρυμμένα οικογενειακά μυστικά που, αν αποκαλυφθούν, μπορούν ν’ αλλάξουν τη σχέση του Λουίς με τη Λάουρα, οπότε μερικά ψέματα είναι αναγκαία. Διότι η κοπέλα ήταν αρραβωνιαστικιά του αδελφού του, ο οποίος έχει πεθάνει. Στο δεύτερο διήγημα, «Η καλή εξυπηρέτηση», μια γυναίκα που εκτελεί βοηθητικές δουλειές σε σπίτια δέχεται την πρόταση ενός κυρίου να υποδυθεί έναντι αμοιβής την τεθλιμμένη μητέρα ενός εκλιπόντος, ώστε οι άνθρωποι που παραβρέθηκαν στην κηδεία του να μείνουν με καλές εντυπώσεις. Το τρίτο διήγημα, «Τα σάλια του διαβόλου», το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα, έχει έναν αφηγητή, ο οποίος φωτογραφίζει με τη μηχανή του μια σκηνή με μια γυναίκα, ένα παιδί κι έναν άντρα που τους παρακολουθεί. Το παιδί φοβάται ή όχι; Και γιατί η γυναίκα απαιτεί να της δώσει το φιλμ; Όταν εμφανίζει το φιλμ στο εργαστήριό του, διαπιστώνει ότι ο άντρας ήταν ο πρωταγωνιστής της σκηνής, κάτι που δεν είχε προσέξει. Το τέταρτο διήγημα, «Τα μυστικά όπλα», αναφέρεται σε μια γυναίκα, η οποία συνδέεται μ’ έναν άντρα, αλλά οι ερωτικές συναντήσεις τους είναι παράξενες, μοιάζουν με σκηνές ονείρου ή με παραίσθηση· στο τέλος μαθαίνουμε για ένα έγκλημα. «Τα σάλια του διαβόλου» διασκευάστηκαν από τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μετατράπηκαν στο σενάριο της θρυλικής ταινίας του Blow Up (1966).
Την καθολική αναγνώριση ως συγγραφέας ο Κορτάσαρ την δέχτηκε το 1963 με το επιβλητικό μυθιστόρημα Το κουτσό, εξαιτίας του οποίου ο Κάρλος Φουέντες το χαρακτηρίσει Σιμόν Μπολίβαρ (ήταν ο απελευθερωτής της ηπείρου από την ισπανική κυριαρχία) της λατινοαμερικανικής αφήγησης – διότι την απελευθέρωσε από τον φαρισαϊσμό και τον επαρχιωτισμό της. Μόλις μεταφράστηκε στα γαλλικά και στ’ αγγλικά, οι ξένοι κριτικοί το χαρακτήρισαν ως «το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα» της λατινικής Αμερικής και τον συγγραφέα του ως τον «πρώτο μεγάλο μυθιστοριογράφο ολόκληρης της ηπείρου». Το Κουτσό είναι η ιστορία του Οράσιο Ολιβέιρα, ενός Αργεντινού που ζει στο Παρίσι, με τη Μάγα, την Ουρουγουανή. Αργότερα, ο Οράσιο (σε ορισμένα κεφάλαια είναι ο αφηγητής, σε άλλα έχουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση), αφήνει τη Μάγα με έναν φίλο του τον Γκρεγκορόβιους, και φεύγει για το Μπουένος Άιρες, όπου ξανασμίγει με μια παλιά του φιλενάδα, κάνοντας παρέα με το φίλο του, Τράβελερ, και τη γυναίκα του, Ταλίτα, η οποία του θυμίζει τη Μάγα. Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος υπάρχει ένα ετερόκλητο υλικό από σκόρπιες σκέψεις, αυτοβιογραφικά επεισόδια, κεφάλαια από μυθιστορήματα, αποσπάσματα από βιβλία και πολλά άλλα στοιχεία που συνδέονται με το παραμύθι της λογοτεχνίας. Υποτίθεται πως η επιλογή τους και ο σχολιασμός έχουν γίνει απόν ένα πρωτοποριακό συγγραφέα, τον Μορέλι, που τον θαυμάζει ο Οράσιο.
Το Κουτσό θεωρείται δύσκολο βιβλίο, καθώς η ροή των γεγονότων δεν είναι ομαλή και ο αναγνώστης νομίζει πως βρίσκεται μπροστά σ’ έναν αφηγηματικό λαβύρινθο από όπου δυσκολεύεται να βγει. Η αναγνωστική δυσκολία του μυθιστορήματος του Κορτάσαρ δεν το έκανε μπεστ σέλερ ανά τον κόσμο, όπως συνέβη με το Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες (1967) το οποίο έγινε παγκόσμιος θρύλος, χαρίζοντας στον συγγραφέα του το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1982. Ούτε Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους (1962) του Κάρλος Φουέντες έγινε μπεστ σέλερ και ο δημιουργός του δεν πήρε το Νόμπελ που το άξιζε. Όμως, ο Μάριο Βάργας λιόσα, που εξέδωσε το Η πόλη και τα σκυλιά (1963), ήταν ο δεύτερος από την τετράδα του μπουμ που το έλαβε το 2010, κάπως καθυστερημένα. Ήδη η μεγάλη απήχηση του έργου των τεσσάρων του μπουμ οδήγησε τη σουηδική ακαδημία να δώσει το 1967 το Νόμπελ λογοτεχνίας σ’ έναν άλλο Λατινοαμερικανό, τον Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας από τη Γουατεμάλα, ο οποίος είχε γεννηθεί τον προηγούμενο αιώνα και το κυριότερο μυθιστόρημα του, Ο κύριος πρόεδρος, εκδόθηκε το 1943.
Αγαπημένος του Γκοντάρ και του Αντονιόνι
Ο Χούλιο Κορτάσαρ στα έργα του δείχνει πως έχει αφομοιώσει τις ανανεωτικές τεχνικές του σύγχρονου αφηγήματος, συνδυάζοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα. ωστόσο, από αυτά απουσιάζει ο μαγικός ρεαλισμός του Μάρκες, αφού ασχολείται κυρίως με τα προβλήματα των ανθρώπων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην ουσία, ο συγγραφέας θεωρεί τη λογοτεχνία παιγνίδι με λέξεις, γι’ αυτό τα έργα του περιέχουν ποίηση και χιούμορ, ένα άθροισμα από ειρωνεία, ασυναρτησίες, αυτοκριτική και παράξενες εικόνες. Ας σημειώσουμε πως εκτός από τον Αντονιόνι, ένας ακόμα πολυσυζητημένος σκηνοθέτης του 20ού αιώνα, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, χρησιμοποίησε ένα διήγημα του Κορτάσαρ για να γυρίσει μια ταινία: το Week End που βασίστηκε στο διήγημά του «Ο αυτοκινητόδρομος του Νότου». Επίσης, τρία διηγήματά του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες από τον Αργεντινό σκηνοθέτη Μανουέλ Αντίν, ανάμεσά τους και το «Γράμματα από τη μαμά».
Διαβάσαμε για τον Κορτάσαρ
• Στο περιοδικό Λατινική Αμερική, αρ. 1, Δεκέμβριος 1982, δημοσιεύτηκε το άρθρο «Η λογοτεχνία στον ρυθμό της ιστορίας» του Αντόνιο Αβαρία, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Βρέμης, διευθυντή της επιθεώρησης του Γερμανικού Ιδρύματος για τη Διεθνή Ανάπτυξη, με θέμα τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής.• Στο Κουτσό, Εξάντας, 1988, υπάρχει μια κατατοπιστική εισαγωγή του μεταφραστή Κώστα Κουντούρη.