6.1.17

Χριστίνα Οικονομίδου: Η ποίηση διαταράσσει δεν καθησυχάζει

γράφει η Πόλυ Κρημνιώτη | Η Αυγή,
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017 »»

Χριστίνα Οικονομίδου
Χριστίνα Οικονομίδου
«Είναι κενό νοήματος να αναλώνεσαι σε εγκεφαλικούς ακροβατισμούς και να αγνοείς το πραγματικό, το ζωντανό» λέει η Χριστίνα Οικονομίδου. Κάπως έτσι και στις «Τέσσερις εποχές στον δρόμο» (εκδ. Απόπειρα), την τέταρτη ποιητική συλλογή της, μέσα από τη διαδρομή στο πραγματικό επιχειρεί να αναστοχαστεί πάνω στον χρόνο και στον χώρο. Και σαν να σκαρφαλώνει στο παλιό βανάκι της φολκσβάνγκεν από τη φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου της, εξορμά για τις εντός διαδρομές που αποτολμά η ποιητική της σύνθεση. Cosmopolitics, δημόσιοι χώροι, ιδιωτικοί χώροι, ύπαιθρος, οι τέσσερεις ενότητες στις οποίες δομείται η αφήγηση, οδηγούν το ταξίδι και δομούν την ποιητική σύνθεση με την οποία η δημιουργός ανατέμνει εαυτόν και αλλήλους, μάχεται, στοχάζεται, θυμάται, θαυμάζει, αποστρέφεται, για να προβιβάσει εντέλει την εξερεύνηση σε ποίημα.

«Για μένα η ποίηση είναι και τρόπος ζωής» παραδέχεται. «Επί της ουσίας ο τρόπος που ζω τις στιγμές και όχι η απλή διαβίωση, είναι εμποτισμένος από την ποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμώ το σώμα. Αντιθέτως η ποίησή μου είναι σωματική γιατί είναι αυτό που διαμεσολαβεί πάνω σε όλες τις αισθήσεις. Αν υποτιμήσεις το σώμα είναι σαν να υποτιμάς την ίδια τη ζωή». Άλλωστε «ο τρόπος που επιδρά πάνω μας η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατος. Επιδρά στην ίδια την υπαρξιακή μας αναρώτηση, αλλά και στα μεγάλα ζητήματα της ζωής μας, τον έρωτα, τις σχέσεις, τη διαχείριση της καθημερινότητάς μας, μας βάζει σε έναν επαναπροσδιορισμό και ταυτότητας και σε σχέση με τον θάνατο».

Την ρωτάμε για τον τίτλο που επέλεξε. Μας λέει για τη διαδρομή. «Είναι όλη εκείνη η εσωτερική διαδρομή που πάντα κάνουμε ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό μας, αλλά και όλες οι μετατοπίσεις της ζωής και της σκέψης στον χώρο και στον χρόνο» επισημαίνει. «Είναι κι ένα βιβλίο φυγής, ένα βιβλίο διαφυγής από ό,τι κάθε φορά μας κατατρύχει» προσθέτει. «Η φυγή δεν είναι μόνο από τον πραγματικό κόσμο, τα γεγονότα, τους ανθρώπους, αλλά και από τα δικά μας, τα μικρά ή μεγάλα φαντάσματα που μας κατατρύχουν». Έτσι η αφήγηση διατρέχει το δημόσιο για να ακουμπήσει το ιδιωτικό και να θυμίσει τον ομφάλιο λώρο με τη μητρική γη. Να θυμίσει το προφανές. «Η μνήμη, τόσο η συλλογική όσο και η ατομική, είναι ό,τι μας αποτελεί» λέει η Χριστίνα Οικονομίδου. «Μας διαμορφώνει και μας καθορίζει, όχι ως ακατέργαστο υλικό αλλά μέσα από τον τρόπο που τη μεταπλάθουμε μέσα μας, και ως αίσθημα και ως διανοητική διαδικασία. Επειδή η μνήμη δεν είναι ένα άθροισμα ακέραιων γεγονότων, αλλά υπόκειται σε ένα είδος μετάφρασης, η ζωή μας σε έναν βαθμό είναι μια μυθοπλασία» διαπιστώνει. Σαν τη μυθοπλασία, ας πούμε, που στοιχειοθετεί στην ποιητική της σύνθεση, τοποθετώντας ένα μεγάλο καθρέφτη απέναντι στον εαυτό της, εντός του οποίου, συχνά ο αναγνώστης αναγνωρίζει και το δικό του είδωλο.
«Οι ήρωές μου όλοι φέρουν και ένα δικό μου αποτύπωμα. Μ’ αυτούς εικονοποιώ το τοπίο του βιβλίου, ωστόσο δεν τους ελέγχω, αφού νωρίς αυτονομούνται, γεγονός που τους καθιστά συνδημιουργούς αυτού του τοπίου». Οι ήρωές της, ως πολλαπλά μέρη ενός νομίσματος, διευκολύνουν, άλλοτε επιτείνουν τη χαρτογράφηση του κοινωνικού ή ατομικού χώρου, του κόσμου και της λειτουργίας του ανθρώπου εντός τους, συμβάλλουν στην ιχνογράφηση της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας, φωτίζουν τις διαφορετικές όψεις του ποιητικού εγώ. «Υπάρχουν διαφορετικές όψεις του ποιητικού εγώ που συμβάλλουν στην πολυφωνία του βιβλίου. Η Μάριον και ο Άγγελος, ο Ανέστης, ο Οσμάν, η Μόνικα ή ο Μαρκ κατά κάποιο τρόπο μου υπαγόρευσαν την ποιητική γλώσσα την οποία εξ ονόματός τους φέρω σ’ αυτό το βιβλίο» εξηγεί η Χριστίνα Οικονομίδου και επισημαίνει ότι αυτό το βιβλίο «είναι μια διαρκής αναζήτηση και διαπραγμάτευση με την ίδια τη γλώσσα για κάθε έκφανση της ζωής ή του στοχασμού μας. Είναι μια διαρκής αναζήτηση ολοένα μιας καινούργιας γλώσσας».

Η Χριστίνα Οικονομίδου μιλάει εξ αφορμής του βιβλίου της. «Με δυσκολεύει να μιλώ για τα βιβλία μου, ιδίως τα ποιητικά» λέει. «Άλλωστε η ποίηση, η τέχνη, γενικά, δεν καλείται ν’ απαντήσει σε τυχόν ερωτήματα, αλλά να τα θέσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Προφανώς και υποκρύπτεται μια θέση πίσω από κάθε δημιουργία, μια θέση όμως που αφήνει ανοιχτό το πεδίο αμφισβήτησής της και, μάλιστα, την προκαλεί αυτή την αμφισβήτηση. Ασφυκτιά στο πλαίσιο μιας και μόνης ερμηνείας κι αν έχει έναν ρόλο πολιτικό — που έχει — είναι αυτός του να διαταράξει και όχι να καθησυχάσει ή να προσφέρει μιαν — όποια — απάντηση. Κι αν είναι — που είναι — παρηγορητική, είναι ακριβώς γιατί δημιουργεί, για εκείνους που την προσεγγίζουν, έναν χώρο όπου επιτρέπεται η αμφιβολία, η αμφιθυμία, η σύγκρουση, τα διλήμματα κ.λπ., καταστάσεις δηλαδή και συναισθήματα που είτε είναι είτε και απλώς θεωρούνται απολύτως απαγορευτικά για την αποτελεσματική καθημερινή, ρεαλιστική μας συνδιαλλαγή με τους άλλους».

Η ίδια πάντως μ’ αυτό το βιβλίο καταθέτει μια στέρεη, κοσμοπολίτικη ποίηση, που μάχεται με τους δαίμονες του εαυτού και τους δημόσιους, ψηλαφεί την ανθρώπινη ιδιοσυστασία αλλά και την ταυτότητα ως στοιχείο επαναπροσδιορισμού, για να καταστήσει τον αναγνώστη της συμμέτοχο στην ανθρώπινη περιπέτεια, συνένοχο στην ενοχή και τη συναίσθηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: