20.7.16

Ελένη Κεχαγιόγλου • Η γλώσσα ως μνήμη. Η ποίηση ως χειρονομία ζωής.

Αποσπάσματα από την παρουσίαση της Ελένης Κεχαγιόγλου, στις 7 Ιουνίου 2016, για το νέο ποιητικό βιβλίο 4 εποχές στον δρόμο της Χριστίνας Οικονομίδου.

4 εποχές στον δρόμο

[Π]αρότι εκδίδει σε άτακτα χρονικά διαστήματα ποίηση, δίχως να ακολουθεί την επαγγελματική συγγραφική πρακτική που θέλει να κυκλοφορεί ένα βιβλίο κάθε δύο ή τρία χρόνια, εξηγείται γιατί γράφει ποίηση (…) Διότι, νομίζω, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς εξαιτίας των δημιουργικών αντιφάσεών της (όλοι έχουμε αλλά δυστυχώς δεν είναι για όλους μας οι αντιφάσεις μας δημιουργικές). Κι αυτό είναι το μόνο κατά τη γνώμη μου κριτήριο που καθιστά κάποιον καλλιτέχνη. Όταν ασχολείται με την τέχνη του όχι γιατί πρέπει, όχι διότι θέλει να κάνει καριέρα, όχι επειδή έχει τη φιλοδοξία να συγκαταλέγεται στους ποιητές ή να δει το όνομά του τυπωμένο σε ένα βιβλίο. Αλλά επειδή δεν μπορεί παρά να γράφει. Ή, για να το πω, παραφράζοντας ελαφρώς τη διατύπωση ενός νομπελίστα ποιητή, του Σέσλαβ Μίλοζ, «όταν του υπαγορεύει να γράψει ένα κάποιο δαιμόνιο».

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η ανάγνωσή μου — που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Η γλώσσα ως μνήμη. Η ποίηση ως χειρονομία ζωής» — βλέπει στο φόντο των στίχων να αναδύεται η εποχή, σε βαθμό ώστε κάποτε η συλλογή — χωρίς να στερείται πολλαπλών δυνατοτήτων ανάγνωσης— να αποτελεί τεκμήριο ως προς το αποτύπωμα που άφησαν στην τέχνη «τα χρόνια της κρίσης», σε μια εποχή που άπαντες βγήκαμε στο μεϊντάνι, στον δημόσιο χώρο που είναι πλέον εικονικός και στον οποίο με ένταση και πάθος έκλεισαν σπίτια και χάλασαν φιλίες — διαβάζω: (νυχθημερόν μεθάει / και ξερνοβολά τα του οίκου / στα δημόσια / πτυελοδοχεία)

Ο αναγνώστης θα οδηγηθεί, λοιπόν, από τη μεγάλη ιστορία στη μικρή, σταδιακά από ενότητα σε ενότητα, εκκινώντας από τα Cosmopolitics, την παγκόσμια πολιτική που μας έκανε όλους κρέατα κρεμασμένα στο χασάπικο, σύμφωνα με το μότο του Ταντέους Ρουζέβιτς.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Οι τίτλοι τέλους πέφτουν με το ποίημα: Τhe Weather Project, η παράσταση θα κλείσει με μιαν «ανεξίλυπη σιωπή», γράφει η ποιήτρια, μια σιωπή παντοτινή που θα διώξει τις λύπες. Οι δύο πρωταγωνιστές της, θα αντιμετωπίσουν με διαφορετικό τρόπο το τέλος αυτό, σε μια εικόνα από εκείνες που εγώ θα κρατήσω στις αγαπημένες μου της λογοτεχνίας εφεξής. Ο Άγγελος θα γίνει ένας από τους θεατές. Η Μάριον θα χορέψει ένα ζειμπέκικο-τανγκό, τα βλέφαρα θα κλείσουν, και αντί για μουσική ένα τζουκ-μποξ θα παίζει, γράφει: «εκείνα που θυμάμαι κάθε τόσο πως ξεχνώ» κι «εκείνα που δεν είπα όταν έπρεπε», ενώ (αισιόδοξο αυτό): «μια καινούργια γλώσσα θ’ ανατέλλει από το πουθενά».

Η καινούργια αυτή γλώσσα, τελικό ζητούμενο και αίτημα της ποιήτριας, ύστερα από 4 εποχές της ύπαρξης στον δρόμο, περιγράφει και την εμμονική προσήλωσή της σε αυτή. Εξάλλου οι αναφορές στη γλώσσα, που είναι σώμα που είναι μνήμη που είναι εντέλει ποίηση, διατρέχουν ολόκληρη τη συλλογή. Διαβάζω, ενδεικτικά, για τη γλώσσα-σύμπαν στην ανθρωπογεωγραφία της έσω πραγματικότητας: «Όταν ξυπνάς το πρωί / περισσεύεις στο μέσον μιας πρότασης, ενός τραγουδιού». Μια γλώσσα που κυριαρχεί στο υποσυνείδητο: «Οι εφιάλτες μου διαδραματίζονται / στην επικράτεια της γλώσσας / με γόνατα φθόγγους / και σφυγμούς αναλφάβητους• / και πάντα με χωρίζει με τους Άλλους — ή τον Άλλον — / μια απύθμενη τάφρος / θορύβων». Διότι έχει το χάρισμα να γίνει εργαλείο της επικοινωνίας και της τέχνης, όμως: «Όμως μόνο στα όνειρά μου / κυλούν στις φλέβες μας γράμματα / που όλα μαζί καταφέρνουν να εκφράσουν κάτι / με κάποια σημασία / μόνο εκεί / η αγωνία της γλώσσας / έχει αρθρώσεις που τρίζουν / με τις αλλαγές και το πέρασμα του καιρού».

Και η μνήμη γλώσσα είναι κι αυτή, που ενίοτε μπουκώνει. Γι’ αυτό «φτύνοντας όσα είχες μάθει, θ’ άρχιζε ν’ αποκτά υπόλοιπο η μνήμη», μια μνήμη που «κολλά πάνω στα άσχημα / και σαν το μύδι τρέφεται απ’ τις βρωμιές» Αξιοποιώντας ωστόσο στην τελευταία ενότητα τις αναμνήσεις, ως το κορίτσι-πουλί που μπορεί να πετάξει, είναι πια σε θέση να πει: «Τις μνήμες μου τις έκανα καράβια / του μεσημεριού / για να ναυλώνω κύματα», με άλλα λόγια η μνήμη από οδυνηρό σκευοφυλάκιο δυσάρεστων εικόνων ανάγεται σε μέσο ταξιδιού, γίνεται, λέω, η ποίηση.

Η Οικονομίδου, στη συλλογή αυτή, δομεί με στέρεα υλικά, με γνώση, επίγνωση και έμπνευση, μια ποιητική κατασκευή της οποίας το αίτημα είναι να γίνει η ποίηση πράξη ζωής, και μάλιστα μιας ζωής όπου, επιτέλους, θα λέγεται ό,τι ποτέ δεν τολμήσαμε να πούμε δυνατά, θα είναι στον τόπο της ενσυναίσθησης, εκεί όπου η τέχνη — όπως γράφει — αμαρτίας δοθείσης θα έχει (και έχει) πάντα μια δικαιολογία.

Αξιοποιώντας τις δυνατότητες του γραπτού λόγου, αλλάζοντας από ποίημα σε ποίημα μέτρο και ρυθμό, αποδίδοντας διαφορετική τονικότητα με μια σειρά από παρενθέσεις (όπου χαμηλώνει η φωνή) και από αγκύλες (όπου σαν συνειρμός, παρεισφρέει μια φράση), με γραφή πλάγια στην οποία τονίζεται ένα σχόλιο στη μέινστριμ ορθογράμματη γραφή και με την ένταση που έχουν οι αντιθετικές παύλες, με τα συνωμοτικά ή υπονομευτικά υστερόγραφα, με τη γραφή της αναζητά συνοδοιπόρους ακριβώς σε εκείνο το μαγικό μεταίχμιο που το προσδιορίζει ως: «ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα».

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αν για τον Αναγνωστάκη «Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας», για την Οικονομίδου η ποίηση είναι ο καλύτερος δρόμος για να ταξιδέψουμε στη μικρή μας τη ζωή ή, ακόμη καλύτερα, για να συνταξιδέψουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: