Literature, Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016 »»
Είναι αλήθεια πως μου αρέσουν τα βιβλία θηλιές. Είναι αλήθεια πως προτιμώ κύρια τα ποιήματα ενός αστικού χωροχρόνου ακόμα κι όταν η φωτογραφία του εξωφύλλου στο βιβλίο 4 εποχές στον δρόμο μπορεί να προϊδεάσει τον αναγνώστη ως ένα ταξίδι περιπλάνησης και φυγής ή ίσως και αποφυγής να συναντηθεί ο ποιητής με το πεπρωμένο του, αυτό που ο αληθινός ποιητής ξέρει από την στιγμή που σκάρωσε το πρώτο του ποίημα.
Ακόμα είναι σημαντικό να σας πληροφορήσω πως είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού οι ζώντες ποιητές που ενώ έχουν αναπτυγμένο σύμπαν, εντούτοις κάθε νέο τους βιβλίο είναι και μία νέα έκρηξη που επεκτείνει τα όρια της γλώσσας τους, του σύμπαντός τους και τελικά επεκτείνουν τα όρια του ελληνικού ποιητικού κανόνα.
Δεν κάνω κριτικές αλλά αισθητικές αναγνώσεις, όμως για το βιβλίο της Χριστίνας Οικονομίδου, θα μου επιτρέψτε να συναιρέσω όλες τις παρατηρήσεις μου σε μία δημιουργική μεταφορά: «έχει περάσει πολύς καιρός που κοίταξα το φως του ήλιου αλλά και το σκοτάδι μέσα από καλειδοσκόπιο», αλλά «έχουν περάσει χρόνια από τότε που η γιαγιά μου τίναζε τα υφαντά κιλίμια του σπιτιού της κι εγώ ανησυχούσα μην πέσουν τα γεωμετρικά υφαντά ανθρωπάκια, ζωάκια και προπάντων οι στεγνοί μαίανδροι που στηρίζανε την φαντασία μου». Τέτοιο είναι το βιβλίο της Οικονομίδου και για αυτό θα προσπαθήσω να αποψιλώσω το σκοτάδι και το φως της, μήπως καταλάβω κι εγώ ως δημιουργός πρώτα κι έπειτα ως αναγνώστης σε ποιο σημείο ράβει κανείς τέσσερις εποχές και με πόση ενδελέχεια μπορεί να ακμάζει και να παρακμάζει στη διάρκειά τους.
Οι τέσσερις εποχές στο βιβλίο της Χριστίνας Οικονομίδου αποτελούνται από τέσσερις ποιητικές ενότητες, δηλαδή: Cosmopolitcs, Δημόσιοι Χώροι, Ιδιωτικοί Χώροι και Ύπαιθρος, ενώ υπάρχει ένα εισαγωγικό ποίημα ως προμετωπίδα και ομότιτλο με το βιβλίο και ένα ποίημα που λειτουργεί ως επίλογος (Βιβλιογραφία). Ουσιαστικά αποδέχομαι πως πρόκειται για ποιητική σύνθεση και μία ποιητική αφήγηση όπου η Μάριον και ένας Άγγελος παρελαύνουν στα σώματα των ποιημάτων αλλά και στα περιθώρια των σελίδων.
Το βιβλίο αυτό εμφανίζει πρωτοτυπίες ως προς την ανάγνωσή του αφού είναι απόλυτα δεμένο με τα motto που χρησιμοποιεί η Οικονομίδου και βέβαια υιοθετεί μια υπερκειμενική δομή αφού αυτά τα motto διασυνδέουν την ποιητική αφήγηση της ποιήτριας με ποιητές όπως: ο Ταντέους Ρουζέβιτς, η Άννα Αχμάτοβα, η Audre Lorde, o Νίκος Καρούζος, η Anne Sexton, η Myriam Moscona, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Antony Hagarty από τους Antony and The Johnsons, ενώ υπάρχουν υπερκειμενικές διασυνδέσεις που θα αποκαλυφθούν χρόνια μετά, καθώς πια θα μελετάει κανείς το έργο της Οικονομίδου και τη συσχέτιση με τους ποιητές συνοδοιπόρους της από τον ελληνικό ποιητικό κανόνα και τα κλειδιά αυτού βρίσκονται μέσα στο ποίημα Βιβλιογραφία.
Δεν θέλω να αποκαλύψω μυστικούς κώδικες αυτού του βιβλίου, γιατί νιώθω πως αφενός θα διακινδυνεύσω την ανάγνωσή σας και αφετέρου θέλω να κρατήσω μυστικό τον κώδικα της δικής μου ανάγνωσης, γιατί νιώθω πως η απόλαυση, χρειάζεται να κατακτηθεί από τον καθένα ξεχωριστά. Όμως, θα σας αποκαλύψω πως η Μάριον είναι μία νεκρή φιγούρα που ξεπηδά σαν σκιά στην ποιητική σύνθεση και διηγείται με τον τρόπο που ένας νεκρός δεν αντιλαμβάνεται πως έχει από καιρό πεθάνει. Η Μάριον είναι η κατατρεγμένη σκιά της ποιήτριας, είναι το άλλο της μισό, αποκαλύπτοντας πως το μισό της είναι πεθαμένο και στηρίζοντας το άλλο της μισό σε ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει στις 4 εποχές στον δρόμο, όπως άλλωστε αποκαλύπτει στα υστερόγραφα του ποιήματος «Ένα μέρος Βότκα»:
ΥΓ.1
—Έχει ενδιαφέρον, πάντως, να ξέρεις,
να μιλάς στον εαυτό σου σε δεύτερο πρόσωπο.
—Τι θέλεις να πεις;
—Τίποτα που δεν λέω.
ενώ συνεχίζει να συνομιλεί ευθεία με Υστερόγραφα και στο ποίημα «Καρδιά από Καρπούζι» και στο «Ρόδι Λικέρ» όπου και ξεδιαλύνεται η συνομιλία και πιο σίγουρη παρά ποτέ συνδιαλέγεται η ποιήτρια με την Μάριον.
Ξορκίζει η ποιήτρια το μισό της κομμάτι κι έτσι νομίζει πως θα ελευθερωθεί, αλλά ίσως η ανάπηρη «αθανασία» της νεκρής της, θα την συνοδεύει σε όλη την υπόλοιπη ζωής της. Εμμένω στους στίχους και μόνο στους στίχους:
Διανύεις την υπόλοιπη ζωή σου
κουτσαίνοντας
για να διαπιστώσεις
στο τέλος της
πως κανείς
δεν έχει προσέξει
την αναπηρία σου,
ούτε καν εσύ.
Αν θέλετε να πούμε την αλήθεια δεν ξέρουμε, ούτε ποτέ θα μάθουμε, ποια είναι η νεκρή, η Μάριον ή η ποιήτρια. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με καθρέφτες που έχει πλήρη επικάλυψη της πραγματικότητας και εκεί εμφανίζεται στους Δημόσιους Χώρους, την δεύτερη ενότητα, ο Άγγελος της ποιήτριας κι αυτός κουτσός, αλλά ωστόσο τόσο χαρισματικός και όμορφος
Ο Άγγελος γεννήθηκε κουτσός
—την ώρα που γλιστρούσε
έξω από τη μήτρα, ο θεός
για λίγο δίστασε.
Ήταν, ωστόσο, τόσο χαρισματικός
και όμορφος
ώστε κανείς σχεδόν δεν αντιλαμβανόταν
την αναπηρία του.
Αν θέλετε να πούμε την αλήθεια η ποιήτρια είναι τριχασμένη, δηλαδή εμφορείται και από τη θηλυκή Μάριον αλλά και από τον αρσενικό Άγγελο και ίσως εδώ είναι που δεν ξέρουμε ποιος ζει και ποιος έχει πεθάνει ή ποιος θα επιβιώσει στο τέλος της ποιητικής αυτής σύνθεσης, παρόλο που μας προϊδεάζει πως αποφασίζει στο τέλος της εποχής «Δημόσιοι Χώροι» με το ποίημά της «Έναστρο» να παραδεχθεί την τόσο βαθιά της μοναξιά για την απώλεια αυτού που μάλλον βρήκε αλλά δεν μπόρεσε να αγγίξει γιατί:
Πώς έγινε και σου ’πεσα εγώ βαριά,
δεν είμαι σίγουρη·
εμβρυουλκώντας νούφαρα, το πιθανότερο,
σ’ ερήμους μητροπόλεων
με χρώμα κοβαλτίου,
που δεν ήθελες
—όχι τουλάχιστον, συνειδητά—
να κατοικήσεις.
ή από το συγκλονιστικό ποίημα «Ουρητήρια»
Μη φανταστείτε, όμως
ότι δεν ανέχομαι τη φύση μου
ή εκείνη του πόθου·
είναι η μνήμη που κολλά
πάνω στα άσχημα και σαν το μύδι τρέφεται απ’ τις βρωμιές.
Η διαδρομή της ποιητικής σύνθεσης μας οδηγεί στην τρίτη εποχή, μια τρίτη ενότητα που επιγράφεται ως: «Ιδιωτικοί χώροι» και μάλλον είναι και τίτλος δηλωτικός όλων αυτών που ίσως μπορούν να συμβούν στριμωγμένα και κρυμμένα σε άδεια ή τυφλά βλέμματα, όπως η αποβολή πάντα ενός εμβρύου, ο Άγγελος της που αρχίζει να αποσύρεται και να τα τσούζει, ο αριθμός 48 της Sauergasse, ο νεκρός χρόνος της στρατηγικής στο Δείπνο για δύο, τα Υπόγεια, ο εξωτικός Κήπος των Γήινων Απολαύσεων και ούτω καθεξής.
Θα παραμείνω στο ποίημα «Αφοσίωση» και κύρια στο υστερόγραφό του:
ΥΓ.
Ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα
ο σύντροφός μας, ανήμπορος να αντέξει
το βάρος της επινόησής μας,
σφαλίζει με θόρυβο το παράθυρο της αφοσίωσης.
Η ποιήτρια συνομιλεί, συνομιλεί όμως πλέον συνειδητοποιημένα για την απώλεια στους Ιδιωτικούς Χώρους και εξουθενώνει τον αναγνώστη, εξουθενώνεται όμως και η ίδια.
Ενώ ακολουθεί η τέταρτη εποχή, επιγράφεται «Ύπαιθρος». Η Μάριον βγαίνει πλέον στους δρόμους, οι φίλοι διαφεύγουν στην ύπαιθρο, ο άγγελος είναι πλέον πολύ κουρασμένος και έχει παραδώσει την προφητεία του που παρουσιάζεται σε όλα τα μουσεία ανά την υφήλιο, 16:00 με 20:00 κάθε απόγευμα.
Η ποιητική σύνθεση αυτή είναι στεγνή και λυρική, υιοθετεί έναν ενδογενή ρυθμό τόσο έντονο που μοιάζει με μια άρια θανάτου ή ένα λυπητερό τραγούδι εποχής, είναι μια λυπημένη ποιητική σύνθεση που αποκαθιστά ίσως μια απώλεια της ποιήτριας, που σωματοποιεί ίσως την αιτία της απώλειας και βέβαια διδάσκει και τούτο το λέγω και μέσα από τη δική μου εμπειρία πως:
πως κι αν τον θάνατο τον διαισθάνεσαι
ποτέ δεν καταφέρνεις να τον δεις εγκαίρως
με άλλη όψη εμφανίζεται στους εφιάλτες
αλλά η Μάριον, η Χριστίνα, ο Γιάννης, εσείς όλοι διδασκόμαστε πως έχουμε έναν άγγελο, έναν άγγελο που πάντα μας προειδοποιεί και πάντα μας συμπαραστέκεται και βέβαια θα μας εγκαταλείψει, όταν κατανοήσει πως έχουμε πια καταλάβει πολύ καλά το δίδαγμά του.
Η ποιήτρια το έχει συνειδητοποιήσει πια πολύ καλά, έχει ήδη ωριμάσει, αφενός ωρίμασε το έργο της, είναι μια πλήρης έκρηξη το βιβλίο αυτό, αφετέρου ωρίμασε και ηλικία. Έχει ήδη αναποδογυρίσει την κλεψύδρα της και αναμένει, αλλά δεν αντέχει να μην εφεύρει ένα κείμενο καιρού, όπου η Μάριον, ο Άγγελος, εσείς κι εγώ θα αναμειχθούν ξανά σε μία νέα ουράνια περιπέτεια.
Πρώτη φορά συναντώ ποιήτρια να αγωνία για τη νέα γλώσσα, μια νέα γλώσσα που θα ανατέλλει από το πουθενά.
Πρώτη φορά αναγνωρίζω πως έχει δικαίωμα και ο νεκρός να ξαναζήσει, αρκεί να το ζητήσει.
Πρώτη φορά τοποθετείται με τέτοια ενδελέχεια η αμαρτία ως δικαιολογία της τέχνης.
Προσευχή
Μ’ αρέσει τρελά να κάνω έρωτα
ακούγοντας τον Ιμάμη να ψέλνει,
μου φαίνεται πως έτσι
εισβάλλω παράνομα σ’ έναν Παράδεισο που δεν μου έχουν πιστώσει.
Αγαπώ, την υγρασία των χειλιών σου
και την ξηρασία της ερήμου.
—όταν γίνομαι χτες σε γεννώ
σε μια ιχνογραφία ευτυχίας.
Τα χωριά της πατρίδας μας
είναι στήθη μεστά
που βυζαίνουν τ’ ανήλικα πάθη.
Κι όταν φτάσει η μπόρα στην πόρτα μας
και οι βόμβες γκρεμίζουν τους τοίχους,
καθώς κλαίω γυμνή σ’ ένα όνειρο
σε πιστεύω.
ψηλαφώντας τα τραύματα,
διανύοντας, με την καρδιά,
την απόσταση α
πό το αυτονόητο ως το μη περαιτέρω
τότε, Άγγελέ μου,
ξέρω πια πώς να ξεδιψώ
πίνοντας αλμυρό νερό
εγγεγραμμένη ως άπατρις
στον ελάχιστο-άπειρο
χώρο
που μας παραχωρούν.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου