γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | Bookpress,
Κυριακή 5 Ιουνίου 2016 »»
Ο Jean Paul Sartre είχε πει ότι «με το να δίνει κανείς ονόματα στα πράγματα τα δείχνει, και δείχνοντάς τα, τα αλλάζει». Πώς ονομάζει όμως κανείς τα πράγματα; Κατ’ εμέ, γράφοντάς τα και έτσι, αναγκάζοντάς τα να συμβούν.
Υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία – μια ιστορία που εντελώς απρόσωπα έχει επικρατήσει, με ευθύνη των κριτικών και του εκάστοτε συστήματος, και αφορά στην εγχώρια λογοτεχνική διαδρομή του τελευταίου αιώνα – που συνοψίζουν σε δύο μόνον ιστορικά καταξιωμένες «γενιές», αυτήν του ’30, την «μεγάλη του Μεσοπολέμου γενιά», προεξάρχοντος του Σεφέρη και του Τέλλου Άγρα, αλλά αγνοώντας προκλητικά τον Σκαρίμπα, τον Σαραντάρη, τον Καρυωτάκη και άλλους πολλούς ή υποβαθμίζοντας την σημαντικότητα του Βάρναλη, και αυτήν του '70, την λεγόμενη «γενιά της αμφισβήτησης», πολλά μέλη της οποίας είναι ακόμα ζωντανά και απασχολούν την επικαιρότητα. Ό,τι υπήρξε ενδιάμεσα και ό,τι ακολούθησε αποσιωπήθηκε ή υποβαθμίστηκε έντεχνα από την ουδετερότητα της κριτικής που ήταν χαμένη μέσα στην κοινωνική σύμβαση του λεγόμενου «λογοτεχνικού κανόνα». Ο κάθε κανόνας, ως φορέας κυρίαρχης ιδεολογίας, ήταν και είναι το βασικό μέσο άσκησης εξουσίας από μια ελίτ, σε ότι αφορά την διαμόρφωση του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ο Eagleton έχει γράψει ότι δεν μπορεί να υφίσταται κάποιο σημαντικό λογοτεχνικό έργο ή παράδοση, ότι κι αν έχει πει ή γράψει κάποιος γι' αυτό, που να είναι αφ’ εαυτού του «πολύτιμο», παρά μόνον σε σχέση με το ιδεολογικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει παραχθεί. Από την μεταδικτατορική εποχή και πέρα, χάθηκαν, σταδιακά, εν όψει της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης, της αλλαγής των ηθών εξουσίας και της ισοπεδωτικής ματιάς που ακολούθησε σε όλα, εξυπηρετώντας σοφά τον διακαή της στόχο, πολλά από τα ερείσματα και τα οράματα του παρελθόντος. Υπήρξαν παρέες πραγματικές, ξεχωριστές, βασισμένες σε μεγάλες εσωτερικές αξίες και κοινούς τόπους, αλλά ήταν πάντα η μειοψηφία. Σήμερα φτάσαμε – μας έχει εκ των πραγμάτων επιβληθεί θα έλεγα πιο σωστά– να θεωρούμε οτιδήποτε προέρχεται από μια «ρομαντική επανάσταση» ή «αναβίωση» εκείνων των περασμένων good old days, ως ανεδαφικό ή πλεονάζον.
Αυτό ακριβώς έρχεται να μας θυμίσει, με τον πιο απλό τρόπο, το πρώτο βιβλίο του Μάνθου Γιουρτζόγλου. Οι «πρόστυχοι, εκστατικοί και ειλικρινά θλιμμένοι» χαρακτήρες του αγωνίζονται, βουτηγμένοι στην φαινομενική τυπικότητα της δράσης τους, να αποδείξουν ότι υπάρχουν κι αυτοί, μέσα στα «φανταχτερά σκοτάδια» τους, πάνω στην ξύλινη μπάρα ενός κλασικού ποτάδικου, στον περιβάλλοντα χώρο μιας συναυλίας, σε μοναχικά κρεβάτια, σε τυχαίες συνευρέσεις, παράξενες συναντήσεις και αυτοκαταστροφικούς μονολόγους, σε έναν χωρίς τέλος, έναν αιώνιο αποχαιρετισμό που ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Είναι η «εκδίκηση των αλλοπαρμένων», αυτών που μας εξωθούν ως το βάθος του καθρέφτη για να δούμε, να διαχωρίσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε την εικόνα μας μέσα σε αυτόν. Επομένως, το βιβλίο του Μ.Γ., λειτουργεί και ως οδόσημο, ως σελιδοδείκτης ενός τόμου τον οποίον έχουμε αφήσει να σκονίζεται χρόνια, κάπου μακριά από μας, γιατί έτσι μας είπαν, λειτουργεί και ως φακός παλαιού τύπου, από κείνους που είχαν οι εργάτες των ανθρακωρυχείων στο Νιουκάστλ, για να μας δείξει πράγματα που παραπέμπουν σε άλλες εποχές ξεχασμένες, αλλά οφείλουμε να τα ξανασυναντήσουμε, να τα ξαναθυμηθούμε, για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε εκείνο το είδος της «ένοχης αθωότητας» που σκοτώσαμε μέσα μας γιατί δεν είχαμε άλλο τρόπο να επιζήσουμε αυτής της άχαρης και ακάθαρτης εποχής.
Ήρωας σ’ αυτή τη συλλογή μικρών ιστοριών – προτιμώ εδώ τον όρο ιστορίες από το διηγήματα – του Μάνθου Γιουρτζόγλου είναι το χρέος της παρακείμενης ζωής. Όχι οι ιδιότυπα ρομαντικοί, αυτοκαταστροφικοί, παράξενοι χαρακτήρες που κυκλοφορούν στις σελίδες του, νοτίζοντάς τες με διαψευσμένο ερωτικό άλλοθι. Η συνάντηση των ηρώων του βιβλίου με τη ζωή που ονειρεύονται δημιουργεί μια δεύτερη κρούστα ανάγνωσης μέσα στην πρώτη , που φαινομενικά είναι απλή, λιτή και σχεδόν αφελής. Κάτω απ’ αυτή την κρούστα όμως, και σε αυτό το θαμμένο εσωτερικό τοπίο, λιμνάζουν οι εις εαυτόν δαίμονες. Ηττημένοι, αλλά νικητές. Ανήσυχοι, αλλά ευγνώμονες. Διασυρμένοι. Πρόστυχοι, εκστατικοί, ειλικρινά θλιμμένοι.
Αυτό το επίπεδο της αντιστροφής στήνει τον μύθο απ’ την αρχή, προσδίδοντας του αίγλη και αξιοπρέπεια. Είναι σαν να παίρνεις τον θάνατο απ’ το χέρι και να τον βαφτίζεις ξανά στην κολυμπήθρα της ζωής. Υπό τους ήχους της τζαζ. Η σχεδόν «Νικολαΐδική» τους προέλευση, τους αναγκάζει να είναι υπερόπτες, αλλά συγχρόνως ταπεινοί, σίγουροι μέσα στην ανασφάλεια που τους τυλίγει. Θέλουν να οδηγούν παλιά αυτοκίνητα, Πλίμουθ του 49, Φόρντ Μέρκιουρι και Μπιούικ του 58, Θάντερμπερντ του 65, μαύρες, τετράπορτες Κάντιλακ σεντάν και να ταξιδεύουν νύχτα από το Λος Άντζελες προς το Φοίνιξ, ξερνώντας στο άδειο διπλανό κάθισμα. Θέλουν να ανάβουν τα τσιγάρα τους με αναπτήρες Ρόνσον με αποτυπωμένα σαξόφωνα, να πίνουν κοκτέηλ και να αναρωτιούνται για τις παρέες που χάθηκαν, ακολουθώντας γουρούνια στον άνεμο. Είναι οι ίδιοι τύποι που θα τους δεις κάθε πρωί, σε όλες τις γειτονιές του κόσμου, να γυαλίζουν τα πηρούνια της μηχανής τους, να παίζουν ακόμα φλίπερ και φυσαρμόνικα, να φορούν ασημένια ρολόγια με μπρασελέ, μάρκας Sultana – 21 ρουμπίνια και να ακούνε Glenn Miller. Να μπαίνουν στα σούπερ μάρκετ, να κλειδώνουν τις πόρτες και να αναγκάζουν τους πελάτες τους να ακούσουν Καβάφη, Καββαδία και Καρυωτάκη. Για να τους ληστέψουν τις καρδιές. Κυρίως, είναι οι τύποι που θα τους δεις να γράφουν στους τοίχους τα ξημερώματα τη φράση «Σημασία έχει να αγαπάς». Γιατί αυτό έχει σημασία γι' αυτούς.
Δεν θα αναφερθώ ειδικά στην ποιητική του βιβλίου. Απεχθάνομαι ούτως ή άλλως τις κριτικές αποτιμήσεις ή θεωρήσεις. Θέλω μόνο να σημειώσω μια ακόμη σκέψη μου: ότι το περιεχόμενο αποκτά πάντα νόημα και μορφή, μέσω της στάσης, χρησιμοποιώντας ως μέσον τη γλώσσα. Και η γλώσσα, δεν μπορεί να υπάρξει ως άλλη, παρά μόνον ως αμφισβήτηση μιας σειράς πραγμάτων που μας έχουν εκχωρηθεί και θεωρούνται δεδομένα. Η πράξη του έρωτα, με την έννοια της αδιαπραγμάτευτης αγάπης, αποτελεί και θεμελιώνει την ουσιωδέστερη επανάσταση στην ιστορία του κόσμου. Άλλωστε, έρωτας και επανάσταση αρχίζουν από το ίδιο έψιλον. Αυτό με το οποίο αρχίζουν και οι εκστατικοί ήρωες που διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου, ελπίζοντας να συναντήσουν σε κάποιο μπαρ, στη μέση του δρόμου, τον Κέρουακ ή τον Μπουκόφσκι και να τον κεράσουν ένα σφηνάκι. Εν τω μεταξύ αγαπούν, γιατί δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν.
Τελειώνω με μια φράση του Γιώργου Κακουλίδη: «Να είσαι γρήγορος γιατί έχεις μια ομορφιά να χαλάσεις» και περιγράφει μια σκηνή σε μια αίθουσα δικαστηρίου, όπου ο πρόεδρος τον κοιτάζει λοξά ενώ εκείνος ζωγραφίζει ένα άλογο με καλοσχηματισμένα πλευρά και δυνατή ράχη, φτάνοντας γρήγορα στον λαιμό, «γιατί έχει μια ομορφιά να χαλάσει». Αν ανατρέξω στον Roland Barthes και στον όρο που δίνει στο βιβλίο του Ο βαθμός μηδέν της γραφής για την ίδια την γραφή, θα θυμηθώ πολύ καλά αυτό που ισχυριζόταν: ότι «η λειτουργία της δεν αποβλέπει μόνο στο να κοινοποιεί ή να εκφράζει αλλά και στο να επιβάλλει κάτι πέρα από την γλώσσα που είναι ταυτόχρονα ιστορία, αλλά και η θέση που παίρνει κανείς σε αυτή». Ως συνηγορία για αυτή την σκέψη, προτείνω την διαυγέστατη εικόνα του τελευταίου κειμένου της συλλογής με τον τίτλο «Ήσουν εκεί».
Ήταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου