8.3.14

Tα φώτα στο βάθος στο Λοκομοτίβα

Κατερίνα Μάτσα | Λοκομοτίβα,
28 Φεβρουαρίου 2014 »»

Πλήθος κόσμου ήταν στο Λοκομοτίβα την Παρασκευή 28 Φλεβάρη στην παρουσίαση του βιβλίου της Niemands Rose Tα φώτα στο βάθος, Aπόπειρα. Tην παρουσίαση έκανε η Kατερίνα Mάτσα και ακολούθησε συζήτηση με τη συγγραφέα.

Πρόκειται για μια συλλογή 38 διηγημάτων που μιλούν, με το δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο για «αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή», όπως θα έλεγε ο συγγραφέας Ρόμπερ Βάλζερ, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μέχρι το θάνατό του, στο ψυχιατρείο.

Η συγγραφέας της συλλογής διάλεξε ως διαδικτυακή ταυτότητα και στη συνέχεια ως ψευδώνυμο το στίχο του Εβραίου ποιητή Πάουλ Τσελάν «Του κανενός το ρόδο».

«Δεν ανήκω σε κανένα πολιτικό χώρο. Έχω, όμως, ταξική συνείδηση. Είμαι κόρη εργάτη, βίωσα την ανεργία του πατέρα μου στη δεκαετία ΄90, διαμόρφωσα ως έφηβη συνείδηση μέσα από τις καταλήψεις και το μαθητικό κίνημα της ίδιας περιόδου. Αυτά τα πράγματα με καθόρισαν» λέει σε μια συνέντευξή της («Δρόμος της αριστεράς» 28/12/2013).
Έχοντας λοιπόν ταξική συνείδηση διακηρύσσει θαρραλέα «Αλληλεγγύη μόνο σ’ αυτούς που μας βλέπουν από το ίδιο ύψος. Σ’ αυτούς που καταλαβαίνουν πως ο εργάτης δεν είναι κανενός περιουσία, ούτε του αφεντικού, ούτε του κόμματος». Στο διήγημα «Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό» προσδιορίζει με σαφήνεια το αξιακό της σύμπαν. «Αυτά είναι εμένα τα ιερά και τα όσια. Οι δάσκαλοί μου, οι φίλοι μου, οι άντρες που ερωτεύτηκα, οι άνθρωποί μου, οι μνήμες μου. Και η ποίηση. Που δεν τη βρίσκω μόνο στα βιβλία. Που την αναζητώ στα πρόσωπα και τα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο».

Κεντρικό πρόσωπο σ’ όλα τα διηγήματα είναι ο άνθρωπος με τα πάθη του. Ο μοναχικός, ο τρυφερός, ο δυστυχισμένος, ο τρελός, ο ηλικιωμένος, ο καθημερινός άνθρωπος στη σχέση με τη φύση και την ιστορία, ο άνθρωπος Αντίφαση.

«Η αντίφαση στους ανθρώπους και η ανατροπή στη ζωή είναι κάτι που αναγνωρίζεις», λέει η ίδια.

Βάζοντας βαθειά το μαχαίρι της κριτικής στη σάρκα της σημερινής κοινωνίας, που βρίσκεται σε βαθειά κρίση, αποκαλύπτει τον πόθο, τη λαχτάρα της για ένα πιο δίκαιο κόσμο, έναν κόκκινο κόσμο. «Το κόκκινο χώμα. Αυτό το χώμα είναι μόνο δικό μας ποιητή. Ο κόσμος και ο έρωτας, που ’ναι κόκκινος κι αυτός. Δικός μας. Δικός μας και του κόσμου όλου». Ο κόσμος, ο έρωτας, το χώμα, ο ποιητής, όλα είναι κόκκινα και όλα ανήκουν σε όλο τον κόσμο, το όραμα της παγκόσμιας κοινοκτημοσύνης του ελευθεριακού κομμουνισμού.

Με καυστικό τρόπο στοχάζεται πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Ποια είναι η φύση του ανθρώπου, ποιος λογίζεται φίλος; «Κι έμαθα πως το ζόρικο δεν είναι δάσκαλε να πάρεις το ρίσκο ν’ αρπάξεις το φίλο από το γιακά και να τον ταρακουνήσεις πριν πέσει στο γκρεμό. Το δύσκολο είναι, δάσκαλε, να πεις τί είναι γκρεμός και τί δεν είναι». Η αδυναμία επικοινωνίας, οι αταίριαστες σχέσεις, η πικρή ζωή, η παιδοκτονία, η αυτοκτονία της μητέρας γίνονται κομμάτια ενός puzzle, της φυλακής της καθημερινής δυστυχίας της γυναίκας και μητέρας που κάποια στιγμή υπερβαίνει τα όρια της απελπισίας, και της λογικής και πέφτει στο κενό. Τα ψυχικά τραύματα, η ψύχωση, τα ψυχοφάρμακα, οι φωτισμένες βιτρίνες, οι σειρήνες του περιπολικού, η αντίσταση της «τρελής», που πήγε να κλέψει λίγη από τη λάμψη της βιτρίνας, βάζοντας στη μεγάλη τσάντα της τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, «αφού χωρούσαν».

«Σπαρταρούσε σαν το ψάρι. Αλλά δεν ήταν ψάρι. Τύχαινε αν είναι άνθρωπος. Γύρω στα εξήντα. Οι χειροπέδες. Σαν το λουκέτο στο μαγαζί του μπαμπά. Η Ιρλανδία γιόρταζε το οικονομικό θαύμα. Και επί γης Irène («και επί γης ειρήνη»). Η Irène, η τρελή στην Ιρλανδία, που γιορτάζει το οικονομικό θαύμα. Και πίσω απ’ αυτό η οικονομική χρεοκοπία του πατέρα της Irène που σφράγισε τα παιδικά της χρόνια, το λουκέτο στο μαγαζί του, που μας προσγειώνει στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και των αναρίθμητων λουκέτων. Πόσες Irène, άραγε, θα κυκλοφορούν στους δρόμους του μέλλοντος;

Ο άνθρωπος, έλεγε η Glady Swain, έχει το προνόμιο της τρέλας. Είναι η αντεστραμμένη εικόνα του εαυτού σου στον καθρέφτη, η εικόνα που πρέπει να σέβεσαι.

Ο ψυχασθενής περπατά κοιτώντας διαρκώς κάτω, χωρίς να μιλά. Και εκείνη, η νορμάλ, υπόσχεται σεβαστικά να κοιτά κι αυτή καμιά φορά το χώμα, «παρόλη τη βιασύνη, παρόλες τις καβάντζες. Και τότε να με ρωτώ τι ώρα είναι» («Στο δρόμο»).

Ποιος καθορίζει άραγε τα όρια ανάμεσα στο νορμάλ με τις καβάντζες και το μη νορμάλ της ψυχικής αρρώστιας; Τί κάνει τους ανθρώπους να βάζουν απέναντι και να κοροϊδεύουν τον αυτιστικό; Ο Γερμανός αυτιστικός και η Μαρίτσα, που η μάνα της την πήγαινε στη Μεγαλόχαρη συναντιούνται στο ίδιο πλοίο της γραμμής, «χωρίς να βλέπουν ο ένας τον άλλο, έβλεπαν όμως και οι δυο, την ίδια στιγμή, τα χρώματα του δειλινού και δεν ακουγόταν παρά μόνο ο αχός της θάλασσας και το κρώξιμο του γλάρου» («Αυτός, αυτή, αυτισμός»).

Με χιούμορ, άλλοτε τρυφερό και άλλοτε καυστικό, μιλά για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το χρόνο. Η υπέργηρη γιαγιά πεθαίνει στα 103, τα εγγόνια της τη θάβουν και γυρνώντας από τα νεκροταφείο ανακαλύπτουν ρολόγια μέσα στις γλάστρες της γιαγιάς. Η έρημη άκουσε τους γείτονές της που της έλεγαν «κρύβε λόγια» και κατάλαβε «κρύβε ρολόγια». Να υπονοεί, άραγε, η συγγραφέας τη δυνατότητα μιας ζωής, με το χρόνο όχι δυνάστη αλλά σαν τα λουλούδια στις γλάστρες, που ευφραίνουν τις ψυχές; («Το μυστικό της μακροζωΐας»).

Θριαμβευτικά, σχεδόν, περιγράφει το σπάσιμο των αλυσίδων της κοινωνικής συμβατικότητας. Η παντρεμένη νοσοκόμα που ερωτεύεται τον φυλακισμένο μαύρο, στον οποίο κάνει τις ενέσεις για τον σακχαρώδη διαβήτη επιλέγει να σπάσει τα δεσμά του συμβατικού γάμου της, να πάει και εκείνη στη φυλακή και μετά να πετάξουν μαζί, ελεύθεροι πια, η Μπεθ και ο Μπεμ για το Λάγος της Νιγηρίας («Είναι τα φιλιά σαν φυλακή»).

Και μετά μια άλλη φυλακή, η φυλακή του Διαδικτύου, προσομοίωση μιας πραγματικής ζωής, δημιουργεί υποκατάστατα σχέσεων, που επιχειρούν να γεμίσουν το κενό μιας μοναχικής και δυστυχισμένης ύπαρξης, της όμορφης, νυμφομανούς Ζορζέτ, τραγουδίστριας τον παλιό καιρό σε μπουζουξίδικο, που κατέληξε 108 κιλά και κλείστηκε στο σπίτι της, μόνη με το Διαδίκτυο και τους διαδικτυακούς της έρωτες («Έρωτας στο Διαδίκτυο»).

Με δέος στέκεται μπροστά στον χωρίς όρια ανθρώπινο πόνο, στην προσευχή του καρκινοπαθούς που ελπίζει στο θαύμα. «Και τότε σ’ αυτό που εσύ επισκέπτεσαι σαν έκθεμα, το μοναστήρι των ταξιαρχών, θα δεις έναν συνομήλικό σου άντρα, χωρίς μαλλιά, χωρίς φρύδια, ντυμένο κάζουαλ, έναν κανονικό άνθρωπο, έναν κανονικό καρκινοπαθή, με σφιχτά σφαλισμένα τα μάτια, γονυπετή, με σφιγμένο στα χέρια ένα τόσο δα βιβλιαράκι με προσευχές, ψαλμούς, ούτε πως τα λένε δε θα ξέρεις, να ψιθυρίζει με ακουμπισμένο στην εικόνα το κεφάλι που θέρισαν οι χημειοθεραπείες, να ψιθυρίζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του προσευχές. Και θα βγεις τρεκλίζοντας με την εικόνα του ικέτη στα μάτια σου μπροστά» («Αδιάκοπα»).

Συγκλονιστική η εικόνα συναγωνίζεται σε δύναμη την άλλη, επίσης συγκλονιστική, απεικόνιση της ζωής και του θανάτου, σε μια σύνθεση, μέσα στην καθημερινότητα, με την Ιστορία να βγάζει και εδώ τη γλώσσα. Τον πίνακα συνθέτουν ζωντανοί και νεκροί, ο ιατροδικαστής, η ομάδα των φοιτητών με τις άσπρες μπλούζες, το πτώμα της νεκρής κοπέλας και το ιστορικό περίγραμμα, το πραξικόπημα. Η κοπέλα «είχε πολλή ομορφιά μέσα της». Μήπως βρισκόταν εκεί γιατί αγωνίστηκε ενάντια στο πραξικόπημα και την σκότωσαν; Υπαινικτικός ο λόγος της. «Ο τραυματιοφορέας, όσο γινόταν το μάθημα, πείνασε. Έβγαλε το σάντουϊτς. Έπεσαν ψίχουλα πάνω στο άψυχο σώμα. Από το ανοιχτό παράθυρο όρμησε ένα σπουργιτάκι. Η ομορφιά που είχε μέσα της άρχισε να χύνεται στα φθαρμένα μωσαϊκά του νεκροτομείου. Αλλά όλοι κυνηγούσαν αλλόφρονες να διώξουν το σπουργίτι» («Κυνήγι»).

Και ύστερα, ο απολογισμός μιας άχαρης, ανούσιας, απολίτικης μικροαστικής ζωής. «Γέρασε χωρίς τις πλατείες των πολιτικών συνειδήσεων». Έμμεση αναφορά στις πλατείες των αγανακτισμένων ή μήπως προσδοκία για τις πλατείες των εξεγερμένων;

Τώρα πια η κρίση έριξε τις μάσκες και έδειξε το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων εκείνων «που η αγορά ήταν η εκδρομή τους. Και τώρα τελείωσε το ρευστό, οι πιστώσεις, τα αποθέματα, η απολιτίκ πορεία με ορόσημο σταθμό διορισμένες κυβερνήσεις, η εξάντληση της συμμετοχής στα κοινά από τα πουφ των σόσιαλ μίντια, τα greeklish και τα ακρωνύμια της παγκόσμιας αργκό στο διαδικτυακό μας παρόν, OMG, τα πολυμορφικά αυτοκίνητα στο επαρχιακό τοπίο, που έμοιαζε φολκλόρ στο βλέμμα ενός ξένου. Το βλέμμα μας» («Κυριακές γκράν γκινιόλ»).

Ανατριχιαστικά ρεαλιστική η περιγραφή των αλλοτριωμένων μικροαστών, των «ζόμπι της μη ζωής», που η κρίση αποκάλυψε τη γύμνια τους.

Με σπαραγμό αναφέρεται στη δολοφονία, την «κατά λάθος» εκτέλεση του νεαρού και ταλαντούχου βραζιλιάνου στο μετρό του Λονδίνου, το 2005, στην κορύφωση της τρομοϋστερίας. Με ταξική περηφάνια ταυτίζεται με τους φτωχούς γονείς του που πετούν στα μούτρα των ιμπεριαλιστών την «επανόρθωση του λάθους τους», που γι αυτούς δε θα μπορούσε να είναι παρά μόνο χρηματική αποζημίωση. «Ο πλούτος στη Βραζιλία λογαριάζεται αλλιώς, μαλάκες» («Το λάθος»).

Η περηφάνεια των καταπιεσμένων βγάζει περιφρονητικά τη γλώσσα στους καταπιεστές και δολοφόνους τους. Ένα μάθημα αξιοπρέπειας, στο οποίο οφείλουμε να υποκλιθούμε.

Κοσμοπολίτισσα η συγγραφέας μιλά με πίκρα για την καταπίεση της ελληνίδας γυναίκας μέσα «στους 4 τοίχους με τα σεμεδάκια» («Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο»). Έχει επισκεφθεί, έχει γνωρίσει άλλους τόπους με τη γυναίκα χειραφετημένη, να χαίρεται τη ζωής της. Και όμως, αυτή η γυναίκα, που θυσιάζεται για όλους τους άλλους, που κάποιοι την είπαν Μαίρη Παναγιωταρά, έχει τη δύναμη να ανακαλύψει την αξία της ζωής μετά τη μαστεκτομή και να νοιώθει «πολύ τυχερή, παρόλαυτά».

Ξεχύνονται από μέσα της ποτάμια τρυφερότητας για τους ανήμπορούς, τους μοναχικούς ηλικιωμένους. «Από τον ορό του γέροντα στο νοσοκομείο, που δεν περιμένει επισκεπτήριο τρέχει στάλα - στάλα η μοναξιά». Αλλά και προς τα ζώα είναι τρυφερή «για να μπορώ να χαϊδεύω τις αδέσποτες γάτες χωρίς να φοβάμαι το τοξόπλασμα» («Αγάπη, ρέ»).

Μιλά επίσης με νοσταλγία για τις Κυριακές της αθωότητας, τις Κυριακές τις παλιάς εποχής, με τους χορούς, το γιορτινό τραπέζι, την κοινή συμμετοχή, τη συλλογικότητα, που σε κάνει άνθρωπο και σου δίνει τη δύναμη να αντέχεις τα δύσκολα.

Την ποίηση αναζητά η συγγραφέας «στα πρόσωπα και τα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο», όπως λέει. Και τη βρίσκει σε ένα δώρο, φαινομενικά άχρηστο, αφού φτάνει σπασμένο στον προορισμό του, σύμβολο όμως της τελευταίας ελπίδας μιας μάνας.

Ο γιατρός, που νοσήλευε το παιδί με τον αυτοκτονικό ιδεασμό, είναι τώρα σύμβουλος σε Υπουργείο. Η μάνα του παιδιού του στέλνει κάθε χρόνο δώρα γυαλικά που σπάζουν μέχρι να φτάσουν στα χέρια του από το ταχυδρομείο. Τα παραλαμβάνει η γραμματέας του, που δεν την αποκαλεί καν με το όνομά της. Εκείνος άψυχος άνθρωπος τα πετά ενοχλημένος στα σκουπίδια. Κάποτε όμως καταλαβαίνει ότι αυτή η μάνα μ’ αυτό τον τρόπο του στέλνει μήνυμα ότι το παιδί της είναι εύθραυστο και θα μπορούσε, αν εκείνος δεν το πρόσεχε να γίνει θρύψαλα. «Όταν το κατάλαβε έπιασε τα σπασμένα γυαλιά με τα χέρια του και μάτωσε. Τότε γινόταν άνθρωπος. Γέμιζε ψυχή» («Τα δώρα που σπάνε»).

Η μαύρη σημαία της κατάληψης και το μωβ του ουρανού και του αίματος, είναι διαχρονικά σύμβολα της εξεγερσιακής παρουσίας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, που αποζητά όμως και μια άλλη, πιο αρμονική, σχέση με τη φύση. «Αλλά να μυρίζει θυμάρι» («Χρώματα και αρώματα»).

Αλλού, η εξεγερσιακή δράση παίρνει μορφή χάπενινγκ, όπως εκεί που 70 άτομα ορμούν σε μια παραλία και κολλούν στο στόμα των λουόμενων μονωτικές ταινίες. «Ενός λεπτού συναισθήματος σιγή. Η σιωπή υποκλίνεται στην ομορφιά του κόσμου» («Ενός λεπτού σιγή»).

Αλλού, πάλι, οι νεαροί αντιεξουσιαστές απαλλοτριώνουν από τα ράφια του supermarket τα τρόφιμα που  τα μοιράζουν στον κόσμο και τελικά γεύεται ακόμα και ο συντηρητικός και φοβισμένος κυρ Μενέλαος. Η οικονομική κρίση έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα των γενεών, κάνοντας ακούσια συμμέτοχους σε μια ανατρεπτική πράξη ακόμα και τους παππούδες («Ρομπέν των αγορών»).

Το νυστέρι της κριτικής μπαίνει βαθειά στο σώμα της σημερινής κοινωνίας, που καταρρέει και καταθλίβεται. "Και λες οι οικονομικοί δείχτες κάποτε θα ευπρεπιστούν, αλλά ο κουρνιαχτός από τη σύνθλιψη και την κατάθλιψη θα έχει επικαθίσει στις αυλές και στις καρδιές μας" («Μπέλ Επόκ της Κυριακής»).

Και το πιο απεχθές προϊόν της σήψης του συστήματος, η Χ.Α., που οι φουσκωτοί τους σκοτώνουν κατά παραγγελία της συζύγου τον άπιστο, πρωταθλητή σύζυγο, αφού του φορέσουν στο κεφάλι μια πλαστική σακούλα. «Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο μας παρέδωσαν τα υπάρχοντά του σε μια άλλη πλαστική σακούλα» («Πλαστική σακούλα»).

Και στον αντίποδα η κοινωνική εξέγερση των απόκληρων. Με μια εκπληκτική παραβολή αναφέρεται στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, τη στάση των καθωσπρέπει, των μίντια, των αρχών, αλλά και των διανοούμενων του συστήματος, για την ήσυχη πόλη, το Τάφερε, με τους πλούσιους που ζούσαν ψηλά και τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους, τις χαμηλοκώλες, τους άπορους, τους άστεγους, τους άτυχους, τους μετανάστες, τα πρεζόνια, τις πόρνες, τους πολύτεκνους και τους καταληψίες ενός ραμολιμέντου κτιρίου, που ζούσαν όλοι αυτοί στα χαμηλά.

Και τότε, εκείνα τα Χριστούγεννα, που η Εκκλησία με τις Φιρανθρωπίνες της έκανε τον φιλανθρωπικό της αγώνα για τους αθλίους του Τάφερε έγινε «της κολάσεως». «Πήραν να ξεχύνονται στους δρόμους μέσα από τις παράγκες, τα χαμόσπιτα και την κατάληψη λαοί με χίλια χρώματα, άλλοι κίτρινοι από ίκτερο και ηπατίτιδα, άλλοι μπλε από το κρύο και τις μπουνιές, άλλοι κόκκινοι από το μεθύσι, αρρωστημένα λιπόσαρκοι, αρρωστημένα παχείς, κουτσοί, ανάπηροι, με ρούχα παλιοκαιρισμένα και γιασεμιά στο πέτο. Στα δυό τους πόδια τα τυλιγμένα με κιρσούς – κισσούς, με πιτυρίδα και λίγδα στα μαλλιά, με ξύλα, καδρόνια, πέτρες και βαριοπούλες στα χέρια και με τα γιασεμιά… Κι έπειτα δίποδοι και τετράποδοι έκαναν το πιο ωραίο πλιάτσικο στην πόλη του Τάφερε, λίγο πριν τα σώματα των νόμιμων οπλοφόρων πνίξουν στο αίμα την παραγκούπολη». Και οι συγγραφείς; «Άνοιξε η γη και τους κατάπιε» (“Oh, Christmas free”). Σαφής αναφορά και ευθεία βολή στους διανοούμενους που υπηρετούν πιστά την κυρίαρχη εξουσία, τηρώντας τη σιωπή των αμνών.

Η συγγραφέας διεκδικεί με όλες τις αισθήσεις της και με το στοχασμό της, «με λογισμό και μ’ όνειρο» τη Ζωή και το μέλλον. Και καταγράφει διαλεκτικά το όλον σα μια στιγμή, μια στιγμή ομορφιάς του κόσμου. «Όλα μαζί λογαριάζονται ως τη μία, ενιαία και αδιαίρετη ομορφιά του κόσμου». Κόντρα στη θέληση αυτών που με λόγια γεμάτα μίσος κηρύττουν τον πόλεμο, το ρατσιστικό, τον ιμπεριαλιστικό, τον φονικό πόλεμο.

Αλλά τα φώτα εκεί στο βάθος του ορίζοντα υπάρχουν. Και πρέπει να φαίνονται. «Ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί πρέπει οπωσδήποτε να φαίνονται. Γιατί πρέπει το παιδί μου να τα βλέπει. Και τα φωτάκια της Λιβύης και του κόσμου όλου. Για να ’ναι ο κόσμος, ο άνθρωπος και η Ιστορία ένα, ενιαίο και αδιαίρετο» («Τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα»).

Το όραμα της συναδέλφωσης όλων των λαών, το όραμα της πανανθρώπινης ευτυχίας, χωρίς τους πολέμους και τους ταξικούς και γεωγραφικούς διαχωρισμούς, χωρίς το ρατσισμό και το μίσος, το φως της ελπίδας μπροστά στα μάτια τα δικά μας και των παιδιών μας, μπροστά στα μάτια ολόκληρου του κόσμου. Γιατί, όπως έλεγε ο Λ. Τρότσκι στην Διαθήκη του "η ζωή είναι όμορφη. Ας την καθαρίσουν οι αυριανές γενιές από κάθε ασκήμια, κάθε καταπίεση και βία και ας τη χαρούν στην πληρότητά της".

28/02/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: