Του Άκη Παπαντώνη | Εφημερίδα των Συντακτών,
26 Ιανουαρίου 2014 »»
«Υπάρχουν φορές που κι οι πιο δειλοί γίνονται θαρραλέοι. Υπάρχουν φορές που ούτε το θάρρος αρκεί. Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν. [...] Απλώς για να μη βασανίζονται και να μη βασανίζουν». (σ. 11).
Σε διαδικτυακή συνέντευξή του ο Ρωμανός Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης (Σκλ.-Π.) αναφέρει πως «η Θεσσαλονίκη έπρεπε να καταστραφεί, γιατί θέλησα να καταστραφεί». Όσο κι αν δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον αναγνώστη ενός λογοτεχνικού έργου η περσόνα του συγγραφέα του (τι κι αν π.χ. ο Κάρβερ είχε προβλήματα με το αλκοόλ ή ο Ουελμπέκ είναι τόσο λούμπεν όσο οι ήρωές του;), μια τέτοια προγραμματική δήλωση από κάποιον γεννημένο το 1991 είναι, αν μη τι άλλο, θετική ένδειξη.
Η αφήγηση του «Τ.» χτίζεται πάνω σ’ ένα δυστοπικό, μελλοντολογικό υπόβαθρο. Η Θεσσαλονίκη καταστρέφεται ολοσχερώς το 2020. Ακολουθεί η μανιώδης ανοικοδόμησή της η οποία προσελκύει εξίσου εκατομμυριούχους στους πολυτελείς ουρανοξύστες της παραλίας και συμμορίες που μετατρέπουν τα στενά σε terra pericolosa. O Σκλ.-Π. βάζει στο ίδιο κάδρο διανοούμενους, μουσικούς, μοντέλα και μόδιστρους, αποσυνάγωγους, εγκληματίες, οργισμένους νέους και ανθρώπους με ξεθυμασμένες ζωές. Κατά συνέπεια, εν έτει 2055 η Θεσσαλονίκη αποκαλείται «Τ.» και είναι μια πολυπολιτισμική μητρόπολη που συστεγάζει καλούς και κακούς, φτωχούς και πλούσιους, «ρηχούς» και «βαθείς» ήρωες — το Λος Αντζελες των Βαλκανίων.
Στη δισδιάστατη ανάπτυξή του, το «Τ.» είναι η ερωτική ιστορία του Σεντάρη (35άρη συγγραφέα από τη Θεσσαλονίκη) και της Αγκυ (20άρα, τοπ μόντελ από το Λος Αντζελες). Είναι ένα παραμύθι (σχεδόν) με happy end, μια μικρή νίκη του ανθρώπου επί των τσιμεντένιων, άτεγκτων κατασκευασμάτων του. Στην τρισδιάστατη ανάπτυξή του όμως, το βιβλίο επιχειρεί κάτι πολύ περισσότερο φιλόδοξο. Επιχειρεί να καταγράψει με ακρίβεια τον σφυγμό της σύγχρονης ζωής στα αστικά κέντρα, εκεί που οι ετερόκλιτες γειτονείες κοχλάζουν αντιπαλότητα εκ των έσω, εκεί που ο καθένας προσπαθεί με τα δικά του μέσα (έννομα ή μη, βίαια ή μη) να υψώσει το κεφάλι του πάνω από τον τελευταίο όροφο του ψηλότερου ουρανοξύστη και ν’ ανασάνει. Να σημειωθεί πως το τοπίο των μητροπόλεων είναι δάνειο μοτίβο από το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα («Διαβάτες στην πόλη», εκδ. Απόπειρα, 2011).
Τι καταφέρνει επαρκώς και τι όχι ο Σκλ.-Π. εδώ; Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, βλέπουμε μια γλώσσα φρέσκια, στακάτη, διαφορετική όσο θα άρμοζε σε ήρωες που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα (αφού ζουν στο 2055)— μάλιστα οι όποιοι «αγγλικανισμοί» και εκφραστικές υπεραπλουστεύσεις (υποπτευόμαστε) είναι συγγραφικές επιλογές και όχι αβλεψείες. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος, η αφήγηση εστιάζει κυρίως στη γραμμική εξιστόρηση της σχέσης Σεντάρη-Αγκυ και αυτό είναι εις βάρος του πιο ενδιαφέροντα (κατά την παρούσα ανάγνωση) πυρήνα του βιβλίου: της διαρκώς ετεροκαθοριζόμενης σχέσης του ανθρώπου με το σύγχρονο αστικό περιβάλλον, της μάχης με το προσωπικό τραύμα της μοναξιάς. Αν ο Σκλ.-Π. εδώ προφητεύει επιτυχώς το μέλλον μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη κι ύστερα το ιχνογραφεί, στο επόμενο βιβλίο του ελπίζουμε να προχωρήσει στη χειρουργική ανατομία της προφητείας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου