Γράφει ο Δημήτρης Γκιούλος | Postin.gr,
Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013 »»
Με τη Νίμαντζ γνωριζόμαστε πολύ καιρό. Αυστηρά διαδικτυακά. Το Σάββατο φτάνει στην Πάτρα να παρουσιάσει το βιβλίο της (θα μιλήσει και η αφεντομουτσουνάρα μου για αυτό) και θα γνωριστούμε κι από κοντά. Πριν από αυτό κάναμε αυτή τη διαδικτυακή κουβέντα, βγήκαν μαχαίρια που κόψαν τα τσιγάρα πριν τα ανάψουμε και στο τέλος καταλήξαμε μονιασμένοι να περιμένουμε το Σάββατο. Αν δεν καταστραφεί ο κόσμος, αν το επιτρέψει η πιο δύσκολη Εθνική του κόσμου (Πατρών-Αθηνών).
Πως προέκυψε το Niemands Rose και γιατί να κυκλοφορήσεις ένα βιβλίο με ψευδώνυμο το 2013;
To Niemands Rose το διάλεξα ως διαδικτυακή μου ταυτότητα το 2007, όταν δηλαδή ξεκίνησα να γράφω σε μπλογκ. Από τότε μέχρι σήμερα χρησιμοποιώ αυτό το όνομα σε κάθε μου δραστηριότητα στα σόσιαλ μήντια αλλά και στα ΜΜΕ, όποτε αρθρογραφώ. Σημαίνει «του κανενός το ρόδο» και είναι στίχος του γερμανοεβραίου ποιητή Παούλ Τσελάν, που έζησε το Ολοκαύτωμα. Νομίζω ξενίζει το ψευδώνυμό μου επειδή είναι ξενόγλωσσο. Αν συστηνόμουν σαν Μαρία Χούρσουγλου, δε θα με έμπαινε κανείς στον κόπο να με ρωτήσει καν αν πρόκειται για το πραγματικό μου όνομα. Αυτό το 2013 όμως για καλό μου το λες; Γιατί εδώ πέρα νιώθω πως κινούμαστε μεταξύ Ιράν, Ουγκάντας και Βαϊμάρης. Προχτές είχαμε νεοναζιστική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, πριν μερικές μέρες απειλούσε ο Πειραιώς με αφορισμούς και χτες πέθανε 13 χρονών παιδί από αναθυμιάσεις γιατί ζεσταινόταν με μαγκάλι στο υπέροχο 2013 μ.Χ. Γι’ αυτό σου λέω, σε λίγο θα κυκλοφορούμε με κωδικά ονόματα, όπως στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου...
Για όσους δε γνωρίζουν είσαι και χρόνια blogger. Η ανωνυμία στο διαδίκτυο που βοηθάει και που γίνεται βαρίδι; Αυτοί που ασκούν κριτική λένε (και όχι άδικα) πως έχει χυθεί ανθρώπινο αίμα για να μπορούμε να λέμε ελεύθερα την άποψή μας και όσoι επιλέγουν την ανωνυμία είναι σα να το καταστρατηγούν αυτό;
Να κάνουμε μια διάκριση ψευδωνυμίας και ανωνυμίας, αρχικά. Η ψευδωνυμία αποτελεί κάποιου είδους ταυτότητα, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από μία συνεχή παρουσία με πρωτογενή λόγο ο οποίος με τη σειρά του προκαλεί έκθεση – αν όχι υπερέκθεση – και με αποκάλυψη του προσώπου σου. Τότε μιλάμε για μια υποτυπώδη, σχεδόν προσχηματική χρήση ψευδωνύμου. Αλλά και πλήρως άγνωστη να παραμένει η ταυτότητα εκείνου που γράφει, δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα. Είναι εξαιρετικά διαδομένη η χρήση λογοτεχνικού ψευδώνυμου και δεν αξίζει, νομίζω, να το συζητάμε. Η ψευδωνυμία, όπως καθετί, είναι μέσο. Το πώς θα το χρησιμοποιήσει κανείς εναπόκειται στην κρίση του καθενός, εξαρτάται από την αισθητική του, τις θέσεις του κλπ. Εξ ορισμού λοιπόν δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή.
Θα έβγαζες βιβλίο με το κανονικό σου όνομα;
Ναι. Και είναι πολύ πιθανό το επόμενο, εφόσον ολοκληρωθεί και εγκριθεί για έκδοση, να δημοσιευτεί με το όνομά μου γιατί δεν το γράφω με την περσόνα Niemands Rose όπως «Τα φώτα στο βάθος». Εκτός και αν επινοήσω καινούργια περσόνα... Να αναφέρω πως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης εμφανίζονται με 38 διαφορετικές υπογραφές, ο Εμμανουήλ Ροΐδης με 33 και ο Κωστής Παλαμάς με 19; Για να μην πάω στην παγκόσμια λογοτεχνία...
Διαβάζοντας τη συλλογή διηγημάτων σου διανύουμε χιλιόμετρα στο χώρο αλλά και στο χρόνο. Μέσα από τα μάτια πολλών πρωταγωνιστών αλλά ουσιαστικά μέσα από τα δικά σου μάτια. Τι αλλαγές έφερε η κρίση σε κείνο το κορίτσι στην Κρήτη, ή στη νέα γυναίκα στην Αγγλία, ή στη μαμά στη Αθήνα;
Πολύ όμορφα το έθεσες. Οι αλλαγές που επήλθαν ίσως αντανακλώνται σε αυτό που γράφω τώρα, με έναν πιο συνολικό τρόπο. Όμως η πιο σπουδαία αλλαγή κινείται σε ένα δίπολο μεταξύ αυτοεκπλήρωσης, που προκύπτει από την μητρότητα και το γρἀψιμο κυρίως, και τρόμου μπροστά σε αυτό που διαφαίνεται με την άνοδο του ναζισμού.
Ουσιαστικά την αλλαγή (για μένα) της παραπάνω ερώτησης την εντοπίζω και στη ροή των ιστοριών... οι πρώτες είναι ρομαντικές, γυναικείες ίσως, σιγά σιγά πηγαίνοντας πιο πέρα σε καταλαμβάνει το σήμερα, γίνεσαι επικριτική απέναντι στο σήμερα, στο πολιτικό γίγνεσθαι και προς το τέλος οργισμένη, με μια πέτρα στο χέρι θαρρείς, έτοιμη να σπάσεις τη βιτρίνα της πραγματικότητας που πάμε να μας φορέσουν. Έχουν μπει συνειδητά έτσι στο βιβλίο ή κρύβεται κάτι άλλο;
Ρομαντικές δε θα τις έλεγα, καθόλου. Νιώθω πως ο Φοίβος Παναγιωτίδης, στην βιβλιοκριτική του στο Book Press το θέτει σε μια σωστή βάση λέγοντας «το ύφος της Niemands Rose δεν το διακρίνει καμία κλάψα ή ποιητίζουσα στωική μελαγχολία και τίποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της «γυναικείας γραφής»: είναι ύφος ρωμαλέο, πυκνό, χωρίς αποσιωπητικά και χωρίς κατάχρηση του δεύτερου προσώπου, με εναλλαγές στον τόνο αλλά και στην εστίαση, με άνοιγμα προς τα έξω, προς το ουσιωδώς πολιτικό». Σε ό,τι αφορά στη ροή των διηγημάτων, φρόντισα να υπάρχουν υπόρρητες ενότητες. Στα πρώτα 2/3 του βιβλίου ο αναγνώστης θα βρει μικρο-διηγήματα ενώ προς το τέλος υπάρχουν και κάποιες ιστορίες που προσιδιάζουν σε χρονογραφήματα.
Ας υποθέσουμε πως έχεις μια μαγική μπάλα, όπως έχουν κάποιοι από όσους γράφουν. Πώς θα έβλεπες το μέλλον;
Θα την κλωτσούσα ευχαρίστως αυτή τη μπάλα.
Το τέλος των ιστοριών κρύβει σχεδόν πάντα μια έκπληξη, μια ανατροπή. Εσύ τι εκπλήξεις μας επιφυλάσσεις το Σάββατο;
Η έκπληξη θα είναι να φτάσω σώα και αβλαβής διασχίζοντας οδικώς τις καρμανιόλες από Αθήνα για Πάτρα. Πικρή στο τέλος, αλλά για να μην ξεχνιόμαστε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου