γράφει ο Παναγιώτης Γαλανόπουλος.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν είναι συγγραφέας. Γιατί είναι κάτι παραπάνω. Δεν είναι ούτε ποιητής. Γιατί όταν του λέω ότι είναι ποιητής (γιʼ αυτό το κάτι παραπάνω), μου λέει, όχι είμαι συγγραφέας. Δεν είναι ούτε ζωγράφος. Και απʼ όσο ξέρω δεν είναι αγγειοπλάστης. Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μουσικός, γιατί τα βιβλία του θυμίζουν ροκ εν ρολλ δίσκους (από βινύλιο). Αλλά και αυτό κατά μία μόνο έννοια. Έκατσα λοιπόν και σκέφτηκα, όχι πολύ είναι η αλήθεια (αφού για να σκεφτεί κανείς πολύ πρέπει να είναι ψύχραιμος, αλλά άμα είναι ψύχραιμος καθαρίζει για πάρτη του και δεν χρειάζεται να σκεφτεί άλλο) και κατέληξα στο εξής αναπόφευκτο συμπέρασμα: ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι αέρας.
Εξηγούμαι: Στο Ροκ που παίζουν τα μάτια σου, ήταν αέρας του καλοκαιριού, που φύσαγε στις παραλίες της Νάξου, γεμάτος τραγούδια της Τζόπλιν. Ψάχνοντας να ανακατέψει της αγαπημένης του τα μαλιά, και ας τόξερε ότι είχε φύγει για πάντα. Αποκαμωμένη μετά από τόσα καλοκαίρια μαζί του ζεστά μουδιασμένοι να προσπαθούν, να διαβάσουν αυτό, που έγραφε στη γραμμή του ορίζοντα για μιά μόνο στιγμή γιατί την αμέσως επόμενη στιγμή σβηνόταν, ο καπνός των πλοίων που πέρναγαν μακρυά με το αγαπημένο του (και μας) τραγούδι των Πινκ Φλόυντ (...there is no pain you are receding/ a distant shipʼs smoke on the horizon..).
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν πιό νύχτα δεν γίνεται, ορμούσαν μέσα στης πόλης τα στενά αυτός και οι άλλοι που είναι, ουρλιάζοντας όπως του Γκίνσμπεργκ οι στροφές, όπως οι κιθάρες, οι φυσαρμόνικες και οι φωνές, των μπλούζμεν του Σικάγο (Junior Wells, Buddy Guy, Albert Collins, Otis Rush, Little Walter, Magic Sam, James Cotton, Lester Young, Snooky Pryor, Elmor James). Δεν ξέρω αν ήταν αυτός που τάκανε μπάχαλο στα έρημα πάρκα, ανακατεύοντας πεσμένα φύλλα δέντρων, με σκουπίδια και παληές εφημερίδες. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός, που ξήλωνε τις τέντες στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και έσπαγε των μαγαζιών τα τζάμια (η τζαμαρία της Απόπειρας που είχε βάλει στο μάτι κάποια εποχή, τη γλίτωσε γιατί υπερίσχυσε η αγάπη του για τον Σαράντη). Ξέρω όμως, ότι, αυτός ήταν που κοπάναγε μέσα στη νύχτα με κρότο δυνατά, για να ακουστεί απʼ όλους, τις πόρτες που άφησαν ανοιχτές όσοι έφυγαν ένα βράδυ ξαφνικά και χάθηκαν για πάντα. Γιατί ο έρωτας τους είχε κάνει κομμάτια (ο έρωτας για τα πάντα: all we ever wanted was everything – Bauhaus).
Σήμερα, με το Μετά, χωρίς καθόλου αύριο/ τώρα, ... εδώ που πιά/ είναι αργά, που στην άλλη άκρη της ζωής/ η ζωή/ σκουριάζει/ σαν σύρμα,... η γη/ κολλάει στα χέρια, ...στις καπνισμένες παλάμες.../ ένα βουνό όλο λέπια/..., με τον χρόνο σαν να γκρεμίζεται, με πίστη στους χωρισμούς/ ακράδαντα και τον ουρανό πεζοδρόμιο, τί αέρας είναι; Τί άλλο παρά ο αέρας που σηκώνεται πάνω από τη καμένη γή, γεμάτος αποκαίδια (ή όπως το έθεσε ο Μπόρχες ακριβώς στο Poema Conjetural: Hay viento y hay cenizas en el viento). Και οι άνθρωποι να πέφτουν σαν ανεμοδείχτες.
Λογικά εδώ, έτσι που μούρθαν (ή έτσι που τάφερα τέλος πάντων), θα μπορούσα εν είδει ευχής, όπως συνηθίζεται, να θύμιζα το τραγουδάκι του Σαββόπουλου Φύσα αγέρι φύσα αγέρι, να μας πάς στα πέρα μέρη και να έκλεινε ήσυχα και ωραία αυτό το κείμενο, χωρίς να ζαλίσω άλλο τον υποτιθέμενο, σύμφωνα με ένα αρκετά απίθανο ενδεχόμενο, αναγνώστη. Έτσι κι αλλοιώς ο Σταύρος, σίγουρα θάχει ακούσει και χειρότερα.
Αλλά όπως εξ αρχής μας είπε στο Μετά (ή όπως εξ αρχής το Μετά του είπε), ο θεός είναι νύχτα. Και του έχουμε πεί καληνύχτα. Και είμαστε πιά αρκετά ορφανοί και από πατέρα και από παιδί (που είναι ο θεός), για να μπορούμε να την βγάζουμε μόνο με ταξίδια. Γιʼ αυτό νοιώθω την ανάγκη, στο Σταύρο, που σίγουρα είναι ποιητής, που μπορεί να μην είναι αέρας αλλά σίγουρα είναι πατέρας (των κειμένων του και όχι μόνο), που σίγουρα είναι και παιδί (των κειμένων του και όχι μόνο) και σε καμμία περίπτωση αέρα-πατέρα, να απευθύνω και αυτή την παράκληση και ευχή: Να συνεχίσει να φυσάει το ίδιο δυνατά. Να συνεχίσει να γυρνάει μέσα του τη σελίδα του κόσμου (γύρισα / τη σελίδα του κόσμου/ μέσα μου/ έκανε ένα αργό θόρυβο/ σαν να γκρεμιζόταν/ ο χρόνος). Να συνεχίσει να γράφει αυτό που υποκαθιστά τον ουρανό. Μέχρι να γεμίσει μιά μέρα ο ουρανός με μαύρα σύννεφα πυκνά, να πιάσει δυνατή βροχή, να ξεπλυθούν οι δρόμοι, να γίνουν πάλι αστραφτεροί, όπως στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ των Roxy Music (βλ. «εξώφυλλο» του ροκ που παίζουν τα μάτια σου). Φτάνοντας έτσι Μετά το τέλος πάλι στην αρχή, με άλματα ανέμου/ προς το απροσδιόριστο εκεί/ που ονειρεύονται/ οι λύκοι. Για όσο ροκ αντέξουμε ακόμα. Και ας αναγγέλλεται σήμερα η αρμονία του τίποτε. Και ας τελείωσε ο καιρός... Γιατί ο κόσμος είναι ένα ζευγάρι παιδί. Και αρκεί αυτό και ας μη μας φτάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου