Μια ιστορία στη διαπασών
Νουβέλα
σσ. 127, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N 960-537-045-Χ,
Απόπειρα, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 2004
Πρώτη έκδοση, 2002)
Οι σκέψεις που γερνάνε γίνονται βιβλία. Τραγούδια, ταινίες. Η ελπίδα γίνεται θυμός. Οι μέρες, σίδερα. Ο έρωτας, δικαιολογία διαρκής. Πρόφαση η μουσική, θεμέλιο που πάνω της οικοδομείται η φθορά. Η παρακμή του χρόνου. Ιδανικό η απώλεια, ψηλό. Το ταξίδι ήταν ελκυστικό, αλλά σύντομο. Χωρίς προορισμό. Θέλω να προλάβω να καταγράψω την εποχή σου, πριν αυτή μας ξεπεράσει και καταλήξουμε στα αζήτητα. Θέλω να γεράσουμε μαζί, να αλλάξουμε μορφές, ουρλιάζοντας την αλφαβήτα της ζωής μες στο αυτί του θανάτου. Θέλω να γίνουμε άυλοι, εσώτεροι, ορφανοί. Έλα, παίξε. Δυο μέτρα ακόμα. Το ίδιο ακόρντο. Λα μινόρε. Έλα. Ό,τι δεν είναι πραγματικότητα είναι ροκ εντ ρολ. Ένα δύο, τέλος.
Λάκης Φουρουκλάς (στο eλόγος) γράφει >> . ________________________
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο, σε μια εποχή που κάτι κουστουμαρισμένα παιδιά απ' το Λίβερπουλ με μακριές φράντζες ταξίδευαν στον κόσμο με κίτρινα υποβρύχια, ζητώντας συνεχώς βοήθεια και ρώταγαν αν αγοράζεται η αγάπη. Δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο, μπήκε όμως οπουδήποτε αλλού χρειαζόταν. Σε μπαρ, σε πόλεις, σε στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Σε αίθουσες συναυλιών, κινηματογράφων, σε συντροφιές, σε δισκάδικα, σε προθήκες βιβλιοπωλείων. Ενίοτε και σε κάτι ατέλειωτες συζητήσεις που πιθανόν συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Σε κάτι πλατείες που πιθανόν συνεχίζουν να αντιστέκονται μέχρι σήμερα. Σε κάτι γυναίκες που πιθανόν συνεχίζουν να ερωτεύονται μέχρι σήμερα. Από τότε αντιστέκεται με λέξεις, συνεχίζει με μουσικές και ερωτεύεται με γυναίεκς, συζητώντας σε πλατείες και πιστεύοντας ότι δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Πιθανόν μέχρι σήμερα.
________________________
Έγραψαν για Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου
Συντονισμένοι στην τροχιά των Ξύλινων Σπαθιών, των U2, των Rolling Stones και δεκάδων άλλων ροκ γκρουπ, με τις διάσπαρτες εικόνες των δρόμων του Μοσχάτου και των αμμόλοφων της Νάξου να συνοδεύουν το ταξίδι μας, ακολουθούμε τις «ασκήσεις αναπνοής» του συγγραφέα, ο οποίος μας προειδοποιεί : «αυτό το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μόνο εσύ, λέξεις γι’ αυτό το εσύ…» Ένα βιβλίο κραυγή που ψηλαφεί το κενό και σπαράζει. Ουρλιάζει, μεταφέροντάς μας την ανάμνηση μιας σχέσης που γράφτηκε με την καύτρα του τσιγάρου. Ο Σταυρόπουλος γράφει και αισθάνεσαι ότι εκλύεται καπνός απ’ τις λέξεις. Σαν χύτρα που βράζει. Σαν ηλεκτρικό σόλο που είναι έτοιμο να σπάσει τον ενισχυτή. — Χάρις Ποντίδα, Τα Νέα
Ένα βιβλίο σαν δίσκος 33 στροφών που ακούγεται στη διαπασών. Θλιμμένα τραγούδια, εφηβικά όνειρα, σιωπές όσο να καπνίσεις ένα τσιγάρο, το τέλος μιας εποχής και μιας ερωτικής σχέσης. Ταινίες που είδαμε και ξανάδαμε, βιβλία που αγαπήσαμε, θραύσματα του παρελθόντος, σημειώσεις που κρατάς όταν θέλεις να ξορκίσεις έναν έρωτα… Ένα βιβλίο από εκείνα που μόνο κάποιοι ρομαντικοί επιμένουν να γράφουν στις μέρες μας. — Αγγελική Μπιρμπίλη, Men
Έρωτας και μουσική συνυπάρχουν εδώ αρμονικά, καθώς ο αφηγητής μας μεταδίδει με τρόπο άμεσο μερικούς απ ‘τους κραδασμούς της ύπαρξης του. Απλό και όμορφο, σαν αμαρτία. — Λάκης Φουρουκλάς, Λόγος
Η αλήθεια της ερωτικής σχέσης αποκρυπτογραφείται μοναδικά μέσα από στίχους που ξεφεύγουν, μπλέκονται με τους συνειρμούς του συγγραφέα, ανακατεύονται με βλέμματα και ταινίες, πριν παρουσιαστούν μπροστά στα μάτια μας σαν τελευταίος ύμνος σε αυτό που έχει προσωρινά χαθεί. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι γεμάτο θλιμμένα τραγούδια, καταιγιστικούς ρυθμούς και εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη πριν προλάβεις να πάρεις αναπνοή. — Metrorama
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου σιωπής με μια προσωπική κατάθεση που ισορροπεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ποίηση, ανάμεσα στο ροκ εν ρολ και τον έρωτα. Οι έντονες ερωτικές στιγμές, οι οριακές ισορροπίες μιας σχέσης δένουν αρμονικά με την ροκ μουσική και μας ταξιδεύουν «σε μια εποχή που γύρισε τις πλάτες της στην ενηλικίωση, προσπαθώντας να διασώσει τη δική της αλήθεια». Ασκήσεις αναπνοής, όταν η σχέση έχει πλέον τελειώσει και το μόνο που μένει είναι το άτομο που ασθμαίνει μπροστά στο ακραίο ερωτικό βίωμα. — Γιώργος Μητρόπουλος, Μονόπολη
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος μιλάει για το ροκ, τα πρόσωπα που αγαπά — σαν να μιλάει για δικά του πρόσωπα. — Γιώργος Χρονάς, Οδός Πανός
Ένα φάσμα αναφορών τόσο άναρχο και ευρύ, όσο αυτό που κυκλώνουν οι Ντορς και ο Κούντερα, ο Κιθ Τζάρετ και ο Γούντι Άλεν, ο Τζόν Λι Χούκερ και ο Νίτσε, ο Νιλ Γιάνγκ και ο Νταλί, ο Ντύλαν και οι Τρύπες, ο Γκοντάρ και οι Ντιπ Πέρπλ… Πώς να γίνει, συμβαίνει ενίοτε να ακούει και να διαβάζει και να βλέπει κανείς… — Αργύρης Ζήλος, Δίφωνο
Έπειτα από μια σχέση έντονη, βιωμένη στα άκρα, με οριακές ισορροπίες και για τις δύο πλευρές, ο δρόμος σε βγάζει σε μια έρημο, σε ένα τοπίο μοναχικό που προσπαθείς σιγά- σιγά να πλαισιώσεις με ανθρώπους και συναισθήματα, γεμίζοντας το κενό που έχει δημιουργηθεί. Μέχρι αυτό να συμβεί, η μουσική, η απελπισμένη κραυγή ενός ροκ τραγουδιού, καθοδηγεί τις αντιδράσεις και κατευθύνει τα βήματα ανακλαστικά. — Ζ.Π.Χ., Η Καθημερινή
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σ’ αυτό το βιβλίο που είναι κατάθεση ψυχής, ταξιδεύει απ’ το μουσικό καταφύγιο του Νικόλα Άσιμου μέχρι τον παράδεισο των Ρόλινγκ Στόουνς. Πραγματοποιώντας μια προσωπική διαδρομή, που όμως αφορά πολλούς, ανοίγει την καρδιά του και μας ξεναγεί σε τοπία που όλοι έχουμε περπατήσει και θα θέλαμε να ξαναβρεθούμε. Σε αυτό το φωτεινό σημείο της ζωής, συναντιόνται οι Μπλάντ Σουίτ εντ Τίαρς με το «Άι λαβ γιου μορ δαν γιου νέβερ νόου» και η φωνή του αξέχαστου Παύλου Σιδηρόπουλου στο « Να μ’ αγαπάς». — Νίκος Κολοκοτρώνης, Ηχώ
Βιβλίο γραμμένο με γλώσσα ποιητική που το απαρτίζουν τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών. Το κάθε τραγούδι σε αντιπροσωπεύει., η μουσική επουλώνει τις πληγές. Άλλωστε ο έρωτας και το ροκ εν ρολ έχουν πολλά κοινά σημεία. Τελικά ο έρωτας είναι το ίδιο θανατηφόρος με τη μουσική που ακούς τα βράδια και σε νανουρίζει; — Κατερίνα Βουγιούκα, About
Ένα βιβλίο για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ. Δομημένο όπως ακριβώς ένας δίσκος βινυλίου, με εξώφυλλο, δύο πλευρές, δέκα τραγούδια, οπισθόφυλλο και credits Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου επιχειρεί να επιβεβαιώσει στην πράξη ότι αν ο έρωτας είναι μια υπόθεση εργασίας, είτε σαν έκφραση επικοινωνίας, είτε σαν ανάγκη φυγής, είτε ακόμα σαν αρρώστια, τότε η μουσική είναι το αντίδοτο — η γιατρειά. Η οδύνη, το ανεκπλήρωτο, το ντελίριο του έρωτα, είναι συναισθηματικές εντάσεις που γίνονται δονήσεις ηλεκτρικές καθώς περνούν σα νότες μέσα απ’ το σώμα, εκφράζοντας και μεταφέροντας μια κατάθεση ψυχής. Οι τυπωμένες λέξεις μπερδεύονται με τις ηχογραφημένες, οι προτάσεις γίνονται στίχοι τραγουδιών, η μανία για αλήθεια είναι εδώ, το σκηνικό θυμίζει συναυλία των Στόουνς. — Εύα Αναστασίου, Metropolis Press
Βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα προσωπική, ποιητική, που άλλοτε κόβει σαν ξυράφι τις λέξεις και άλλοτε τις αφήνει και απλώνουν, δείχνοντας τις ατέλειωτες να ασφυκτιούν και να λαχανιάζουν μέσα στο ιδίωμα της πρόζας. O Σταυρόπουλος γράφει συνθέτοντας κομμάτια του εαυτού του, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. — Γιάννης Μουταφτσής, Metrorama
Ο έρωτας ακούγεται όπως το ροκ εν ρολ σ’ αυτό το αφήγημα, που χορεύει σε δρόμους πολυπληθείς και σε δρόμους της νυχτός, όπου τα όρια σπάνε γιατί δεν αντέχουν την ταχύτητα του σώματος και του μυαλού. Και από κοντά σαν πριόνι κόβει και ράβει του μυαλού την αγωνία η οδύνη και το ανεκπλήρωτο που κυλάει εντός, το ξημέρωμα που αφήνει κάτι γλυφό στη γεύση, ενώ το βινύλιο γυρνάει, χριτς-χρατς ακούγεται σαν μουσική που τελείωσε και έμεινε εκεί η βελόνη του πικάπ ακίνητη. Η γενιά του ροκ διεκδικεί το δικαίωμα της να υπάρχει τραγουδώντας ακόμα. — Βασίλης Καλαμαράς, Ελευθεροτυπἰα
Εικόνες από διακοπές στην άγονη γραμμή, τα παρακμιακά μπαρ, τις cult ταινίες, αναμνήσεις από γκρίζα απογεύματα σε συνοικιακούς δρόμους, χαμένους έρωτες, κομμάτια και αποσπάσματα μιας ζωής που αναλώθηκε στην αμφισβήτηση και στην αντίσταση (σε όλα τα επίπεδα), μα πάνω απ' όλα εικόνες γεμάτες μουσική. Ο Σιδηρόπουλος και ο Άσιμος, οι Rolling Stones και η Janis Joplin, o Lou Reed και ο Neil Young, oι Sex Pistols και οι Joy Division, οι Ενδελέχεια και τα Διάφανα Κρίνα περνάνε απ’ τις σελίδες ρίχνοντας σποραδικά ρεφρέν με σκληρά ακόρντα και σλόου μελωδίες με υπόγεια δύναμη. Ένα βιβλίο χωρισμένο σε «τραγούδια» αντί σε κεφάλαια, οργισμένο, τρυφερό, βιωματικό, ποιητικό. Μια προσωπική ματιά στη γενιά των «κουρελιών που τραγουδάνε ακόμη», μια γενιά που αρχίζει να εκλείπει αλλά εξακολουθεί να ονειρεύεται την επανάσταση που εκκρεμεί. — Θύμιος Νικολόπουλος, Αθηνόραμα
Μια ροκ ιστορία αγάπης. Σκέψεις και συναισθήματα μέσα από τραγούδια και ήχους με τους οποίους κάποιοι — οι «καταραμένοι» παρελθουσών εποχών μεγαλώσαμε. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γράφει για έναν έρωτα χαμένο, έναν έρωτα από αυτούς που μένουν, που ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει και μόνο μέσα απ' τη μουσική μπορεί να ειπωθεί. Μέσα από λόγια και μελωδίες που και αυτές αποτυπώθηκαν στην ψυχή σου. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα έργο που διακρίνεται από μια έντονη ποιητική διάθεση. Για την ακρίβεια είναι ολόκληρο ένα ποίημα όπου οι σκέψεις του χαρακτήρα μπλέκονται με τραγούδια που ενώνονται με προσωπικές του στιγμές. Στίχοι, μουσικές και αναμνήσεις ταλαιπωρούν τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου μέσα απ’ τους — ομολογουμένως δύσκολους — συνειρμούς του συγγραφέα. Ένα βιβλίο που όλοι θα διαβάσουν, αλλά λίγοι θα εκτιμήσουν. Μάλλον όμως αυτό ήταν και το ζητούμενο. — Δημήτρης Τσελούδης, Exodos
Ροκ αισθητική που υπερασπίζεται με πάθος το όνειρο και την αθωότητα, αθωότητα χαμένη ίσως για πάντα στο απέραντο μαύρο δυο ματιών… — Μάνια Αποστολοπούλου, Money and Life
Ένα κάλεσμα στην ευαισθησία και την ποίηση που κρύβει μέσα του ο καθένας μας είναι τούτο το βιβλίο, μια ροκ γραφή, καταγραφή της πραγματικότητας και του ονείρου μαζί. Της πραγματικότητας που απελπίζεται και του ονείρου που πάντα ελπίζει, εύχεται, επιθυμεί. Σκέψεις-μυστικοί δρόμοι με το φως του έρωτα οδηγό και μια μουσική που πάει κόντρα στο ρεύμα, στη φθορά, στη συγκατάβαση. Σελίδες ποτισμένες με αλήθειες ζωής, φιλοσοφίες καθημερινές, δοσμένες έτσι που σου υγραίνουν τα μάτια. — Γιόλα Αργυροπούλου, Τηλέραμα
Ερωτικό μυθιστόρημα δομημένο όπως ένας δίσκος βινυλίου, με δυο πλευρές και δέκα τραγούδια, όπου η μουσική εμφανίζεται ως το αντίδοτο στον έρωτα. Στίχοι γνωστών τραγουδιών «διατυπώνουν ό,τι είναι αδύνατο να χαραχτεί στο χαρτί». — Μαίρη Παπαγιαννίδου, Echo & Artis
Κατάθεση ψυχής για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. «Χορευτικό αφήγημα» για την αθωότητα και το βίαιο κατρακύλισμα στην ενηλικίωση από τον Σταύρο Σταυρόπουλο, που εμμένει στα ιδανικά της γενιάς του. Ποιητικό, βιωματικό και άναρχο θυμίζει «ασκήσεις αναπνοής, χάρτινα παιδικά καραβάκια, χαμένα ηλιοβασιλέματα, παλιές γειτονιές, άδεια μπουκάλια Μπυράλ, παράνομες συχνότητες, ασπρόμαυρα όνειρα, ροκ μανιφέστα». Μελωδίες και καταραμένοι στίχοι, η Τζόπλιν και οι Στόουνς, ο Κούντερα και ο Νίτσε, τα θερινά σινεμαδάκια, το πρώτο τσιγάρο, το τελευταίο δάκρυ, το τέλος μιας εποχής, μιας ερωτικής σχέσης και της ίδιας της μυθολογίας μας. Ο συγγραφέας μιλάει από καρδιάς για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ, εξορκίζοντας στο χαρτί την προσωπική του διαδρομή που ο χρόνος αδυνατεί να σβήσει, καθώς πέρασε δια παντός στο αέναο των θραυσμάτων… — Αλεξάνδρα Δήμου, Ραδιοτηλεόραση
Ποιητικός, λυρικός, συχνά παραληρηματικός, ο λόγος του Σταύρου Σταυρόπουλου θυμίζει σάουντρακ μιας ιστορίας που ακούγεται στη διαπασών… — Βικτωρία Παπαγιάννη, 7 μέρες ΤV
Σαν ένα παλιό καλό ροκ μυθιστόρημα, σαν ένας 60s δίσκος 33 στροφών, το βιβλίο του Σταυρόπουλου διαβάζεται και ακούγεται απνευστί, διαθέτοντας το νεύρο, την απόγνωση και τον συναισθηματισμό ενός ροκ τραγουδιού. — Ειρήνη Κώνστα, Free Μια αφήγηση της ζωής σ’ έναν απόλυτα προσωπικό ρυθμό, λαχανιασμένο, ποιητικό, οργισμένο και ερωτικό, επιχειρεί ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο βιβλίο του Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Γεγονότα, πρόσωπα και σύμβολα της τρέχουσας μυθολογίας μας επεμβαίνουν στο κείμενο μαζί με στίχους τραγουδιών που όλοι τραγουδήσαμε, σχηματίζοντας μια μπαλάντα που δεν θέλουμε να θυμόμαστε ξεχασμένη σε βινύλιο. — Αντώνης Κυριαζάνος, Madamme Fiagaro
Παίρνεις μαζί σου το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου — κάθε σελίδα και στίχος, κάθε ενότητα και τραγούδι – και ξεκινάς γι' άλλη γη κι άλλα μέρη. Φλερτάροντας με την ποίηση ο συγγραφέας στέλνει ανοιχτές επιστολές σε μια αγαπημένη που έχει χαθεί. Στις σελίδες του παραμονεύουν οι Τράφικ και η Τζόπλιν, οι Τρύπες και οι Στόουνς, τα Ξύλινα Σπαθιά και καμιά εκατοστή ακόμα μουσικοί και κινηματογραφιστές, γειτονιές όπως το Μοσχάτο και τα Εξάρχεια, ελληνικά νησιά και καλοκαίρια… — Αναστασία Καμβύση, Metro
Το ροκ των σελίδων. Έτσι διαβάζεται και έτσι έχεις την αίσθηση από τις πρώτες του κιόλας αράδες πως είναι γραμμένο για να διαβαστεί Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Γιατί ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν κρύβει τον ροκ φαν που ζει μέσα του. Του δίνει πένα να γράψει, τον αφήνει να συνδυάσει μουσική και στόρι — όχι, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, μοιάζει με μεγάλη επιστολή που έχει τον παραλήπτη της («ασκήσεις αναπνοής», όπως το λέει ο ίδιος), καθώς μέσα στην αφήγηση κάνουν την εμφάνιση τους γνωστοί και μη εξαιρετέοι, όπως οι Ρόλινγκ Στόουνς και τα Ξύλινα Σπαθιά, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ. Κι αν έχεις περάσει από δρόμους βινυλίου διαβάζεις εύκολα και πίσω απ' τις γραμμές ένα δεύτερο αφήγημα μιας ροκ, ελληνικής πραγματικότητας που «ζει» παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν μπροστά, εκεί έξω ή δίπλα μας ακριβώς. Μαρία Μαρκουλή, Τα Νέα
Σαν δίσκος 33 στροφών που αντί για αυλάκια έχει λέξεις να αποτυπώνουν τη μουσική σε ένα παράλληλο σύμπαν με την πραγματικότητα. Οι U2, οι Τρύπες και ο Neil Young τραγουδούν στις γειτονιές του Μοσχάτου, στις παραλίες και στα χαμένα βλέμματα της γλυκιάς συμμορίας των ήχων. Ένα βιβλίο γεμάτο από αναμνήσεις και μελωδίες. — Μάρω Αγγελοπούλου, Ποπ + Ροκ
H μυθολογία της ροκ σκηνής συνδυασμένη με φρασεολογικούς κιθαρισμούς, σε ένα μυθιστόρημα που περιγράφει την επίδραση του ροκ στην καθημερινότητα μιας άλλης εποχής, όπως την βίωσαν όσοι τόλμησαν να ξεχωρίσουν. Στο δεύτερο κατά σειρά βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου. — Πάνος Πιλάτος, Penthouse
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου αποπειράται να γεννήσει μουσική μέσα από τις λέξεις. Η σχέση του κειμένου με τις νότες είναι τόσο καταλυτική που εξ αρχής ο αναγνώστης την αντιλαμβάνεται. Στίχοι τραγουδιών μπλέκονται με τις σκέψεις, τους συνειρμούς και τις αναμνήσεις του ήρωα που βιώνει με όση θλίψη, οδύνη και νοσταλγία αρμόζει σε μια ανάλογη περίπτωση, το τέλος μιας σχέσης. — Μαριάννα Κυριακάκη, Προθήκη
Ένα βιβλίο που θυμίζει πιο πολύ βινύλιο παρά τυπωμένο χαρτί, ένα βιβλίο γεμάτο μουσική, τραγούδια, κινηματογράφο και πολλές συγκινήσεις. — Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, City Press
Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου ξεχειλίζει από ροκ μουσική, όπως εμφανώς δηλώνει και ο τίτλος του. Στίχοι από τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο, που είναι έντονα προσωπικό, ποιητικό, βιωματικό. — Σιδέρης Ντιούδης, Υποβρύχιο
Με «πρόφαση» τη μουσική, τον ηλεκτρισμό και το ροκ εν ρολ, ένα προσωπικό ταξίδι προς τον πλανήτη όπου η μουσική, ο έρωτας, το ταξίδι και το όνειρο προχωρούν σε μια συνάντηση που φαντάζει μάλλον επικίνδυνη, καθώς κάθε στιγμή παραμονεύει η πραγματικότητα, η φθορά και η ενδεχόμενη απώλεια. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου θα μιλήσει «σ’ αυτούς που τρελάθηκαν, μετρώντας μια μια τις στιγμές που χωρίζουν το φως απ’ το απόλυτο σκοτάδι», μα και «στις αγάπες που ξεχάστηκαν στη σκιά, έγιναν πουλιά και χάθηκαν μεσ’ στη νύχτα…» — Έλλη Καλούδη, Μετρόπολις
Ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό, ανοίγει τις κουρτίνες της ψυχής του και προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια underground κατάδυση στο σύμπαν της μνήμης και της λήθης ενός έρωτα. Μας αποκαλύπτει το μέγεθος της νοσταλγίας που μπορεί να ανασύρει η απώλεια ενός προσώπου, μιας ιδέας, μιας εποχής. Ο λόγος του είναι απροσδόκητος, ακραία ποιητικός και καταγράφει τα ταξίδια του νου του μέσα από ένα κρεσέντο ροκ αισθητικής και στυλ. Η μουσική υπάρχει παντού μέσα στις σελίδες για να ηχογραφεί τον πόνο της απουσίας. Τα λόγια του, σαν στίχοι σε γράφιτι γραμμένο σε τοίχους, σαν ανεπίδοτες επιστολές ή γράμματα που δεν πρόλαβαν να καούν. Και όπου ο λόγος δεν φτάνει, φτάνει η μουσική και οι στίχοι από γνωστά ελληνικά και ξένα ροκ τραγούδια που αγαπήθηκαν, να συμπληρώνουν τα κενά σε κάθε σελίδα. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι η επιτομή μιας γενιάς που διεκδίκησε πολλά και διαψεύστηκε, αλλά παραμένει ακόμα στο προσκήνιο. Νίκη Κουμαρτζάκη, Ladies & Gentlemen
Ένα βιβλίο για τους στίχους που σου πιπιλάνε το μυαλό απ’ την εφηβεία σου, για το πώς ερωτεύτηκες, έζησες, χώρισες, πέθανες, αντιστάθηκες, ακούγοντας πάντα τη μουσική της γενιάς σου. Ένα βιβλίο χωρισμένο σαν μια κασέτα, η συλλογή της ζωής σου, κομμάτι κομμάτι. Το ροκ ξεπηδά ανάμεσα απ’ τις σελίδες του, παίζει το ρόλο του καλύτερου σου φίλου, της γκόμενας που δεν σε άντεξε και την έκανε ένα βροχερό πρωινό, της Αριστεράς που την βαρέθηκες αλλά γεμίζεις τύψεις όταν της γυρνάς την πλάτη. Μια μεγάλη πορεία με ανοιχτά τα μάτια να κοιτάζουν, να παρατηρούν, να δακρύζουν ή και να αδιαφορούν όταν ο ήχος μέσα σου δυναμώνει, σε γεμίζει, σε κυκλώνει, αφήνοντας σε ανήμπορο σε μια γωνιά, στο περιθώριο. — Αγγελική Μπιρμπίλη, Athens Voice
Η απώλεια της αγαπημένης πυροδοτεί ένα φλογισμένο κείμενο που αρθρώνεται μέσα από κερματισμένα τραγούδια, τραγούδια του έρωτα που σηματοδοτούν μαζί με τον ίμερο, την οπισθοδρόμηση μιας εποχής, τη διάψευση μιας γενιάς. Απομονωμένος σ’ ένα περίκλειστο σύμπαν κατάφορτο από τσιγάρα, αλκοόλ, αναμνήσεις, τραγούδια, ταινίες και βιβλία ο αφηγητής εξαπολύει ένα θερμό κατηγορητήριο – ελεγεία στην άλλοτε ερωτική του σύντροφο. Φλερτάροντας με την αυτοκαταστροφή, αφήνεται χωρίς προσχήματα ή αναστολές στην κατάρρευση και την συντριβή για να βιώσει στον απόλυτο βαθμό της την οδύνη της απουσίας. Ένας ονειροπόλος που προσπαθεί να στριμώξει το παρελθόν στο παρόν, ένας αιθεροβάμων που νιώθει ότι ο χρόνος έχει ρημάξει ανεπανόρθωτα το ζωτικό του χώρο, τις αναμνήσεις του, που βρίσκεται σε απόγνωση, απόρροια της εξουθενωτικής, αμείλικτης και προφανώς αδιέξοδης αντιπαράθεσής του με την απουσία. Η πεζολογία δίνει τη σκυτάλη στην ποίηση, οι λέξεις αγκαλιάζονται με στίχους, η συγκρότηση καταλήγει ακαταληψία, ο λόγος είναι κοφτός, ασθματικός, άναρχος, η υβριστική οργή γίνεται παθιασμένη εξομολόγηση, η οξεία μομφή εξελίσσεται σε σπαρακτική παράκληση. Στο ροκ που παίζουν τα μάτια σου η φωνή σπαράσσεται από απελπισία, άλλοτε ουρλιάζει κι άλλοτε πνίγεται. Το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε με κομμένη την ανάσα, σαν ύστατη απόπειρα επικοινωνίας. Η μουσική αφυπνίζει προσωπικές στιγμές του συγγραφέα, παροτρύνει σε ατέρμονους, δαιδαλώδεις συνειρμούς, γίνεται παραμυθία και λύτρωση, το μοναδικό αντίδοτο ενός αθεράπευτα ρομαντικού. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος συνθέτει ένα αυτοβιογραφικό σάουντρακ για απαρηγόρητους νοσταλγούς του ροκ, μια ιδιότυπη, καυτή, λυγμική εκμυστήρευση, ένα μουσικό ημερολόγιο, σημειώσεις στο χείλος μιας ακραίας απόγνωσης, ένα ταξίδι στον προσωπικό του, λεηλατημένο από την απουσία κόσμο, ένα λυρικό παραλήρημα, μια θλιμμένη μπαλάντα. Πρόκειται για έναν πρωτότυπο πειραματισμό πάνω στις δυνατότητες της γραφής, μια ξεχωριστή προσπάθεια που αξίζει να προσεχτεί για τη γνήσια πρωτοτυπία της και το πάθος του δημιουργού της. — Λίνα Πανταλέων, Διαβάζω
Νουβέλα
σσ. 127, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N 960-537-045-Χ,
Απόπειρα, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα 2004
Πρώτη έκδοση, 2002)
Οι σκέψεις που γερνάνε γίνονται βιβλία. Τραγούδια, ταινίες. Η ελπίδα γίνεται θυμός. Οι μέρες, σίδερα. Ο έρωτας, δικαιολογία διαρκής. Πρόφαση η μουσική, θεμέλιο που πάνω της οικοδομείται η φθορά. Η παρακμή του χρόνου. Ιδανικό η απώλεια, ψηλό. Το ταξίδι ήταν ελκυστικό, αλλά σύντομο. Χωρίς προορισμό. Θέλω να προλάβω να καταγράψω την εποχή σου, πριν αυτή μας ξεπεράσει και καταλήξουμε στα αζήτητα. Θέλω να γεράσουμε μαζί, να αλλάξουμε μορφές, ουρλιάζοντας την αλφαβήτα της ζωής μες στο αυτί του θανάτου. Θέλω να γίνουμε άυλοι, εσώτεροι, ορφανοί. Έλα, παίξε. Δυο μέτρα ακόμα. Το ίδιο ακόρντο. Λα μινόρε. Έλα. Ό,τι δεν είναι πραγματικότητα είναι ροκ εντ ρολ. Ένα δύο, τέλος.
Λάκης Φουρουκλάς (στο eλόγος) γράφει >> . ________________________
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο, σε μια εποχή που κάτι κουστουμαρισμένα παιδιά απ' το Λίβερπουλ με μακριές φράντζες ταξίδευαν στον κόσμο με κίτρινα υποβρύχια, ζητώντας συνεχώς βοήθεια και ρώταγαν αν αγοράζεται η αγάπη. Δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο, μπήκε όμως οπουδήποτε αλλού χρειαζόταν. Σε μπαρ, σε πόλεις, σε στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Σε αίθουσες συναυλιών, κινηματογράφων, σε συντροφιές, σε δισκάδικα, σε προθήκες βιβλιοπωλείων. Ενίοτε και σε κάτι ατέλειωτες συζητήσεις που πιθανόν συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Σε κάτι πλατείες που πιθανόν συνεχίζουν να αντιστέκονται μέχρι σήμερα. Σε κάτι γυναίκες που πιθανόν συνεχίζουν να ερωτεύονται μέχρι σήμερα. Από τότε αντιστέκεται με λέξεις, συνεχίζει με μουσικές και ερωτεύεται με γυναίεκς, συζητώντας σε πλατείες και πιστεύοντας ότι δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Πιθανόν μέχρι σήμερα.
________________________
Έγραψαν για Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου
Συντονισμένοι στην τροχιά των Ξύλινων Σπαθιών, των U2, των Rolling Stones και δεκάδων άλλων ροκ γκρουπ, με τις διάσπαρτες εικόνες των δρόμων του Μοσχάτου και των αμμόλοφων της Νάξου να συνοδεύουν το ταξίδι μας, ακολουθούμε τις «ασκήσεις αναπνοής» του συγγραφέα, ο οποίος μας προειδοποιεί : «αυτό το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μόνο εσύ, λέξεις γι’ αυτό το εσύ…» Ένα βιβλίο κραυγή που ψηλαφεί το κενό και σπαράζει. Ουρλιάζει, μεταφέροντάς μας την ανάμνηση μιας σχέσης που γράφτηκε με την καύτρα του τσιγάρου. Ο Σταυρόπουλος γράφει και αισθάνεσαι ότι εκλύεται καπνός απ’ τις λέξεις. Σαν χύτρα που βράζει. Σαν ηλεκτρικό σόλο που είναι έτοιμο να σπάσει τον ενισχυτή. — Χάρις Ποντίδα, Τα Νέα
Ένα βιβλίο σαν δίσκος 33 στροφών που ακούγεται στη διαπασών. Θλιμμένα τραγούδια, εφηβικά όνειρα, σιωπές όσο να καπνίσεις ένα τσιγάρο, το τέλος μιας εποχής και μιας ερωτικής σχέσης. Ταινίες που είδαμε και ξανάδαμε, βιβλία που αγαπήσαμε, θραύσματα του παρελθόντος, σημειώσεις που κρατάς όταν θέλεις να ξορκίσεις έναν έρωτα… Ένα βιβλίο από εκείνα που μόνο κάποιοι ρομαντικοί επιμένουν να γράφουν στις μέρες μας. — Αγγελική Μπιρμπίλη, Men
Έρωτας και μουσική συνυπάρχουν εδώ αρμονικά, καθώς ο αφηγητής μας μεταδίδει με τρόπο άμεσο μερικούς απ ‘τους κραδασμούς της ύπαρξης του. Απλό και όμορφο, σαν αμαρτία. — Λάκης Φουρουκλάς, Λόγος
Η αλήθεια της ερωτικής σχέσης αποκρυπτογραφείται μοναδικά μέσα από στίχους που ξεφεύγουν, μπλέκονται με τους συνειρμούς του συγγραφέα, ανακατεύονται με βλέμματα και ταινίες, πριν παρουσιαστούν μπροστά στα μάτια μας σαν τελευταίος ύμνος σε αυτό που έχει προσωρινά χαθεί. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι γεμάτο θλιμμένα τραγούδια, καταιγιστικούς ρυθμούς και εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη πριν προλάβεις να πάρεις αναπνοή. — Metrorama
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου σιωπής με μια προσωπική κατάθεση που ισορροπεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ποίηση, ανάμεσα στο ροκ εν ρολ και τον έρωτα. Οι έντονες ερωτικές στιγμές, οι οριακές ισορροπίες μιας σχέσης δένουν αρμονικά με την ροκ μουσική και μας ταξιδεύουν «σε μια εποχή που γύρισε τις πλάτες της στην ενηλικίωση, προσπαθώντας να διασώσει τη δική της αλήθεια». Ασκήσεις αναπνοής, όταν η σχέση έχει πλέον τελειώσει και το μόνο που μένει είναι το άτομο που ασθμαίνει μπροστά στο ακραίο ερωτικό βίωμα. — Γιώργος Μητρόπουλος, Μονόπολη
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος μιλάει για το ροκ, τα πρόσωπα που αγαπά — σαν να μιλάει για δικά του πρόσωπα. — Γιώργος Χρονάς, Οδός Πανός
Ένα φάσμα αναφορών τόσο άναρχο και ευρύ, όσο αυτό που κυκλώνουν οι Ντορς και ο Κούντερα, ο Κιθ Τζάρετ και ο Γούντι Άλεν, ο Τζόν Λι Χούκερ και ο Νίτσε, ο Νιλ Γιάνγκ και ο Νταλί, ο Ντύλαν και οι Τρύπες, ο Γκοντάρ και οι Ντιπ Πέρπλ… Πώς να γίνει, συμβαίνει ενίοτε να ακούει και να διαβάζει και να βλέπει κανείς… — Αργύρης Ζήλος, Δίφωνο
Έπειτα από μια σχέση έντονη, βιωμένη στα άκρα, με οριακές ισορροπίες και για τις δύο πλευρές, ο δρόμος σε βγάζει σε μια έρημο, σε ένα τοπίο μοναχικό που προσπαθείς σιγά- σιγά να πλαισιώσεις με ανθρώπους και συναισθήματα, γεμίζοντας το κενό που έχει δημιουργηθεί. Μέχρι αυτό να συμβεί, η μουσική, η απελπισμένη κραυγή ενός ροκ τραγουδιού, καθοδηγεί τις αντιδράσεις και κατευθύνει τα βήματα ανακλαστικά. — Ζ.Π.Χ., Η Καθημερινή
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος σ’ αυτό το βιβλίο που είναι κατάθεση ψυχής, ταξιδεύει απ’ το μουσικό καταφύγιο του Νικόλα Άσιμου μέχρι τον παράδεισο των Ρόλινγκ Στόουνς. Πραγματοποιώντας μια προσωπική διαδρομή, που όμως αφορά πολλούς, ανοίγει την καρδιά του και μας ξεναγεί σε τοπία που όλοι έχουμε περπατήσει και θα θέλαμε να ξαναβρεθούμε. Σε αυτό το φωτεινό σημείο της ζωής, συναντιόνται οι Μπλάντ Σουίτ εντ Τίαρς με το «Άι λαβ γιου μορ δαν γιου νέβερ νόου» και η φωνή του αξέχαστου Παύλου Σιδηρόπουλου στο « Να μ’ αγαπάς». — Νίκος Κολοκοτρώνης, Ηχώ
Βιβλίο γραμμένο με γλώσσα ποιητική που το απαρτίζουν τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών. Το κάθε τραγούδι σε αντιπροσωπεύει., η μουσική επουλώνει τις πληγές. Άλλωστε ο έρωτας και το ροκ εν ρολ έχουν πολλά κοινά σημεία. Τελικά ο έρωτας είναι το ίδιο θανατηφόρος με τη μουσική που ακούς τα βράδια και σε νανουρίζει; — Κατερίνα Βουγιούκα, About
Ένα βιβλίο για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ. Δομημένο όπως ακριβώς ένας δίσκος βινυλίου, με εξώφυλλο, δύο πλευρές, δέκα τραγούδια, οπισθόφυλλο και credits Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου επιχειρεί να επιβεβαιώσει στην πράξη ότι αν ο έρωτας είναι μια υπόθεση εργασίας, είτε σαν έκφραση επικοινωνίας, είτε σαν ανάγκη φυγής, είτε ακόμα σαν αρρώστια, τότε η μουσική είναι το αντίδοτο — η γιατρειά. Η οδύνη, το ανεκπλήρωτο, το ντελίριο του έρωτα, είναι συναισθηματικές εντάσεις που γίνονται δονήσεις ηλεκτρικές καθώς περνούν σα νότες μέσα απ’ το σώμα, εκφράζοντας και μεταφέροντας μια κατάθεση ψυχής. Οι τυπωμένες λέξεις μπερδεύονται με τις ηχογραφημένες, οι προτάσεις γίνονται στίχοι τραγουδιών, η μανία για αλήθεια είναι εδώ, το σκηνικό θυμίζει συναυλία των Στόουνς. — Εύα Αναστασίου, Metropolis Press
Βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα προσωπική, ποιητική, που άλλοτε κόβει σαν ξυράφι τις λέξεις και άλλοτε τις αφήνει και απλώνουν, δείχνοντας τις ατέλειωτες να ασφυκτιούν και να λαχανιάζουν μέσα στο ιδίωμα της πρόζας. O Σταυρόπουλος γράφει συνθέτοντας κομμάτια του εαυτού του, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. — Γιάννης Μουταφτσής, Metrorama
Ο έρωτας ακούγεται όπως το ροκ εν ρολ σ’ αυτό το αφήγημα, που χορεύει σε δρόμους πολυπληθείς και σε δρόμους της νυχτός, όπου τα όρια σπάνε γιατί δεν αντέχουν την ταχύτητα του σώματος και του μυαλού. Και από κοντά σαν πριόνι κόβει και ράβει του μυαλού την αγωνία η οδύνη και το ανεκπλήρωτο που κυλάει εντός, το ξημέρωμα που αφήνει κάτι γλυφό στη γεύση, ενώ το βινύλιο γυρνάει, χριτς-χρατς ακούγεται σαν μουσική που τελείωσε και έμεινε εκεί η βελόνη του πικάπ ακίνητη. Η γενιά του ροκ διεκδικεί το δικαίωμα της να υπάρχει τραγουδώντας ακόμα. — Βασίλης Καλαμαράς, Ελευθεροτυπἰα
Εικόνες από διακοπές στην άγονη γραμμή, τα παρακμιακά μπαρ, τις cult ταινίες, αναμνήσεις από γκρίζα απογεύματα σε συνοικιακούς δρόμους, χαμένους έρωτες, κομμάτια και αποσπάσματα μιας ζωής που αναλώθηκε στην αμφισβήτηση και στην αντίσταση (σε όλα τα επίπεδα), μα πάνω απ' όλα εικόνες γεμάτες μουσική. Ο Σιδηρόπουλος και ο Άσιμος, οι Rolling Stones και η Janis Joplin, o Lou Reed και ο Neil Young, oι Sex Pistols και οι Joy Division, οι Ενδελέχεια και τα Διάφανα Κρίνα περνάνε απ’ τις σελίδες ρίχνοντας σποραδικά ρεφρέν με σκληρά ακόρντα και σλόου μελωδίες με υπόγεια δύναμη. Ένα βιβλίο χωρισμένο σε «τραγούδια» αντί σε κεφάλαια, οργισμένο, τρυφερό, βιωματικό, ποιητικό. Μια προσωπική ματιά στη γενιά των «κουρελιών που τραγουδάνε ακόμη», μια γενιά που αρχίζει να εκλείπει αλλά εξακολουθεί να ονειρεύεται την επανάσταση που εκκρεμεί. — Θύμιος Νικολόπουλος, Αθηνόραμα
Μια ροκ ιστορία αγάπης. Σκέψεις και συναισθήματα μέσα από τραγούδια και ήχους με τους οποίους κάποιοι — οι «καταραμένοι» παρελθουσών εποχών μεγαλώσαμε. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γράφει για έναν έρωτα χαμένο, έναν έρωτα από αυτούς που μένουν, που ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει και μόνο μέσα απ' τη μουσική μπορεί να ειπωθεί. Μέσα από λόγια και μελωδίες που και αυτές αποτυπώθηκαν στην ψυχή σου. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι ένα έργο που διακρίνεται από μια έντονη ποιητική διάθεση. Για την ακρίβεια είναι ολόκληρο ένα ποίημα όπου οι σκέψεις του χαρακτήρα μπλέκονται με τραγούδια που ενώνονται με προσωπικές του στιγμές. Στίχοι, μουσικές και αναμνήσεις ταλαιπωρούν τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου μέσα απ’ τους — ομολογουμένως δύσκολους — συνειρμούς του συγγραφέα. Ένα βιβλίο που όλοι θα διαβάσουν, αλλά λίγοι θα εκτιμήσουν. Μάλλον όμως αυτό ήταν και το ζητούμενο. — Δημήτρης Τσελούδης, Exodos
Ροκ αισθητική που υπερασπίζεται με πάθος το όνειρο και την αθωότητα, αθωότητα χαμένη ίσως για πάντα στο απέραντο μαύρο δυο ματιών… — Μάνια Αποστολοπούλου, Money and Life
Ένα κάλεσμα στην ευαισθησία και την ποίηση που κρύβει μέσα του ο καθένας μας είναι τούτο το βιβλίο, μια ροκ γραφή, καταγραφή της πραγματικότητας και του ονείρου μαζί. Της πραγματικότητας που απελπίζεται και του ονείρου που πάντα ελπίζει, εύχεται, επιθυμεί. Σκέψεις-μυστικοί δρόμοι με το φως του έρωτα οδηγό και μια μουσική που πάει κόντρα στο ρεύμα, στη φθορά, στη συγκατάβαση. Σελίδες ποτισμένες με αλήθειες ζωής, φιλοσοφίες καθημερινές, δοσμένες έτσι που σου υγραίνουν τα μάτια. — Γιόλα Αργυροπούλου, Τηλέραμα
Ερωτικό μυθιστόρημα δομημένο όπως ένας δίσκος βινυλίου, με δυο πλευρές και δέκα τραγούδια, όπου η μουσική εμφανίζεται ως το αντίδοτο στον έρωτα. Στίχοι γνωστών τραγουδιών «διατυπώνουν ό,τι είναι αδύνατο να χαραχτεί στο χαρτί». — Μαίρη Παπαγιαννίδου, Echo & Artis
Κατάθεση ψυχής για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί. «Χορευτικό αφήγημα» για την αθωότητα και το βίαιο κατρακύλισμα στην ενηλικίωση από τον Σταύρο Σταυρόπουλο, που εμμένει στα ιδανικά της γενιάς του. Ποιητικό, βιωματικό και άναρχο θυμίζει «ασκήσεις αναπνοής, χάρτινα παιδικά καραβάκια, χαμένα ηλιοβασιλέματα, παλιές γειτονιές, άδεια μπουκάλια Μπυράλ, παράνομες συχνότητες, ασπρόμαυρα όνειρα, ροκ μανιφέστα». Μελωδίες και καταραμένοι στίχοι, η Τζόπλιν και οι Στόουνς, ο Κούντερα και ο Νίτσε, τα θερινά σινεμαδάκια, το πρώτο τσιγάρο, το τελευταίο δάκρυ, το τέλος μιας εποχής, μιας ερωτικής σχέσης και της ίδιας της μυθολογίας μας. Ο συγγραφέας μιλάει από καρδιάς για τον έρωτα και το ροκ εν ρολ, εξορκίζοντας στο χαρτί την προσωπική του διαδρομή που ο χρόνος αδυνατεί να σβήσει, καθώς πέρασε δια παντός στο αέναο των θραυσμάτων… — Αλεξάνδρα Δήμου, Ραδιοτηλεόραση
Ποιητικός, λυρικός, συχνά παραληρηματικός, ο λόγος του Σταύρου Σταυρόπουλου θυμίζει σάουντρακ μιας ιστορίας που ακούγεται στη διαπασών… — Βικτωρία Παπαγιάννη, 7 μέρες ΤV
Σαν ένα παλιό καλό ροκ μυθιστόρημα, σαν ένας 60s δίσκος 33 στροφών, το βιβλίο του Σταυρόπουλου διαβάζεται και ακούγεται απνευστί, διαθέτοντας το νεύρο, την απόγνωση και τον συναισθηματισμό ενός ροκ τραγουδιού. — Ειρήνη Κώνστα, Free Μια αφήγηση της ζωής σ’ έναν απόλυτα προσωπικό ρυθμό, λαχανιασμένο, ποιητικό, οργισμένο και ερωτικό, επιχειρεί ο Σταύρος Σταυρόπουλος στο βιβλίο του Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Γεγονότα, πρόσωπα και σύμβολα της τρέχουσας μυθολογίας μας επεμβαίνουν στο κείμενο μαζί με στίχους τραγουδιών που όλοι τραγουδήσαμε, σχηματίζοντας μια μπαλάντα που δεν θέλουμε να θυμόμαστε ξεχασμένη σε βινύλιο. — Αντώνης Κυριαζάνος, Madamme Fiagaro
Παίρνεις μαζί σου το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου — κάθε σελίδα και στίχος, κάθε ενότητα και τραγούδι – και ξεκινάς γι' άλλη γη κι άλλα μέρη. Φλερτάροντας με την ποίηση ο συγγραφέας στέλνει ανοιχτές επιστολές σε μια αγαπημένη που έχει χαθεί. Στις σελίδες του παραμονεύουν οι Τράφικ και η Τζόπλιν, οι Τρύπες και οι Στόουνς, τα Ξύλινα Σπαθιά και καμιά εκατοστή ακόμα μουσικοί και κινηματογραφιστές, γειτονιές όπως το Μοσχάτο και τα Εξάρχεια, ελληνικά νησιά και καλοκαίρια… — Αναστασία Καμβύση, Metro
Το ροκ των σελίδων. Έτσι διαβάζεται και έτσι έχεις την αίσθηση από τις πρώτες του κιόλας αράδες πως είναι γραμμένο για να διαβαστεί Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Γιατί ο Σταύρος Σταυρόπουλος δεν κρύβει τον ροκ φαν που ζει μέσα του. Του δίνει πένα να γράψει, τον αφήνει να συνδυάσει μουσική και στόρι — όχι, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, μοιάζει με μεγάλη επιστολή που έχει τον παραλήπτη της («ασκήσεις αναπνοής», όπως το λέει ο ίδιος), καθώς μέσα στην αφήγηση κάνουν την εμφάνιση τους γνωστοί και μη εξαιρετέοι, όπως οι Ρόλινγκ Στόουνς και τα Ξύλινα Σπαθιά, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ. Κι αν έχεις περάσει από δρόμους βινυλίου διαβάζεις εύκολα και πίσω απ' τις γραμμές ένα δεύτερο αφήγημα μιας ροκ, ελληνικής πραγματικότητας που «ζει» παράλληλα με όλα όσα συμβαίνουν μπροστά, εκεί έξω ή δίπλα μας ακριβώς. Μαρία Μαρκουλή, Τα Νέα
Σαν δίσκος 33 στροφών που αντί για αυλάκια έχει λέξεις να αποτυπώνουν τη μουσική σε ένα παράλληλο σύμπαν με την πραγματικότητα. Οι U2, οι Τρύπες και ο Neil Young τραγουδούν στις γειτονιές του Μοσχάτου, στις παραλίες και στα χαμένα βλέμματα της γλυκιάς συμμορίας των ήχων. Ένα βιβλίο γεμάτο από αναμνήσεις και μελωδίες. — Μάρω Αγγελοπούλου, Ποπ + Ροκ
H μυθολογία της ροκ σκηνής συνδυασμένη με φρασεολογικούς κιθαρισμούς, σε ένα μυθιστόρημα που περιγράφει την επίδραση του ροκ στην καθημερινότητα μιας άλλης εποχής, όπως την βίωσαν όσοι τόλμησαν να ξεχωρίσουν. Στο δεύτερο κατά σειρά βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου. — Πάνος Πιλάτος, Penthouse
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου αποπειράται να γεννήσει μουσική μέσα από τις λέξεις. Η σχέση του κειμένου με τις νότες είναι τόσο καταλυτική που εξ αρχής ο αναγνώστης την αντιλαμβάνεται. Στίχοι τραγουδιών μπλέκονται με τις σκέψεις, τους συνειρμούς και τις αναμνήσεις του ήρωα που βιώνει με όση θλίψη, οδύνη και νοσταλγία αρμόζει σε μια ανάλογη περίπτωση, το τέλος μιας σχέσης. — Μαριάννα Κυριακάκη, Προθήκη
Ένα βιβλίο που θυμίζει πιο πολύ βινύλιο παρά τυπωμένο χαρτί, ένα βιβλίο γεμάτο μουσική, τραγούδια, κινηματογράφο και πολλές συγκινήσεις. — Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, City Press
Το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου ξεχειλίζει από ροκ μουσική, όπως εμφανώς δηλώνει και ο τίτλος του. Στίχοι από τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και μουσικών βρίσκονται διάσπαρτα στο κείμενο, που είναι έντονα προσωπικό, ποιητικό, βιωματικό. — Σιδέρης Ντιούδης, Υποβρύχιο
Με «πρόφαση» τη μουσική, τον ηλεκτρισμό και το ροκ εν ρολ, ένα προσωπικό ταξίδι προς τον πλανήτη όπου η μουσική, ο έρωτας, το ταξίδι και το όνειρο προχωρούν σε μια συνάντηση που φαντάζει μάλλον επικίνδυνη, καθώς κάθε στιγμή παραμονεύει η πραγματικότητα, η φθορά και η ενδεχόμενη απώλεια. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου θα μιλήσει «σ’ αυτούς που τρελάθηκαν, μετρώντας μια μια τις στιγμές που χωρίζουν το φως απ’ το απόλυτο σκοτάδι», μα και «στις αγάπες που ξεχάστηκαν στη σκιά, έγιναν πουλιά και χάθηκαν μεσ’ στη νύχτα…» — Έλλη Καλούδη, Μετρόπολις
Ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό, ανοίγει τις κουρτίνες της ψυχής του και προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια underground κατάδυση στο σύμπαν της μνήμης και της λήθης ενός έρωτα. Μας αποκαλύπτει το μέγεθος της νοσταλγίας που μπορεί να ανασύρει η απώλεια ενός προσώπου, μιας ιδέας, μιας εποχής. Ο λόγος του είναι απροσδόκητος, ακραία ποιητικός και καταγράφει τα ταξίδια του νου του μέσα από ένα κρεσέντο ροκ αισθητικής και στυλ. Η μουσική υπάρχει παντού μέσα στις σελίδες για να ηχογραφεί τον πόνο της απουσίας. Τα λόγια του, σαν στίχοι σε γράφιτι γραμμένο σε τοίχους, σαν ανεπίδοτες επιστολές ή γράμματα που δεν πρόλαβαν να καούν. Και όπου ο λόγος δεν φτάνει, φτάνει η μουσική και οι στίχοι από γνωστά ελληνικά και ξένα ροκ τραγούδια που αγαπήθηκαν, να συμπληρώνουν τα κενά σε κάθε σελίδα. Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου είναι η επιτομή μιας γενιάς που διεκδίκησε πολλά και διαψεύστηκε, αλλά παραμένει ακόμα στο προσκήνιο. Νίκη Κουμαρτζάκη, Ladies & Gentlemen
Ένα βιβλίο για τους στίχους που σου πιπιλάνε το μυαλό απ’ την εφηβεία σου, για το πώς ερωτεύτηκες, έζησες, χώρισες, πέθανες, αντιστάθηκες, ακούγοντας πάντα τη μουσική της γενιάς σου. Ένα βιβλίο χωρισμένο σαν μια κασέτα, η συλλογή της ζωής σου, κομμάτι κομμάτι. Το ροκ ξεπηδά ανάμεσα απ’ τις σελίδες του, παίζει το ρόλο του καλύτερου σου φίλου, της γκόμενας που δεν σε άντεξε και την έκανε ένα βροχερό πρωινό, της Αριστεράς που την βαρέθηκες αλλά γεμίζεις τύψεις όταν της γυρνάς την πλάτη. Μια μεγάλη πορεία με ανοιχτά τα μάτια να κοιτάζουν, να παρατηρούν, να δακρύζουν ή και να αδιαφορούν όταν ο ήχος μέσα σου δυναμώνει, σε γεμίζει, σε κυκλώνει, αφήνοντας σε ανήμπορο σε μια γωνιά, στο περιθώριο. — Αγγελική Μπιρμπίλη, Athens Voice
Η απώλεια της αγαπημένης πυροδοτεί ένα φλογισμένο κείμενο που αρθρώνεται μέσα από κερματισμένα τραγούδια, τραγούδια του έρωτα που σηματοδοτούν μαζί με τον ίμερο, την οπισθοδρόμηση μιας εποχής, τη διάψευση μιας γενιάς. Απομονωμένος σ’ ένα περίκλειστο σύμπαν κατάφορτο από τσιγάρα, αλκοόλ, αναμνήσεις, τραγούδια, ταινίες και βιβλία ο αφηγητής εξαπολύει ένα θερμό κατηγορητήριο – ελεγεία στην άλλοτε ερωτική του σύντροφο. Φλερτάροντας με την αυτοκαταστροφή, αφήνεται χωρίς προσχήματα ή αναστολές στην κατάρρευση και την συντριβή για να βιώσει στον απόλυτο βαθμό της την οδύνη της απουσίας. Ένας ονειροπόλος που προσπαθεί να στριμώξει το παρελθόν στο παρόν, ένας αιθεροβάμων που νιώθει ότι ο χρόνος έχει ρημάξει ανεπανόρθωτα το ζωτικό του χώρο, τις αναμνήσεις του, που βρίσκεται σε απόγνωση, απόρροια της εξουθενωτικής, αμείλικτης και προφανώς αδιέξοδης αντιπαράθεσής του με την απουσία. Η πεζολογία δίνει τη σκυτάλη στην ποίηση, οι λέξεις αγκαλιάζονται με στίχους, η συγκρότηση καταλήγει ακαταληψία, ο λόγος είναι κοφτός, ασθματικός, άναρχος, η υβριστική οργή γίνεται παθιασμένη εξομολόγηση, η οξεία μομφή εξελίσσεται σε σπαρακτική παράκληση. Στο ροκ που παίζουν τα μάτια σου η φωνή σπαράσσεται από απελπισία, άλλοτε ουρλιάζει κι άλλοτε πνίγεται. Το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε με κομμένη την ανάσα, σαν ύστατη απόπειρα επικοινωνίας. Η μουσική αφυπνίζει προσωπικές στιγμές του συγγραφέα, παροτρύνει σε ατέρμονους, δαιδαλώδεις συνειρμούς, γίνεται παραμυθία και λύτρωση, το μοναδικό αντίδοτο ενός αθεράπευτα ρομαντικού. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος συνθέτει ένα αυτοβιογραφικό σάουντρακ για απαρηγόρητους νοσταλγούς του ροκ, μια ιδιότυπη, καυτή, λυγμική εκμυστήρευση, ένα μουσικό ημερολόγιο, σημειώσεις στο χείλος μιας ακραίας απόγνωσης, ένα ταξίδι στον προσωπικό του, λεηλατημένο από την απουσία κόσμο, ένα λυρικό παραλήρημα, μια θλιμμένη μπαλάντα. Πρόκειται για έναν πρωτότυπο πειραματισμό πάνω στις δυνατότητες της γραφής, μια ξεχωριστή προσπάθεια που αξίζει να προσεχτεί για τη γνήσια πρωτοτυπία της και το πάθος του δημιουργού της. — Λίνα Πανταλέων, Διαβάζω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου