Από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Κρεολή Σελήνη τού Βασίλη Πολύζου στη Στοά του Βιβλίου (Πέμπτη 28 Απριλίου 2011).
Κρεολή καλείται μια πρώην πίτζιν γλώσσα, ένας απλοποιημένος αυτοσχέδιος τρόπος επικοινωνίας, ένα είδος «γλώσσας του σώματος» εν εξελίξει. Οι κρεολές είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ποικιλίας γλωσσών που εξελίσσονται/διαμορφώνονται χάρη στη μεταξύ τους επαφή. Κι εδώ ερμηνεύω/προσδιορίζω την επιλογή του τίτλου στο νέο βιβλίο του Βασίλη Πολύζου· ένα αίτημα δηλαδή απλουστευμένης και συνάμα πολύπλοκης, άρα απαιτητικής ποιητικής/καλλιτεχνικής λειτουργίας: «τόσα μηνύματα στέλνει η σιγανή βροχή / κι ο άνεμος γράφει κάθε μέρα στο πρόσωπό μου / είμαι ένα συναξάρι / είμαι η βαϊοφόρος / είμαι η γραφή πάνω στην άμμο / που δεν πρόλαβες να διαβάσεις». Κατά τη γνώμη μου ο τίτλος «Κρεολή Σελήνη», ως προς το πρώτο σκέλος του υποδηλώνει μια ανάγκη δημιουργίας νέας γλώσσας, καινούριας επικοινωνίας σ’ αυτό το δίπολο του δημιουργού με τον αναγνώστη.
Από την άλλη, η εμφανής αριστοκρατική διάσταση της ποίησής του — ο Πολύζος θεωρώ πως γράφει για μυημένους και πείσμονες αναγνώστες, παρά για όσους πρόκειται να μυηθούν — ενδεχομένως να μας φέρει στο νου και τους Κρεολούς αριστοκράτες στα χρόνια της ισπανικής κυριαρχίας στη Λατινική Αμερική.
Στα δικά μου όρια βέβαια, η «Κρεολή» συμβόλιζε απλώς την αίγλη της θαλαμηγού του Νιάρχου και τα καπρίτσια της τότε διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, επί χούντας.
Με το δεύτερο συστατικό «Σελήνη» ερμηνεύω την ανάγκη ενός ρομαντικά φορτισμένου προσδιορισμού που πάντα σηματοδοτούσε η κρυφή γοητεία του φεγγαριού: «το καλοκαίρι εκείνο μέτρησα / τρία ολόγιομα φεγγάρια».
Να σημειώσω καταρχήν τη διαλεκτική σχέση και συνέχεια της δουλειάς του, καθώς ο κατά κόσμον Βασίλης Πολύζος, και ο blogger Αιμίλιος, φιγουράρουν σήμερα, τόσο στο εισαγωγικό / συνδετικό των προηγουμένων μαδριγάλι της σελίδας 9, —πρωτοσυναντήσαμε την κρεολή Σελήνη στη συλλογή «ηλιακό ποδήλατο» του 2003 —, όσο και στη σελίδα 24 της νέας συλλογής, με τον Αιμίλιο να συναναστρέφεται (;) την όμορφη Χριστίνα (;) κατά την Κρίστα Μπελ της Νορμανδής ηρωίδας του. Ας μου επιτραπούν οι όποιες αυθαίρετες αναγνώσεις / παρανοήσεις αφού ούτως ή άλλως στην ποίηση του Πολύζου υπάρχει άπλετος ζωτικός χώρος για προσωπική ερμηνεία, κατανόηση, συμμετοχή, αναζήτηση και απόλαυση. Άλλωστε νομίζω ότι είναι στην αντίληψή του αυτού του είδους οι παραποιήσεις / παιχνιδίσματα, αφού επιδιώκει να κάνει κάθε φορά τον αναγνώστη συμμέτοχο, κι όχι απλό αποδέκτη των όσων ποιητικά καταθέτει.
Ως προς τις εναλλαγές / τεχνοτροπίες της ποίησης θα διακινδυνεύσω μια διασταλτική προσέγγιση των ορισμών του Θρασύβουλου Σταύρου και θα κάνω λόγο για σχήμα Υπερβατό ή Διασκέλισμα: όταν δηλαδή ο ένας στίχος συνεχίζεται / επαναλαμβάνεται, για να δοθεί έμφαση και να ολοκληρωθεί το νόημα, (ή το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα), σε δεύτερο ή σε τρίτο στίχο. Έξοχο παράδειγμα το ποίημα «Άμστερνταμ» της σελίδας 23 και το παιχνίδι με τις εκδόσεις Penguin: περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / μια μπλε τεχνοτροπία / διαβάζει ποίηση πιγκουίνου // περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / μια καλόγρια σε τεχνοτροπία πιγκουίνου / διαβάζει μπλε ποίηση // επάνω μου περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / ένας πιγκουίνος σε τεχνοτροπία ποίησης / διαβάζει μια μπλε κοπέλα Τώρα, ας κάνουμε το συσχετισμό (ενδεχομένως επίσης αυθαίρετο) της μπλε κοπέλας με την Κρίστα Μπελ της σελίδας 25. Μια και μιλάμε για σχήματα ας σημειώσουμε επίσης και την ακροστιχίδα με την οποία καταπιάνεται συχνά στις ποιητικές του συλλογές ο Πολύζος, κι εν προκειμένω το ποίημα της σελίδας 46 όπου οι ασκήσεις ύφους πίσω από το παρμπρίζ μπορεί να χαράξουν σε γραμμική Α΄ διαλογής το γράμμα V με καταληκτικά τη Βούλα λατινιστί και την ακρόαση: vortex.
Τη θέση της χιουμοριστικής/(αυτό)σαρκαστικής — σχεδόν αποδομητικής — διάθεσης των προηγούμενων συλλογών καταλαμβάνει, εδώ, η νοσταλγία: μα τη νοσταλγία της κίνησης, ο απόμακρος ερωτισμός, η ηδονή και η γλυκιά αποστασιοποίηση όχι ως προς το συμβάν αλλά ως προς το χρόνο της τέλεσής του: «κάποτε κοίταζα με άλλα μάτια», ή «κράτησα την ανάσα μου / όσην ώρα στο φως / ο πευκώνας / έβλεπε όνειρα», ή «θυμόμαστε μόνο τις μέρες / που η Λίβια έπαιζε με τον ήλιο / στο λόφο τον παλατίνο». Δε λείπουν κι εδώ τα έως υπερβολής παιχνίδια: φιλιά φιλιά / kisses kisses / στα χαμόκλαδα φτεροκοπούσαν κίσσες, αλλά το κράμα ερωτικό-τραγικό-ειρωνικό νομίζω ότι κυριαρχεί: αυτά τα πουλιά / δεν ταιριάζουν / στον τοίχο του σαλονιού.
Δεν ξέρω αν είναι δόκιμο και εύστοχο λογοτεχνικά να προσδιορίζουμε την ποίηση με το απλό αλλά συνάμα περιεκτικό επίθετο «γλυκύς». Όπως περίπου και τις κοπέλες, όπου ο χαρακτηρισμός «γλυκιά» παραμένει ασφαλής πάντα για ένα πρώτο κοίταγμα. Κι όμως, παρά τον όποιο κίνδυνο απλουστεύσεων, αλλά και εκπλήξεων που είμαι βέβαιος ότι κρύβει η δεύτερη και τρίτη ανάγνωση του βιβλίου του, θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός «γλυκιά ποίηση» είναι περιεκτικός και καίριος. Συχνά αισθανόμαστε την ανάγκη της απόλαυσης, της ονειροπόλησης, της αισθαντικότητας, κάτι σαν τα παλιά view master των παιδικών μας χρόνων. Φτάνουν οι (δήθεν) πειραματισμοί, οι υπονοήσεις και τα ασυνάρτητα ενδόμυχα. Ίσως γι’ αυτό να είναι η ώρα, μέσα από τις αλλεπάλληλες εικόνες, τις όμορφες φράσεις: η ωραιότης των αστραγάλων, ιερουργίες της άνοιξης, δάκρυ πεύκου, χημικά φιλιά, υπερόπτες μηροί, τα (σ.σ. δυστυχώς επίκαιρα λόγω του τραγικού Φουκουσίμα) μπεκερέλ του γυμνού, μέσα από ρομαντικά συνταιριασμένα ρήματα: να μπουμπουκιάσουν στο φράχτη, κοιμήθηκε η θάλασσα στην αγκαλιά σου, κρατάει αχνό τον ήλιο επάνω μας, η Μαγδαληνή κομίζει μύρα / προ του ενταφιασμού μου, να συνάξουμε τα χαρισματικά του επίθετα όπως: αναγερτή, συλλεκτική γυναίκα, ασελγείς πασχαλιές, ευαίσθητη υγρασία γυναικός, υπαινιγμούς ηδονής, τα εντέχνως διατυπωμένα μέρη του λόγου: «οι σχεδόν γάτες», ή άσε τον ήλιο να μ’ απλώσει / τοιχογραφία του έρωτα / όπως τότε, μέσα από εύστοχες παρομοιώσεις: «το φως γλιστράει ανάμεσα / στις πευκοβελόνες τους / σαν χέλι», ή «τώρα η Σελήνη μου / βγάζοντας τα’ ασημένια πέδιλά της / θα λυθεί στα νερά του καθρέφτη», ίσως λοιπόν είναι η ώρα να χαρούμε δίχως μεταμοντέρνες ενοχές τους στίχους: «με το άνθος του καλαμποκιού / το χνούδι σου φυτρώνει επάνω μου», ή «ξανά και ξανά / μια πρόβα βροχής / στο έρημο πάρκο».
Όχι πως λείπει η τραγικότητα, ή για το πω αμβλυμμένα «μια πικρή ματιά» από την ποίησή του: κι όμως απλώναμε τα χέρια να την αγκαλιάσουμε / μέσα από το παράθυρο, ή κρατούσε δυο φτερά τυλιγμένα σε σελοφάν, ή, «ποιος θα σε φροντίσει είπε / σε λίγο ξημερώνει / θα χαθούμε», ή «θα διαβάσουν / το τελευταίο σου μήνυμα / με υπαινιγμούς λουλουδιών». Όμως σχεδόν αμέσως ο Πολύζος φαίνεται πως ξορκίζει το κακό του συμβατικού ρομαντισμού: «παρακαλώ όχι μελό / όχι ήμαρτον θε μου», συνδέοντας πεταλούδες με στενογραφία, τις ρίμες με τα ψίχουλα που πετούσαμε στην άμμο για τα σπουργίτια, τα ψηφιδωτά κορίτσια στο ξωκλήσι, με τα φούξια χείλη τύπου μέριλιν σε ακρυλικό. Αποδεικνύοντας το ανεξάντλητο των ελληνικών λόγων και της ποιητικής τέχνης. Εκεί ανάμεσα στο συγκεκριμένα αόριστο και στο νεφελωδώς προσδιορισμένο: σε μια παραλία απέριττη / 9–11 π.μ. και 5–7 μ.μ. γεμάτη καλοκάγαθους συνταξιούχους, 20 ιουλίου του προφητηλιού, για παράδειγμα, καταφέρνει «μικρά θαύματα να γίνονται / κάθε μέρα // Αρκεί να φυσήξει αύρα λεπτή / κι οι λεμονιές στον κήπο / θα ψιθυρίσουν δεκαπεντασύλλαβο». Τα ποιήματα τουλάχιστον συνθέτουν τέλειους κόσμους και προσφέρονται απλόχερα για αλχημείες, πλάνες, ενατενίσεις, και το κυριότερο: για πολλαπλές αξιοποιήσεις του νου, της ψυχής και της ζωής μας. Για τα πολλά απαραίτητα που οφείλουμε να διασώζουμε σε δίσεκτα χρόνια, όπως τα δικά μας.
Στη φωτογραφία (από αριστερά): Δημήτρης Παπαχρήστος, Μαρία Ροδοπούλου, Κώστας Κρεμμύδας και Μηνάς Ταταλίδης (από την παρουσίαση της Κρεολής Σελήνης στη Στοά του Βιβλίου). |
Κρεολή καλείται μια πρώην πίτζιν γλώσσα, ένας απλοποιημένος αυτοσχέδιος τρόπος επικοινωνίας, ένα είδος «γλώσσας του σώματος» εν εξελίξει. Οι κρεολές είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ποικιλίας γλωσσών που εξελίσσονται/διαμορφώνονται χάρη στη μεταξύ τους επαφή. Κι εδώ ερμηνεύω/προσδιορίζω την επιλογή του τίτλου στο νέο βιβλίο του Βασίλη Πολύζου· ένα αίτημα δηλαδή απλουστευμένης και συνάμα πολύπλοκης, άρα απαιτητικής ποιητικής/καλλιτεχνικής λειτουργίας: «τόσα μηνύματα στέλνει η σιγανή βροχή / κι ο άνεμος γράφει κάθε μέρα στο πρόσωπό μου / είμαι ένα συναξάρι / είμαι η βαϊοφόρος / είμαι η γραφή πάνω στην άμμο / που δεν πρόλαβες να διαβάσεις». Κατά τη γνώμη μου ο τίτλος «Κρεολή Σελήνη», ως προς το πρώτο σκέλος του υποδηλώνει μια ανάγκη δημιουργίας νέας γλώσσας, καινούριας επικοινωνίας σ’ αυτό το δίπολο του δημιουργού με τον αναγνώστη.
Από την άλλη, η εμφανής αριστοκρατική διάσταση της ποίησής του — ο Πολύζος θεωρώ πως γράφει για μυημένους και πείσμονες αναγνώστες, παρά για όσους πρόκειται να μυηθούν — ενδεχομένως να μας φέρει στο νου και τους Κρεολούς αριστοκράτες στα χρόνια της ισπανικής κυριαρχίας στη Λατινική Αμερική.
Στα δικά μου όρια βέβαια, η «Κρεολή» συμβόλιζε απλώς την αίγλη της θαλαμηγού του Νιάρχου και τα καπρίτσια της τότε διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, επί χούντας.
Με το δεύτερο συστατικό «Σελήνη» ερμηνεύω την ανάγκη ενός ρομαντικά φορτισμένου προσδιορισμού που πάντα σηματοδοτούσε η κρυφή γοητεία του φεγγαριού: «το καλοκαίρι εκείνο μέτρησα / τρία ολόγιομα φεγγάρια».
Να σημειώσω καταρχήν τη διαλεκτική σχέση και συνέχεια της δουλειάς του, καθώς ο κατά κόσμον Βασίλης Πολύζος, και ο blogger Αιμίλιος, φιγουράρουν σήμερα, τόσο στο εισαγωγικό / συνδετικό των προηγουμένων μαδριγάλι της σελίδας 9, —πρωτοσυναντήσαμε την κρεολή Σελήνη στη συλλογή «ηλιακό ποδήλατο» του 2003 —, όσο και στη σελίδα 24 της νέας συλλογής, με τον Αιμίλιο να συναναστρέφεται (;) την όμορφη Χριστίνα (;) κατά την Κρίστα Μπελ της Νορμανδής ηρωίδας του. Ας μου επιτραπούν οι όποιες αυθαίρετες αναγνώσεις / παρανοήσεις αφού ούτως ή άλλως στην ποίηση του Πολύζου υπάρχει άπλετος ζωτικός χώρος για προσωπική ερμηνεία, κατανόηση, συμμετοχή, αναζήτηση και απόλαυση. Άλλωστε νομίζω ότι είναι στην αντίληψή του αυτού του είδους οι παραποιήσεις / παιχνιδίσματα, αφού επιδιώκει να κάνει κάθε φορά τον αναγνώστη συμμέτοχο, κι όχι απλό αποδέκτη των όσων ποιητικά καταθέτει.
Ως προς τις εναλλαγές / τεχνοτροπίες της ποίησης θα διακινδυνεύσω μια διασταλτική προσέγγιση των ορισμών του Θρασύβουλου Σταύρου και θα κάνω λόγο για σχήμα Υπερβατό ή Διασκέλισμα: όταν δηλαδή ο ένας στίχος συνεχίζεται / επαναλαμβάνεται, για να δοθεί έμφαση και να ολοκληρωθεί το νόημα, (ή το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα), σε δεύτερο ή σε τρίτο στίχο. Έξοχο παράδειγμα το ποίημα «Άμστερνταμ» της σελίδας 23 και το παιχνίδι με τις εκδόσεις Penguin: περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / μια μπλε τεχνοτροπία / διαβάζει ποίηση πιγκουίνου // περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / μια καλόγρια σε τεχνοτροπία πιγκουίνου / διαβάζει μπλε ποίηση // επάνω μου περνάει το τραμ / με νωπά τα σημάδια του Άμστερνταμ // στο παράθυρο / ένας πιγκουίνος σε τεχνοτροπία ποίησης / διαβάζει μια μπλε κοπέλα Τώρα, ας κάνουμε το συσχετισμό (ενδεχομένως επίσης αυθαίρετο) της μπλε κοπέλας με την Κρίστα Μπελ της σελίδας 25. Μια και μιλάμε για σχήματα ας σημειώσουμε επίσης και την ακροστιχίδα με την οποία καταπιάνεται συχνά στις ποιητικές του συλλογές ο Πολύζος, κι εν προκειμένω το ποίημα της σελίδας 46 όπου οι ασκήσεις ύφους πίσω από το παρμπρίζ μπορεί να χαράξουν σε γραμμική Α΄ διαλογής το γράμμα V με καταληκτικά τη Βούλα λατινιστί και την ακρόαση: vortex.
Τη θέση της χιουμοριστικής/(αυτό)σαρκαστικής — σχεδόν αποδομητικής — διάθεσης των προηγούμενων συλλογών καταλαμβάνει, εδώ, η νοσταλγία: μα τη νοσταλγία της κίνησης, ο απόμακρος ερωτισμός, η ηδονή και η γλυκιά αποστασιοποίηση όχι ως προς το συμβάν αλλά ως προς το χρόνο της τέλεσής του: «κάποτε κοίταζα με άλλα μάτια», ή «κράτησα την ανάσα μου / όσην ώρα στο φως / ο πευκώνας / έβλεπε όνειρα», ή «θυμόμαστε μόνο τις μέρες / που η Λίβια έπαιζε με τον ήλιο / στο λόφο τον παλατίνο». Δε λείπουν κι εδώ τα έως υπερβολής παιχνίδια: φιλιά φιλιά / kisses kisses / στα χαμόκλαδα φτεροκοπούσαν κίσσες, αλλά το κράμα ερωτικό-τραγικό-ειρωνικό νομίζω ότι κυριαρχεί: αυτά τα πουλιά / δεν ταιριάζουν / στον τοίχο του σαλονιού.
Δεν ξέρω αν είναι δόκιμο και εύστοχο λογοτεχνικά να προσδιορίζουμε την ποίηση με το απλό αλλά συνάμα περιεκτικό επίθετο «γλυκύς». Όπως περίπου και τις κοπέλες, όπου ο χαρακτηρισμός «γλυκιά» παραμένει ασφαλής πάντα για ένα πρώτο κοίταγμα. Κι όμως, παρά τον όποιο κίνδυνο απλουστεύσεων, αλλά και εκπλήξεων που είμαι βέβαιος ότι κρύβει η δεύτερη και τρίτη ανάγνωση του βιβλίου του, θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός «γλυκιά ποίηση» είναι περιεκτικός και καίριος. Συχνά αισθανόμαστε την ανάγκη της απόλαυσης, της ονειροπόλησης, της αισθαντικότητας, κάτι σαν τα παλιά view master των παιδικών μας χρόνων. Φτάνουν οι (δήθεν) πειραματισμοί, οι υπονοήσεις και τα ασυνάρτητα ενδόμυχα. Ίσως γι’ αυτό να είναι η ώρα, μέσα από τις αλλεπάλληλες εικόνες, τις όμορφες φράσεις: η ωραιότης των αστραγάλων, ιερουργίες της άνοιξης, δάκρυ πεύκου, χημικά φιλιά, υπερόπτες μηροί, τα (σ.σ. δυστυχώς επίκαιρα λόγω του τραγικού Φουκουσίμα) μπεκερέλ του γυμνού, μέσα από ρομαντικά συνταιριασμένα ρήματα: να μπουμπουκιάσουν στο φράχτη, κοιμήθηκε η θάλασσα στην αγκαλιά σου, κρατάει αχνό τον ήλιο επάνω μας, η Μαγδαληνή κομίζει μύρα / προ του ενταφιασμού μου, να συνάξουμε τα χαρισματικά του επίθετα όπως: αναγερτή, συλλεκτική γυναίκα, ασελγείς πασχαλιές, ευαίσθητη υγρασία γυναικός, υπαινιγμούς ηδονής, τα εντέχνως διατυπωμένα μέρη του λόγου: «οι σχεδόν γάτες», ή άσε τον ήλιο να μ’ απλώσει / τοιχογραφία του έρωτα / όπως τότε, μέσα από εύστοχες παρομοιώσεις: «το φως γλιστράει ανάμεσα / στις πευκοβελόνες τους / σαν χέλι», ή «τώρα η Σελήνη μου / βγάζοντας τα’ ασημένια πέδιλά της / θα λυθεί στα νερά του καθρέφτη», ίσως λοιπόν είναι η ώρα να χαρούμε δίχως μεταμοντέρνες ενοχές τους στίχους: «με το άνθος του καλαμποκιού / το χνούδι σου φυτρώνει επάνω μου», ή «ξανά και ξανά / μια πρόβα βροχής / στο έρημο πάρκο».
Όχι πως λείπει η τραγικότητα, ή για το πω αμβλυμμένα «μια πικρή ματιά» από την ποίησή του: κι όμως απλώναμε τα χέρια να την αγκαλιάσουμε / μέσα από το παράθυρο, ή κρατούσε δυο φτερά τυλιγμένα σε σελοφάν, ή, «ποιος θα σε φροντίσει είπε / σε λίγο ξημερώνει / θα χαθούμε», ή «θα διαβάσουν / το τελευταίο σου μήνυμα / με υπαινιγμούς λουλουδιών». Όμως σχεδόν αμέσως ο Πολύζος φαίνεται πως ξορκίζει το κακό του συμβατικού ρομαντισμού: «παρακαλώ όχι μελό / όχι ήμαρτον θε μου», συνδέοντας πεταλούδες με στενογραφία, τις ρίμες με τα ψίχουλα που πετούσαμε στην άμμο για τα σπουργίτια, τα ψηφιδωτά κορίτσια στο ξωκλήσι, με τα φούξια χείλη τύπου μέριλιν σε ακρυλικό. Αποδεικνύοντας το ανεξάντλητο των ελληνικών λόγων και της ποιητικής τέχνης. Εκεί ανάμεσα στο συγκεκριμένα αόριστο και στο νεφελωδώς προσδιορισμένο: σε μια παραλία απέριττη / 9–11 π.μ. και 5–7 μ.μ. γεμάτη καλοκάγαθους συνταξιούχους, 20 ιουλίου του προφητηλιού, για παράδειγμα, καταφέρνει «μικρά θαύματα να γίνονται / κάθε μέρα // Αρκεί να φυσήξει αύρα λεπτή / κι οι λεμονιές στον κήπο / θα ψιθυρίσουν δεκαπεντασύλλαβο». Τα ποιήματα τουλάχιστον συνθέτουν τέλειους κόσμους και προσφέρονται απλόχερα για αλχημείες, πλάνες, ενατενίσεις, και το κυριότερο: για πολλαπλές αξιοποιήσεις του νου, της ψυχής και της ζωής μας. Για τα πολλά απαραίτητα που οφείλουμε να διασώζουμε σε δίσεκτα χρόνια, όπως τα δικά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου