Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 26 Μαρτίου 2011 »»
Ο άσπρος άνθρωπος που ανέβηκε στη σκηνή έκανε μερικά σταθερά βήματα, τράβηξε το σκαμπό, κάθησε και άρχισε να ξεκοιλιάζει το πιάνο. Τράβαγε τα εντόσθιά του με μανία και σχηματίζουν στρατό.
Από το εσωτερικό της κοιλιάς του έβγαιναν οι ανάπηρες νότες, σαν κομμένοι κορμοί δέντρων. Σπασμένες φλέβες. Τα σπλάχνα είναι κάτι που δύσκολα συμβαίνει. Μαζεύτηκαν μετά ένα σωρό και άρχισαν να πέφτουν με δύναμη πάνω στους θεατές.
Στην άκρη της σκηνής, ο τυφλός κιθαρίστας έπαιζε τις χορδές μ' ένα δοξάρι. Σηκωνόταν καπνός και μύριζε σαν καμένο λάστιχο και η χορδή πάνω στο πληγωμένο τάστο, σαν σηκωμένο αντρικό μόριο που αργούσε να τελειώσει.
ΜΙΑ γυναικεία φωνή αποστήθιζε τη δυσλεξία του Μπέκετ, και ήταν ψαλμός. Κολάσεως, πως - να - πω, πως - να - πως - πως - να - πω.
Έπειτα μπήκε ο Γουέιτς μες στο μαύρο παλτό του, σαν Τσάρλι Τσάπλιν, με την παλιομοδίτικη αγάπη του αγκαζέ και βούλιαξε στο μέσο της αίθουσας. Μετανάστης του 1917. Μίλησε ελάχιστα με το φάντασμα του Μπρεχτ, πήραν ο καθένας το δικό του αριθμό και ασχολήθηκαν με το παραμιλητό των οργάνων.
Ο άσπρος άνθρωπος του πιάνου κοίταζε μια παράξενη παρτιτούρα από εικόνες. Αυτός και ο ντράμερ ήταν δυο πόλεις που βρίσκονταν σε θρησκευτικό πόλεμο. Η μια ήθελε να αλλάξει την πίστη της άλλης. Ενδιάμεσα έπεφταν οι νεκροί ήρωες και οι νεκρές λέξεις. Οι νεκρές ηλικίες ζωής. Η φωνή του Μπέκετ συγκέντρωνε αιχμαλώτους και τους μοίραζε στην αίθουσα. Το πιάνο κινδύνευε να διαλυθεί.
Ο άσπρος άνθρωπος ξεκάρφωσε την επιδερμίδα του και άρχισε με αυτήν να βαράει τα πιατίνια του ντράμερ. Μετά έβγαλε τα νύχια του και τα έσυρε πάνω στη μεταλλική επιφάνεια. Οι εικόνες περνούσαν μέσα, έμπαιναν στους νευρώνες του εγκεφάλου, και ξαφνικά έγινε μουσική.
Πως - να - πω - πω - πως - να - να - πω - πω. Αυτή είναι όλη η μουσική. Ολη η μουσική είναι μετά απ' αυτό που είναι η μουσική. Ερχεται μετά, σαν άγγελμα και τίποτε άλλο. Γιατί όλη η μουσική είναι τίποτε άλλο. Αβάσταχτη, βουτάει μέσα στα μάτια των ανθρώπων και τίποτε άλλο.
ΤΟ πιάνο έχει πιει τις εικόνες, αρχίζει να στεγνώνει ο οισοφάγος του. Εξω βρέχει. Η βροχή μπαίνει σαν δίψα μέσα στην αίθουσα και αγκαλιάζει τους μουσικούς. Ο,τι είναι να χαλάσει το βλέμμα θα αποβληθεί. Κάποιος να πάρει το κονσέρτο και να το κόψει με το ψαλίδι. Να αφήσει την ανάμνηση της μουσικής σε κάθε ανθρώπινο όριο.
Ο άνθρωπος του πιάνου — που παρέμεινε άσπρος σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας- πήρε ένα εργαλείο μακρύ, ξεβίδωσε όλη την αίθουσα, τους μουσικούς, τους θεατές, τη βροχή και τις εικόνες, τα δίπλωσε όλα σε ένα κουτί και έγινε πάλι μουσική. Αβάσταχτη.
Γιατί όλη η μουσική είναι σαν άγγελμα. Και τίποτε άλλο.
[για τη μουσική παράσταση cinepoeme του Σάκη Παπαδημητρίου, στις 24 Φεβρουαρίου 2011, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών]
Σταύρος Σταυρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου