Καλησπέρα αγαπητοί φίλοι, Αποφάσισα να ξεκινήσω την παρουσίαση αυτή, όχι με επαίνους, αλλά με ενστάσεις. Διευκρινίζω: ενστάσεις τρίτων. Έτσι, θέλω στο ξεκίνημα να κάνω τον συνήγορο όχι του διαβόλου—άλλωστε διαβόλους έχει πολλούς μέσα του ο Σταυρόπουλος, ώστε να μην χρειάζεται άλλη συνηγορία—, αλλά του… αγγέλου! Εξ άλλου, τα ερωτήματα που θα θέσω αφορούν περισσότερο τους πουρίστες, οι οποίοι, ως γνωστόν έχουν συνήθως λευκά φτερά.
Πρώτο ερώτημα ή, μάλλον, πρώτη ένσταση. Αυτό είναι ένα έργο ψευδεπίγραφο. Είναι μυθιστόρημα; Χμμ… Εδώ, ο Σταυρόπουλος, μολονότι μνημονεύει τον Κλιμτ, ευφυώς ακολουθεί τον René Magritte, ο οποίος, ως γνωστόν, ζωγράφισε μια πίπα και ονόμασε τον πίνακα «Αυτό δεν είναι μια πίπα». Ο Σταυρόπουλος έγραψε ένα ποίημα en prose και διευκρινίζει με έμφαση πως «αυτό δεν είναι ποίημα», είναι προσχέδιο για ένα μυθιστόρημα. Στην ουσία το βιβλίο αυτό είναι η μαγιά, ο αόρατος χώρος, ο εναλλασσόμενος χρόνος, οι χαμηλόφωνοι διάλογοι ενός δυνάμει μεγάλου μυθιστορήματος. Σ’ αυτούς τους πυλώνες, αν ήταν μπεστσελερίστας, ο Σταυρόπουλος θα είχε προσθέσει άλλες 300 αδιάκριτες σελίδες δράσης. Η διακριτικότητά του—εν προκειμένω—έγκειται στο ότι κράτησε με λαβίδα χρυσοχόου μόνο όσα συντελούνται στον εσωτερικό χώρο της ψυχής και καλλιέργησε σχολαστικά τα συναισθήματα. Στην ουσία έκοψε όλα τα περιττά λίπη και κράτησε μόνο τη λύπη. Ή, όπως λέει ο ίδιος, «τη λύπη του δέρματος». (23)
Ενίστανται και πάλι οι άγγελοι. «Μα το μυθιστόρημα αφηγείται μία ιστορία. Έχει αρχή, μέση και τέλος». Μα, αγαπητοί εν Ακαδημαϊσμώ αδελφοί, και εδώ υπάρχει μία ιστορία και μάλιστα συναρπαστική, με μεταπτώσεις, αμφισβητήσεις, αρνήσεις, καταφάσεις, παραδοχές, αναμνήσεις. Κι ύστερα, να σας θυμίσω τον ιδιοφυή Godard, ο οποίος τελεσιδίκως έχει ξεκαθαρίσει: «Κάθε ταινία έχει αρχή, μέση και τέλος—αλλά όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά». Δεν ξέρω αν ο Σταυρόπουλος γνώριζε αυτόν τον αφορισμό, όμως τον εφαρμόζει άριστα καθώς, πολύ πριν απ’ το τέλος του βιβλίου, σπεύδει να γράψει: «Το τέλος του έρωτα είναι ο έρωτας».
Ακόμα θα πουν: Μα το μυθιστόρημα έχει ήρωες, πρόσωπα. Α, όλα κι όλα. Εδώ ο Σταυρόπουλος πετυχαίνει διάνα. Όχι μόνο γιατί έχει πρόσωπα, αλλά τα ονοματίζει κιόλας προλογικά. Ακούτε πώς τα ορίζει: —Εγώ —Εσύ —Αυτό —Και το άλλο Ας δούμε τους δύο πρωταγωνιστές, δηλ. τον Εγώ και την Εσύ. Θα λέγαμε, για τον πρωταγωνιστή ενός συνήθους μυθιστορήματος, για να τον ορίσουμε ψυχογραφικά και κοινωνικά: Ο Α. είναι σχετικά νέος. Γύρω στα… Σπούδασε εδώ… Εργάζεται εκεί… Είναι φιλόδοξος, αλλά γεμάτος ανασφάλειες. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Έχει μια ουλή στο μέτωπο. Έχει σχέση με τη Β., μια δύσκολη σχέση με πολλά προβλήματα. Γοητεύεται από την τεχνολογία και αγαπά με πάθος τη μουσική. Έχει έναν αγαπημένο σκύλο. Πίνει πολύ, ιδιαίτερα τα βράδια… κ.λπ. κ.λπ. Αντιθέτως, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες, ο Σταυρόπουλος ορίζει με διαφορετικό τρόπο τον ήρωά του, τον Εγώ. Τον εμφανίζει να έχει επιφυλάξεις για τα ενδυματολογικά λάθη εκείνου του καλοκαιριού. Να πεθαίνει κάθε απόγευμα σε κάθε τετραγωνικό μέτρο. Να μένει ακίνητος από τη μαθητεία του σε κείνην. Πιστεύει ακράδαντα πως το πιο ενδιαφέρον από τα αισθήματα, είναι η αδιαφορία. Θα ήθελε να είναι ταχυδακτυλουργός. Ονειρεύεται να σιδερώσει πάλι τη ζωή στη ζωή του. Στον τόπο της εκτέλεσης δένει εκείνος τα μάτια του δήμιου. Σκέπτεται να εγκατασταθεί μονίμως σ’ ένα καρφί. Δηλώνει πως δεν ήταν ποτέ υπέρ των φωνηέντων. Και βέβαια—σημαντικό—, ο Εγώ δεν γράφει πια. Γράφεται. Αυτά τα ελάχιστα που παρέθεσα, αρκούν θαρρώ για να αποδείξουν πόσο πιο σύνθετος, πιο πολυεπίπεδος, πιο αντιφατικός και—εντέλει—πιο ενδιαφέρων είναι ο ήρωας του Σταυρόπουλου, σε σχέση με έναν κοινό πρωταγωνιστή, από εκείνους που κυκλοφορούν μέσα στις γραμματοσειρές εκατοντάδων τυπογραφικών άλλων βιβλίων. Θα μπορούσα πολλά να πω και για την ηρωίδα του, την Εσύ. Μου αρκεί όμως ελάχιστα να σταχυολογήσω: είναι εκείνη που ένας σπασμένος καθρέφτης λιώνει ανάμεσα στους ώμους της, εκεί όπου παλιά ήταν το πρόσωπό της. Τα χέρια της είναι μια κυβέρνηση χαδιού, το στόμα της μια συγκομιδή γλώσσες, πάντα γκρεμίζεται προς τα μένα—μ’ έναν τρόπο που είναι μεταδοτικός και είναι τόσο απούσα που σχεδόν είναι παντού: ένας θάνατος σε συνέχειες που κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις. Όσο για τα άλλα πρόσωπα του έργου, το «αυτό» και το «άλλο», παρεμβαίνουν για να σχολιάσουν, κάποτε δηκτικά. Π.χ., ακούστε τον διάλογο των δύο ηρώων. Σ’ αγαπώ μου λες. Και γω σ’ αγαπώ. Ε, και; Αυτό το «Ε, και;» που δυναμιτίζει τη στιγμή και την ατμόσφαιρα, είναι σαν να ακούγεται από αυτό το τρίτο πρόσωπο. Κάποτε επίσης το «αυτό» ή «το άλλο» λειτουργούν σαν αφηγητές, σαν ουδέτεροι παρατηρητές της ερωτικής δράσης, κυρίως σε κείνα τα μονόστιχα ιντερλούδια που κατά κάποιο τρόπο διακόπτουν την αφήγηση και αποφορτίζουν το κλίμα—με αφοριστική διάθεση. Ακούστε: Σχέδιο 29 Αληθινό είναι μόνο ό,τι ονειρευόμαστε. Σχέδιο 31 Ο ορίζοντας σπαταλήθηκε άδικα. Σχέδιο 86 Πιο νύχτα δεν γίνεται. Σχέδιο 101 Κάθε σχέση είναι ένα μνημόσυνο. Ο θάνατός της έχει προηγηθεί. Σχέδιο 108 Να είναι αυτή η τελευταία γοητεία; Είναι οι ίδιοι που αφήνουν στις σελίδες να κυλήσουν μελωδίες—σαν να είναι ιδιότυποι πομποί—των Beatles, των Rolling Stones, του Dylan, του Van Morrison, του Neil Young.
Μπορώ, ωστόσο, να ακούσω και μια άλλη ένσταση από τις τάξεις των αγγέλων. Είναι ένα έργο ανώριμο και ανολοκλήρωτο, γιατί δεν δίνει απαντήσεις, δεν ξεκαθαρίζει, δεν τελεσιδικεί. Πρώτον, ερωτικά μιλώντας, δεν νομίζω πως φαντάστηκε κανείς σ’ αυτήν την αίθουσα ότι υπάρχει
ώριμη ερωτική εξομολόγηση. Δεύτερον, λογοτεχνικά μιλώντας, η ωριμότητα του συγγραφέα έγκειται στην ανωριμότητα να μη γνωρίζει τις απαντήσεις. Δουλειά του είναι να θέτει ερωτήματα και μόνο. Το σημείο στίξης του συγγραφέα είναι το ερωτηματικό. Και αυτό, ο Σταυρόπουλος, άριστα το χειρίζεται. Θέτει υποδόρια ερωτήματα για τον έρωτα, αλλά και τον χρόνο και το θάνατο και την μοναξιά, σε μια εμπύρετη κατάθεση που ο ίδιος ονομάζει μυθιστόρημα. Εγώ μπορώ να του προσφέρω μια άλλη, σύνθετη ονομασία, την οποία η δομή του μου ενέπνευσε: μυθιστόρημα χάι κου! Θέλω τελειώνοντας να προσθέσω τρία πράγματα: Πρώτον, πως αυτή η αυθάδης προσέγγισή του στο είδος, δεν θα μπορούσε καλύτερα να στεγασθεί παρά σε εκδόσεις που έχουν το όνομα «Απόπειρα». Δεύτερον, να διαβάσω από το Σχέδιο αρ. 91, μία φράση που ανάμεσα σε πολλές, ιδιαίτερα με συγκίνησε, και δείχνει εύγλωττα την ικανότητα γραφής και δημιουργικού προβληματισμού του Σταυρόπουλου: «Ας καίει ακόμη το φως από κείνη τη χάρτινη λάμπα, αριστερά, όπως μπαίνεις στο φόβο» Τρίτον—και τελευταίο—αφού ο συγγραφέας, με τέτοια απόλυτη βεβαιότητα δηλώνει πως «Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια», δεν έχω, ως γοητευμένος αναγνώστης, παρά να συμφωνήσω αντιφωνώντας «κομμάτια να γίνει!» Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου