Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης |
La vie est belle et facile, 21 Ιουνίου 2010
Mια Ελλάδα ορατή αλλά αθέατη »»
(Το είχα γράψει πριν από κάποια χρόνια, το υπενθυμίζω σήμερα — μιας και το μεταγράφω σε μυθιστόρημα)
[Εγκυκλοπαίδεια pocket-Δομή, Ελλάδα, Τόμος Ι, Ιστορία-Πολιτισμός, σελ. 533-535]
Υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν όψεις του ελληνικού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού βίου, που αν και ορατές και ακμαίες, αργούν να εντοπιστούν, να σχολιαστούν, ακόμη και να καταγραφούν, και παραμένουν αθέατες για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε μια τέτοια όψη. Η Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από αλλεπάλληλους διχασμούς – έως το 1974 ακόμη, η μισή ελληνική πραγματικότητα τελούσε υπό παρανομία- και έτσι οι φωνές που δεν στρατεύονταν με τη μια ή την άλλη πλευρά είτε παρέμεναν στην αφάνεια είτε περιφρονούνταν, κατασυκοφαντούνταν και διώκονταν και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, στην καλύτερη περίπτωση, δέσποζε η αδιαφορία.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, το 1949, επιχείρησε την αποκατάσταση αυτής της πραγματικότητας, του ρεμπέτικού, και το έκανε υποδειγματικά , αποφεύγοντας του ακραίους τόνους, υιοθετώντας μια φωνή νηφάλια και συνάμα τρυφερή, «η εποχή μας»έλεγε πριν από μισό αιώνα, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται, φυσικά, μόνο στο τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία». Τηρουμένων τω ν αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, μετά τέλος του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου.
Πέραν του ρεμπέτικου, στη χώρα μας παρέμειναν είτε κρυμμένα μυστικά είτε μαύρα πρόβατα οι όποιες τάσεις πρωτοποριακής ή / και εναλλακτικής έκφρασης και τέχνης. Κατηγορήθηκαν ως παράλογες, αλλοπρόσαλλες, ακατανόητες, ξενόφερτες, όλες εκείνες οι απόπειρες Ελλήνων δημιουργών να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους με τις αντίστοιχες που έθαλλαν στην αλλοδαπή, πότε στο Παρίσι, πότε στη Νέα Υόρκη. Ο όρος «υπερρεαλισμός» έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί από την κατασυκοφάντηση και την καταλαλιά, ώστε ακόμη και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκρηξη του υπερρεαλιστικού κινήματος, να σημαίνει κάτι παράλογο, φαιδρό, αλλόκοτο και, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιόρρυθμο. Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις για το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού. Δυο από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος δυσφημίστηκαν σε σημείο να γίνουν επιθεωρησιακά πρόσωπα, με τα ονόματα Μπισμπιρίκος και Δισεγγονόπουλος.
Πάντως, υπήρξαν πολλές συγκροτημένες προσπάθειες μεταλαμπάδευσης και, εν συνεχεία, αφομοίωσης των πρωτοποριακών τάσεων. Η περισσότερο οργανωμένη καίτοι βραχύβια (το πραξικόπημα του 1967 διέκοψε βάναυσα και αυτή και άλλες τέτοιες απόπειρες) ήταν εκείνη του περιοδικού «Πάλι- Ένα Τετράδιο Αναζητήσεων». Στα έξι τεύχη αυτού του εντύπου δημοσιεύτηκαν πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις που εξέφραζαν ακριβώς τις ανησυχίες μέσα στους υπάρχοντες τρόπους έκφρασης που πάσχιζαν να γνωστοποιήσουν στο κοινό τρόπους περισσότερο ευρείς, ελεύθερους, αιχμηρούς.
Το «Πάλι» ξεκίνησε την περιπέτειά του το 1963. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, απευθυνόμενος στα πιο ρηξικέλευθα πνεύματα εκείνης της εποχής. Συγκέντρωσε γύρω του ποιητές όπως ο Νικόλαος Κάλας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και η Μαντώ Αραβαντινού, που, όπως και ο ίδιος , διατηρούσαν άριστες σχέσεις με πρωτοποριακούς συναδέλφους του από το εξωτερικό και πειραματίζονταν γόνιμα με τον υπερρεαλισμό και ό, τι τότε αποκαλείτο μοντέρνο. Πλάι τους συντάχτηκαν νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Πάνος Κουτρουμπούσης (ποιητής, συγγραφέας, εικαστικός καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής) ο Τάσος Δενέγρης (με εμφανείς τις ροκ επιδράσεις στα σύντομα και ακαριαία ποιήματά του), ο Δημήτρης Πουλικάκος ( μεταφραστής, συγγραφέας και μετέπειτα παππούς της ελληνικής ροκ σκηνής), ο Λεωνίδας Χρηστάκης ( πολυπράγμων: ζωγράφος, ποιητής , συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής πολλών εντύπων) ο Γιώργος Μακρής (επαγγελματίας αναγνώστης, ποιητής, μεταφραστής) κ.α.
Στις σελίδες του «Πάλι» δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά εμπρηστικά κείμενα, παρέλασαν αποσπάσματα από τα, γονιμοποιά για όλες τις αβανγκάρντ του εικοστού αιώνα, «τα Άσματα του Μαλντορόρ» του Ιζιντορ Ντικάς, γνωστού ως Κόμης του Λοτρεαμόν, δημοσιεύτηκαν ποιήματα της γενιάς μπιτ (Άλλεν Γκίνσμπεργκ) δημοσιεύθηκαν πειραματικά δοκίμια, όπως αυτό του Ελευθερίου Δούγια (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Σχινά) περί «υπερλεξισμού», αλλά και κείμενα Ελλήνων αλχημιστών, ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν, η περιλάλητη «Πέτρα του Ήλιου» του Οκτάβιο Παζ, με δυο λόγια, ό, τι πιο ζωντανό, ανήσυχο και πρωτοποριακό προκαλούσε συζητήσεις, από το Παρίσι και την Νέα Υόρκη έως το Βερολίνο και το Λονδίνο, εκείνη την εποχή. Το σκίρτημα του «Πάλι» ήταν πολύτιμο, και σήμερα πια εκπονούνται διατριβές για εκείνη την απόπειρα και εκείνη την παρέα ποιητών και δημιουργών.
Η δικτατορία ( 1967–74) πάγωσε και ανάστειλε αυτού του είδους τις δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η άλλη Ελλάδα να παραμένει αθέατη. Ωστόσο, συγκροτήθηκαν άλλου τύπου συλλογικότητες, νέοι άνθρωποι , στοχαστές καλλιτέχνες, ανήσυχοι θεωρητικοί, άρχισαν να σκέφτονται και να εκφράζοντα, στο περιθώριο της λεγόμενης επίσημης πραγματικότητας, «σιγά σιγά στην αρχή μετά απότομα» όπως έλεγε και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Σημαντική ήταν η ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Διεθνής Βιβλιοθήκη» και του βιβλιοπωλείου «Μαύρο Ρόδο» του οίκου αυτού. Ο αείμνηστος Χρήστος Κωνσταντινίδης ήταν η ψυχή της Διεθνούς Βιβλιοθήκης και φρόντισε για την έκδοση και διάδοση πρωτάκουστών έως εκείνη την εποχή τίτλων, όπως Η κοινωνία του θεάματος του Γκι Ντεμπόρ, Άγνωστη επανάσταση του Βολίν και έργα των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Μαρξ, Μιχαήλ Μπακούνιν, Τζορτζ Οργούελ, Τζέρι Ρούμπιν, Αμπί Χοφμαν, κά. Σχεδόν παράλληλα προς τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και με παρεμφερή προσανατολισμό, δραστηριοποιήθηκε ο οίκος «Ελεύθερος Τύπος» του Γιώργου Γαρμπή, που μας προσέφερε έργα του Ραούλ Βανεγκέμ, του Πιοτρ Κροπότκιν, του Γκι Ντεμπόρ. Του Ενρίκο Μαλάτεστα, αλλά και, πέραν των βιβλίων πολιτικής σκέψης, έργα σχετικά με την πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα, τον υπερρεαλισμό και το νταντά, καθώς και μεστά νοήματος μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Οι εκδόσεις «Απόπειρα», του Σαράντου Κορωνάκου και του Λεωνίδα Καραγκούνη ειδικεύτηκαν στην έκδοση έργων της λεγόμενης underground σκηνής και τις γενιάς των μπιτ, όπως Τσαρλς Μπουκόφσκι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Πολ Μπόουλς κ. α., επιμένοντας στις φροντισμένες μεταφράσεις και στην καλή αισθητική του κάθε τόμου, καταφέρνοντας έτσι να διαπλάσουν ένα φανατικό κοινό. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε εκ νέου μια παρέα ποιητών και διανοούμενων που είχε περάσει από την ιστορική Επιθεώρηση Τέχνης, και αμέσως μετά τη δικτατορία εξέδωσε ένα νέο έντυπο, τις «Σημειώσεις» και έστησε τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο «Έρασμος». Οι κεντρικές μορφές της παρέας των Σημειώσεων (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης , Στέφανος Ροζάνης και Βύρων Λεοντάρης) δεν έπαψαν να συνδυάζουν την ποίηση με το δοκίμιο και τον φιλοσοφικό στοχασμό με την κοινωνική κριτική, προσφέροντας κείμενα που αντέχουν στο χρόνο και συλλαμβάνουν τους κοινωνικούς κραδασμούς και τα δεινά της εποχής με μεγάλη ενάργεια και ευαισθησία,. Εξέδωσαν από Τόμας Μαν, και Μπλεζ Σαντράρ μέχρι Χάνα Άρεντ και Ανρί Λεφέβρ, τροφοδοτώντας τους διανοούμενους και τους φιλέρευνους πολίτες με υλικό για υψηλής στάθμης συζητήσεις. Άλλη μια τέτοια αυτόνομη και ανεξάρτητη φωνή, που κατάφερε να δημιουργήσει σχολή και να επηρεάσει καταλυτικά μια σημαντική μερίδα του φοιτητικού χώρου είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Υπερδραστήριος στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων σκέψης και ζωής, εκσκαφέας των άγνωστων γαιών και χαρτογράφος του χάους της σύγχρονης ζωής, ο Χρηστάκης εξέδωσε πολλά έντυπα πολιτικής δράσης και κουλτούρας με σημαντικότερο το «Ιδεοδρόμιο», ένα είδος δεκαπενθήμερης εφημερίδας, όπου παρουσιάστηκαν δεκάδες ρεύματα σκέψεις σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα ενώ συνάμα έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούν με απολύτως ελεύθερο τρόπο δεκάδες νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, ποιητές, στοχαστές, επαναστάτες, ακόμη και απλώς ιδιόρρυθμοι τύποι με κάποιο ενδιαφέρον. Το «Ιδεοδρόμιο» δεν ήταν απλώς ένα ακόμη περιοδικό: από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, διαμόρφωσε ένα άτυπο αλλά δυναμικό κίνημα στον νεαρόκοσμο και στους φοιτητικούς κύκλους.
Παραλλήλως, ο Χρηστάκης έστησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης», ένα φορέα που παρουσίασε πολλά αιχμηρά κείμενα πολιτικής σκέψης, εικαστικής παρέμβασης αλλά και πεζογραφία και ποίηση.
Αξίζει να γίνει μνεία και σε ορισμένα στέκια που άνθιζε η εναλλακτική σκέψη και διεξάγονταν πολλές συζητήσεις στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής και πολιτισμικής ζωής. Ένα από αυτά ήταν το δισκοπωλείο και βιβλιοπωλείο «Pop Eleven» του αειμνήστου Τάσου Φαληρέα και του αδερφού του Γρηγόρη Φαληρέα, όπου μπορούσες να βρεις ό, τι πιο προωθημένο παρουσιαζόταν στον δισκογραφικό τομέα , ενώ το βιβλιοπωλείο που διηύθυνε ο αείμνηστος Κώστας Γιαννακοπούλος, υπήρχαν σπάνιες εκδόσεις για το ροκ, τα μπλουζ και την τζαζ, αλλά και όλα τα ανεξάρτητα και πρωτοποριακά έντυπα που κυκλοφορούσαν. Άλλα τέτοια στέκια ήταν το βιβλιοπωλείο «Ψάθινο καρότο», το βιβλιοπωλείο «Χνάρι», το καφενείο «Ρεφραίν», το μπαρ «Ιπποπόταμος» και η μπουάτ «Τιπούκειτος»
Αρκετοί έλληνες δημιουργοί παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο, μια που το έργο τους δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, και έτσι αποκλείστηκε συστηματικά από το ευρύ κοινό. Οι δημιουργοί αυτοί επέμειναν σθεναρά στην απόφασή τους να εκφράσουν ελεύθερα όσα τους απασχολούσαν, αδιαφορώντας για τις κυρίαρχες τάσεις πηγαίνοντας ενάντια στο κύριο ρεύμα.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας, μια ευγενική και εξόχως καλλιεργημένη μορφή, μας έδωσε το σκανδαλώδες «Μοντέλο» μια πειραματική κινηματογραφική ταινία που αναλύει τις θέσεις του Κάρολου Μαρξ περί φετιχισμού και εμπορεύματος, από το τέταρτο κεφάλαιο του κεφαλαίου. Η ταινία προκάλεσε σάλο, καθώς θεωρήθηκε απολύτως ακατάληπτη, όταν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σήμερα όμως θεωρείται κλασική στο είδος της και προβάλλεται στο περίφημο ΜΟΜΑ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος Νίκος Νικολαϊδης σκανδάλισε για ακριβώς αντίθετους λόγους: μέσα στο σχεδόν ασφυκτικό κλίμα του φαιδρού και παραληρηματικού αντιαμερικανισμού που απλωνόταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, παρουσίασε την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», ένα σπαρακτικό, αλλά γεμάτο χιούμορ ελεγείο για τη γενιά του ροκ – εν – ρολ, για του έρωτες, τα πάθη και τις φαντασιώσεις μιας συντροφιάς που λάτρεψε τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τον Έλβις Πρίσλεϊ, που λάτρεψε τα γρήγορα αυτοκίνητα, το ουίσκι και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, η ταινία απέσπασε αρνητικές κριτικές από τους τότε κινηματογραφικούς κριτικούς, κέρδισε ωστόσο ένα κοινό που έμεινε πια πιστό στον Νικολαϊδη, ο οποίος μας έδωσε και το εμπνευσμένο μυθιστόρημα Ο οργισμένος Βαλκάνιος, που επίσης απέκτησε πιστούς οπαδούς.
Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, ύστερα από εμφανίσεις σε εμπορικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες, στράφηκε στην ποίηση, γράφοντας με ένα σχεδόν ανεπεξέργαστο, βίαιο, ανυπότακτο και εμπρηστικό τρόπο την ιστορία του σώματός της, και συνάμα, ποιητικά μανιφέστα ενάντια στα δεινά της εποχής και της κοινωνίας μας. Το βιβλίο της «Τρία κλικ αριστερά» διαβάστηκε πολύ και αγαπήθηκε εξίσου, κυρίως από τους αναγνώστες περιοδικών όπως το «Ιδεοδρόμιο». Ο εικαστικός καλλιτέχνης Πάνος Κουτρουμπούσης, ξάφνιασε ευχάριστα ένα ανήσυχο κοινό με το βιβλίο του «Εν Αγκαλιά ντε Κρισγιαούρτι», όπου συγκέντρωσε τα λεγόμενα ταχυδράματά του- εξαιρετικά σύντομα, σχεδόν ακαριαία, θεατρικά θραύσματα, γραμμένα με ξεκαρδιστικό χιούμορ- και σύντομα πεζογραφήματα γραμμένα σε μιαν ιδιότυπη γλώσσα, ένα κράμα από τη γλώσσα των φτηνών αστυνομικών αφηγημάτων, των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και των κόμικς, το ανατρεπτικό χιούμορ του Κουτρουμπούση εξακολουθεί να θάλλει και να κερδίζει ολοένα και περισσότερους φίλους.
Ο Μιχαήλ Μήτρας είναι ακόμη μια περίπτωση δημιουργού που έδρασε στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας. Αντλώντας την έμπνευσή του από τα πρώτα ντανταϊστικά πειράματα, από τη συγκεκριμένη ποίηση, και από την εννοιακή τέχνη ο Μήτρας συνέθεσε τα βιβλία του με φτωχά υλικά συνδυάζοντας με τέτοιον τρόπο ορισμένες απλές έως τετριμμένες λέξεις, ώστε να προκαλείται έντονη αμηχανία στον αναγνώστη και να του επιβάλει να σκεφτεί εκ νέου τη λειτουργία της γλώσσας, και γενικότερα, της σκέψεις. Στο τόμο «Αόριστες λεπτομέρειες» συγκεντρώθηκαν τα πειραματικά πεζογραφήματα που συνετέθησαν ανάμεσα στο 1971 και 1989, και παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις απόπειρες που παραβιάζουν τα όρια της συμβατικής γλώσσας.
Τρεις Ελληνίδες πεζογράφοι επιχείρησαν να συνδυάσουν το μοντερνισμό, τα λεκτικά πειράματα και την αφηγηματική δεινότητα, ώστε να παραχθούν έργα αντισυμβατικά και συνάμα εύληπτα. Αρχικά, οι απόπειρες τους δεν έτυχαν ευμενούς υποδοχής, με την επιμονή τους όμως και το πέρασμα του χρόνου, που διέλυσε βαθμιαία παλαιότερες προκαταλήψεις, κατέστη εφικτό να σχηματιστεί ένα πιστό κοινό, το οποίο μάλιστα ευρύνεται όλο και περισσότερο.
Η Μαρία Μήτσορα, μια δεινή αφηγήτρια, παρουσίασε το «Άννα να ένα άλλο», μια συλλογή ιδιότυπων διηγημάτων εξαιρετικής κομψότητας, εσωστρέφειας, φοβιών και εμβριθέστατων ψυχολογικών αναλύσεων και παρατηρήσεων. Στράφηκε και στο μυθιστόρημα και μας προσέφερε τα «Σκόρπια Δύναμη», «Περίληψη του Κόσμου» και, πιο πρόσφατα το «Ο Ήλιος Δύω».
Η Έρση Σωτηροπούλου εξέδωσε σε νεαρή ηλικία ποιήματα, εν συνεχεία πειραματίστηκε με το είδος της νουβέλας («Διακοπές χωρίς πτώμα», «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα»), για να στραφεί και αυτή στο μυθιστόρημα ( ‘Η φάρσα», «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές»). Συνδυάζει με χαρακτηριστική άνεση τη γλώσσα της νεολαίας, επηρεασμένη από το ροκ και το πανκ, μπολιάζοντας με δυναμικές, και βίαιες ακόμη, σκηνές τα πεζογραφήματά της, ακροβατώντας ανάμεσα στο παράλογο και σε έναν σκληρό, γειωμένο ρεαλισμό.
Η Σώτη Τριανταφύλλου πρωτοεμφανίστηκε και αυτή με συλλογές σύντομων δυναμικών αφηγημάτων, που θυμίζουν ημερολογιακές εγγραφές, σημειώσεις στο περιθώριο ταξιδιών, μνήμες από ακούσματα ροκ μουσικής, παραμιλητά στο μαγνητόφωνο ύστερα από έντονες ερωτικές σχέσεις, θραύσματα από μιαν ήδη θρυμματισμένη ζωή που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί. Από τις συλλογές αφηγημάτων ( «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτι») στράφηκε και αυτή στο μυθιστόρημα, με αισθητή πια επιτυχία («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Υπόγειος Ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών», «Άλμπατρος» κ. ά ).
Η ορατή αλλά αθέατη Ελλάδα υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Ανήσυχοι καλλιτέχνες, δημιουργοί και θεωρητικοί θα φροντίζουν πάντα να εκφράζονται δυναμικά και να διαδίδουν τις ιδέες τους, και με τον καιρό, το έργο τους θα επηρεάζει τις δεσπόζουσες τάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, θα αφομοιώνεται και θα γονιμοποιεί.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
La vie est belle et facile, 21 Ιουνίου 2010
Mια Ελλάδα ορατή αλλά αθέατη »»
(Το είχα γράψει πριν από κάποια χρόνια, το υπενθυμίζω σήμερα — μιας και το μεταγράφω σε μυθιστόρημα)
[Εγκυκλοπαίδεια pocket-Δομή, Ελλάδα, Τόμος Ι, Ιστορία-Πολιτισμός, σελ. 533-535]
Υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν όψεις του ελληνικού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού βίου, που αν και ορατές και ακμαίες, αργούν να εντοπιστούν, να σχολιαστούν, ακόμη και να καταγραφούν, και παραμένουν αθέατες για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε μια τέτοια όψη. Η Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από αλλεπάλληλους διχασμούς – έως το 1974 ακόμη, η μισή ελληνική πραγματικότητα τελούσε υπό παρανομία- και έτσι οι φωνές που δεν στρατεύονταν με τη μια ή την άλλη πλευρά είτε παρέμεναν στην αφάνεια είτε περιφρονούνταν, κατασυκοφαντούνταν και διώκονταν και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, στην καλύτερη περίπτωση, δέσποζε η αδιαφορία.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, το 1949, επιχείρησε την αποκατάσταση αυτής της πραγματικότητας, του ρεμπέτικού, και το έκανε υποδειγματικά , αποφεύγοντας του ακραίους τόνους, υιοθετώντας μια φωνή νηφάλια και συνάμα τρυφερή, «η εποχή μας»έλεγε πριν από μισό αιώνα, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται, φυσικά, μόνο στο τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία». Τηρουμένων τω ν αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, μετά τέλος του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου.
Πέραν του ρεμπέτικου, στη χώρα μας παρέμειναν είτε κρυμμένα μυστικά είτε μαύρα πρόβατα οι όποιες τάσεις πρωτοποριακής ή / και εναλλακτικής έκφρασης και τέχνης. Κατηγορήθηκαν ως παράλογες, αλλοπρόσαλλες, ακατανόητες, ξενόφερτες, όλες εκείνες οι απόπειρες Ελλήνων δημιουργών να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους με τις αντίστοιχες που έθαλλαν στην αλλοδαπή, πότε στο Παρίσι, πότε στη Νέα Υόρκη. Ο όρος «υπερρεαλισμός» έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί από την κατασυκοφάντηση και την καταλαλιά, ώστε ακόμη και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκρηξη του υπερρεαλιστικού κινήματος, να σημαίνει κάτι παράλογο, φαιδρό, αλλόκοτο και, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιόρρυθμο. Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις για το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού. Δυο από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος δυσφημίστηκαν σε σημείο να γίνουν επιθεωρησιακά πρόσωπα, με τα ονόματα Μπισμπιρίκος και Δισεγγονόπουλος.
Πάντως, υπήρξαν πολλές συγκροτημένες προσπάθειες μεταλαμπάδευσης και, εν συνεχεία, αφομοίωσης των πρωτοποριακών τάσεων. Η περισσότερο οργανωμένη καίτοι βραχύβια (το πραξικόπημα του 1967 διέκοψε βάναυσα και αυτή και άλλες τέτοιες απόπειρες) ήταν εκείνη του περιοδικού «Πάλι- Ένα Τετράδιο Αναζητήσεων». Στα έξι τεύχη αυτού του εντύπου δημοσιεύτηκαν πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις που εξέφραζαν ακριβώς τις ανησυχίες μέσα στους υπάρχοντες τρόπους έκφρασης που πάσχιζαν να γνωστοποιήσουν στο κοινό τρόπους περισσότερο ευρείς, ελεύθερους, αιχμηρούς.
Το «Πάλι» ξεκίνησε την περιπέτειά του το 1963. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, απευθυνόμενος στα πιο ρηξικέλευθα πνεύματα εκείνης της εποχής. Συγκέντρωσε γύρω του ποιητές όπως ο Νικόλαος Κάλας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και η Μαντώ Αραβαντινού, που, όπως και ο ίδιος , διατηρούσαν άριστες σχέσεις με πρωτοποριακούς συναδέλφους του από το εξωτερικό και πειραματίζονταν γόνιμα με τον υπερρεαλισμό και ό, τι τότε αποκαλείτο μοντέρνο. Πλάι τους συντάχτηκαν νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Πάνος Κουτρουμπούσης (ποιητής, συγγραφέας, εικαστικός καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής) ο Τάσος Δενέγρης (με εμφανείς τις ροκ επιδράσεις στα σύντομα και ακαριαία ποιήματά του), ο Δημήτρης Πουλικάκος ( μεταφραστής, συγγραφέας και μετέπειτα παππούς της ελληνικής ροκ σκηνής), ο Λεωνίδας Χρηστάκης ( πολυπράγμων: ζωγράφος, ποιητής , συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής πολλών εντύπων) ο Γιώργος Μακρής (επαγγελματίας αναγνώστης, ποιητής, μεταφραστής) κ.α.
Στις σελίδες του «Πάλι» δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά εμπρηστικά κείμενα, παρέλασαν αποσπάσματα από τα, γονιμοποιά για όλες τις αβανγκάρντ του εικοστού αιώνα, «τα Άσματα του Μαλντορόρ» του Ιζιντορ Ντικάς, γνωστού ως Κόμης του Λοτρεαμόν, δημοσιεύτηκαν ποιήματα της γενιάς μπιτ (Άλλεν Γκίνσμπεργκ) δημοσιεύθηκαν πειραματικά δοκίμια, όπως αυτό του Ελευθερίου Δούγια (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Σχινά) περί «υπερλεξισμού», αλλά και κείμενα Ελλήνων αλχημιστών, ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν, η περιλάλητη «Πέτρα του Ήλιου» του Οκτάβιο Παζ, με δυο λόγια, ό, τι πιο ζωντανό, ανήσυχο και πρωτοποριακό προκαλούσε συζητήσεις, από το Παρίσι και την Νέα Υόρκη έως το Βερολίνο και το Λονδίνο, εκείνη την εποχή. Το σκίρτημα του «Πάλι» ήταν πολύτιμο, και σήμερα πια εκπονούνται διατριβές για εκείνη την απόπειρα και εκείνη την παρέα ποιητών και δημιουργών.
Η δικτατορία ( 1967–74) πάγωσε και ανάστειλε αυτού του είδους τις δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η άλλη Ελλάδα να παραμένει αθέατη. Ωστόσο, συγκροτήθηκαν άλλου τύπου συλλογικότητες, νέοι άνθρωποι , στοχαστές καλλιτέχνες, ανήσυχοι θεωρητικοί, άρχισαν να σκέφτονται και να εκφράζοντα, στο περιθώριο της λεγόμενης επίσημης πραγματικότητας, «σιγά σιγά στην αρχή μετά απότομα» όπως έλεγε και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Σημαντική ήταν η ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Διεθνής Βιβλιοθήκη» και του βιβλιοπωλείου «Μαύρο Ρόδο» του οίκου αυτού. Ο αείμνηστος Χρήστος Κωνσταντινίδης ήταν η ψυχή της Διεθνούς Βιβλιοθήκης και φρόντισε για την έκδοση και διάδοση πρωτάκουστών έως εκείνη την εποχή τίτλων, όπως Η κοινωνία του θεάματος του Γκι Ντεμπόρ, Άγνωστη επανάσταση του Βολίν και έργα των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Μαρξ, Μιχαήλ Μπακούνιν, Τζορτζ Οργούελ, Τζέρι Ρούμπιν, Αμπί Χοφμαν, κά. Σχεδόν παράλληλα προς τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και με παρεμφερή προσανατολισμό, δραστηριοποιήθηκε ο οίκος «Ελεύθερος Τύπος» του Γιώργου Γαρμπή, που μας προσέφερε έργα του Ραούλ Βανεγκέμ, του Πιοτρ Κροπότκιν, του Γκι Ντεμπόρ. Του Ενρίκο Μαλάτεστα, αλλά και, πέραν των βιβλίων πολιτικής σκέψης, έργα σχετικά με την πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα, τον υπερρεαλισμό και το νταντά, καθώς και μεστά νοήματος μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Οι εκδόσεις «Απόπειρα», του Σαράντου Κορωνάκου και του Λεωνίδα Καραγκούνη ειδικεύτηκαν στην έκδοση έργων της λεγόμενης underground σκηνής και τις γενιάς των μπιτ, όπως Τσαρλς Μπουκόφσκι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Πολ Μπόουλς κ. α., επιμένοντας στις φροντισμένες μεταφράσεις και στην καλή αισθητική του κάθε τόμου, καταφέρνοντας έτσι να διαπλάσουν ένα φανατικό κοινό. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε εκ νέου μια παρέα ποιητών και διανοούμενων που είχε περάσει από την ιστορική Επιθεώρηση Τέχνης, και αμέσως μετά τη δικτατορία εξέδωσε ένα νέο έντυπο, τις «Σημειώσεις» και έστησε τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο «Έρασμος». Οι κεντρικές μορφές της παρέας των Σημειώσεων (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης , Στέφανος Ροζάνης και Βύρων Λεοντάρης) δεν έπαψαν να συνδυάζουν την ποίηση με το δοκίμιο και τον φιλοσοφικό στοχασμό με την κοινωνική κριτική, προσφέροντας κείμενα που αντέχουν στο χρόνο και συλλαμβάνουν τους κοινωνικούς κραδασμούς και τα δεινά της εποχής με μεγάλη ενάργεια και ευαισθησία,. Εξέδωσαν από Τόμας Μαν, και Μπλεζ Σαντράρ μέχρι Χάνα Άρεντ και Ανρί Λεφέβρ, τροφοδοτώντας τους διανοούμενους και τους φιλέρευνους πολίτες με υλικό για υψηλής στάθμης συζητήσεις. Άλλη μια τέτοια αυτόνομη και ανεξάρτητη φωνή, που κατάφερε να δημιουργήσει σχολή και να επηρεάσει καταλυτικά μια σημαντική μερίδα του φοιτητικού χώρου είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Υπερδραστήριος στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων σκέψης και ζωής, εκσκαφέας των άγνωστων γαιών και χαρτογράφος του χάους της σύγχρονης ζωής, ο Χρηστάκης εξέδωσε πολλά έντυπα πολιτικής δράσης και κουλτούρας με σημαντικότερο το «Ιδεοδρόμιο», ένα είδος δεκαπενθήμερης εφημερίδας, όπου παρουσιάστηκαν δεκάδες ρεύματα σκέψεις σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα ενώ συνάμα έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούν με απολύτως ελεύθερο τρόπο δεκάδες νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, ποιητές, στοχαστές, επαναστάτες, ακόμη και απλώς ιδιόρρυθμοι τύποι με κάποιο ενδιαφέρον. Το «Ιδεοδρόμιο» δεν ήταν απλώς ένα ακόμη περιοδικό: από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, διαμόρφωσε ένα άτυπο αλλά δυναμικό κίνημα στον νεαρόκοσμο και στους φοιτητικούς κύκλους.
Παραλλήλως, ο Χρηστάκης έστησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης», ένα φορέα που παρουσίασε πολλά αιχμηρά κείμενα πολιτικής σκέψης, εικαστικής παρέμβασης αλλά και πεζογραφία και ποίηση.
Αξίζει να γίνει μνεία και σε ορισμένα στέκια που άνθιζε η εναλλακτική σκέψη και διεξάγονταν πολλές συζητήσεις στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής και πολιτισμικής ζωής. Ένα από αυτά ήταν το δισκοπωλείο και βιβλιοπωλείο «Pop Eleven» του αειμνήστου Τάσου Φαληρέα και του αδερφού του Γρηγόρη Φαληρέα, όπου μπορούσες να βρεις ό, τι πιο προωθημένο παρουσιαζόταν στον δισκογραφικό τομέα , ενώ το βιβλιοπωλείο που διηύθυνε ο αείμνηστος Κώστας Γιαννακοπούλος, υπήρχαν σπάνιες εκδόσεις για το ροκ, τα μπλουζ και την τζαζ, αλλά και όλα τα ανεξάρτητα και πρωτοποριακά έντυπα που κυκλοφορούσαν. Άλλα τέτοια στέκια ήταν το βιβλιοπωλείο «Ψάθινο καρότο», το βιβλιοπωλείο «Χνάρι», το καφενείο «Ρεφραίν», το μπαρ «Ιπποπόταμος» και η μπουάτ «Τιπούκειτος»
Αρκετοί έλληνες δημιουργοί παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο, μια που το έργο τους δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, και έτσι αποκλείστηκε συστηματικά από το ευρύ κοινό. Οι δημιουργοί αυτοί επέμειναν σθεναρά στην απόφασή τους να εκφράσουν ελεύθερα όσα τους απασχολούσαν, αδιαφορώντας για τις κυρίαρχες τάσεις πηγαίνοντας ενάντια στο κύριο ρεύμα.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας, μια ευγενική και εξόχως καλλιεργημένη μορφή, μας έδωσε το σκανδαλώδες «Μοντέλο» μια πειραματική κινηματογραφική ταινία που αναλύει τις θέσεις του Κάρολου Μαρξ περί φετιχισμού και εμπορεύματος, από το τέταρτο κεφάλαιο του κεφαλαίου. Η ταινία προκάλεσε σάλο, καθώς θεωρήθηκε απολύτως ακατάληπτη, όταν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σήμερα όμως θεωρείται κλασική στο είδος της και προβάλλεται στο περίφημο ΜΟΜΑ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος Νίκος Νικολαϊδης σκανδάλισε για ακριβώς αντίθετους λόγους: μέσα στο σχεδόν ασφυκτικό κλίμα του φαιδρού και παραληρηματικού αντιαμερικανισμού που απλωνόταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, παρουσίασε την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», ένα σπαρακτικό, αλλά γεμάτο χιούμορ ελεγείο για τη γενιά του ροκ – εν – ρολ, για του έρωτες, τα πάθη και τις φαντασιώσεις μιας συντροφιάς που λάτρεψε τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τον Έλβις Πρίσλεϊ, που λάτρεψε τα γρήγορα αυτοκίνητα, το ουίσκι και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, η ταινία απέσπασε αρνητικές κριτικές από τους τότε κινηματογραφικούς κριτικούς, κέρδισε ωστόσο ένα κοινό που έμεινε πια πιστό στον Νικολαϊδη, ο οποίος μας έδωσε και το εμπνευσμένο μυθιστόρημα Ο οργισμένος Βαλκάνιος, που επίσης απέκτησε πιστούς οπαδούς.
Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, ύστερα από εμφανίσεις σε εμπορικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες, στράφηκε στην ποίηση, γράφοντας με ένα σχεδόν ανεπεξέργαστο, βίαιο, ανυπότακτο και εμπρηστικό τρόπο την ιστορία του σώματός της, και συνάμα, ποιητικά μανιφέστα ενάντια στα δεινά της εποχής και της κοινωνίας μας. Το βιβλίο της «Τρία κλικ αριστερά» διαβάστηκε πολύ και αγαπήθηκε εξίσου, κυρίως από τους αναγνώστες περιοδικών όπως το «Ιδεοδρόμιο». Ο εικαστικός καλλιτέχνης Πάνος Κουτρουμπούσης, ξάφνιασε ευχάριστα ένα ανήσυχο κοινό με το βιβλίο του «Εν Αγκαλιά ντε Κρισγιαούρτι», όπου συγκέντρωσε τα λεγόμενα ταχυδράματά του- εξαιρετικά σύντομα, σχεδόν ακαριαία, θεατρικά θραύσματα, γραμμένα με ξεκαρδιστικό χιούμορ- και σύντομα πεζογραφήματα γραμμένα σε μιαν ιδιότυπη γλώσσα, ένα κράμα από τη γλώσσα των φτηνών αστυνομικών αφηγημάτων, των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και των κόμικς, το ανατρεπτικό χιούμορ του Κουτρουμπούση εξακολουθεί να θάλλει και να κερδίζει ολοένα και περισσότερους φίλους.
Ο Μιχαήλ Μήτρας είναι ακόμη μια περίπτωση δημιουργού που έδρασε στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας. Αντλώντας την έμπνευσή του από τα πρώτα ντανταϊστικά πειράματα, από τη συγκεκριμένη ποίηση, και από την εννοιακή τέχνη ο Μήτρας συνέθεσε τα βιβλία του με φτωχά υλικά συνδυάζοντας με τέτοιον τρόπο ορισμένες απλές έως τετριμμένες λέξεις, ώστε να προκαλείται έντονη αμηχανία στον αναγνώστη και να του επιβάλει να σκεφτεί εκ νέου τη λειτουργία της γλώσσας, και γενικότερα, της σκέψεις. Στο τόμο «Αόριστες λεπτομέρειες» συγκεντρώθηκαν τα πειραματικά πεζογραφήματα που συνετέθησαν ανάμεσα στο 1971 και 1989, και παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις απόπειρες που παραβιάζουν τα όρια της συμβατικής γλώσσας.
Τρεις Ελληνίδες πεζογράφοι επιχείρησαν να συνδυάσουν το μοντερνισμό, τα λεκτικά πειράματα και την αφηγηματική δεινότητα, ώστε να παραχθούν έργα αντισυμβατικά και συνάμα εύληπτα. Αρχικά, οι απόπειρες τους δεν έτυχαν ευμενούς υποδοχής, με την επιμονή τους όμως και το πέρασμα του χρόνου, που διέλυσε βαθμιαία παλαιότερες προκαταλήψεις, κατέστη εφικτό να σχηματιστεί ένα πιστό κοινό, το οποίο μάλιστα ευρύνεται όλο και περισσότερο.
Η Μαρία Μήτσορα, μια δεινή αφηγήτρια, παρουσίασε το «Άννα να ένα άλλο», μια συλλογή ιδιότυπων διηγημάτων εξαιρετικής κομψότητας, εσωστρέφειας, φοβιών και εμβριθέστατων ψυχολογικών αναλύσεων και παρατηρήσεων. Στράφηκε και στο μυθιστόρημα και μας προσέφερε τα «Σκόρπια Δύναμη», «Περίληψη του Κόσμου» και, πιο πρόσφατα το «Ο Ήλιος Δύω».
Η Έρση Σωτηροπούλου εξέδωσε σε νεαρή ηλικία ποιήματα, εν συνεχεία πειραματίστηκε με το είδος της νουβέλας («Διακοπές χωρίς πτώμα», «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα»), για να στραφεί και αυτή στο μυθιστόρημα ( ‘Η φάρσα», «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές»). Συνδυάζει με χαρακτηριστική άνεση τη γλώσσα της νεολαίας, επηρεασμένη από το ροκ και το πανκ, μπολιάζοντας με δυναμικές, και βίαιες ακόμη, σκηνές τα πεζογραφήματά της, ακροβατώντας ανάμεσα στο παράλογο και σε έναν σκληρό, γειωμένο ρεαλισμό.
Η Σώτη Τριανταφύλλου πρωτοεμφανίστηκε και αυτή με συλλογές σύντομων δυναμικών αφηγημάτων, που θυμίζουν ημερολογιακές εγγραφές, σημειώσεις στο περιθώριο ταξιδιών, μνήμες από ακούσματα ροκ μουσικής, παραμιλητά στο μαγνητόφωνο ύστερα από έντονες ερωτικές σχέσεις, θραύσματα από μιαν ήδη θρυμματισμένη ζωή που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί. Από τις συλλογές αφηγημάτων ( «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτι») στράφηκε και αυτή στο μυθιστόρημα, με αισθητή πια επιτυχία («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Υπόγειος Ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών», «Άλμπατρος» κ. ά ).
Η ορατή αλλά αθέατη Ελλάδα υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Ανήσυχοι καλλιτέχνες, δημιουργοί και θεωρητικοί θα φροντίζουν πάντα να εκφράζονται δυναμικά και να διαδίδουν τις ιδέες τους, και με τον καιρό, το έργο τους θα επηρεάζει τις δεσπόζουσες τάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, θα αφομοιώνεται και θα γονιμοποιεί.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου