GRAPHIC NOVELS — Τέσσερις εικονογραφημένες νουβέλες, «ντυμένες» στην πένα!
Γράφει η Μαρία Τζαμπούρα | Bookpress,
21 Απριλίου 2010 »»
Ανέκαθεν ο τεράστιος όγκος ενός βιβλίου έσπερνε τον τρόμο στα μάτια του μέσου αναγνώστη. Κάτι το παιδικό τραύμα από τα σχολικά χρόνια — αξέχαστος o τόμος της Βυζαντινής Ιστορίας, με όλους τους αυτοκράτορες και τα παρακλάδια τους —, κάτι τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές, η γενιά μου, τουλάχιστον, σπανίως ξεπέρασε το ψυχολογικό όριο των τριακοσίων σελίδων, ενώ ανενδοίαστα ξεφύλλιζε δημοσίως περιοδικά ή ό,τι άλλο υπήρχε για διάβασμα υπό τη μορφή τεύχους — σε όγκο πάντα.
Και ύστερα, ήρθαν τα graphic novels! Πολλοί από τον χώρο του κόμικ, όπως ο συγγραφέας Alan Moore («V for Vendetta» και «Watchmen»), πιστεύουν ότι ο όρος αντανακλά μόνο εμπορικούς σκοπούς. Τελευταία, μάλιστα, τείνει να ταυτίζεται με το «ακριβό βιβλίο κόμικ», δηλαδή βιβλίο κόμικ με «χονδρό» δέσιμο, σε αντίθεση με τα «τευχάκια». Όλοι όμως συμφωνούν ότι, όταν αναφερόμαστε έτσι σε ένα βιβλίο κόμικ, στην ουσία πρόκειται για κάτι θετικό, ένα είδους κομπλιμέντου, τίτλος τιμής για τα βιβλία του συγκεκριμένου χώρου.
Γραφική νουβέλα, λογοτεχνία σε εικόνες, εικονογραφημένη αφήγηση, όπως κι αν το μεταφράσει ή το εξηγήσει κανείς στα ελληνικά, το σίγουρο είναι ότι ο όρος ανήκει στον «πατέρα» του είδους Will Eisner (1917-2005), ο οποίος και τον πρωτοέγραψε στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του έργου του «Το συμβόλαιο με τον Θεό». Αν και στο τεύχος Οκτωβρίου έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτό, το συγκεκριμένο βιβλίο όρισε μια νέα μορφή τέχνης στο κόμικ και δικαιωματικά ανοίγει το δισέλιδο αυτό. Πρόκειται για «μια συλλογή με τέσσερις σχετικές μεταξύ τους ιστορίες, βγαλμένες μέσα από τη μνήμη, που εξελίσσονται σε μια λαϊκή γειτονιά του Mπρονξ», όπως χαρακτηριστικά γράφει στον πρόλογο ο ίδιος ο Eisner, η οποία κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Aπόπειρα και σε μετάφραση της Bαρβάρας Xατζησάββα.
Από την αρχή που ξεκίνησα το διάβασμα μέχρι το τέλος, είχα την αίσθηση πως διάβαζα λογοτεχνία, κι όπως στους αγαπημένους μου συγγραφείς δεν χωράει τίποτα και κανένας ανάμεσα στις λέξεις, το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες του Will Eisner. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Eκτός, ίσως, από την πολλή ανάλυση! Και, μάλλον, αυτό το έντονο στοιχείο της λογοτεχνικής αφήγησης είναι που διαχωρίζει τα graphic novel από τα υπόλοιπα βιβλία κόμικ και το οποίο αρκεί από μόνο του ως σταθερό κριτήριο ένταξης ή όχι στην εν λόγω κατηγορία.
Η δημιουργός Zeina Abirached φαίνεται πως το διαθέτει, και μάλιστα με αρκετά ποιητικό τρόπο. Το ελληνικό κοινό την πρωτογνώρισε στο 13ο Φεστιβάλ Βαβέλ, σε έκθεση-αφιέρωμα στους σύγχρονους Λιβανέζους κομίστες δημιουργούς. Γεννημένη το 1981, έζησε τα παιδικά της χρόνια στα όρια της «πράσινης γραμμής», που χώριζε στα δύο την πόλη της Βηρυτού κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου τους. Το έργο της «Πεθαίνοντας, φεύγοντας, επιστρέφοντας: Το παιχνίδι των χελιδονιών» στηρίζεται ακριβώς σε αυτές τις αναμνήσεις.
Η δουλειά της Zeina Abirached έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν της ομότεχνής της Marjane Satrapi. Και οι δύο είχαν επιλέξει προ πολλού το Παρίσι ως τόπο σπουδών και διαμονής, ενώ διηγούνται τη ζωή τους σε μια εμπόλεμη χώρα, με το ίδιο χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σχεδιαστικό μοτίβο. Και από τις δύο απουσιάζει η πολιτική όπως την ξέρουμε. Τα γεγονότα παρουσιάζονται σε σχέση με τους ανθρώπους που τα ζουν, ως συνέπεια ή ως αντίδραση στην καθημερινότητα που περιγράφουν. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο έχουν επιλέξει την αφήγηση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ίσως γιατί σε μια ιστορία πολέμου οι μελλοντικές μάνες τελικά έχουν έναν λόγο παραπάνω. Η επιλογή της εικαστικής αφήγησης αποκλειστικά σε άσπρο και μαύρο υπογραμμίζει τις αντιθέσεις ενός κόσμου στον οποίο το γκρι δεν υπάρχει ούτε ως χρώμα αλλά ούτε και ως θέση. To lettering της Παυλίνας Καλλίδου είναι μια ξεχωριστή εικαστική δημιουργία από μόνο του και δένει απόλυτα με το έργο.
Oι ζωές των ανθρώπων συνήθως αποτελούν το πιο συναρπαστικό υλικό για μια ιστορία, αφού είναι διαπιστωμένο ότι η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο τρελή φαντασία. Οι βιογραφίες κατέχουν εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία, άρα και στα graphic novels. Ο Γερμανός κομίστας Reinhard Kleist διηγείται με σκληρό, ασπρόμαυρο πενάκι τη ζωή του «άντρα με τα μαύρα», του θρυλικού μουσικού της κάντρι Τζόνι Κας. Από τη θρυλική συναυλία στις φυλακές Folsom, τη σκοτεινή του περίοδο και τη λυτρωτική του επάνοδο, ο δημιουργός σκιαγραφεί ένα πορτρέτο του Κας, όπως έχει περάσει στη συλλογική μουσική μας συνείδηση!
Κοντά ή όχι στην πραγματικότητα του τραγουδιστή, αυτό που έφερε το βραβείο στον Kleist δεν ήταν η ακρίβεια απόδοσης των γεγονότων, αλλά η πίστη με την οποία υπηρετεί την αφήγηση μιας ιστορίας, δηλαδή συναρπαστικά! Καταλυτικό ρόλο στο έργο πρέπει να έπαιξε η ιδιαίτερη σχέση του Kleist με τη μουσική γενικότερα, πράγμα που αποδεικνύεται μέσα από τα πολλά εξώφυλλα δίσκων που κατά καιρούς έχει επιμεληθεί. Στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης ο Franz Dobler σημειώνει: «Συγκινητικό σαν γκόσπελ, σκληρό σαν ροκαμπίλι και ρομαντικό σαν μπαλάντα». Δεν τον αδικώ.
Κι εκεί που και ο πιο ανεπίδεκτος μαθήσεως αναγνώστης είχε κάπως αποσαφηνίσει στο μυαλό του τι εστί graphic novel, έρχεται ο Shaun Tan, και με το έργο του τα ανατρέπει όλα! Γεννημένος στην Αυστραλία το 1974, δημιουργεί το 2007 το –χωρίς λόγια– άλμπουμ του «The Arrival» και κερδίζει πλήθος βραβείων, μεταξύ των οποίων και το Angouleme International Comic Festival Prize for Best Comic Book. Ο Jeff Smith (Bone), ο Graig Thompson (Blankets), o Art Spiegelman κ.ά. έχουν αναφερθεί εγκωμιαστικά στο έργο και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολα βγαίνει καλή κουβέντα από το στόμα συναδέλφων, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Εκπληκτικής αισθητικής μονοχρωματική δουλειά, η οποία στέλνει στα σπίτια μας όλους εμάς που επιμένουμε να συνδέουμε τα graphic novels με τη λογοτεχνία όπως την ξέρουμε και αποδεικνύει ότι η δύναμη της αφήγησης δεν βρίσκεται στον λόγο, αλλά στη δύναμη της ιδέας που ο δημιουργός θέλει να περάσει. Το «The Arrival» έρχεται βγαλμένο από τα όνειρα, την ιστορία και το ταξίδι ζωής του ανθρώπου-μετανάστη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Διαχρονικά επίκαιρο, αν και χωρίς λόγια, μιλάει στη γλώσσα όλων.
Τελικά, δεν έχει μεγάλη σημασία ο αριθμός των σελίδων. Αν διαβάζεται απνευστί, είναι σίγουρα graphic novel! Αν, παρ’ ελπίδα, διαβάσατε κάποιο κόμικ που σας άρεσε και δεν ήταν graphic novel, μην ντραπείτε να το ομολογήσετε ανοιχτά. Φωνάξτε το δυνατά και μοιραστείτε το μαζί μας. Μπορεί απλά να ανήκετε στη (σπάνια) κατηγορία ανθρώπων που ξέρουν να διαβάζουν, να τρώνε και να ντύνονται, χωρίς την ασφάλεια μιας επώνυμης μάρκας, μακριά από ετικέτες, έχοντας εμπιστοσύνη στις επιλογές τους!
Μαρία Τζαμπούρα
Γράφει η Μαρία Τζαμπούρα | Bookpress,
21 Απριλίου 2010 »»
Will Eisner Συμβόλαιο με τον Θεό και άλλες ιστορίες Μτφρ. Βαρβάρα Χατζησάββα Aπόπειρα, 2009 σσ. 207, Τιμή €18,00 |
Ανέκαθεν ο τεράστιος όγκος ενός βιβλίου έσπερνε τον τρόμο στα μάτια του μέσου αναγνώστη. Κάτι το παιδικό τραύμα από τα σχολικά χρόνια — αξέχαστος o τόμος της Βυζαντινής Ιστορίας, με όλους τους αυτοκράτορες και τα παρακλάδια τους —, κάτι τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές, η γενιά μου, τουλάχιστον, σπανίως ξεπέρασε το ψυχολογικό όριο των τριακοσίων σελίδων, ενώ ανενδοίαστα ξεφύλλιζε δημοσίως περιοδικά ή ό,τι άλλο υπήρχε για διάβασμα υπό τη μορφή τεύχους — σε όγκο πάντα.
Και ύστερα, ήρθαν τα graphic novels! Πολλοί από τον χώρο του κόμικ, όπως ο συγγραφέας Alan Moore («V for Vendetta» και «Watchmen»), πιστεύουν ότι ο όρος αντανακλά μόνο εμπορικούς σκοπούς. Τελευταία, μάλιστα, τείνει να ταυτίζεται με το «ακριβό βιβλίο κόμικ», δηλαδή βιβλίο κόμικ με «χονδρό» δέσιμο, σε αντίθεση με τα «τευχάκια». Όλοι όμως συμφωνούν ότι, όταν αναφερόμαστε έτσι σε ένα βιβλίο κόμικ, στην ουσία πρόκειται για κάτι θετικό, ένα είδους κομπλιμέντου, τίτλος τιμής για τα βιβλία του συγκεκριμένου χώρου.
Γραφική νουβέλα, λογοτεχνία σε εικόνες, εικονογραφημένη αφήγηση, όπως κι αν το μεταφράσει ή το εξηγήσει κανείς στα ελληνικά, το σίγουρο είναι ότι ο όρος ανήκει στον «πατέρα» του είδους Will Eisner (1917-2005), ο οποίος και τον πρωτοέγραψε στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του έργου του «Το συμβόλαιο με τον Θεό». Αν και στο τεύχος Οκτωβρίου έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτό, το συγκεκριμένο βιβλίο όρισε μια νέα μορφή τέχνης στο κόμικ και δικαιωματικά ανοίγει το δισέλιδο αυτό. Πρόκειται για «μια συλλογή με τέσσερις σχετικές μεταξύ τους ιστορίες, βγαλμένες μέσα από τη μνήμη, που εξελίσσονται σε μια λαϊκή γειτονιά του Mπρονξ», όπως χαρακτηριστικά γράφει στον πρόλογο ο ίδιος ο Eisner, η οποία κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Aπόπειρα και σε μετάφραση της Bαρβάρας Xατζησάββα.
Από την αρχή που ξεκίνησα το διάβασμα μέχρι το τέλος, είχα την αίσθηση πως διάβαζα λογοτεχνία, κι όπως στους αγαπημένους μου συγγραφείς δεν χωράει τίποτα και κανένας ανάμεσα στις λέξεις, το ίδιο συμβαίνει και με τις εικόνες του Will Eisner. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Eκτός, ίσως, από την πολλή ανάλυση! Και, μάλλον, αυτό το έντονο στοιχείο της λογοτεχνικής αφήγησης είναι που διαχωρίζει τα graphic novel από τα υπόλοιπα βιβλία κόμικ και το οποίο αρκεί από μόνο του ως σταθερό κριτήριο ένταξης ή όχι στην εν λόγω κατηγορία.
Η δημιουργός Zeina Abirached φαίνεται πως το διαθέτει, και μάλιστα με αρκετά ποιητικό τρόπο. Το ελληνικό κοινό την πρωτογνώρισε στο 13ο Φεστιβάλ Βαβέλ, σε έκθεση-αφιέρωμα στους σύγχρονους Λιβανέζους κομίστες δημιουργούς. Γεννημένη το 1981, έζησε τα παιδικά της χρόνια στα όρια της «πράσινης γραμμής», που χώριζε στα δύο την πόλη της Βηρυτού κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου τους. Το έργο της «Πεθαίνοντας, φεύγοντας, επιστρέφοντας: Το παιχνίδι των χελιδονιών» στηρίζεται ακριβώς σε αυτές τις αναμνήσεις.
Η δουλειά της Zeina Abirached έχει πολλά κοινά σημεία με αυτήν της ομότεχνής της Marjane Satrapi. Και οι δύο είχαν επιλέξει προ πολλού το Παρίσι ως τόπο σπουδών και διαμονής, ενώ διηγούνται τη ζωή τους σε μια εμπόλεμη χώρα, με το ίδιο χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο σχεδιαστικό μοτίβο. Και από τις δύο απουσιάζει η πολιτική όπως την ξέρουμε. Τα γεγονότα παρουσιάζονται σε σχέση με τους ανθρώπους που τα ζουν, ως συνέπεια ή ως αντίδραση στην καθημερινότητα που περιγράφουν. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο έχουν επιλέξει την αφήγηση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ίσως γιατί σε μια ιστορία πολέμου οι μελλοντικές μάνες τελικά έχουν έναν λόγο παραπάνω. Η επιλογή της εικαστικής αφήγησης αποκλειστικά σε άσπρο και μαύρο υπογραμμίζει τις αντιθέσεις ενός κόσμου στον οποίο το γκρι δεν υπάρχει ούτε ως χρώμα αλλά ούτε και ως θέση. To lettering της Παυλίνας Καλλίδου είναι μια ξεχωριστή εικαστική δημιουργία από μόνο του και δένει απόλυτα με το έργο.
Oι ζωές των ανθρώπων συνήθως αποτελούν το πιο συναρπαστικό υλικό για μια ιστορία, αφού είναι διαπιστωμένο ότι η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο τρελή φαντασία. Οι βιογραφίες κατέχουν εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία, άρα και στα graphic novels. Ο Γερμανός κομίστας Reinhard Kleist διηγείται με σκληρό, ασπρόμαυρο πενάκι τη ζωή του «άντρα με τα μαύρα», του θρυλικού μουσικού της κάντρι Τζόνι Κας. Από τη θρυλική συναυλία στις φυλακές Folsom, τη σκοτεινή του περίοδο και τη λυτρωτική του επάνοδο, ο δημιουργός σκιαγραφεί ένα πορτρέτο του Κας, όπως έχει περάσει στη συλλογική μουσική μας συνείδηση!
Κοντά ή όχι στην πραγματικότητα του τραγουδιστή, αυτό που έφερε το βραβείο στον Kleist δεν ήταν η ακρίβεια απόδοσης των γεγονότων, αλλά η πίστη με την οποία υπηρετεί την αφήγηση μιας ιστορίας, δηλαδή συναρπαστικά! Καταλυτικό ρόλο στο έργο πρέπει να έπαιξε η ιδιαίτερη σχέση του Kleist με τη μουσική γενικότερα, πράγμα που αποδεικνύεται μέσα από τα πολλά εξώφυλλα δίσκων που κατά καιρούς έχει επιμεληθεί. Στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης ο Franz Dobler σημειώνει: «Συγκινητικό σαν γκόσπελ, σκληρό σαν ροκαμπίλι και ρομαντικό σαν μπαλάντα». Δεν τον αδικώ.
Κι εκεί που και ο πιο ανεπίδεκτος μαθήσεως αναγνώστης είχε κάπως αποσαφηνίσει στο μυαλό του τι εστί graphic novel, έρχεται ο Shaun Tan, και με το έργο του τα ανατρέπει όλα! Γεννημένος στην Αυστραλία το 1974, δημιουργεί το 2007 το –χωρίς λόγια– άλμπουμ του «The Arrival» και κερδίζει πλήθος βραβείων, μεταξύ των οποίων και το Angouleme International Comic Festival Prize for Best Comic Book. Ο Jeff Smith (Bone), ο Graig Thompson (Blankets), o Art Spiegelman κ.ά. έχουν αναφερθεί εγκωμιαστικά στο έργο και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολα βγαίνει καλή κουβέντα από το στόμα συναδέλφων, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Εκπληκτικής αισθητικής μονοχρωματική δουλειά, η οποία στέλνει στα σπίτια μας όλους εμάς που επιμένουμε να συνδέουμε τα graphic novels με τη λογοτεχνία όπως την ξέρουμε και αποδεικνύει ότι η δύναμη της αφήγησης δεν βρίσκεται στον λόγο, αλλά στη δύναμη της ιδέας που ο δημιουργός θέλει να περάσει. Το «The Arrival» έρχεται βγαλμένο από τα όνειρα, την ιστορία και το ταξίδι ζωής του ανθρώπου-μετανάστη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Διαχρονικά επίκαιρο, αν και χωρίς λόγια, μιλάει στη γλώσσα όλων.
Τελικά, δεν έχει μεγάλη σημασία ο αριθμός των σελίδων. Αν διαβάζεται απνευστί, είναι σίγουρα graphic novel! Αν, παρ’ ελπίδα, διαβάσατε κάποιο κόμικ που σας άρεσε και δεν ήταν graphic novel, μην ντραπείτε να το ομολογήσετε ανοιχτά. Φωνάξτε το δυνατά και μοιραστείτε το μαζί μας. Μπορεί απλά να ανήκετε στη (σπάνια) κατηγορία ανθρώπων που ξέρουν να διαβάζουν, να τρώνε και να ντύνονται, χωρίς την ασφάλεια μιας επώνυμης μάρκας, μακριά από ετικέτες, έχοντας εμπιστοσύνη στις επιλογές τους!
Μαρία Τζαμπούρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου