Γράφει η Μικέλα Χαρτουλάρη | «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα,
Σάββατο 9 Αυγούστου 2008 »»
Κέρουακ ο αγνός
Ο Πικ δεν έχει τίποτα από τη σκοτεινή πλευρά της «φυγής» των μπίτνικς. Η λέξη που τον προσδιορίζει είναι το «Γιούπιιι» και όχι το «Ουόου» (ναι! το Wow πριν να γίνει ηλεκτρονικό παιχνίδι, ήταν λέξη του Κέρουακ στον Δρόμο), η απορία δηλαδή, ο θαυμασμός και η χαρά, όχι η πρόκληση και η έκπληξη. Ο Κέρουακ επαναδιατυπώνει λοιπόν μ’ αυτήν τη νουβέλα την πίστη του σε ένα όραμα ζωής που παραστράτησε, φτήνυνε και παρεξηγήθηκε.
Είναι το τελευταίο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ, το πρώτο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, και διαβάζεται μονορούφι κι ας έχουν περάσει 40 χρόνια αφότου γράφηκε. Πρόκειται για τη νουβέλα Πικ (Απόπειρα, Μτφ.-σχόλια Γιάννης Λειβαδάς), μια ιστορία τρυφερή, φαινομενικά άσχετη με τις προηγούμενές του, την οποία έγραψε στα 47 του, το 1969, σε μια εποχή που ενσυνείδητα αυτοκαταστρεφόταν και έκανε τον απολογισμό του. Τρεις μήνες αργότερα, αυτός ο Άγγελος της Αλητείας θα πέθαινε από κίρρωση του ήπατος… κι από λαχτάρα για μια αλλιώτικη ζωή. Ο ήρωάς του αντίθετα, έμελλε να τα καταφέρει — και είναι φανερή η προβολή του δικού του οράματος (μείον τις ουσίες), επάνω του. Ο Πικ λοιπόν, υποκοριστικό του Πικτόριαλ Τζάκσον, είναι ένας άλλος Χώκλμπερι Φιν, «πιο μαύρος απ’ όλα τα νεγράκια», ο οποίος μεγαλώνει αθώος, με την αγάπη του παππού του — πρώην σκλάβου — σε μια άθλια παράγκα στη Β. Καρολίνα. Όταν όμως εκείνος θα πεθάνει κι ο 11χρονος Πικ θα βρεθεί κοντά στους τσακισμένους κι αγριεμένους συγγενείς του, θα προτιμήσει να ακολουθήσει τον άσωτο, άνεργο αλλά απτόητο και κεφάτο αδελφό του, και μαζί θα περιπλανηθούν ως τη Νέα Υόρκη κι από εκεί στην Καλιφόρνια «όπου πάντα υπάρχει τρόπος να τη βγάλεις». Η ιστορία του Πικ είναι μια ελεγεία λοιπόν στην προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από τον εφιάλτη του Μπάρμπα Σαμ, ακολουθώντας διαφορετικές αξίες από εκείνες της «ανοικοδόμησης» — κάτι που αποτέλεσε το όραμα της γενιάς των Βeat στη δεκαετία του ’50. Ταυτόχρονα, παραπέμπει στη μυστηριακή εμπειρία που μπορεί να γεννήσει η επαφή μας με τα απλά πράγματακάτι που είχε «διδάξει» ο Κέρουακ από την εποχή του Δρόμου αλλά που έβλεπε πια να εκφυλίζεται, όπως σημειώνει και ο Λειβαδάς. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι ενώ ο ίδιος είναι καταβεβλημένος από τις καταχρήσεις, καταθλιπτικός, με τα νεύρα κουρέλια και ασφυκτιά μέσα στον ρόλο του επιτυχημένου (και σεξουαλικά επιθυμητού) γκουρού, μιλά στον Πικ σαν αποκαθαρμένος — όχι όμως και ανυποψίαστος. Η αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του παιδιού, με μια γλώσσα αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη, και η δράση προχωρά με οδηγό τα συναισθήματα σε έναν κόσμο σκληρό που ορίζεται από τις φυλετικές διακρίσεις (Νόμος Τζιμ Κρόου), την αβεβαιότητα και το κυνήγι του χρήματος. Οι ήρωες έρχονται «από το σκοτάδι», είναι απόκληροι — όπως ήταν απροσάρμοστη η μπιτ νεολαία- αλλά μαθαίνουν να χαίρονται με τα ελάχιστα και να διεκδικούν να ζήσουν «σαν άνθρωποι».
«Έμοιαζε με κάποιον που δημιουργούσε μια θύελλα παίζοντας σαξόφωνο!» Είναι μια εξαιρετική στιγμή της νουβέλας, όπου ο Κέρουακ περιγράφει ένα σόλο (με δανεικό τενόρο σαξόφωνο) του αδελφού ο οποίος ψάχνει δουλειά σε ένα κλαμπάκι. Η ενέργεια, ο ρυθμός, το κέφι, η λαχτάρα, η απελπισία, ο ιδρώτας, η έκσταση, η λύτρωση, η απελευθερωτική δύναμη της μουσικής — εδώ της τζαζ και εκεί των μπλουζ, όταν τραγουδά ο Πικ στην Εκκλησία — ζωντανεύουν μπροστά στον αναγνώστη. Απέναντι σ΄ αυτήν, η απανθρωπιά της πολιτισμένης ζωής στη Νέα Υόρκη, φαντάζει ακόμα μεγαλύτερη. «Προσπαθείς να μαζευτείς το βράδυ με άλλους, καθώς δεν έχεις φράγκο στην τσέπη σαν κανένας χωριάτης, και όλοι έχουν το νου τους μη βγάλεις κανένα ρόπαλο από την τσέπη…» Ο κόσμος άλλαζε και οι Αμερικανοί αρνούνταν να το δουν. Γι’ αυτό ήταν σημαντικός ο Κέρουακ. Διότι ενώ «τραγουδούσε» τον μύθο της Αμερικής, την ίδια στιγμή έκανε πόλεμο ενάντια στην Αμερική. Αυτό προκύπτει από ολόκληρο το έργο του και φυσικά από το εμβληματικό Οn the road (Στο δρόμο, Πλέθρον). Μάλιστα πέρσι κυκλοφόρησε επιτέλους η πρωτότυπη μορφή του δακτυλόγραφου (εκδ. Ρenguin, χωρίς τα «χτενίσματα» του επιμελητή για την έκδοση του 1957), όπου οι πρωταγωνιστές-φίλοι του αφηγητή, αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα Νηλ Κασσάντυ και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, και η όποια παραβατικότητά τους δεν καμουφλάρεται. Τελικά πρόκειται για ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα (non fiction novel) που προηγείται κατά 9 χρόνια του Εν Ψυχρώ του Καπότε, δίνοντάς μας μια ανάγλυφη εικόνα της Αμερικής, γράφουν οι «Τάιμς» (ΤLS). Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η οικογένεια της τρίτης του γυναίκας Στέλλας Σάμπας έχει αρχίσει τα τελευταία 13 χρόνια να εξαργυρώνει λίγα λίγα τα κατάλοιπά του, κυκλοφορώντας τις Επιστολές του (1995), μια συλλογή νεανικών διηγημάτων (1999), μια επιλογή από τα Ημερολόγιά του (2006), ένα «χαμένο» θεατρικό (2007)…
Και τώρα το φθινόπωρο, αναμένεται το ανέκδοτο πρώτο του αφήγημα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος), γραμμένο εναλλάξ με τον μεγαλύτερό του Ουίλιαμ Μπάροουζ, δόκιμο ήδη τότε όταν ο Κέρουακ ήταν 21 και είχε προφυλακιστεί για υπόθαλψη εγκληματία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου